«Ήμουν πολύ τυχερός γι’ αυτό που έζησα με τον Κρόνεμπεργκ».

Οι συνεντεύξεις έχουν νόημα για να γνωρίζει ο κόσμος έναν άνθρωπο που αποφασίζεις να του συστήσεις. Πρώτα πρέπει κάπως να τον γνωρίσεις εσύ, να έχεις μαζί του μια χαλαρή, ουσιαστική κουβέντα, χωρίς ατζέντα ώστε να καταφέρεις να τον σκιαγραφήσεις καλύτερα και να απολαύσει ο αναγνώστης μια γνωριμία από μακριά. Οσοι κάνουμε πολλά χρόνια συνεντεύξεις ενδέχεται να συναντήσουμε κάποιον πάνω από μία φορά, κάτι που έχει και τα καλά του και τα κακά του. Καλό είναι ότι υπάρχει μια άνεση, κακό ίσως ότι ξέρεις ήδη αρκετά. Κάπως έτσι με τον Γιώργο.

Τον γνώρισα μικρό, στο πρώτο Λόγω Τιμής, έχουμε πιει και τα ποτά μας στον ιστορικό Κούκο της Αρδηττού στο Μετς – εκείνος μπορεί να μην το θυμάται, έχουμε παίξει επιτραπέζια σε σπίτια και συνεργαστήκαμε στο δεύτερο Λόγω Τιμής για τα social media. Και όμως, σε τούτη μας τη συνάντηση, γνώρισα έναν άλλον Γιώργο. Η άνεση υπήρχε όμως το κασετοφωνάκι μπροστά σε δυο ανθρώπους όχι πια 30άρηδες σαν να κατέγραψε και μια νέα ωριμότητα, μια εξομολογητική αναζήτηση, και μια ειλικρίνεια με πιο αυθεντικό συναισθηματισμό.

Ασφαλώς η στιγμή του, λίγο πριν γίνει πατέρας, από μόνη της δημιουργεί μια νέα συνθήκη όπου όλα τίθενται σε νέα βάση και μια απορία πλανάται για το μέλλον. Γιατί έτσι είναι: προτού έρθει το νέο μέλος, αναρωτιέσαι για όλα. Και επανατοποθετείσαι. Ο γλυκός Γιώργος, ο χαρισματικός ηθοποιός και καλόπιστος άνθρωπος έχει ζήσει πιο δύσκολα πράγματα από όσα δείχνει το χαμόγελό του, αλλά η μαγιά του δεν έχει αλλάξει. Ισα ίσα που έχει γίνει ακόμη πιο τρυφερά γήινος.

«Ήρθαμε από την Αυστραλία με την οικογένειά μου όταν ήμουν δύο χρονών».

– Πώς ήσουν «παιδί»; Αληθινά παιδί, όχι άνδρας παιδί.

Τρία αγόρια, αδέλφια σε ένα σπίτι… Ε, μπορείς να φανταστείς. Δεν ήταν όλα πάντα εύκολα. Ήρθαμε από την Αυστραλία με την οικογένειά μου όταν εγώ ήμουν δύο χρονών. Μεγάλωσα στη Νέα Σμύρνη. Έχω λοιπόν δύο αδελφούς -εγώ είμαι ο μικρότερος. Με τον μεσαίο ήμασταν κάποια στιγμή μαζί και σε μια θεατρική ομάδα, αργότερα όμως και οι δύο ακολούθησαν τις θετικές επιστήμες. Τώρα ο ένας είναι φυσικός στην Αμερική και ο άλλος είναι γιατρός στη Θεσσαλονίκη.

– Τι άλλο θυμάσαι; 

Λίγο δύσκολα τα θυμάμαι. Η μητέρα μου ήταν καθηγήτρια, δούλευε συνεχώς και έλειπε πολλές ώρες από το σπίτι, όπως και ο πατέρας μου. Μέναμε αρκετά συχνά μόνοι μας – λίγο η γειτόνισσα από δίπλα, λίγο η σπιτονοικοκυρά από πάνω, όλο κάποιος βρισκόταν να μας φυλάει και κάπως έτσι πήγαινε το πράγμα. Το σχολείο δεν μου άρεσε και πολύ, βαριόμουν αρκετά αλλά επειδή μέχρι την τρίτη Γυμνασίου πήγαινα σε αυτό που δίδασκε η μαμά, έπρεπε να διαβάζω και γενικά να δίνω το καλό παράδειγμα. Όταν άλλαξα σχολείο στο Λύκειο, ε, εκεί επήλθε μια σχετική πτώση.

«Εχω κάνει πολύ κομπάρσος! Για 3-4 χρόνια έπαιρνα μέρος σε διαφημίσεις, σε έργα ή ό,τι άλλο τύχαινε».

Το θέατρο, λοιπόν, πώς προέκυψε;

Νομίζω ότι ήταν μονόδρομος γιατί ασχολιόμουν από πολύ μικρός. Συμμετείχα από την έκτη Δημοτικού στο Θεατρικό Εργαστήρι Νέας Σμύρνης, που το είχε αναλάβει η Λεία Χατζοπούλου και κατόπιν η Κάρμεν Ρουγγέρη. Αργότερα το έψαξα λίγο και πήγα από μόνος μου σε ένα πρακτορείο κομπάρσων. Εχω κάνει πολύ κομπάρσος! Για 3-4 χρόνια έπαιρνα μέρος σε διαφημίσεις, σε έργα ή ό,τι άλλο τύχαινε. Οι σπουδές μου στο θέατρο ξεκίνησαν σε μια δραματική σχολή, όπου έμεινα έναν χρόνο αλλά δεν ήμουν ικανοποιημένος και σταμάτησα. Από εκεί και πέρα, έτυχε να βρεθώ με τον Γιώργο Αρμένη και να συνεργαστούμε στο σίριαλ του Mega «Το σόι μας». Εκεί έπαιξα μαζί με τον Ιάκωβο Ψαρρά, τον Μιχάλη Μητρούση, την Ντίνα Κώνστα, τον Γιάννη Μόρτζο, και πρέπει να πω ότι όλοι με είχαν από κοντά, με πρόσεχαν, μου μάθαιναν. Αργότερα έφυγα για την Αγγλία, για να κάνω κάποια courses στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών του Λονδίνου. Εκεί ουσιαστικά γαλουχήθηκα στην τέχνη.

– Πώς ήταν αυτή η εμπειρία;

Ήταν πάρα πολύ ωραία. Όσο ήμουν εδώ, επειδή έχω μια συμπαθητική φυσιογνωμία και γίνομαι εύκολα αγαπητός, ένιωθα ότι δεν υπήρχε αντικειμενικότητα. Δεν ήξερα τι αληθινά μπορεί να άξιζα. Αισθανόμουν μια ανασφάλεια, ότι ήμουν ο «μικρός Γιωργάκης» και με φώναζαν να παίξω, λίγο  σαν… να μου έκαναν χάρη. Στο Λονδίνο λοιπόν επιβεβαιώθηκα. Τα κατάφερα, δούλεψα σκληρά και όχι μόνον επιβίωσα ανάμεσα σε τόσους από όλον τον κόσμο αλλά πήρα και διακρίσεις στη σχολή. Τα μαθήματα που παρακολουθούσα ήταν πάνω στο Σαίξπηρ και μου άρεσαν πάρα πολύ. Με κάποιους δασκάλους είχα κρατήσει επαφή για πολλά χρόνια.

«Η πρώτη μου δουλειά ήταν στο ταμείο ενός θεάτρου όπου έδινα τα εισιτήρια».

– Ο τρόπος διδασκαλίας τους εκεί ήταν διαφορετικός;

Σίγουρα ήταν πολύ απαιτητικοί ως προς τα πράγματα που έπρεπε να φέρει εις πέρας ένας σπουδαστής. Επίσης ήταν πολύ λεπτολόγοι, ανέλυαν τα πάντα διεξοδικά, χωρίς την παραμικρή ασάφεια. Αυτό σου δίνει μια φοβερή ασφάλεια, γιατί είναι πολύ σημαντικό να μαθαίνεις μια μέθοδο με τέτοιον τρόπο που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι πατάς καλά στα πόδια σου.

«Όταν βλέπεις ξένες σειρές και ξένες ταινίες και θα ήθελες να μπεις κι εσύ σε κάτι τέτοιο, οφείλεις στον εαυτό σου να προσπαθήσεις εκεί όπου αυτά γίνονται».

– Δεν φοβήθηκες το εξωτερικό αφού σίγουρα τα πράγματα θα ήταν πιο εύκολα εδώ για σένα;

Κατά βάση εγώ ήθελα να κάνω σινεμά και τηλεόραση και εδώ ένιωθα ότι τα πράγματα γίνονται πολύ πρόχειρα και το επίπεδο έφτανε μέχρι ένα σημείο. Όταν βλέπεις ξένες σειρές και ξένες ταινίες και θα ήθελες να μπεις κι εσύ σε κάτι τέτοιο, οφείλεις στον εαυτό σου να προσπαθήσεις εκεί όπου αυτά γίνονται. Και για αυτό προσπάθησα να δουλέψω στο Λονδίνο. Η πρώτη μου δουλειά ήταν στο ταμείο ενός θεάτρου όπου έδινα τα εισιτήρια. Μετά έκανα μια παράσταση off-Broadway, ένα έργο του Γιώργου Ηλιόπουλου στα αγγλικά, και πήγε πολύ καλά. Έκανα επίσης δύο διαφημιστικά και μια ταινία low-budget η οποία δεν βγήκε ποτέ. Γενικά, έγινε σύντομα φανερό πως ήταν πολύ δύσκολο να μπεις στο mainstream market. Επίσης, είχαν αρχίσει να τελειώνουν οι οικονομίες μου και είπα «πάμε πίσω και βλέπουμε πάλι».

– Από αυτό το σημείο και μετά, ήταν διαφορετικές οι επιλογές σου εδώ;

Ισα ίσα που γύρισα και λίγο πιο απελευθερωμένος από τα «κουτάκια» που είχα στο μυαλό μου, τύπου «εμπορικό» ή «ποιοτικό» και τα λοιπά. Πάντα όμως φρόντιζα και φροντίζω να μην κάνω εκπτώσεις και να κρατάω ένα επίπεδο στα πράγματα.

«Πολλοί άνθρωποι που με πλησιάζουν, νιώθουν σαν να με ξέρουν κάπως, σαν να είμαι ένας δικός τους άνθρωπος».

– Τι νομίζεις ότι είναι αυτό που σε κάνει να διαφέρεις από τους υπόλοιπους ας πούμε;

Νομίζω ότι εκπέμπω μια οικειότητα στον κόσμο. Πολλοί άνθρωποι που με πλησιάζουν, μπορεί να μην κάνουν όλοι αμέσως τη σύνδεση ότι είμαι ο τάδε που έπαιζε εκεί, αλλά νιώθουν σαν να με ξέρουν κάπως, σαν να είμαι ένας δικός τους άνθρωπος.

«Είχα δύο σκηνές με τον Βίγκο Μόρτενσεν, ο οποίος είναι ένας άψογος  επαγγελματίας, ευγενέστατος, πολύ σοβαρός και πολύ συγκεντρωμένος στον ρόλο του».

– Δεν είναι λίγο κουραστικό αυτό για σένα;

Κάποια περίοδο ήταν πολύ ευχάριστη αυτή η αναγνωρισιμότητα. Μετά, το διασκέδαζα, ίσως καμιά φορά λιγότερο, αλλά σπανίως είναι ενοχλητικό.

– Ποιους θα μπορούσες να χαρακτηρίσεις ως μεγάλους σταθμούς στην καριέρα σου;

Σίγουρα ένας τέτοιος σταθμός είναι το Λονδίνο, όπου έμεινα τρία χρόνια. Μετά, η συνεργασία μου με τον Λάμπη Ζαρουτιάδη και τη Μιρέλλα Παπαοικονόμου. Το «Λόγω Τιμής» όταν κάτι πολύ φρέσκο και διαφορετικό όταν βγήκε και νομίζω ότι μας επηρέασε πολύ όλους – ηθοποιούς και θεατές. Επίσης, είμαι πολύ περήφανος για τη συμμετοχή μου φέτος στην ταινία του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, “Crimes of the future”.  Έκανα ένα self-tape, το οποίο έστειλα στην παραγωγή και μετά από δύο μήνες μού απάντησαν ότι πήρα τον ρόλο! Δεν το περίμενα και εννοείται πως χάρηκα πάρα πολύ! Είχα δύο σκηνές με τον Βίγκο Μόρτενσεν, ο οποίος είναι ένας άψογος  επαγγελματίας, ευγενέστατος, πολύ σοβαρός και πολύ συγκεντρωμένος στον ρόλο του. Εκτός γυρίσματος, που τον πέτυχα για λίγο, ήταν πιο χαλαρός.

«Ο Κρόνεμπεργκ είναι φοβερός – πρώτα απ’ όλα όταν κάνει γύρισμα, μπορεί να το έχει τελειώσει μέσα σε 6 ώρες».

– Πώς ήταν τα γυρίσματα της ταινίας;

Ήμουν πολύ τυχερός, γιατί ενώ είναι μια μεγάλη παραγωγή, δεν είχε αυτό το απρόσωπο που έχουν συνήθως οι μεγάλες παραγωγές. Ήταν κάπως σαν μια οικογενειακή κατάσταση, σε μεγαλύτερη κλίμακα. Ο Κρόνεμπεργκ είναι φοβερός – πρώτα απ’ όλα όταν κάνει γύρισμα, μπορεί να το έχει τελειώσει μέσα σε 6 ώρες. Έχει μια ομάδα που την αποτελούν πολύ στενοί συνεργάτες του και έτσι η ατμόσφαιρα ήταν πολύ ζέστη με όλους τους συντελεστές.

«Ο Κρόνεμπεργκ είναι ένας γλυκύτατος άνθρωπος και στο τέλος με αγκάλιασε και μου είπε ότι είμαι φοβερός ηθοποιός! Τρελάθηκα από τη χαρά μου!»

– Το γεγονός ότι συμμετείχες σε μια τόσο μεγάλη παραγωγή, σε άγχωσε κάπως ή όχι;

Σίγουρα ένιωθα ανασφάλεια και φόβο, κυρίως γιατί ήθελα να αντεπεξέλθω με τον καλύτερο τρόπο. Όπως είπα όμως, το περιβάλλον ήταν πολύ βοηθητικό. Επίσης, οι σκηνές έβγαιναν μέσα σε τρεις λήψεις. Δεν καθόμασταν να γυρίζουμε το ίδιο πράγμα εκατό φορές και αυτό ήταν πολύ απελευθερωτικό. Όταν ο σκηνοθέτης ξέρει τι θέλει, ήδη από το κάστινγκ ξέρει τι θα πάρει. Το συνηθίζει ο συγκεκριμένος να τα τελειώνει όλα άμεσα, χωρίς καθυστερήσεις. Γι’ αυτό πολλές φορές το κάστινγκ είναι το 90% μιας ταινίας. Ασε που ο Κρόνεμπεργκ είναι ένας γλυκύτατος άνθρωπος και στο τέλος με αγκάλιασε και μου είπε ότι είμαι φοβερός ηθοποιός! Τρελάθηκα από τη χαρά μου! Ήμουν πολύ τυχερός γι’ αυτό που έζησα, και δεν το λέω από την άποψη ότι δεν νιώθω πως το αξίζω, αλλά για τις συνθήκες στις οποίες δούλεψα.

«Έχω ακυρώσει και αρκετές δουλειές, εξαιτίας του χαρακτήρα κάποιων ανθρώπων. Το κριτήριο του ήθους είναι αδιαπραγμάτευτο».

– Οι σειρές πια είναι σαν άλλος κινηματογράφος. Σε τι πιστεύεις ότι οφείλεται αυτό; 

Εμένα μου αρέσουν πάρα πολύ τα κινηματογραφικά γυρίσματα και οι σειρές στις οποίες αναφέρεσαι έχουν τέτοια χαρακτηριστικά – θυμίζουν κινηματογράφο. Πιστεύω ότι η επιτυχία τους έγκειται στο ότι έχουν αλλάξει πολύ, έχουν γίνει πιο ανθρωποκεντρικές και έχουν φύγει από το πρότυπο «καλός – κακός». Παρουσιάζουν πιο πλήρεις προσωπικότητες, που είναι πιο κοντά στους χαρακτήρες των ανθρώπων στην κανονική μας ζωή. Σε μια τέτοια σειρά δηλαδή ξεχωρίζουν όλοι οι χαρακτήρες, και όχι μόνο οι πρωταγωνιστές. Είναι έντονη η ανθρώπινη υπόσταση σε όλες της τις εκφάνσεις και αγγίζουν τους πάντες ουσιαστικά.

«Υποτίθεται ότι το να κάνεις οικογένεια απαιτεί να έχεις μια σοβαρότητα, ηθικές αξίες και αρχές».

– Πες μου λίγο για το έργο που παίζεις τώρα, τα «Αξύριστα πηγούνια», που είναι και τόσο επίκαιρο.

 Πράγματι! Τα βασικά του θέματα είναι ο σεξισμός, ο ρατσισμός και η κατάχρηση εξουσίας. Είναι τρεις άντρες οι οποίοι σχετίζονται με τον θάνατο μιας γυναίκας. Το έργο εξελίσσεται σε ένα νεκροτομείο, όπου αυτοί οι άντρες παραλαμβάνουν τη σορό της γυναίκας. Ο ρόλος μου είναι αυτός ενός οικογενειάρχη, συνδικαλιστή, που έχει κάποια εξουσία στο υπόγειο που συμβαίνει όλο αυτό.

– Αυτή η λέξη, ο «οικογενειάρχης»… Πάντα μου προκαλούσε εντύπωση και απορία που στην Ελλάδα ο οικογενειάρχης τάσσεται στην πλευρά των καλών. Φόνος γίνεται και στην τηλεόραση ο κόσμος λέει «…και ήταν οικογενειάρχης»!

Ναι, γιατί υποτίθεται ότι το να κάνεις οικογένεια απαιτεί να έχεις μια σοβαρότητα, ηθικές αξίες και αρχές. Η ζωή όμως μας έχει δείξει δυστυχώς ότι συχνά τα μεγαλύτερα εγκλήματα γίνονται μέσα σε οικογένειες. Δεν στέκει ο χαρακτηρισμός λοιπόν, βαστάει από ένα συντηρητικό παρελθόν.

– Είναι πάντως στα κόκκινα η υπόθεση του #metoo.

Δεν γίνεται διαφορετικά, ειδικά σε τέτοια θέματα. Έχω δει και εγώ αντίστοιχες συμπεριφορές και έχω πάρει τις αποστάσεις μου από τέτοιους ανθρώπους ξεκάθαρα. Έχω ακυρώσει και αρκετές δουλειές, εξαιτίας του χαρακτήρα κάποιων ανθρώπων. Το κριτήριο του ήθους είναι αδιαπραγμάτευτο.

 

//Ευχαριστούμε το εστιατόριο Philos Athens (Σόλωνος 32, 21 0361 9163) για τη φιλοξενία.

 

 

Διαβάστε ακόμα: Χρήστος Χωμενίδης. «O κίνδυνος είναι να πάρεις πάρα πολύ σοβαρά τον εαυτό σου».

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top