Ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ με την αγαπημένη του Ζέλντα και την κόρη τους (Photo by Keystone/Getty Images).

Το 1936 ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ ήταν 40 ετών και είχε πίσω του μια συγγραφική καριέρα που εκτινάχτηκε σαν πυροτέχνημα και σαν πυροτέχνημα έμοιαζε, μετά, να σβήνει -κι είχε επίσης μπροστά του τέσσερα μόνο χρόνια ζωής. Ζούσε πια στο Χόλιγουντ γράφοντας κυρίως σενάρια («γραφιάς» αυτοσαρκαζόταν) και ανακεφαλαίωνε τη ζωή του κοιτώντας πίσω του γενναία και κυνικά.

Το “Crack-Up” ήταν μια σειρά από δοκίμια που έστειλε στο περιοδικό Esquire μεταξύ των οποίων και το “Early Success”, απ’ όπου η παραπάνω φράση του (*). Σαν θέμα τους είχαν ακριβώς αυτό, την Πρώιμη Επιτυχία, την πρωτοφανή δηλαδή  συγγραφική του δόξα στα 23 του χρόνια: πώς τη διαχειρίστηκε, πώς την πλήρωσε, πώς έλαμψε και κάηκε μέσα της. Όμως αυτό που αναδύεται κυρίως από αυτά όπως και από το υπόλοιπο έργο του είναι η τεράστια και συνεχής αγωνία του για να τα καταφέρει, να φτάσει στην επιτυχία και να παραμείνει εκεί. Και γιατί;

Για να κερδίσει τη λογοτεχνική αθανασία που ο κάθε συγγραφέας ονειρεύεται; Για να γράψει το Μεγάλο Αμερικάνικο Μυθιστόρημα; Για να γίνει ο εκπρόσωπος μιας εποχής που ονομάστηκε Jazz Age και μιας γενιάς που ονομάστηκε «Χαμένη»; Όχι. Αν και φυσικά τα ήθελε όλα αυτά και αν και τα κέρδισε, η πρώτη του επιδίωξη που με τόση ειλικρίνεια κι επιμονή αφηγήθηκε τόσες και τόσες φορές ήταν «να μη χάσει το κορίτσι»: το κακομαθημένο χρυσό κορίτσι του Νότου που στις ιστορίες του θα γινόταν η διαχρονική του ηρωίδα, μια συρραφή όλων των ερώτων του, και στην πραγματική του ζωή έγινε (αφού δεν την έχασε) η γυναίκα του, Ζέλντα· το κορίτσι που του ξεκαθάρισε από την αρχή ότι δεν θα τον παντρευόταν αν δεν αποκτούσε λεφτά -αν δεν έγραφε δηλαδή το μπεστ-σέλερ που θα του έφερνε τα χρήματα.

Μια χαμένη γενιά μιας τέχνης αφιερωμένης σε κορίτσια-τρόπαια. Μια χαμένη γενιά αντρών που έπρεπε να κερδίσουν το κορίτσι τους.

Έπρεπε λοιπόν να τελειώσει το μυθιστόρημα που θα του άνοιγε τις πόρτες της Ν. Υόρκης των λογοτεχνών και καλλιτεχνών και ανεπάγγελτων πλούσιων, τις πόρτες της καλής ζωής που ήθελε το κορίτσι που ήθελε αυτός: η σκανδαλιστικά μοντέρνα «flapper» των ‘20s που έπινε και κάπνιζε και φιλούσε τα αγόρια μέσα στα αυτοκίνητα, η κοπέλα με το σκληρό βλέμμα που τον αγαπούσε, ναι, αλλά αυτό δεν αρκούσε για γάμο. Πάμφτωχος, κερδίζοντας δεκάρες επισκευάζοντας στέγες σπιτιών, χωρίς καμία άλλη προοπτική, στράφηκε ολόκληρος στο στόχο του: όχι στη θεϊκή λάμψη της Μούσας του Λόγου, αλλά στο χρώμα των δολαρίων. Το πρώτο του μυθιστόρημα δεν θα μπορούσε να έχει γραφτεί χωρίς το μοναδικό, αριστουργηματικό του ταλέντο, αλλά και χωρίς την απεγνωσμένη ανάγκη του να βγάλει λεφτά, πολλά λεφτά, για να κερδίσει το κορίτσι.

Και ξαναδιαβάζοντάς το σήμερα, συνειδητοποιώ ότι είναι εκπρόσωπος και μιας άλλης γενιάς, επίσης χαμένης: εκείνης των αντρών που έκαναν ό,τι μπορούσαν «για να κερδίσουν το κορίτσι». Και που το ομολογούσαν, το περιέγραφαν και το διηγούνταν χωρίς αναστολές: ναι, και λοιπόν; Πού είναι το πρόβλημα; Ναι, εννοείται ότι έκανες τρέλες, έκανες τα πάντα για να κερδίσεις το κορίτσι. Ωραία η τέχνη, ωραία τα μεγάλα λόγια, αλλά το κορίτσι δεν μπορεί να περιμένει, θα σου την πάρει άλλος, και πρέπει να προλάβεις να την κάνεις δική σου.

Το εξώφυλλο του βιβλίου «The Crack-Up with Other Pieces and Stories, Penguin Books, 1965».

Και μετά –μετά η ζωή θα το πιάσει από εκεί, και μπορεί να την απατήσεις, μπορεί και να την εγκαταλείψεις, αλλά στην πορεία θα τα γράψεις όλα αυτά και έτσι θα γίνουν, η Μούσα του Λόγου και το χρώμα του χρήματος, το μίγμα το μοναδικό και εξαίσιο μιας λογοτεχνίας που εκρήγνυται από ανθρώπινη αδυναμία και δύναμη. Μιας λογοτεχνίας πολλών γενεών ανδρών που πάλευαν για τις γυναίκες των ονείρων τους, τις γυναίκες που συγκέντρωναν όλα όσα το φαντασιακό τους πουγκί λαχταρούσε περισσότερο: ομορφιά, γοητεία, μυστήριο (που με την κατάκτηση, φυσικά, θα εξαερωνόταν), κάτι το απρόσιτο (που με την κατάκτηση, φυσικά, θα ακυρωνόταν), κάτι το απίστευτα επιθυμητό –που με την κατάκτηση φυσικά θα αυτοαναφλεγόταν.

Ήταν μόνο αυτό, εκείνες οι γυναίκες; Όχι βέβαια. Αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν έχει σημασία πώς ήταν, γιατί έτσι κι αλλιώς δεν θα γίνουν ποτέ αληθινές για μας. Γιατί μας αρκούν, μας υπεραρκούν σαν σκιές που βλέπουμε μέσα από τη μαγεμένη ματιά εκείνων που τις θέλησαν. Και μήπως δεν είναι αυτή η παντοτινή αλήθεια για κάθε αντικείμενο πόθου;

Μια χαμένη γενιά μιας τέχνης αφιερωμένης σε κορίτσια-τρόπαια. Μια χαμένη γενιά αντρών που έπρεπε να κερδίσουν το κορίτσι τους. Που με τα σημερινά δεδομένα δεν θα ήταν καθόλου κέρδος, αφού κανένας νομίζω δεν θα τολμούσε πια να αποκαλέσει τρόπαιο κάποια που απαιτεί για την αγάπη της χρήμα, αγώνα, δοκιμασία. Αλίμονο. Το να πρέπει να περάσεις από τη φωτιά για να κερδίσεις μια γυναίκα ακούγεται πια υποτιμητικό, θλιβερό, ντροπιαστικό. Χαζό. Κι αν το κάνεις, δεν περηφανεύεσαι γι’ αυτό. Και πάντως δεν γράφεις γι’ αυτό. Κι ίσως είναι αυτός ο λόγος που η γενιά εκείνη εξαφανίστηκε: γιατί σήμερα η επιθυμία των αντρών μοιάζει να είναι όχι «να κερδίσουν το κορίτσι», αλλά να κερδηθούν.

Sήμερα η αντρική επιθυμία δεν ξενυχτά πια για να γράψει το μυθιστόρημα με το οποίο θα κερδίσει ένα κορίτσι -και έτσι θα το αποθεώσει και θα το διαιωνίσει.

Κρατώντας σφιχτά γύρω τους την αυτο-εκτίμησή τους (τι λέξη!) να κερδηθούν από γυναίκες που δεν είναι πια τρόπαια αλλά ισότιμοι εταίροι αλληλοκατανόησης, αλληλοσεβασμού, αλληλοεκτίμησης – ισότιμοι εταίροι ενός είδους αλληλοευτυχίας δηλαδή. Ένας αξιοπρεπής συνεταιρισμός με ισορροπημένο ισολογισμό, χωρίς καταστρεπτικές σπατάλες και αγωνιώδεις διελκυστίνδες.

Πολύ σωστά. Μόνο που κάτι σκαλώνει: γιατί τα κορίτσια που δεν είναι πια τρόπαια, που δεν απαιτούν τη λίβρα σάρκας εκείνου που τις θέλει, αυτά τα κορίτσια ποιος αγωνίζεται να τα κερδίσει; Σήμερα που η αντρική επιθυμία, η ανώριμη αντρική επιθυμία καλουπώθηκε μέσα σε σωστότερα πλαίσια λογικής, που παραδέχεται τον παραλογισμό και την αναπόφευκτη ήττα του αλόγιστου πάθους και κοιτάζει κατάματα τη γυναίκα όχι με το υγρό πυρ του Φιτζέραλντ αλλά με την ωμή, βάναυση ματιά του Ουελμπέκ, σήμερα η αντρική επιθυμία δεν ξενυχτά πια για να γράψει το μυθιστόρημα με το οποίο θα κερδίσει ένα κορίτσι -και έτσι θα το αποθεώσει και θα το διαιωνίσει. Και όλα τα υπέροχα κορίτσια που βγάζουν τα δικά τους χρήματα και κερδίζουν τα δικά τους τρόπαια και δεν ζητούν και δεν περιμένουν τίποτα από κανέναν –ποιος εξαίσιος καινούργιος συγγραφέας θα γράψει για το βουβό μήνυμα που αναβοσβήνει στο βλέμμα τους; Το μήνυμα που λέει, Κέρδισέ με;

* Από τη συλλογή F. Scott Fitzgerald The Crack-Up with Other Pieces and Stories, Penguin Books 1965.

 

// Η Καρολίνα Μέρμηγκα είναι συγγραφέας και μεταφράστρια. Έχει γράψει διηγήματα και μυθιστορήματα, με τελευταίο το «Ο Έλληνας Γιατρός», Αθήνα 2016, εκδ. Μελάνι.

 

Διαβάστε ακόμα: «Τα πιο σκοτεινά ημερολόγια στην ιστορία της φιλοσοφίας».

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top