Έχοντας επτά δεκαετίες στην πλάτη, ο Μπρίτζες δείχνει να αποδέχεται τη φθορά του χρόνου (Getty Images/Idealimage).

Με τις επτά δεκαετίες της ζωής του να έχουν απλωθεί πλέον σαν νήμα που δεν έπιασε κόμπους, ο Τζεφ Μπρίτζες μπορεί να καυχιέται πως έγινε αυτό που δεν περίμενε και δεν επιθυμούσε ποτέ στο ξεκίνημα της καριέρας του. Τι παράξενη, όμως, που είναι η μοίρα κάποιων ανθρώπων. Ο αγαπητός Τζεφ που στα εφηβικά του χρόνια δεν ήθελε να ακούει καν για τον κινηματογράφο (κι ας είχε πατέρα ηθοποιό), έγινε τελικά μέρος της βιομηχανίας του θεάματος.

Ήδη μετράει κοντά 50 χρόνια συνεχούς παρουσίας μπροστά από τις κάμερες, με ένα σωρό υποψηφιότητες για Όσκαρ και με το σεπτό βραβείο «Σεσίλ Ντε Μιλ» ανά χείρας όταν το παρέλαβε πέρυσι στις Χρυσές Σφαίρες για την πολυετή παρουσία του στην 7η Τέχνη. Τοποθετώντας μέσα του τις βραβεύσεις σε μια πυραμίδα αξίας, παραδέχθηκε πως το τελευταίο βραβείο ήταν και το πλέον σημαντικό γι’ αυτόν. «Η σύζυγός μου η Σούζαν θεωρεί πως μην έχοντας ακόμα φτάσει στην ηλικία των 70 ετών, θα πρέπει να είμαι ικανοποιημένος με τις επτά υποψηφιότητες στις Χρυσές Σφαίρες και τη μία που κέρδισα, συν την κατάκτηση του Oσκαρ ως πρωταγωνιστής του “Crazy Heart”, μετά από επτά υποψηφιότητες. Αλλά εμένα με ευχαριστεί πραγματικά η αναγνώριση για το σύνολο του έργου μου κατά τη βραδιά της απονομής των βραβείων Golden Globes. Ένας ηθοποιός χρειάζεται πάντα την αγάπη του κοινού». Αυτά είχε δηλώσει στην ιταλική εφημερίδα Corriere dela Serra για να αποδειχθεί περίτρανα πως στα στερνά ενδέχεται να σε περιμένει η μεγάλη επιτυχία.

Mε την Rachel Ward στο «Against all odds». Άντρας «φλόγιστρο».

Για τα κορίτσια που σήμερα έχουν φτάσει στα 50, ο Μπρίτζες αποτέλεσε ένα από τα σεξουαλικά είδωλα των εφηβικών τους χρόνων. Πίσω στα 80’s, το πυκνό μούσι και το στιλπνό μαλλί του έγιναν αντικείμενο πόθου. Στα «Against all odds» με το επίσης σεξουαλικό υπερόπλο εκείνης της εποχής, την Rachel Ward, συνέθεσαν ένα καταραμένο δίδυμο εραστών που η σχέση τους έγινε μια θράκα. Τον βλέπεις ακόμη και σήμερα να τρέχει στην παραλία φορώντας τα απολύτως απαραίτητα ή να περπατάει με το polo μπλουζάκι του στο μώλο ενός νησιού και φαντάζεσαι τις ιμερικές νύχτες που πέρασαν οι θαυμάστριές του.

Ο Τζεφ έπαιξε με την εικόνα του, αλλά δεν εγκλωβίστηκε και στο χρυσό κλουβί που μπαίνει ασμένως όλοι οι ζεν πρεμιέ.

Στις «Σχέσεις πάθους» λουστράρεται, μακραίνει και ισιώνει το μαλλί (κατά τα πρότυπα της δεκαετίας σε χαίτη που μοιάζει με την απόληξη λεοντής), κρατάει με τα χαλαρά του χείλη την άκρη ενός αναμμένου τσιγάρου και παίζει πιάνο φορώντας σμόκιν. Ουαί τοις ηττημένοις για τους υπόλοιπους άντρες που έψαχναν να βρουν το στιλ τους φορώντας παρδαλές φορεσιές και σακάκια με πεντάπυχες βάτες. Ναι, ο Τζεφ ήταν ένας γόης σκληρός και βουτυρένιος ταυτόχρονα. Ήταν μια μάτσο εκδοχή που δεν φοβόταν να εμφανίσει και τις ρωγμές του. Είναι τόσο ευκλεής όσο και εύθραυστος. Σε ό,τι έχει να κάνει την καριέρα του, μάλλον, ευπροσάρμοστος και ακομπλεξάριστος.

Στις «Σχέσεις Πάθους» με σμόκιν και στιλ.

Που σημαίνει ότι έπαιξε με την εικόνα του, αλλά δεν εγκλωβίστηκε και στο χρυσό κλουβί που μπαίνουν ασμένως όλοι οι ζεν πρεμιέ. Αν τσαλάκωσε την εικόνα του; Ναι, και μάλιστα σε ηλικία που αρχίζουν οι αμφιβολίες στους ηθοποιούς (αρέσω ακόμη;) και ζητούν το παλαιό κλέος της νιότης να τους δοθεί σε ακόμη μεγαλύτερες δόσεις. Τότε, εκείνη ακριβώς την καθοριστική στιγμή, ο Μπρίτζες παίρνει μια απόφαση που θα του αλλάξει την καριέρα δραστικά.

Λέει «ναι» στους αδελφούς Κοέν και παίζει τον θαυμαστό «Dude» στην καλτ ταινία «The Big Lebowski». Η ταινία είναι ο ορισμός του ακομπλεξάριστου, η νίκη του cool έναντι του φορμαλισμού. Η χαλαρή θωριά του Μπρίτζες να κυκλοφορεί σε όλη την ταινία με πιτζάμες (ή κάτι σαν…), να πίνει white russian, να εκτοξεύει ατάκες που κάνουν θρύψαλα κάθε σοβαρό σχέδιο ζωής και να μην τον μέλλει τίποτα, δεν ανήκουν μόνο στην ακριβή χορεία της κινηματογραφικής χαρακτηριολογίας, αλλά γίνονται στάση ζωής. Έκτοτε, ο Dude μετατρέπεται σε κίνημα (χαλαρό, φυσικά), απέκτησε πιστούς, αποτέλεσε φάρο ελπίδας για μια ζωή δίχως έγνοιες και καταναγκασμούς.

Mε τον Arnold Schwarzenegger στην ταινία «Stay Hungry» (Getty Images/Idealimage).

Ο Μπρίτζες αναγεννιέται, εμφανίζεται για τα καλά στο προσκήνιο, παίρνει πάνω του όλα τα φώτα, αποκτάει υποκριτική υπόσταση που δεν στηρίζεται στην κομψή φιγούρα του, αλλά στην laid-back attitude του ρόλου του. Ο ίδιος θα πει ευθαρσώς: «Για πολλούς και διάφορους λόγους κατέληξα να είμαι  “The Dude”. Όλοι θεωρούν πως μεταμορφώθηκα σε έναν άνθρωπο που δεν ενδιαφέρεται καθόλου να ενταχθεί στο σύστημα: ένα χαμένο κορμί που ξέρει πώς να διασκεδάζει, που καπνίζει μαριχουάνα, που παίζει μπόουλινγκ και απολαμβάνει με ελαφρότητα τη ζωή. Εμένα μου αρέσουν τα παγωτά σοκολάτας και η μουσική, στον πρωταγωνιστή του “Μεγάλου Λεμπόφσκι” άρεσαν πολλά άλλα πράγματα. Με λίγα λόγια, συνεχίζει να με διασκεδάζει αλλά και να με κάνει να αισθάνομαι περήφανος το γεγονός πως μπροστά στις αλλαγές και τα προβλήματα της ζωής κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί “τι θα έκανε στη θέση μου ο Μεγάλος Λεμπόφσκι;”».

Ο μέγας Dude.

Στα 15, ο μικρός Τζεφ άρχισε να «ανακαλύπτει» τα κορίτσια, το ποτό και τα ναρκωτικά.

Αυτό σημαίνει ότι παραγράφεται η παρουσία του στο Crazy Heart όπου ως Otis «Bad» Blake παίρνει το Όσκαρ; Μπορεί να ξεχαστούν ταινίες όπως:  The Last Picture Show (1971), Thunderbolt and Lightfoot (1974), Starman (1984), The Contender (2000), True Grit (2010) και Hell or High Water (2016); Σε όλες τις παραπάνω προτάθηκε για Όσκαρ, άρα η εμφάνισή του δεν πέρασε απαρατήρητη. Πάλι με τα δικά του λόγια: «Δεν μετανιώνω για καμία επιλογή μου. Γιατί ακόμα και οι λιγότερο επιτυχημένοι ρόλοι προσφέρουν πάντα κάτι σε έναν ηθοποιό. Χάρη στο “Tron” (ταινία επιστημονικής φαντασίας) του 1982, για παράδειγμα, ανακάλυψα πολλά πράγματα για τον ψηφιακό κόσμο γιατί ο ήρωάς μου, ένας νεαρός προγραμματιστής λογισμικών, ήταν μπροστά από την εποχή του».

Εντέλει, αν κοιτάξει κανείς τους σταθμούς της ζωής του Μπρίτζες δεν θα βρει μόνο τον κινηματογράφο να παίζει καθοριστικό ρόλο. Φαίνεται παράξενο για έναν άνθρωπο που μεσουρανεί τόσα χρόνια στο στερέωμα, κι όμως, για τον ίδιο σημαντικές στιγμές είναι η σχέση που είχε με τον αδελφό του, Μπο, επίσης ηθοποιό, και με τη γυναίκα της ζωής του, την Σούζαν Γκέστον.

Με ζακέτα στυλ Dude κατά την απονομή του αστεριού στον Τζον Γκούντμαν (Getty Images/Idealimage).

Ο μεγαλύτερος αδερφός του, ο Μπο, είχε αναλάβει τον ρόλο του μέντορα και προστάτη του. Μέχρι την εφηβεία, η καθημερινότητά του αποτελούνταν από ατελείωτα παιχνίδια και συζητήσεις με την οικογένειά του. Στα 15, ο μικρός Τζεφ άρχισε να «ανακαλύπτει» τα κορίτσια, το ποτό και τα ναρκωτικά. Οι γονείς του αρχίζουν να ανησυχούν και για να τον συνεφέρουν τον έστειλαν σε στρατιωτικό σχολείο για να μάθει τι σημαίνει «πειθαρχία».

Στο «Crazy Heart» που του έδωσε το Όσκαρ.

Ο Τζεφ δείχνει να παίρνει το μάθημά του και να δείχνει τα πρώτα σημάδια προσαρμοστικότητας που διαθέτει ως χαρακτήρας. Μπορεί να μην ακολούθησε στρατιωτική καριέρα, εντούτοις έμαθε να πειθαρχεί.  Όταν αποφοίτησε, οι γονείς του τον ώθησαν προς την υποκριτική, καθώς και ο πατέρας του, Λόιντ, ήταν επιτυχημένος ηθοποιός σε τηλεοπτική σειρά. Ο Τζεφ δεν αγαπούσε τον κινηματογράφο, αλλά όπως αποδείχτηκε, είχε έμφυτο ταλέντο. 
Ο πρώτος «μεγάλος» ρόλος του στην ταινία του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς, «Η Τελευταία Παράσταση», του έφερε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ. Δεν το κέρδισε, αλλά η υποψηφιότητα τράβηξε την προσοχή των παραγωγών στον ταλαντούχο και γοητευτικό ρούκι. Έκτοτε, οι προτάσεις δεν σταμάτησαν να έρχονται και η καριέρα του έγινε αυτό που όλοι ξέρουμε.

Οσο για τη γνωριμία του με την Σούζαν, αυτή κι αν περιέχει μια δόση περιπέτειας. Στην αρχή τον απέρριψε, του έριξε μια ξεγυρισμένη χυλόπιτα, δείχνοντάς του πως δεν θέλει να γίνει μια ακόμη κατάκτηση του 25χρονου τότε γόη του Χόλιγουντ. Ο Τζεφ, όμως, επιμένει. Δηλώνει απόλυτα γοητευμένος από την άγρια καρδιά και την ζεστή παρουσία της και την πολιορκεί. Ολα αυτά το μακρινό 1974, για να μην ξεχνιόμαστε.

«Έγινα ένας πρίγκιπας της κωμωδίας, ένας ιδιαίτερος ήρωας των καιρών μας με ένα ιδιαίτερο σεξαπίλ, ικανός να χαμογελάει μπροστά σε κάθε πρόβλημα».

Καταφέρνει και την πείσει για τα αισθήματά του και ζουν για ένα διάστημα στο Λος Άντζελες. Ζουν μαζί τρία χρόνια, αλλά ο Τζεφ αρχίζει να κάνει νερά. Τότε, η Σούζαν, με παρότρυνση της μητέρας του Τζεφ (τι θαυμαστή συμπαιγνία) φεύγει από το σπίτι, τον παρατάει σύξυλο και τον αφήνει να βράζει στο ζουμί του. Ο άνθρωπός μας υποκύπτει στα… τραύματα του έρωτα και της ζητάει να επιστρέψει. Το 1977 της κάνει πρόταση γάμου και έκτοτε είναι μαζί έχοντας αποκτήσει τρία παιδιά. Δεν το λες και λίγο.

Με την γυναίκα της ζωής του, Σούζαν (Getty Images/Idealimage).

Kαι ιδού, πάλι δηλώνει για τον εαυτό του: «Θα έκανα τα πάντα από την αρχή, συμπεριλαμβανομένης και της αγοράς της κατοικίας μου στο Μοντεσίτο, κοντά στη Σάντα Μπάρμπαρα, όπου μεγάλωσα τις κόρες μου και έμαθα να νοιάζομαι για τη φύση, για τα σταφύλια, για τα χρώματα των λουλουδιών. Έγινα ένας πρίγκιπας της κωμωδίας, ένας ιδιαίτερος ήρωας των καιρών μας με ένα ιδιαίτερο σεξαπίλ, ικανός να χαμογελάει μπροστά σε κάθε πρόβλημα, δίχως πάθος για την ισχύ και τα χρήματα. Αποδέχομαι τα γηρατειά. Δεν μπορούμε να είμαστε για πάντα νέοι και οι άνδρες επίσης, όπως και οι γυναίκες, θα πρέπει να μάθουν να συμβιώνουν με τα χρόνια τους. Η νεότητα είναι μια πολυτέλεια, η ωριμότητα σου μαθαίνει να αναγνωρίζεις όλα όσα σου ανήκουν».

Παρεμπίπτον, αλλά όχι άσχετο: ο πολυσχιδής Τζεφ εκτός του κινηματογράφου έχει δύο ακόμη μεγάλες αγάπες: τα μπλουζ και τη φωτογραφία. Ενίοτε και μια τρίτη, τη συγγραφή. Εχει βγάλει τρεις προσωπικούς δίσκους, στο Διαδίκτυο έχει κάμποσους θαυμαστές των φωτογραφιών του, ενώ το 2013 έγραψε το βιβλίο «The Dude and the Zen Master» μαζί με τον Bernie Glassman. Dude, τι άλλο; 

 

Διαβάστε ακόμα: Μαρκ Μάργκολις, ένας τίμιος «εργάτης» του Χόλιγουντ.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top