O συγγραφέας Τζόναθαν Κόου βρέθηκε πρόσφατα στην Αθήνα με αφορμή το νέο του βιβλίο (φωτογραφία: Joel Saget ).

Την Παρασκευή, παρά την απελπιστική κίνηση στην Κηφισίας, το μυαλό μου πέταγε στη σκέψη της παρουσίας του Τζόναθαν Κόου. Είναι απολαυστικό να ακούς μυαλά που σε έχουν εμπνεύσει. Ήταν εκεί για την παρουσίαση του βιβλίου για το τελευταίο έργο του Τζόναθαν Κόου, το Μπόρνβιλ, στην εκδήλωση που συνδιοργάνωσαν οι εκδόσεις ΠΟΛΙΣ και το think tank Eteron, και φυσικά πρόλαβα με καθυστέρηση, με αποτέλεσμα να την παρακολουθήσω όρθιος.

Η αίθουσα του Μεγάρου που στέγαζε την εκδήλωση ήταν γεμάτη και τολμώ να πω ανήσυχη. Το κοινό είχε κυρίως συνομήλικους του συγγραφέα, παράλληλους συνοδοιπόρους ίσως, και μερικούς νεότερους αναγνώστες. Κάτι από (πρώην) ανανεωτική αριστερά, και λίγο από λέσχες φιλαναγνωσίας. Έχουν κάτι εξαιρετικά διασκεδαστικό οι βιβλιοπαρουσιάσεις.

Προσωπικά, ήθελα πολύ να ακούσω τις σκέψεις του ανθρώπου που για μένα ξεκλείδωσε ένα νέο τρόπο να βλέπω τον κόσμο. Παρότι σαν διαδικασία είναι αρκετά ανοίκεια, το να προσπαθείς επαναλαμβανόμενα να κατανοήσεις το διαφορετικό ή ενδεχομένως το αντίθετο, είναι τελικά αυτός ο κλονισμός των θεμελίων που τα οπλίζει ισχυρότερα. Η αυτοπεποίθηση προκύπτει από την αμφισβήτηση.

Ο Κόου είναι ένας οξυδερκής παρατηρητής της κοινωνίας. Όχι μόνο της βρετανικής.

Ο Κόου, λοιπόν, ένας οξυδερκής παρατηρητής της κοινωνίας, ανανέωσε ενώπιον του ελληνικού του κοινού τον όρκο στην ακλόνητη δέσμευσή του να ξεδιαλύνει τις πολυπλοκότητες της ανθρώπινης ύπαρξης.

Υποσχέθηκε να συνεχίσει να κατασκευάζει, σχολαστικά, κοινωνικά πανοράματα που επιτρέπουν στους αναγνώστες να περιδιαβαίνουν ανάμεσα στους διαφορετικούς ήρωες του μέσα στο πάντα ιδιαίτερα Βρετανικό σκηνικό που πλάθει. Όπως εύστοχα παρατήρησε ο κ. Μπαλαμπανίδης, στο έργο του Κόου είναι δύσκολο να ξεχωρίσουμε αν πρόκειται για μια κοινωνιολογικά πειστική λογοτεχνία ή μια λογοτεχνικά αποδομένη κοινωνιολογία.

Στο τελευταίο του έργο, το Bourneville, εκθέτει την παρακμή του εργοστασίου Cadbury σαν σύμβολο της υπονομευτικής και εξαχρειωτικής φύσης της αποβιομηχάνισης στη Μεγάλη Βρετανία που μετατράπηκε σε ένα κέντρο χρηματοοικονομικών συναλλαγών από το 1945 έως το 2020. Ανέφερε με κάποια λύπη, πως παρότι η λειτουργία αυτού του εργοστασίου είχε εμπνεύσει τότε μια άποψη για ένα μοντέλο ηθικού καπιταλισμού, διαμέσου ενός εργοδότη που φροντίζει για την ευημερία και την αυτάρκεια των εργατών, όμως τελικά ηττήθηκε κατά κράτος από τον θατσερισμό.

Το Μπόρνβιλ είναι, κατά τον Κόου, ένα νοσταλγικό μυθιστόρημα.

Το Μπόρνβιλ είναι, κατά τον Κόου, ένα νοσταλγικό μυθιστόρημα. Όντας ο ίδιος συνθέτης -να κάτι που σίγουρα ελάχιστοι γνώριζαν!- χρησιμοποιεί τη μουσική συνεχώς, αν θέλετε ασυνείδητα πλέον, στη λογοτεχνία του, και μίλησε για μια σκηνή στην οποία ο ήρωας του ακούει ένα κομμάτι και νιώθει ανείπωτη θλίψη για τον χρόνο που έχει περάσει. Ένα σημάδι θνητότητας.

Παρεμπιπτόντως μας έπαιξε από το κινητό του λίγη από τη μουσική του, και για να είμαι ειλικρινής μου θύμισε ήχους που συνήθως ακούμε στην αναμονή εξυπηρέτησης πελατών ή σε κάποιο ξεχασμένο εμπορικό κέντρο. Αν και λίγο σνομπ, φαινόταν ξαναμμένος για το πώς θα εισπράτταμε τις μουσικές του αναζητήσεις. Δε θα έλεγα ότι βρήκε ιδιαίτερη ανταπόκριση.

Πίσω, στη λογοτεχνία, πρώτη φορά διαπίστωσα στο πασίγνωστο βιβλίο του «Μέση Αγγλία» και επιβεβαιώθηκε την Παρασκευή, πως αυτό που κινητοποιεί τον Κόου είναι η άσβεστη δίψα του να καταλάβει. Τι να καταλάβει; Όλα όσα στην αρχή του φαίνονται ανεξήγητα, όπως ας πούμε γιατί κανείς να ταχθεί υπέρ του Brexit.

Παραδέχτηκε ότι προσπαθεί να δώσει φωνή σε όσους δεν καταλαβαίνει, διότι υπηρετεί οριζόντια το δικαίωμα σε κάθε μυθιστορηματικό χαρακτήρα του να εξηγήσει και να εξηγηθεί. Βέβαια, δεν κάνει πίσω ως προσωπικότητα. Γι’ αυτό άλλωστε αφηγείται από απόσταση, απομακρυσμένα. Τονίζει, όμως, πως αν στο τέλος της ημέρας πιστεύει κάτι, όπως ότι η ψήφος υπέρ του Brexit είναι λάθος, πρέπει να το δηλώσει και να το υπογραμμίσει.

Διατείνεται πως ως λευκός άντρας είχε πάντα το περιθώριο να διατυπώνει την άποψη του και ίσως είναι η στιγμή για να αφήσει χώρο σε άλλες φωνές.

Είναι, βέβαια, παρών στην εποχή του. Πιστεύει ότι πρέπει να παρεμβαίνει, ειδικά τώρα που η χώρα του φαίνεται να υποχωρεί σε κεκτημένα που αφορούν την συμπεριληπτικότητα. Διατείνεται πως ως λευκός άντρας είχε πάντα το περιθώριο να διατυπώνει την άποψη του και ίσως είναι η στιγμή για να αφήσει χώρο σε άλλες φωνές. Δεν ξέρω κατά πόσο αυτό είναι πιστευτό σε μια δική σου βιβλιοπαρουσίαση, και πως σκοπεύει να το κάνει, τι πραγματικά σημαίνει «παραχωρώ το βήμα» όταν το λες καθ’ έδρας;

Με κάποια σκανταλιά στο βλέμμα, παραδέχτηκε ότι προσπαθεί να κάνει ακόμα και τους πιο συντηρητικούς αναγνώστες να δεθούν με τους ήρωες του, προκαλώντας τους.

Η αφηγηματική του δεινότητα εγκλωβίζει τους αναγνώστες σε έναν ιστό απ’ τον οποίο δε μπορούν να ξεφύγουν, σαν μποξέρ που σε ζαλίζει μέχρι να σου δώσει ένα ισχυρό χτύπημα. Με κάποια σκανταλιά στο βλέμμα, παραδέχτηκε ότι προσπαθεί να κάνει ακόμα και τους πιο συντηρητικούς αναγνώστες να δεθούν με τους ήρωες του, προκαλώντας τους κάποιες ταυτίσεις, επιχειρεί να τους βυθίσει σε μια αίσθηση οικειότητας, έτσι ώστε να υπομείνουν το απροσδόκητο: για παράδειγμα μια ομοερωτική σκηνή μπροστά στην ανοιχτή τηλεόραση που παίζει την κηδεία της πριγκίπισσας Νταιάνα. Στόχος του; Να μην κλείσουν το βιβλίο.

Η αφηγηματική του δεινότητα εγκλωβίζει τους αναγνώστες σε έναν ιστό απ’ τον οποίο δε μπορούν να ξεφύγουν, σαν μποξέρ που σε ζαλίζει (φωτογραφία: telegraph.co.uk).

Ομολογώ ότι είχε ενδιαφέρον και η σύντομη τοποθέτηση του προέδρου του Eteron, Γαβριήλ Σακελλαρίδη, ο οποίος αναπόλησε την περίοδο που πρωτοδιάβασε τον βρετανό συγγραφέα. Είπε πώς η λογοτεχνία του Coe φώτισε για εκείνον ένα μονοπάτι προς την κατανόηση πέρα από το πεδίο της πολιτικής. Το «Τι ωραίο πλιάτσικο!», το βιβλίο που είχε τοποθετήσει τον Coe στο διεθνές προσκήνιο, είχε προφανώς χτυπήσει ένα νεύρο βαθιά μέσα στον Σακελλαρίδη, λόγω της άμεσης ταύτισης με το ταραχώδες μωσαϊκό της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής.

Στη συνέχεια, κάποιος ρώτησε τον Κόου αν έχει επίγνωση για τον εκτεταμένο νεποτισμό, τη διαφθορά και την απληστία στην Ελλάδα και τις ομοιότητες με τη Βρετανία, εκείνος ήταν πολύ απλός στην απάντηση του: πρόκειται για φαινόμενα διαχρονικά, που ξεπερνάνε τα σύνορα.

Λοιπόν, γίνονται ωραία πράγματα όταν η λογοτεχνική ευφυΐα διασταυρώνεται με την πολιτική θέρμη! Είναι μια υπενθύμιση ότι η λογοτεχνία έχει τη δύναμη να μεταμορφώνει τα μυαλά, να πυροδοτεί αλλαγές και να γεφυρώνει τα χάσματα που μας χωρίζουν.

 

Διαβάστε ακόμα: Βασιλική Κούκου. «Πρέπει να σκεφτείς γιατί υπάρχεις, πώς θα ήθελες να ζεις τη ζωή σου».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top