«Χαίρομαι που σας ξεγελάω και φαίνομαι παραγωγικός γιατί εγώ συχνά νιώθω αρκετά τεμπέλης μπροστά σε άλλους».

– Κοιτώντας το έργο σου, αναρωτιέται κανείς πως βρίσκεις τόση ενέργεια. Είσαι μάλλον ο πιο παραγωγικός στον κλάδο σου. Αρχισυνταξία στον Μπλε Κομήτη, Ερωτόκριτος, Φεστιβάλ, Ληστές, αμέτρητα εξώφυλλα και φυσικά η βραβευμένη μικρού μήκους ταινία σου «Ο Χειροπαλαιστής».

Χαίρομαι που σας ξεγελάω και φαίνομαι παραγωγικός γιατί εγώ συχνά νιώθω αρκετά τεμπέλης μπροστά σε άλλους. Πάντως, τώρα που το λες, συχνά νιώθω ότι πρέπει με κάτι να απασχολώ το μυαλό μου. Μάλλον ψυχαναλυτικοί είναι οι λόγοι… Όταν δεν έχω τίποτα να με απασχολεί στο σύνολο της ενέργειας μου, νιώθω να βαριέμαι και ψάχνω να βρω προβλήματα που δεν υπάρχουν, ενώ στον αντίποδα, νιώθω τρομερά ζωντανός. Όχι με την έννοια ότι δουλεύω και αφήνω κάτι πίσω μου. Απλώς με την δική μου ψυχοσύνθεση, όταν υπάρχει μια σκέψη που με απασχολεί και με δυσκολεύει νιώθω πολύ ενεργός, πιο κοντά στη ζωή παρά στο θάνατο. Βέβαια αυτό είναι άρρωστο σχεδόν. Δεν έχει καθόλου την έννοια της ησυχίας. Η απραξία δεν είναι κάτι μεμπτό. Και η τεμπελιά μου φαίνεται εξίσου χρήσιμη και προσοδοφόρα, είναι και μια στάση ζωής. Όμως, όταν αισθάνομαι ότι βρίσκομαι σε ένα άδειο λιβάδι, που δεν υπάρχει τίποτα στον ορίζοντα, τότε με πιάνει πανικός. Αρχίζω να εφευρίσκω παιχνίδια, φαντασιώνομαι ιστορίες, προβλήματα, απλώς και μόνο για να παραμείνω ενεργός.

– Φαίνεται να φέρνεις αποτελέσματα, αυτό είναι το εντυπωσιακό, όχι ότι είσαι απλώς πολυπράγμων, βάζεις πολλά πρότζεκτ σε εφαρμογή. Μπαίνεις στην διαδικασία να τα τελειώσεις στοχεύοντας να αφήσεις μεγάλη παρακαταθήκη;

Όχι, απλώς δεν αισθάνομαι καλά να αφήνω ανοιχτούς λογαριασμούς. Δεν ξεκινάω καν να ασχολούμαι με κάτι αν νιώθω ότι θα το αφήσω μισό. Ας πούμε, το πρότζεκτ των «Ληστών» είναι ανοιχτό περίπου 10 χρόνια, αλλά ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι θα το παρατήσω. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό που έχω από πάντα, δηλαδή το πρώτο μου κόμικ όντως το ολοκλήρωσα, ήταν 4 σελίδες και τις έφτιαξα. Πολύ αργότερα διαπίστωσα ότι αυτό είναι το πρώτο πρόβλημα που έχουν όσοι σκοπεύουν να ασχοληθούν με κάτι, ότι απλώς δεν το ολοκληρώνουν. Υπάρχει επίσης και μια άλλη «ασθένεια», αυτή που δεν μπορείς να ολοκληρώσεις κάτι χωρίς να είναι τέλειο. Οπότε συνεχώς δουλεύεις και ξαναδουλεύεις το ίδιο πράγμα μέχρι να αισθανθείς ότι είναι τέλειο, ώστε όταν βγει, να αφήσει το κοινό άναυδο, με αποτέλεσμα πάλι να μη το τελειώνεις ποτέ γιατί προφανώς είναι τρομερό το βάρος της τελειότητας. Ασήκωτο. Εγώ τελειώνω αυτό που είναι να κάνω όσο καλύτερα μπορώ εκείνη τη στιγμή, και παρατηρώ τα λάθη μου προσπαθώντας να τα βελτιώσω στην επόμενη δουλειά. Πρέπει να αισθάνεσαι οκ με τον εαυτό σου, με τις δυνάμεις που έχεις εκείνη την στιγμή και όχι με αυτές που φαντασιώνεσαι ότι θα ήθελες να έχεις. Εμένα μου αρέσουν περισσότερο τα πράγματα που είναι τελειωμένα και ας έχουν λάθη, παρά τα πράγματα που είναι τέλεια αλλά ανολοκλήρωτα. Ό,τι δεν ολοκληρώνεται δεν μπορεί να υπάρξει και ό,τι δεν υπάρχει, δεν μπορεί να είναι ούτε ωραίο, ούτε άσχημο. Απλώς δεν είναι.

«Υπάρχει μια ταινία με τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, το ”Η Ξυπόλητη Κοντέσσα”, στην οποία λέει ότι η διαφορά που έχουν τα σενάρια από την πραγματική ζωή είναι ότι τα σενάρια αναγκαστικά πρέπει να βγάζουν νόημα».

– Πέρα από τα δικά σου projects ασχολείσαι και με αναθέσεις;

Ναι, ασχολούμαι και με άλλα projects. Για παράδειγμα ο Ερωτόκριτος σαν ιδέα ήταν ανάθεση, η διασκευή ενός λογοτεχνικού κειμένου. Και πάλι όμως, αν δεν νιώσω το πρότζεκτ δικό μου, δυσκολεύομαι. Κάνω και άλλα πράγματα για επιβίωση, παλιότερα πιο πολύ. Καταφέρνω όμως να τα διαχωρίζω. Απλώς όσα είναι από καθαρή ανάγκη για επιβίωση, σπάνια τα απολαμβάνω. Σε αυτά λειτουργώ στον αυτόματο. Αποκτάς μια εμπειρία και έναν αυτοματισμό με τα χρόνια. Αν όμως αισθανθώ ότι μια ανάθεση είναι ευκαιρία για να εκφράσω και δικά μου πράγματα, θα την εκμεταλλευτώ. Παράδειγμα, το κόμικ «Φεστιβάλ» που φτιάξαμε πέρσι με τον Παναγιώτη Πανταζή και την Γεωργία Ζάχαρη, χάρη στην ανάθεση που μου έκανε το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για τα 60α γενέθλια του. Ήταν μια από τις πιο διασκεδαστικές δουλείες που έχω κάνει και σκέψου, δεν θα το ξεκινούσα ποτέ αν δεν μου είχε γίνει η πρόταση από το Φεστιβάλ.

– Πες μας λίγα πράγματα για την ιστορία των «Ληστών», από πού εμπνεύστηκες για να δημιουργήσεις αυτό το graphic novel;

Όλο αυτό ξεκινάει πριν πολλά χρόνια από την στιγμή που αποφασίζω ότι πρέπει να σταματήσω να φτιάχνω μικρές ιστορίες, και να ασχοληθώ με την μεγάλη φόρμα, οπότε και αρχίζω να ψάχνω υποσυνείδητα την ιστορία που θέλω να πω. Τυχαία την βρίσκω σε μια αυτοέκδοση, σε ένα βιβλίο έρευνας που είχε κάνει ο Νίκος Πάνος, ένας ιστοριοδίφης από την Ήπειρο, με ατάκτως ερριμμένα αρχεία, αφηγήσεις και μαρτυρίες για την ζωή αυτών των ληστών, και γοητεύομαι – πέρα από το πρώτο επίπεδο που είναι μια τρομερή πλοκή με διάφορα σκαμπανεβάσματα και αντιφάσεις που έχουν στην ζωή τους οι δύο ληστές-, σε δεύτερο επίπεδο από το δίπολο, επειδή υπάρχει αυτή η αδελφική σχέση. Θεωρώ πως ο ένας είναι το alter ego του άλλου. Το ότι είναι δύο είναι η δύναμή τους, αλλά από την ιστορία φαίνεται ότι τελικά θα είναι και η αδυναμία τους. Κυρίως όμως με ιντριγκάρε το πως θα μπορούσαμε να εμβαθύνουμε στους χαρακτήρες. Θεώρησα ότι εδώ υπάρχει υλικό για να γραφτεί μια ιστορία. Ψάχνοντας να βρω κάποιον να με βοηθήσει καταλήγω στον Γιάννη Ράγκο, ο οποίος ως δημοσιογράφος είχε ακόμα περισσότερο υλικό και επίσης. είχε γράψει το βιβλίο «Μυρίζει Αίμα», που είναι αντίστοιχης λογικής, μια μυθοπλασία εμπνευσμένη από τα αληθινά γεγονότα.

«Εμένα η αλήθεια δε με ενδιαφέρει καθόλου, σε καμιά ιστορία. Κυρίως με ενδιαφέρουν τα ψέματα».

– Οι «Ληστές» λοιπόν είναι βασισμένοι στην αληθινή ιστορία δύο ληστών, των θρυλικών Ρεντζαίων που δρούσαν στα βουνά της Ηπείρου, ωστόσο στο έργο σου υπάρχει μυθοπλασία, γιατί επέλεξες αυτό τον δρόμο στην αφήγηση αυτής της ιστορίας;

Δεν παίζει ρόλο τόσο το πόσο ενδιαφέρουσα είναι η πραγματική ιστορία, αλλά το ποιες πλευρές διαλέγεις να φωτίσεις. Υπάρχει μία παγίδα όταν πας να κάνεις κάτι που είναι βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, ότι μπορεί να παρασυρθείς από την αλήθεια και κλειδώνει το μυαλό σου, σταματάς να σκέφτεσαι προεκτάσεις. Σταματάς να σκέφτεσαι τι άλλο θα μπορούσε να συμβεί, τι εντέλει εξυπηρετεί την ιστορία που λες με αποτέλεσμα να λες «αφού έγινε έτσι, αυτό είναι». Εμένα η αλήθεια δε με ενδιαφέρει καθόλου, σε καμιά ιστορία. Κυρίως με ενδιαφέρουν τα ψέματα. Υπάρχει ένα κλισέ που λέει ότι «ένας πολύ καλός ψεύτης βάζει πάντα και μία ισχυρή αλήθεια μέσα στο ψέμα του για να το κάνει ακόμα πιο πιστευτό». Οπότε, το ενδιαφέρον υπάρχει όταν ξεψαχνίζεις μια ιστορία και πλέον βρίσκεις αυτά που θέλεις εσύ να φωτίσεις, το πως θα κρατήσεις το ρυθμό της ιστορίας και πως θα γοητεύσεις τον αναγνώστη. Υπάρχει μια ταινία με τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ , το «Η Ξυπόλητη Κοντέσσα», στην οποία υποδύεται έναν σκηνοθέτη, και σε ένα διάλογο με την πρωταγωνίστρια της λέει ότι «η διαφορά που έχουν τα σενάρια από την πραγματική ζωή είναι ότι τα σενάρια αναγκαστικά πρέπει να βγάζουν νόημα», και αυτό είναι ακριβώς το πρόβλημα με τα σενάρια. Πολλά πράγματα στη ζωή δεν βγάζουν νόημα και ούτε χρειάζεται, οπότε, δεν μπορείς να επαφίεσαι μόνο στην πραγματικότητα αν θες να κατασκευάσεις μια καλή ιστορία.

«Στα κόμικ πρέπει να φανταστείς ακόμα και τις εκπλήξεις που θα φέρεις μπροστά στον εαυτό σου».

– Γιατί αφηγείσαι ιστορίες μέσω των κόμικς;

Ξεκίνησα να κάνω κόμικς στην διαδικασία της σχολής, τυχαία, όταν απλά πειραματιζόμουν με διάφορα πράγματα. Κάνοντας το πρώτο κόμικ, ξεκλειδώνω ένα πολύ βασικό πρόβλημα που είχα, ότι εγώ υποτίθεται είχα μια ροπή προς την ζωγραφική, μια ικανότητα να ζωγραφίζω καλά, αλλά δεν το απολάμβανα. Η ζωγραφική με κουράζει, απλώς έτυχε να είμαι καλός σε αυτό. Δεν καταλαβαίνω γιατί μου συμβαίνει αυτό. Την πρώτη φορά που φτιάχνω ένα κόμικ όμως, αντιλαμβάνομαι ότι δεν με ενδιαφέρει η ζωγραφική, αλλά η αφήγηση. Από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου, με θυμάμαι να ακούω και να παρατηρώ. Οπότε, άρχισα να χρησιμοποιήσω την ικανότητα μου στην ζωγραφική, ώστε να διηγηθώ ιστορίες. Ακόμα και σήμερα δεν απολαμβάνω την ζωγραφική, ούτε ζωγραφίζω από χόμπι ή για διασκέδαση. Μου είναι ευχάριστο να βάζω εικόνες σε μια σειρά, μόνο όταν σκέφτομαι έναν κόσμο για μια ιστορία.

Οι Ληστές του Γιώργου Γούση και του Γιάννη Ράγκου κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Polaris.

– Θέλεις πάντα να δημιουργείς ένα δικό σου σύμπαν και να χειρίζεσαι με έναν μαγικό τρόπο τα πάντα, από την αρχή ως το τέλος;

Συγκεκριμένα αυτό που λες, είναι αυτό που με έχει κουράσει πιο πολύ στα κόμικς. Γι’ αυτό και αισθάνομαι ότι προσπαθώ να κάνω αυτό το πέρασμα στον κινηματογράφο, ακριβώς επειδή έχω βαρεθεί αυτή την μοναξιά, τον εγκλεισμό και τον απόλυτο έλεγχο που έχει ο δημιουργός ενός κόμικ. Αναζητώ την σωματικότητα, την περιπέτεια, την κούραση, την επικοινωνία με άλλους και την έκπληξη, το απρόσμενο γεγονός. Πάλι έχει να κάνει με τον έλεγχο γιατί εσύ τελικά διαλέγεις το υλικό, αλλά σίγουρα στο σινεμά είσαι πιο ανοιχτός και προσαρμοστικός απέναντι στα πράγματα και στα προβλήματα που θα σου παρουσιαστούν. Ταυτόχρονα αυτό με ξεκουράζει, γιατί είναι τρομερά κουραστικό να φαντάζεσαι τα πάντα. Στα κόμικ πρέπει να φανταστείς ακόμα και τις εκπλήξεις που θα φέρεις μπροστά στον εαυτό σου. Ενώ στην ζωή, μπορεί απλώς να εκπλαγείς και καμιά φορά να είναι και ευχάριστο.

– Ποιες είναι οι καλλιτεχνικές σου αναφορές; Υπάρχει κάποιος που σε έχει επηρεάσει ιδιαίτερα;

Λογοτεχνία, σινεμά, κόμικς. Θα μπορούσα να σου πω διάφορα ονόματα, όμως πιο πολύ σημασία έχει ότι όλοι αυτοί οι δημιουργοί έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Οι ιστορίες τους είναι απλές και κοινότυπες στην βάση τους, όμως αυτοί παρατηρούν και μας αφηγούνται πολλά παραπάνω πράγματα απ όσα φαινομενικά βλέπεις στην εικόνα. Επίσης, καταφέρνουν να παγιδεύσουν τον θεατή και αυτό με μαγεύει. Το πως ξεκινάνε να αφηγούνται μία ιστορία και βήμα βήμα, σκηνή σκηνή, τραβάνε τον αναγνώστη ή τον θεατή και τον βυθίζουν μέχρι να τον πείσουν ότι η ιστορία τους τον αφορά και είναι αληθινή. Πως κινητοποιείς τα συναισθήματα και τις αισθήσεις κάποιου, πως αρχίζει να ξεδιπλώνεται ένας ολόκληρος κόσμος και αυτό να μην γίνεται επιθετικά, να μην είναι ένας όγκος που σκάει και κάνει μια έκρηξη, αλλά ένα παιχνίδι που σαγηνεύει σιγά-σιγά, σαν να φλερτάρεις με τον αναγνώστη, ή το θεατή. Αλλωστε και το φλερτ είναι ένας τρόπος επικοινωνίας.

– Η πιστότητα με την οποία έχεις αποτυπώσει το τοπίο, την αρχιτεκτονική, τα ρούχα, ακόμα και τα τραγούδια και τον τρόπο ομιλίας των ηρώων γίνεται για τον ίδιο λόγο; Προσπαθείς να βυθίσεις τους αναγνώστες στην εποχή στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία σου;

Με κάποιο τρόπο προφανώς πρέπει να είσαι πιστός σε όλο αυτό που έχει να κάνει με το σκηνογραφικό αλλά, είναι δουλειά που δεν έχει καμία σημασία γιατί γίνεται για να πειστεί κατευθείαν ο αναγνώστης, από μία εικόνα πως αυτό που βλέπει ανήκει σε μια συγκεκριμένη εποχή. Ετσι, σταματάει να ασχολείται με την εποχή, να έχει αμφιβολίες αν αυτό που βλέπει μπορεί να είναι ψεύτικο, και αρχίζει να ασχολείται περισσότερο με τους ήρωες. Σκέφτομαι ότι αν καμιά φορά ο αναγνώστης αρχίζει να δίνει πολύ σημασία στο σκηνογραφικό, τότε μάλλον τον έχεις χάσει από την ιστορία που λες.

– Έχεις δουλέψει όμως και ως art director σε μια ταινία, εκεί που είναι η βασική σου δουλειά τι συμβαίνει;

Εκεί πρέπει να αφηγηθείς πράγματα που δεν αφηγείται η δράση ή ο διάλογος, πρέπει να αφηγηθείς με μια εικόνα. Χτίζοντας ή διακοσμώντας ένα χώρο, πρέπει κατευθείαν ο θεατής να πάρει εικόνες που είναι υποσυνείδητες, να καταλάβει αν ας πούμε αυτός ο ήρωας είναι νοικοκύρης ή ακατάστατος, αν έχει γούστο η δεν έχει, τα οποία εν τέλει είναι κι αυτά μέρος της ιστορίας. H καλλιτεχνική επιμέλεια είναι κάτι που μπορώ να κάνω, νομίζω συμπαθητικά, αλλά δε με εξιτάρει τόσο όσο η συνολική αφήγηση.

«Περιγράφω μια προνεωτερική εποχή. Μιλάμε για φτώχεια και αγραμματοσύνη, υπάρχει η μπέσα, αλλά δεν είναι και απαραίτητος ο άγραφος νόμος της βεντέτας».

– Όπως, ακόμα και σε ένα μυθιστόρημα μπορεί κανείς, με λίγες λέξεις, να περιγράψει πολύ εύστοχα τον χώρο και να δώσει πολλά περισσότερα επίπεδα στον αναγνώστη.

Ναι ή και με μία λέξη… Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια φράση του Ντέιβιντ Πις, ενός εγγλέζου συγγραφέα αστυνομικής λογοτεχνίας, ο οποίος περιέγραψε με μία τόσο απλή φράση μια ολόκληρη γειτονιά. Περιγράφει έναν άνθρωπο που κατεβαίνει από ένα αυτοκίνητο και αρχίζει να περπατάει σε μια γειτονιά, προς σε ένα σπίτι και όλη η περιγραφή του χώρου ήταν «σκυλιά κυνηγούσαν σακούλες που τις έπαιρνε ο αέρας» και αμέσως ξέρεις που περίπου μπορεί να βρίσκεται, πως μπορεί να είναι τα σπίτια και αν έχει συννεφιά, μπορείς ακόμα και να φανταστείς το χρώμα του χώματος.

«Είναι άλλο να εκδικείσαι ένα έγκλημα και άλλο μετά να μετατρέπεσαι σε επαγγελματία ληστή. Πιο πολύ ενδιαφέρον για μένα έχει το δεύτερο κομμάτι».

– Πότε θα βγει το επόμενο μέρος;

Θα δείξει. Είναι γραμμένο το στόρι, θα γραφτεί τώρα και το σενάριο. Θα το ξεκινήσω μέσα στο 2021 και ελπίζω να τελειώσει σύντομα. Το πρώτο μέρος βγήκε τώρα γιατί το κουβαλάω χρόνια και ήθελα να το ξεφορτωθώ και κατά κάποιον τρόπο να “χρωστάω” κάτι. Είναι ένα τεράστιο πρότζεκτ, όταν το ξεκινήσαμε είχαμε άγνοια κινδύνου. Βέβαια, θεώρησα ότι εκεί που τελειώνει το μέρος Α, ολοκληρώνεται ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας, οπότε αξίζει τον κόπο να διαβαστεί προς το παρόν.

– Εγώ ένιωσα ότι είναι μια πλήρης ιστορία, μπορεί να διαβαστεί και αυτοτελώς.

Ναι και το δεύτερο μέρος είναι κάτι άλλο μετά. Μπακάλικα μπορείς να πεις ότι αυτό είναι ένα γουέστερν και το άλλο είναι ένα νουάρ. Έχει περισσότερη πόλη, μαφιόζικη δράση… Γίνονται ευυπόληπτοι πολίτες, κυνηγοί ληστών, παράγοντες και μέλη της αστυνομίας μέχρι να κάνουν μια ληστεία. Τα κεφάλαια του βιβλίου περιγράφουν την καμπύλη της πορείας τους, ξεκινάει με τα ριζά, μετά είναι το κορμί που είναι η πλαγιά, το τρίτο είναι η κορφή και το τελευταίο είναι τα γκρεμνά, που αφηγούνται και την πτώση τους.

– Μέσα στην ιστορία φωτίζεις την ηθική των ηρώων που είναι sui generis, δεν πρόκειται για εκ φύσεως εγκληματίες αλλά οδηγούνται εκεί από μια συνθήκη και ακολουθούν αυτό τον τρόπο ζωή τελικά.

Παραμένει μια επιλογή, θα μπορούσαν να μην έχουν εκδικηθεί για τον θάνατο του πατέρα τους. Είναι προνεωτερική εποχή, μιλάμε για φτώχεια και αγραμματοσύνη, υπάρχει η μπέσα, αλλά δεν είναι και απαραίτητος ο άγραφος νόμος της βεντέτας, δεν είναι ότι όλοι πρέπει να εκδικηθούν και να σκοτώσουν. Το γιατί φτάνουν εκεί… είναι πιθανώς ψυχαναλυτικοί οι λόγοι. Όμως, είναι άλλο να εκδικείσαι ένα έγκλημα και άλλο μετά να μετατρέπεσαι σε επαγγελματία ληστή. Πιο πολύ ενδιαφέρον για μένα έχει το δεύτερο κομμάτι, γιατί δεν έγιναν απλά ληστές, αλλά έχουν την μεγαλύτερη δράση και σε χρόνια και σε ένταση και σε πολυπλοκότητα, περνάνε στην νομιμότητα και ύστερα πάλι στην παρανομία. Πρόκειται για μια από τις πλουσιότερες ληστρικές ιστορίες.

«Σκέφτομαι ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη ηδονή και εξουσία από αυτούς που ελέγχουν το θάνατο».

– Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει ο κόσμος τους ληστές εμπεριέχει φόβο αλλά και ένα θαυμασμό, γιατί συμβαίνει αυτό;

Ενδόμυχα, με κάποιο τρόπο -και ουσιαστικά αυτό είναι το ερώτημα- γιατί οι άνθρωποι γοητεύονται τόσο πολύ από τα εγκλήματα.

«Ο Παλαιοκώστας φαίνεται να έχει τα χαρακτηριστικά του κοινωνικού ληστή, κάτι που δεν είχαν καθόλου οι ληστές στην ιστορία μας».

– Γοητεύονται όμως και από τη δύναμη αναγνωρίζουν την εξουσία στους παρανόμους…

Εγώ σκέφτομαι ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη ηδονή και εξουσία από αυτούς που ελέγχουν το θάνατο, ξέρουμε όλοι ότι η ζωή μας έχει δοθεί εντελώς τυχαία και κάποιος βαστάει αυτή την τύχη σου στα χέρια του, και από τη μια στιγμή στην άλλη αποφασίζει να στην στερήσει. Το να ελέγχει κάποιος το θάνατό σου είναι η απόλυτη εξουσία και δυστυχώς οι άνθρωποι βρίσκουν ηδονή σ’ αυτό. Προς αυτόν που τα καταφέρνει ενδόμυχα, αν όχι όλοι τότε σχεδόν όλοι, έχουμε την “κακιά μας” πλευρά που τον θαυμάζει.

– Ποιος σύγχρονος εγκληματίας θα μπορούσε να γίνει μυθιστόρημα στο μέλλον; Νομίζω ότι στο παρελθόν έχεις κάνει μια αναφορά στον Παλαιοκώστα…

Ο Παλαιοκώστας φαίνεται να έχει τα χαρακτηριστικά του κοινωνικού ληστή, κάτι που δεν είχαν καθόλου οι ληστές στην ιστορία μας, και έχει και την τεράστια διαφορά ο Παλαιοκώστας, ότι δεν είναι δολοφόνος. Για τους δικούς του λόγους, που μόνο αυτός τους ξέρει, μπορεί να ‘ναι ιδεολογικοί, ιδιοσυγκρασιακοί, οτιδήποτε, συντηρεί αυτό το μύθο -φαντάζομαι τρομερά δύσκολα, ξέρεις, κρυμμένος για χρόνια και τα λοιπά, αλλά έχει δώσει την ψυχή του για αυτό το πράγμα. Δεν είναι ακριβώς κοινωνικός ληστής, γιατί δεν μοιράζει τη λεία του, δεν είναι Ρομπέν των δασών αλλά έχει ενδιαφέρον ότι αυτός ξεφεύγει από τα όρια της κοινωνίας, κάνει αυτό που όλοι θα θέλαμε λίγο να κάνουμε και ταυτόχρονα παραμένει και ηθικός, ηθικός με την άποψη κάποιου ιδεαλισμού, είναι ένα παράδειγμα που ξεχωρίζει από τους άλλους. Θα πρέπει να τελειώσει η εποχή του για να μελετηθεί, πάντως είναι μια μυθική φιγούρα, χάρη κιόλας στις ιδιοφυείς μεθόδους που έχει εφαρμόσει σε ληστείες και αποδράσεις.

– Το φαινόμενο της ληστοκρατίας, δηλαδή δεν υπάρχει σήμερα;

Βλέπεις την ληστοκρατία με έμμεσο τρόπο στην κοινωνία. Όπως θα δεις και στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, βλέπεις ότι τελειώνει αλλά δεν τελειώνει ουσιαστικά. Μπαίνει στον αστικό ιστό και ξεκινά να δρα με καπιταλιστικούς όρους. Προφανώς μπορείς να το δεις παντού σήμερα σε διάφορα παραδείγματα που τα ξέρουμε όλοι. Ουσιαστικά αυτό είναι και το ενδιαφέρον στην ιστορία μας, ότι βλέπεις τα γεννοφάσκια αυτού του μοντέλου που υπάρχει ακόμα και σήμερα.

«Το δικό μας έργο δεν ξεκίνησε από την ανάγκη να μελετήσουμε το παρελθόν. Είναι μια ιστορία που κυρίως μας γοήτευσε πάρα πολύ και τα κριτήρια είναι εντελώς αφηγηματικά».

– Έχεις ακούσει το σχόλιο ότι το έργο σου μπορεί να είναι το ελληνικό Peaky Blinders;

Μοιάζει γιατί είναι ίδια εποχή ακριβώς, το ‘20 περίπου. Δε μας επηρέασε βέβαια, εμείς ξεκινήσαμε αυτή την ιστορία πολύ πριν βγει η σειρά και η ιστορία μας είναι κάτι άλλο. Γενικά έχει ενδιαφέρον αυτός ο κόσμος, που κυριαρχείται από τους άντρες, βέβαια σε μας οι γυναίκες έχουν έναν αρκετά ενδιαφέροντα ρόλο, ειδικότερα στο πως εξελίσσονται οι δύο σχέσεις των ληστών. Θα το δεις περισσότερο στο δεύτερο μέρος.

«Κάποια στιγμή θα ήθελα να διασκευάσω ένα αγαπημένο μου βιβλίο του Φίλιπ Ντικ».

– Το γεγονός ότι αφηγηματικά επιστρέφουμε ακόμη πιο πίσω στις ρίζες μας, χωρίς να σημαίνει ότι έχουμε ξεπεράσει πχ. τον εμφύλιο, θεωρείς ότι είναι απλά κάποια τάση ή κάποια απώτερη κοινωνική ανάγκη να ψάξουμε όλο και πιο βαθιά, ψυχαναλυτικά μιλώντας, που εκφράζεται μέσα από την καλλιτεχνική δημιουργία ανάγκη;

Είναι μεικτό. Το δικό μας έργο δεν ξεκίνησε από την ανάγκη να μελετήσουμε το παρελθόν. Είναι μια ιστορία που κυρίως μας γοήτευσε πάρα πολύ και τα κριτήρια είναι εντελώς αφηγηματικά. Είναι αυτό που έλεγα πριν, νιώθω ότι μπορείς να μιλήσεις καλύτερα για πράγματα που έχουν κάνει τον κύκλο τους. Ειδικά όταν είναι ιστορίες που έχουν σαφή αναφορά στο σήμερα και μπορείς να μελετήσεις και να δείξεις ότι κατά βάση οι άνθρωποι παραμένουν οι ίδιοι. Υπάρχει ένας λόγος να αφορά το σημερινό αναγνώστη. Έπειτα υπάρχουν και τα κριτήρια που δεν αφορούν εμάς και έρχονται από τους εκδότες, ειδικά στα κόμικς, οι εκδότες νιώθω ότι έχουν στημένο ένα κοινό από το βιβλίο, που διαβάζει ιστορικά μυθιστορήματα. Νιώθουν ότι θα είναι πιο εύκολο να πουλήσουν ένα ιστορικό κόμικ στο κοινό που έχει ήδη χτιστεί, ενώ ένα sci fi θα τον δυσκολέψει τρομερά να βρει το κοινό του. Φαντάζομαι όμως ότι είναι μεταβατικό το στάδιο και κάποια στιγμή στο μέλλον θα γίνει πιο εύκολο κι αυτό.

– Έχεις ασχοληθεί με το Sci-fi;

Ναι, σε μικρές ιστορίες, αλλά έχω διάφορες ιδέες, για παράδειγμα κάποια στιγμή θα ήθελα να διασκευάσω ένα αγαπημένο μου βιβλίο του Φίλιπ Ντικ. Για να γυρίσω στο προηγούμενο, για μένα είναι μπερδεμένο, δεν ξέρω πότε κάποιος το κάνει από αγνό ενδιαφέρον για την ιστορία ή τις ρίζες και πότε νομίζει ότι απλά θα πουλήσει. Φαίνεται βέβαια εν τέλει από την ποιότητα της ίδιας της δουλειάς. Αν το κάνεις επειδή νομίζεις ότι θα πουλήσει ή επειδή απλά στο ανάθεσαν, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μην είναι πολύ ποιοτικό, γιατί πάνω απ’ όλα πρέπει να σε αφορά, να σε τρώει, να έχεις ανάγκη να πεις αυτή την ιστορία. Πάντως, δεν είναι τόσο παράξενο, οι άνθρωποι κατά βάση μιλάνε για τις αναμνήσεις τους, αυτό κυριαρχεί στο ανθρώπινο μυαλό και όχι αυτό που ζεις. Ότι βιώνουμε αρχίζει να έχει σημασία όταν γίνεται ανάμνηση, τώρα είναι απλά η ζωή σου. Οπότε, δεν είναι τελικά και τόσο περίεργο το κόλλημα του ανθρώπου με το παρελθόν.

– Σε γενικές γραμμές έχω παρατηρήσει ότι συνεργάζεται και με άλλους ανθρώπους άλλους δημιουργούς και θα ήθελα να μάθω περισσότερα για την δική σου διαδικασία συγγραφής, έχεις κάποια φόρμα;

Γενικά μου αρέσει πολύ να συνεργάζομαι, δυσκολεύομαι πολύ να γράψω μόνος μου, γιατί μ’ αρέσει η διαδικασία του σεναρίου να γίνεται με κουβέντα και κουβεντιάζοντας με κάποιον που το κατέχει εξίσου και ταιριάζουν τα χνώτα μας, προκύπτουν πράγματα. Μπορεί να διαφωνήσουμε επί τούτου σε κάτι για να δούμε τι θα υπερισχύσει τελικά. Επίσης, επειδή συνήθως ο άλλος είναι συγγραφέας, νιώθω ότι εφόσον έχουμε καταλήξει σε ένα στόρι, μου αρέσει να τον αφήνω να κάνει την πρώτη γραφή, να ενεργοποιήσει το ταλέντο που έχει στην γραφή. Κατά δεύτερον, εγώ αισθάνομαι καλύτερα να σχολιάζω και να επιμελούμαι σε ένα δεύτερο και τρίτο χέρι. Μετά αλλάζει χέρια το κείμενο και καταλήγει στην τελική του μορφή, σε ένα τελικό προϊόν. Στο “Φεστιβάλ” κάναμε ένα πείραμα που δεν το έχουμε ξανακάνει και δεν ξέρω αν έχει ξαναγίνει κιόλας, του οποίου, παραδόξως, το αποτέλεσμα δεν ήταν τελικά πειραματικό, αλλά πιο κοντά στο μέινστριμ. Κάτι που μας έκανε εντύπωση, γιατί είναι κάτι μη αναμενόμενο. Γενικά μ’ αρέσει αυτό το αλισβερίσι, αυτό που είπα νωρίτερα για το σινεμά. Μάλλον προσπαθούσα, έστω και κατ’ ελάχιστο, να το πετύχω και στα κόμικ.

«Συνήθως όταν οι άνθρωποι λένε ρεαλισμό εννοούν αυτό που έχουν συνηθίσει να βλέπουν, κάτι συνηθισμένο. Στην τέχνη τίποτα δε χρειάζεται να είναι αληθινό».

– Με αφορμή ότι στο κόμικ είσαι σε πάρα πολύ υψηλό επίπεδο, θα μπορούσε εύκολα κανείς να σε παρεξηγήσει και να θεωρήσει ότι είσαι ένας τύπος της εξειδίκευσης, ωστόσο ασχολείσαι και με άλλα πράγματα, όπως για παράδειγμα η ταινία που δημιούργησες. Εσύ τι πιστεύεις για τον εαυτό σου;

Στην πραγματικότητα εγώ νιώθω ότι λέω ιστορίες, απλώς αλλάζει το μέσο και τα εργαλεία. Έτσι, γίνεται και για μένα πιο διασκεδαστικό, δεν πλήττω. Επίσης έχω αυτή την τάση να νιώθω πιο ασφαλής όταν είμαι πρωτάρης σε κάτι, μου κινεί πιο πολύ το ενδιαφέρον να ρωτάω, να ψάχνω. Δεν έχω καμία τελειομανία, αισθάνομαι ότι αν καταλήξω να ξέρω να κάνω κάτι τόσο πολύ καλά, ότι δεν υπάρχει πια λόγος να το εξασκώ πλέον, έχει τελειώσει αν δε με δυσκολεύει με κάποιο τρόπο. Μ’ αρέσει μια φράση που λέει ο Σκορτσέζε, ότι αν το πρωί ξυπνάς και έχεις να πας στο σχεδιαστήριο ή στο γύρισμα και φοβάσαι τότε είσαι καλά, είσαι στο σωστό σημείο.

«Ο Σκοτ Μακλάουντ, ένας θεωρητικός των κόμικς, λέει ότι όταν απεικονίζεις έναν χαρακτήρα, όσο πιο ρεαλιστικό τον κάνεις, τόσο λιγότεροι άνθρωποι είναι».

– Τι είναι για σένα ο ρεαλισμός;

Συνήθως όταν οι άνθρωποι λένε ρεαλισμό εννοούν αυτό που έχουν συνηθίσει να βλέπουν, κάτι συνηθισμένο. Στην τέχνη τίποτα δε χρειάζεται να είναι αληθινό, αρκεί να φαίνεται αληθινό. Όταν κάτι φαίνεται αληθινό μπορεί να είναι πολύ πιο αληθινό από το να προσπαθεί να απεικονίσει την πραγματικότητα. Υπάρχει πάντα αυτή η ερώτηση, “τώρα αυτό είναι ρεαλιστικό;” και συνήθως εννοούν “είναι κάτι που έχω συνηθίσει να βλέπω εγώ;”, ενώ αυτό που σε γοητεύει ακόμα και στην πραγματική ζωή είναι όταν συμβαίνει κάτι ασυνήθιστο. Δε θα γυρίσεις ποτέ να δεις κάτι που περιμένεις ότι θα δεις, θα κάνεις “ωχ” σε κάτι που έχει μια μικρή αντίφαση και οξύνει την φαντασία σου γιατί εκεί μπορείς να κάνεις και δεύτερες προβολές. Όταν κάτι μοιάζει και με πολλά άλλα πράγματα. Γι’ αυτό και συνήθως στις αφηγηματικές τέχνες έχουν ενδιαφέρουν οι χαρακτήρες που είναι ανοιχτοί σε εκδοχές, δεν είναι πολύ συγκεκριμένοι.

Στα κόμικς, αυτό το περιγράφει πολύ καλά ότι ο Σκοτ Μακλάουντ, ένας θεωρητικός των κόμικς, που λέει ότι όταν απεικονίζεις έναν χαρακτήρα, όσο πιο ρεαλιστικό τον κάνεις, τόσο λιγότεροι άνθρωποι είναι. Άμα ξεκινήσεις από ένα smiley face, εκείνη την ώρα, αυτό το πρόσωπο είναι όλοι οι άνθρωποι που χαμογελούν. Όσο περισσότερα χαρακτηριστικά του βάλεις, τόσο λιγότεροι άνθρωποι που χαμογελούν μπορεί να είναι, κι άμα φτάσεις στον έναν, μπορεί να είναι μόνο ένας. Οπότε, πρέπει να δίνεις κάποια χαρακτηριστικά που θες στον χαρακτήρα σου, ώστε να οδηγήσει κάπου τον αναγνώστη και τον θεατή, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να αφήνεις χώρο και στην φαντασία του, να του δίνεις την ευκαιρία να ταυτίσει αν θέλει τον εαυτό του με τον πρωταγωνιστή σου. Στα κόμικς είναι κι αυτά τα κενά, δηλαδή οι εικόνες που λείπουν. Τελικά, με περισσότερη προσοχή διαλέγω πάντα ποιες εικόνες δεν θα ζωγραφίσω.

– Αυτό ισχύει και στην λογοτεχνία, ότι αυτό που αφήνεις τελικά απ’ έξω, ή κάτι που θα σβήσεις, είναι τελικά πιο δύσκολο, έχει μεγαλύτερη αξία από αυτό που τελικά θα γράψεις.  Έχει να κάνει και με τον αναγνώστη, πόσα θα επιλέξει να του αποκαλύψει…

Επί της ουσίας, έχει να κάνει ακριβώς με το φλερτ που έλεγα πριν, πόσο πιο γοητευτικός είναι κάποιος που φλερτάρει μαζί σου με μυστήριο και υπαινίσσεται πράγματα, παρά κάποιος που αρχίζει και σου μιλάει προσπαθώντας να σου κάνει μια τρομερή παρουσίαση του εαυτού του και μια επίδειξη… Ποιος θα σε γοητεύσει περισσότερο στο τέλος της βραδιάς;

– Μπορεί η ιστορία ενός παράνομου να έχει χάπι-εντ στην αφήγηση;

Δεν ξέρω αν μπορεί να έχει χάπι-εντ, έχει όμως σίγουρα κάθαρση. Για παράδειγμα στο Irishman του Σκορσέζε, όπου, κάποιοι άνθρωποι του FBI ζητάνε από έναν μαφιόζο σε βαθύ γήρας να τους δώσει κάποια στοιχεία για μια υπόθεση, κι αυτός από συνήθεια για να τους αποφύγει λέει «ρωτήστε τον δικηγόρο μου« και του λένε «…μα έχει πεθάνει ο δικηγόρος σου. Για την ακρίβεια όλοι έχουν πεθάνει, ο μόνος που είναι ακόμα ζωντανός από τότε είστε εσείς, οπότε μπορείτε να μας πείτε» κι αυτός συνεχίζει να μην τους λέει. Είναι αυτό χάπι-εντ; Πάντως, στην δική μας ιστορία έχουμε βρει τον τρόπο να υπάρχει αν μη τι άλλο μια κάθαρση και έχει ενδιαφέρον πως τελειώνει η ιστορία, που είναι και ο ίδιος τρόπος με τον οποίο ξεκινάει, με μια φωτογραφία.

 

Διαβάστε ακόμα: Αποχαιρετάμε τον μπαμπά της Μαφάλντα που έφυγε από τη ζωή.

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top