Σε όλη τη βραδιά ο Κάουφμαν τραγούδησε με εξαιρετικό έλεγχο και υποδειγματική τεχνική (Φωτογραφία: Χ. Ακριβιάδης).

Ευχάριστη εικόνα πληρότητας έδινε τη Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2021 το διπλό ντεμπούτο του Γιόνας Κάουφμαν: πρώτη εμφάνιση στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού και πρώτη εμφάνιση με την Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ). Περίπου τρεις χιλιάδες ακροατές έγιναν δεκτοί και παρακολούθησαν τον διάσημο Γερμανό τενόρο να ερμηνεύει άριες από το γαλλικό και ιταλικό ρεπερτόριο και εκστασιασμένοι τον αποθέωσαν με παρατεταμένα χειροκροτήματα και τελικά με μια standing ovation.

Μετά την εισαγωγή από τη Νόρμα του Vincenzo Bellini, ο Κάουφμαν ήλθε στην ορχήστρα και ερμήνευσε την άρια του Μάριο Καβαραντόσσι Recondita Armonia (Αρμονίη αφανής… για να θυμηθούμε το Ηρακλείτειο ρητό) από την Α΄ Πράξη της Τόσκα του Giacomo Puccini και μας φανέρωσε αυτή την όντως αρμονική φωνή. Δεν είναι η στεντόρεια φωνή ιταλού τενόρου, αλλά μία μεστή, πολύ καλλιεργημένη φωνή, με έναν σπάνιο συνδυασμό θέρμης και αρρενωπότητας. Η ιδιαίτερη και χαρακτηριστική χροιά της είναι γνωστή και αναγνωρίσιμη από τις ηχογραφήσεις και τις διαδικτυακές και άλλες μεταδόσεις (όπως ο πολυσυζητημένος Πάρσιφαλ που μετέδωσε την άνοιξη η Κρατική Όπερα της Βιέννης).

Αλλά για όσους δεν είχαμε στο παρελθόν την ευκαιρία να ακούσουμε τον Κάουφμαν από κοντά, ήταν μια πραγματική αποκάλυψη. Τολμώ να πώ ότι η συγκεκριμένη φωνή “πνίγεται” όταν ταξιδεύει μέσα από τους διαύλους της ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Αντίθετα, ήταν μια πρωτόγνωρη εμεπιρία να την ακούς με όλον τον ηχοχρωματικό της πλούτο και την φυσική ηχητική της υπόσταση να αγκαλιάζει μαγικά το θέατρο και να απλώνεται μέχρι το αυτί. Είναι αυτό που ακόμα εξασφαλίζει τα πρωτεία της συναυλίας έναντι των ηχογραφήσεων και ξεχωρίζει τον σπουδαίο καλλιτέχνη στην ακμή του.

Με άψογη προφορά και εκπληκτική άρθρωση και στις δύο γλώσσες, ο Κάουφμαν, έδειξε την ικανότητά του να χειρίζεται και να προβάλλει καλά τη φωνή στον χώρο.

Η βραδιά ήταν εξαιρετικά ευχάριστη και για την ιδανική θερμοκρασία της, αλλά και επειδή η ελαφρά βροχή της προηγούμενης ημέρας είχε καθαρίσει την ατμόσφαιρα. Αυτή η υγρασία δεν ήταν καλή για όλους, αφού από την πρώτη στιγμή ακούστηκε ότι σε κάποιες φευγαλέες στιγμές, στην ψηλή περιοχή, ο Κάουφμαν δυσκολεύτηκε να βγάλει τον ήχο που ήθελε, και αργότερα μάλιστα έβηξε κιόλας αρκετά. Όπως επιβεβαιώθηκε από διαφορετικές πηγές, στη γενική δοκιμή, ερχόμενος από τις διακοπές του στα ελληνικά νησιά, ο Κάουφμαν ήταν όντως ελαφρά κρυωμένος. Στη συναυλία πάντως τραγούδησε τόσο άρτια που μόνο να το υποψιαστεί μπορούσε κανείς.

Την Πέμπτη βέβαια ο ίδιος ανακοίνωσε ότι δεν θα συμμετείχε στο εναρκτήριο Γκαλά (17 Σεπτεμβρίου)  “Όπερα για όλους”  της Κρατικής Όπερας του Μονάχου λόγω ασθενείας. Οπότε το Μόναχο… “πλήρωσε” την αδιαθεσία της Αθήνας, όπου ο Κάουφμαν απέδωσε ακάθεκτος ένα πανόραμα από δημοφιλείς άριες: Se quel guerrier io fossi… Celeste Aida (Αν ημουν εγώ αυτός ο πολεμιστής… Θεϊκή Αΐντα) άρια του Ρανταμές από την Αΐντα του Βέρντι, την άρια του Δον Χοσέ La fleur que tu m’ avais jetée (Το άνθος που μου έδωσες) από την Κάρμεν του Μπιζέ, και την άρια του Τουρίντου Mamma, quel vino è generoso (Μάνα, αυτό το κρασί είναι γενναιόδωρο – εννοεί σε αλκοολικούς βαθμούς) από την Καβαλλερία ρουστικάνα του Μασκάνι.

Πολύ ενθουσιασμένος και επικοινωνιακός, ο Κάουφμαν, στο μέσον του δεύτερου μέρους είχε ήδη αλλάξει το φρακ με  κουστούμι (Φωτογραφία: Α. Σιμόπουλος).

Μετά από μια ολιγόλεπτη παύση, συνέχισε με την την άρια του Ροδρίγου Ô souverain, ô juge, ô père (Ω άνακτα, κριτή, πατέρα – εννοεί τον Θεό), δημοφιλές απόσπασμα από από την Γ΄ Πράξη της σπάνια παιζόμενης όπερας Le Cid (Ο Σιντ) του Μασνέ, Un di all’azzurro spazio guardai profondo (Μια μέρα κοίταξα στη βαθιά γαλάζια απεραντοσύνη) τον λεγόμενο «Aυτοσχεδιασμό» από την Α΄ Πράξη του Αντρέα Σενιέ του Τζορντάνο και το Nessun dorma (Κανείς να μην κοιμηθεί) από την Τουραντότ του Πουτσίνι, ολοκληρώνοντας το επίσημο πρόγραμμα με ένα θριαμβικό “vincerò” (Θα νικήσω!).

Σε όλη τη βραδιά ο Κάουφμαν τραγούδησε με εξαιρετικό έλεγχο και υποδειγματική τεχνική, με άψογη προφορά και εκπληκτική άρθρωση και στις δύο γλώσσες, έδειξε την ικανότητα να χειρίζεται και να προβάλλει καλά τη φωνή στον χώρο, και πάντοτε να αποδίδει με συναίσθημα το νόημα της μουσικής και των στίχων. Η ερμηνευτική του τέχνη συγκεντρώνει τη γενική συναίνεση για το γαλλικό ρεπερτόριο, και το ίδιο ισχύει και για τον βερισμό. Στον Βέρντι ήταν σαφές ότι η φωνητική τεχνική και η μουσική καλλιέργεια υποκαθιστούσαν στην ψηλή περιοχή τη φυσική ευκολία που θα επέτρεπε τον αβίαστο σχηματισμό των μελωδικών φράσεων, δίνοντας μια πιο τεχνική διάσταση στην πάντοτε σαγηνευτική ερμηνεία του.

Ανάμεσα στις άριες, η ορχήστρα έπαιξε το πρελούδιο από την Αΐντα, μέρη από την σουίτα Κάρμεν, το ιντερμέδιο από την Καβαλλερία ρουστικάνα, εισαγωγή από τη Δύναμη του πεπρωμένου, το περίφημο ιντερμέδιο από τη Μανόν Λεσκώ (εξαιρετικά σόλι με ωραία προβολή από τους κορυφαίους στο βιολί, τσέλο, βιόλα) και το πρελούδιο “Η Κοίμηση της Θεοτόκου”  από το σπανιότατο ορατόριο Η Παρθένος (La Vièrge) του Μασνέ. Η τοποθέτηση για υγειονομικούς λόγους σε πολύ αραιά διάταξη με ένα όργανο ανά αναλόγιο δε βοήθησε την ομοιογένεια του ήχου και ειδικά τα κρουστά, που είχαν τοποθετηθεί στην άκρη (τύμπανα αριστερά, ντέφι δεξιά στην Σουίτα από την Κάρμεν), δεν εντάσσονταν πάντοτε καλά στο σύνολο.

Διηύθυνε ο επίσης γερμανός αρχιμουσικός Γιόχεν Ρήντερ, σταθερός συνεργάτης του Κάουφμαν, στον οποίο ο τραγουδιστής εμπιστεύτηκε την καθοδήγηση της ορχήστρας έχοντας ως κύριο μέλημα σε αυτό το δύσκολο, ανοικτό ωδείο, να του δώσει με ασφάλεια τον χώρο και την άνεση να απλώσει ιδανικά τη φωνή του, συνοδεύοντάς τον με προσεκτικούς, συγκρατημένους ρυθμούς, χωρίς ποτέ να τον αφήνει εκτεθειμένο ή να τον καλύπτει. Σε κάποια ορχηστρικά αποσπάσματα θα μπορούσε να διευθύνει λίγο πιο ζωηρά.

Η ολοκλήρωση του προγράμματος δεν σήμανε και το τέλος της συναυλίας. Πολύ ενθουσιασμένος και επικοινωνιακός, ο Κάουφμαν, που στο μέσον του δεύτερου μέρους είχε ήδη αλλάξει το φρακ με  κουστούμι, επέστρεψε στην ορχήστρα, έκανε τα χέρια χωνί για να ακούγεται καλύτερα, και απευθύνθηκε στο ακροατήριο στα αγγλικά με άρθρωση και προβολή αξιοζήλευτη. Μίλησε για τη χαρά να ερμηνεύει σε αυτό το όμορφο και αρχαίο ωδείο, και ευχαρίστησε το κοινό για την παρουσία του στο πρώτο μερός, όπως είπε, αυτής της συναυλίας, που θα συνεχιστεί με πολλά ανκόρ…

Ένα από τα προβλήματα της πανδημίας, συνέχισε, είναι ότι οι μουσικοί πρέπει να κάθονται σε απόσταση και δεν μπορούν να ακούν καλά ο ένας τον άλλο, ούτε και τον τραγουδιστή. Για αυτό τον λόγο βρίσκονταν τα μικρόφωνα μπροστά του, τα οποία, διευκρίνησε δείχνοντάς τα, δεν ήταν για ενίσχυση, αλλά για να τον ακούν οι μουσικοί της ορχήστρας, καθώς για πρακτικούς λόγους έπρεπε να τραγουδήσει μπροστά και όχι από κάποιο άλλο σημείο όπου θα τον άκουγαν όλοι.

Ο Γιόχεν Ρήντερ, ο αρχιμουσικός της βραδιάς και στενός συνεργάτης του Κάουφμαν.

Έχοντας πλέον την άνεση του εκτός προγράμματος, όχι μόνο το ερμήνευσε άρτια, αλλά είχε και όλη την ελευθερία να το αποδώσει με την μουσικοδραματική ένταση μιας κανονικής θεατρικής παράστασης.

Και για να δείξει του λόγου το αληθές, πήγε στο μέσον της ορχήστρας και λίγο δεξιά, και είπε ένα ηχηρό “vincerò” a capella που ακούστηκε σαφέστατα. Ομολογώ ότι αν δεν το είχε αναφέρει ο ίδιος, δεν θα είχα προσέξει ότι χρησιμοποιούνταν τα μικρόφωνα, που έμοιζαν να είναι εκεί απλά για ηχογράφηση για λόγους αρχείου. Εκτός από την εσωτερική ακρόαση στην ορχήστρα, στα ανοικτά θέατρα συχνά χρησιμοποιείται μια ελαφρά ενίσχυση για αναπλήρωση των αρμονικών, ως μέσο βελτίωσης της ακουστικής.

Αφού βέβαια υποσχέθηκε πολλά ανκόρ, ξεκίνησε και να τα πραγματοποιήσει. Με τις πρώτες νότες της ορχήστρας, το κοινό ξέσπασε σε χειροκροτήματα, διότι όλοι αναγνώρισαν το E lucevan le stelle από την Τόσκα του  Puccini. Διπλός ο ενθουσιασμός, όχι μόνο γιατί είναι μια πολυαγαπημένη άρια, αλλά και γιατί σπάνια θα ακουστούν και το Nessun dorma και το E lucevan le stelle την ίδια βραδιά, και μάλιστα διαδοχικά. Έχοντας πλέον την άνεση του εκτός προγράμματος, όχι μόνο το ερμήνευσε άρτια, αλλά είχε και όλη την ελευθερία να το αποδώσει με την μουσικοδραματική ένταση μιας κανονικής θεατρικής παράστασης. Ήταν εξαιρετικά συγκινητικός.

Περίπου τρεις χιλιάδες ακροατές έδωσαν στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού ευχάριστη εικόνα πληρότητας και αποθέωσαν τον τραγουδιστή με παρατεταμένα χειροκροτήματα και τελικά με μια standing ovation (Φωτογραφία: Α. Σιμόπουλος).

Ακολούθησαν δύο ναπολιτάνικα τραγούδια, το «Core ’ngrato» (Αχάριστη καρδιά) του Σαλβατόρε Καρντίλο και το «Non ti scordar di me» του Ερνέστο ντε Κούρτις (και όχι… non discordar, δηλαδή “δεν θέλω αντιλογίες”, όπως συχνά το ακούμε ή βλέπουμε γραμμένο. Αναμφίβολα, πολλούς τους εκφράζει περισσότερο η δεύτερη εκδοχή). Σε αυτο το σημείο κάποια ακροάτρια φώναξε “Wir lieben dich” (σε αγαπάμε) και αυτός ανταπήντησε με την άρια «Dein ist mein ganzes Herz» (Δικιά σου είναι όλη μου η καρδιά) από την οπερέτα του Φράντς Λέχαρ Η χώρα του μειδιάματος, χωρίς να είναι σαφές αν τη μοιράστηκε μόνο με την εν λόγω κυρία ή με όλο το ακροατήριο.

 

Διαβάστε ακόμα: Τιμόθεος Πέτριν. «Οι νέοι μουσικοί στην Ελλάδα παλεύουν μόνοι τους».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top