«Τώρα έχω σταματήσει τα γυρίσματα της ταινίας “A Complete Unknown” για τη ζωή του Μπόμπ Ντύλαν με πρωταγωνιστή τον Τιμοτέ Σαλαμέ, λόγω απεργίας στο Χόλιγουντ».

Η χαρά μου που θα τον συναντούσα και τελικά δεν θα κάναμε μία συνέντευξη με zoom ήταν πραγματικά μεγάλη. Όταν τελειώσαμε, η χαρά μου ήταν σαν αυτή του μικρού παιδιού. Είχα ενθουσιαστεί με όσα άκουγα, είχα περάσει δυο ώρες ταξιδεύοντας πίσω από τις κάμερες του Χόλιγουντ και όχι μόνο, αλλά πάνω από όλα είχα γνωρίσει έναν άνθρωπο ιδιαίτερο και εξαιρετικό.

Θα είχα πια στις αποσκευές της ζωής μου να θυμάμαι τον Φαίδωνα – τον χαμογελαστό, εξωστρεφή και “εύπλαστο”, γειωμένο και χιουμορίστα, ευαίσθητο και ρεαλιστή, λίγο Αμερικανό (και ανοιχτός και επαγγελματίας) λίγο Έλληνα (αυθόρμητος με αποφάσεις που ορμώνται από το συναίσθημα και όχι το χρήμα).

Αλλά και τον Παπαμιχαήλ, τον υπερταλαντούχο, διεθνώς αναγνωρισμένο, πολυβραβευμένο, δύο φορές υποψήφιο για Όσκαρ (για το “Νεμπράσκα” και για το “Η δίκη των 7 του Σικάγου”) τον κινηματογραφιστή – πλουραλιστή που θα προσφέρει από κάθε θέση σε μια ταινία, τον λάτρη της εικόνας που δεν σπούδασε κινηματογράφο (!) και που δεν σταμάτησε ποτέ να δουλεύει από την ημέρα που ξεκίνησε. Στενή και η σχέση του με την Ευρώπη, καθώς λατρεύει τον Ευρωπαϊκό κινηματογράφο αλλά και με τη Γεωργία καθώς ο έρωτας της ζωής του και γυναίκα του, η Έκα είναι Γεωργιανή ενώ διατηρεί και εταιρεία εκεί.

«Γεννήθηκα στο Παγκράτι το 1962. Στο Χίλτον με πήγαινε πολύ συχνά ο παππούς μου σαν μικρό παιδί για ένα milk shake στο περίφημο Βυζαντινό».

Αφορμή για τη συνάντηση στάθηκαν οι φωτογραφίες του που κοσμούν τον περίβολο του Hilton, για την εικαστική έκθεση Space Between, την ώρα που το κτήριο ανακατασκευάζεται πλήρως για να δημιουργηθεί ένας νέος προορισμός, μοναδικός για την πρωτεύουσα.

“Οφείλω κατ΄αρχάς να αναφέρω τους δύο ανθρώπους που επιμελήθηκαν όλη τη δουλειά στο Χίλτον, τους project managers Οδυσσέα Λάππα και Κατερίνα Σαράντη, καθώς εγώ μετά τη φωτογράφιση έλειπα πολύ. Αυτό το project αποτέλεσε μάλλον την ευκαιρία για το κλείσιμο ενός κύκλου αφού για μένα το σημείο αυτό και το ίδιο το ξενοδοχείο συνδέονται με πολλές σημαντικές στιγμές της ζωής μου.

Mε τον Nick Nolte στην Ελλάδα για τα γυρίσματα του Arcadia Lost.

Γεννήθηκα στο Παγκράτι το 1962 και έτσι είμαι πολύ κοντά στην χρονολογία γέννησης και αυτού του μοντέρνου μνημείου. Με έναν τρόπο παράξενο αισθάνομαι ότι τα πνευματικά ταξίδια των ζώων μας μέσα σ’ αυτές τις δεκαετίες πορεύονταν με μία παράλληλη αρμονία. Εκεί με πήγαινε πολύ συχνά ο παππούς μου σαν μικρό παιδί για ένα milk shake στο περίφημο Βυζαντινό και χρόνια μετά, στην ηλικία των 12 χρονών θα έκανα μπάνιο στην πισίνα του ξενοδοχείου όταν είχε πάρα πολύ ζέστη το καλοκαίρι.

Ακόμη εμπνέομαι από τη μοναδική του αρχιτεκτονική η οποία αποτελεί ένα πραγματικά κλασικό μνημείο και σημείο αναφοράς για την Αθήνα και για κάθε Αθηναίο. Ήταν για μένα μεγάλη χαρά το να αποτυπώσω σε μία σειρά καθαρά γραφιστικών φωτογραφιών, οι περισσότερες ασπρόμαυρες, αυτήν ακριβώς την αισθητική. Κάποιες από αυτές μπορείτε να δείτε στη Βασιλίσσης Σοφίας αλλά εύχομαι, στο κοντινό μέλλον, να μπορέσω να δείξω μία μεγαλύτερη σειρά φωτογραφιών σε ένα βιβλίο.

Εκεί, στο Βυζαντινό ήπιαν και τα παιδιά μου τα πρώτα τους milk shakes, στη στάση της εισόδου του περιμέναμε κάθε πρωί το πούλμαν για να τα πάει στο σχολείο τους όταν ακόμη μέναμε στο Παγκράτι. Οι ζωές μας γύρω του!”.

«Ο Σον Πεν είναι ένας πάρα πολύ έντονος άνθρωπος, είναι καταπληκτικά να δουλεύεις μαζί του, έχει μεγάλο ενδιαφέρον και ευαισθησίες».

– Σε τι στιγμή σας πετυχαίνουμε επαγγελματικά κύριε Παπαμιχαήλ;

Πρώτον, έχω σταματήσει τα γυρίσματα της ταινίας “A Complete Unknown” για τη ζωή του Μπόμπ Ντύλαν με πρωταγωνιστή τον Τιμοτέ Σαλαμέ, λόγω της απεργίας. Εδώ να πω ότι το θέμα είναι πολύ σοβαρό, λένε πως μπορεί να διαρκέσει μέχρι τα Χριστούγεννα και υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι του μισθού που έχουν δάνεια και χρέη και είναι σε δεινή θέση. Κατά τα άλλα, το “Daddio” με τον Σον Πεν και την Ντακότα Τζόνσον είναι η τελευταία ταινία που έχω κάνει ως διευθυντής φωτογραφίας.

– Πώς είναι ο Σον Πεν;

Είναι ένας πάρα πολύ έντονος άνθρωπος, είναι καταπληκτικά να δουλεύεις μαζί του, έχει μεγάλο ενδιαφέρον και ευαισθησίες. Τον γνωρίζω πάρα πολλά χρόνια γιατί είχε εμμονή με τον Τζον Κασσαβέτης (σ.σ. συνεργάτη και στενό φίλο του πατέρα του) και όταν είχε πεθάνει, πήγε για να οργανώσει ένα δωμάτιο με όλες τις φωτογραφίες και τα παλιά πόστερς του Τζον. Ωστόσο δεν δούλεψα πολύ μαζί του παρότι μου αρέσουν οι ταινίες του ως σκηνοθέτη, από την πρώτη του, το “Τhe Ιndian Runner” ως το “The Pledge” με τον Τζακ Νίκολσον. Τώρα ήρθε στη Γεωργία στο πολυεπίπεδο Φεστιβάλ ΖEG (Tbilisi Story Telling Festival, 8-10/06) που δεν είχε μόνο προβολή και σχόλια για ταινίες αλλά και πολλές ομιλίες για την αφήγηση, τις ιστορίες, την ανάπτυξη σεναρίων με πολλούς διαφορετικούς επαγγελματίες να λαμβάνουν μέρος ή να παρακολουθούν- ντοκιμαντερίστες, συγγραφείς, δημοσιογράφοι κ.α. Εγώ έκανα μία ομιλία visual story telling έκανε κι έκανε και εκείνος ένα πάνελ. Επίσης, μιλούσε για το Ζελένσκι και την Ουκρανία, καθώς έχει φορτιστεί και ασχολείται πολύ με αυτή την ιστορία.

Με τον Alexander Payne.

– Τα παιδιά σας ζουν στη Γεωργία;

Αυτή τη στιγμή, ναι – έχουν ζήσει και στην Ελλάδα, και στην Αμερική, Αποφασίσαμε κι εμείς να ζούμε αρκετό χρόνο εκεί όταν δεν έχω γυρίσματα – η γυναίκα μου Έκα είναι από εκεί και είναι interior designer, αλλά ούτως ή άλλως είναι μια μικρή χώρα όπου τα πράγματα αναπτύσσονται γρήγορα. Οπότε έκανα κι εγώ μία εταιρεία παραγωγών, την Enkeny Films. Εκεί κάναμε το “Fast and Furious 9” της Universal, ήρθαν 300 άνθρωποι από διεθνή κινηματογραφικά συνεργεία, φέραμε πολλά φορτηγά και αυτοκίνητα, κλείσαμε δρόμους…

«Με τον πατέρα μου δουλέψαμε μαζί στην πρώτη ταινία του Νικ Κασσαβέτη, γιου του Τζον, “Unstrung Heroes” με τη Τζίνα Ρόουλαντς, τον Ζεράρ Ντεπαρντιε και τη Μαρίσα Τομέι».

– Eσείς πότε πήγατε στη Γεωργία; 

Το 1999, και έκανα την ταινία “27 Μissing Kisses” με τη Νάνα Τζιορτζάτζε (Nana Djordjadze) που μάλιστα ήταν και υποψήφια για Οσκαρ. Aυτή ήταν και η τελευταία ταινία όπου συνεργάστηκα με τον πατέρα μου -production designer – μάλιστα αρκετά εξωτερικά γυρίσματα έγιναν στην Ελλάδα. Eτσι ανακάλυψα τον κινηματογράφο τους, που δεν είναι τεράστιος αλλά έχουν κι εκείνοι όπως και εδώ, καμιά δεκαριά πολύ καλούς κινηματογραφιστές. Εκανα πρόσφατα άλλη μια ταινία, την “Brighton 4th” που κέρδισε στο Tribeca Film Festival.

– Έχετε ξαναδουλέψει με τον πατέρα σας;

Βεβαίως, στην πρώτη ταινία που σκηνοθέτησα. Ήμουν 29 ετών, ήταν το “The Sketch Artist” με τη Ντριου Μπάριμορ και τον Σον Γιανγκ και προσέλαβα τον πατέρα μου, ετών 69 τότε! Ξαναδουλέψαμε μαζί στην πρώτη ταινία του Νικ Κασσαβέτη, γιου του Τζον, “Unstrung Heroes” με τη Τζίνα Ρόουλαντς, τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ και τη Μαρίσα Τομέι.

Oι φωτογραφίες του κοσμούν τον περίβολο του Χίλτον, για την εικαστική έκθεση Space Between.

Ας πάρουμε την ιστορία από την αρχή. Ηταν μονόδρομος η δουλειά σας στο σπίτι που μεγαλώσετε;

Κοιτάξτε, σίγουρα μεγάλωσα σε ένα σπίτι με εικόνες που όλες είχαν σχέση με τον οπτική επικοινωνία, κατά κάποιον τρόπο, γιατί ο μπαμπάς μου ήταν καταρχάς ζωγράφος και δευτερευόντως Art Director, ενώ έφτιαχνε και χώρους στην Αθήνα ως interior designer. Εντάξει, έκανε τις ταινίες του Κασσαβέτη και συνεργαζόταν με τον Ντασέν και τη Μελίνα, αλλά δεν ήταν μέσα στον κινηματογράφο τόσο όσο εγώ.

«Ο Ντασέν και η Μελίνα ήταν πολύ κοντά στον πατέρα μου. Με την Μελίνα έπαιζε συνέχεια τάβλι».

Ντασέν-Μελίνα ακούω και μου το προσπερνάτε κάπως γρήγορα…

Ναι ήταν πολύ κοντά με τον πατέρα μου! Η «σύλληψή» μου έγινε στην Υδρα το 1961 – η μαμά μου είναι Γερμανίδα, γνωρίστηκαν στη Ρόδο αλλά τότε ήταν μαζί στην Ύδρα. Δεν θυμάμαι αν δούλευε ο ίδιος στην ταινία («Φαίδρα» με τη Μελίνα και τον Άντονι Πέρκινς) αλλά πάντως έπαιζε όλη τη μέρα τάβλι με τη Μελίνα. Ούτως ή άλλως τότε όλοι έκαναν ό,τι χρειαζόταν σε μια ταινία: μπορεί να κρατούσες κάμερα, να βοηθούσες στο σκηνικό… Οπότε και να μην δούλευε επισήμως, σίγουρα κάτι θα έκανε.

 Oκ! Ας επανέλθουμε όμως για να σας γνωρίσουμε: Ζείτε στο Μόναχο, τελειώνετε εκεί σχολείο, σπουδάζετε Φωτογραφία και Καλές Τέχνες. Πώς μπαίνετε στη δουλειά και φθάνετε στο άλλο άκρο της γης;

Λοιπόν, αγαπούσα πολύ το σχέδιο και τη ζωγραφική από μικρός, ξεκίνησα λαδομπογιά στα 13 μου αλλά μετά σκέφτηκα πως η υπόθεση αυτή είναι πολύ μοναχική. Ενας ζωγράφος πρέπει να ζει και να εργάζεται όλη μέρα με τον εαυτό του, στριφογυρίζοντας διαρκώς διάφορα μέσα στο κεφάλι του όπως ένας συγγραφέας. Μετά, ασχολήθηκα με τη φωτογραφία, με still φωτογραφίσεις κυρίως. Αλλά και εκεί εκνευριζόμουν: άλλοτε γιατί έχασα μία εικόνα, άλλοτε γιατί χάλαγα την αύρα προσπαθώντας να πετύχω την εικόνα…

Στο στήσιμο του project στο Χίλτον.

– Τι ήταν αυτό που άλλαξε κάτι μέσα σας; 

Στα 17-18 μου είδα την ταινία «Η περιφρόνηση» του Γκοντάρ με την Μπριζίτ Μπαρντό και τον Μισέλ Πικολί και τρελάθηκα. Εβλεπα τα σκηνικά, τους χώρους, τα αυτοκίνητα, Capri, Cinecittà, Fritz Lang… όλα ήταν εκεί και είπα «αυτό θέλω να κάνω». Πριν καν σημειώσω το όνομα του σκηνοθέτη, έγραψα το όνομα Ραούλ Κουτάρ, του κινηματογραφιστή. Σκέφτηκα ότι ήθελα να κάνω αυτό ακριβώς που έκανε εκείνος: να μου δίνουν μια ιστορία και κάποιες ιδέες και να μετακινώ την κάμερα πιο ΄δω και πιο ‘κει για να έχω την πιο ωραία λήψη και μετά, όταν θα τελείωνε η ταινία, θα μπορούσα να πάω διακοπές χωρίς κάμερα!

– Τελικά τι κάνατε; 

Κάπου εκεί έστειλα μερικές φωτογραφίες στον πατέρα μου στο Λος Αντζελες, που τότε δούλευε με τον Κασαβέτη στο τελευταίο του έργο “Love Streams” και μου έγραψε πίσω ο Τζον (γιατί του έδειξε ο Φαίδων, ο πατέρας μου, τις φωτογραφίες) ένα γράμμα πολύ κολακευτικό που έλεγε ανάμεσα σε άλλα “οι φωτογραφίες σου συλλαμβάνουν το πνεύμα της νέας γενιάς σε μία κλασική φόρμα. Εύχομαι να έρθεις σύντομα να μας δεις”. Το δείχνω στη μητέρα μου και της λέω «Πάω στην Αμερική». Δεν μπορώ να πω πως χάρηκε γιατί εκείνη ήθελε φυσικά να μείνω στο Μόναχο, να συνεχίσω μετά τις Καλές Τέχνες, αρχιτεκτονική ή industrial design και μου έλεγε, τα κλασικά, ξέρετε… «πού πας, θα καταλήξεις σαν τον πατέρα σου, να δουλεύεις για την τέχνη χωρίς λεφτά» και τέτοια. Όταν έγινα γνωστός και έπαιζαν οι ταινίες μου στο Μόναχο εκείνη σηκωνόταν και φώναζε ότι είμαι ο γιος της! Της είπα να μην ανησυχεί, ότι θα πήγαινα για έναν χρόνο και θα γυρνούσα. Και έμεινα 40.

«Δεν πρόλαβα να σπουδάσω ποτέ, είμαι τελείως αυτοδίδακτος».

– Φθάνετε λοιπόν και συναντάτε το όνειρο; The American dream;

Θα μπορούσαμε να το πούμε και έτσι αφού όταν έφτασα, η Λιζ Γκαζάρα (βοηθός μοντάζ στο “Love Streams”), η κόρη του Μπεν Γκαζάρα ήθελε να κάνει μια μικρού μήκους ταινία και μου πρότεινε να κάνω εγώ τη διεύθυνση φωτογραφίας καθώς είχε δει φωτογραφίες μου και της άρεσαν. Εγώ είπα ότι δεν ήξερα τίποτα και εκείνη μου είπε να μην ανησυχώ. Μου έδωσε μια κάμερα από το ντουλάπι του Κασσαβέτη (αυτήν με την οποία είχε γυρίσει το “Faces”) και το εγχειρίδιο χρήσης και μου είπε απλώς «κάν’ την εσύ». Επαιξε και ο Τζον και όλοι τους οι φίλοι, δεν βγήκε πουθενά αλλά εγώ είχα αρχίσει την πορεία μου. Μετά ήρθε κάποιος, μου είπε να κάνω κάτι άλλο μαζί του αφού είχα συνεργαστεί με τη Λιζ και έτσι συνέχισε από στόμα σε στόμα. Δεν πρόλαβα να σπουδάσω ποτέ, είμαι τελείως αυτοδίδακτος.

«Στα 17-18 μου είδα την ταινία ”Η περιφρόνηση” του Γκοντάρ με την Μπριζίτ Μπαρντό και τον Μισέλ Πικολί και τρελάθηκα».

Πώς γίνεται να είστε εντελώς αυτοδίδακτος;

Δεν σταμάτησα ποτέ να δουλεύω. Πήγαινα από τη μια ταινία μικρού μήκους στην άλλη, έκανα και UCLA Graduate Film όταν συνάντησα τον Αλεξάντερ Πέιν που ήταν εκεί- του ζήτησα να κάνω το δικό του αλλά δεν με επέλεξε, όμως έκανα κάποιου άλλου στου οποίου ο Αλεξάντερ ήταν μπούμαν, καθώς όλοι οι φοιτητές βοηθούν ο ένας τον άλλον. Και έτσι, μετά από 20 χρόνια, με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε να κάνω το έργο του, το “Sideways”, το περίφημο “Πλαγίως”.

– Tο κάνετε να ακούγεται τόσο απλό.

Δεν είναι απλό, απλώς εγώ ήμουν σε αυτό τον ευρύτερο κύκλο: πολλοί φίλοι μου σπούδασαν στο ΑFI (American Film Institute) και μέναμε στην καρδιά, στο Echo Park, στο Silver Lake – σαν να λέμε ότι ζεις Εξάρχεια με Κολωνάκι και πηγαίνεις στο local café και να είναι όλοι εκεί. Anyway… πολύ σημαντική ήταν η γνωριμία με τον Ρότζερ Κόρμαν, τον μεγαλύτερο παραγωγό και σκηνοθέτη ταινιών χαμηλού μπάτζετ και τύπου B movies (horror, strip, vampire κλπ) από όπου ξεκίνησαν ο Τζακ Νίκολσον, ο Φράνσις Φορντ Κόππολα, ο οποίος αποτέλεσε για μένα, και πολλούς άλλους, τεράστιο σχολείο. Με χρησιμοποίησαν, τους άρεσα γιατί ήμουν γρήγορος και δούλεψα αποκτώντας πολλή εμπειρία.

«Μικρός έβλεπα westerns και Τζον Γουέιν αλλά η πραγματική επαφή μου με τον κινηματογράφο έγινε με το γερμανικό new wave – Φασμπίντερ, Βιμ Βέντερς, Χέρτζογκ».

Ειλικρινά δυσκολεύομαι να πιστέψω τέτοια καριέρα με μηδέν γνώση τεχνική ή ακαδημαϊκή. Προφανώς, λοιπόν, μιλάμε για μεγάλο ταλέντο.

Μα γιατί; Ναι, κάποιο ταλέντο είχα αλλά είχα και εμμονή. Είχα δει όλες τις ταινίες όλων των σημαντικών σκηνοθετών: Κουροσάβα, Γκοντάρ, Τρυφό, Αντονιόνι, Φελλίνι, Μπερτολούτσι, Μπέργκμαν, Μπονιουέλ, Ταρκόφσκι, Κιούμπρικ κ.α. Είχαμε τα The Revival Houses στο Λος Αντζελες και βλέπαμε τα πάντα. Αυτό ήταν το σχολείο μου. Τώρα, αυτό που λέμε «έχεις το μάτι», δεν μπορούν ούτως ή άλλως να στο διδάξουν στο Πανεπιστήμιο. Επίσης, είχα γενική κουλτούρα τέχνης, από την Ευρώπη, πολύ δυνατή.

Με τον Τζορτζ Κλούνεϊ.

Ξεχωρίζετε ποιο είναι το πιο δυνατό σας στοιχείο;

Όταν πιάνεις την κάμερα στα χέρια και τελικά βλέπεις ένα πλαίσιο, η σύνδεση με αυτό που λέμε “frame” στο σινεμά, για μένα ήταν αυτόματη. Συνέβη ακαριαία και απόλυτα. Δεν εξηγείται. Ηταν εκεί και παντού. Επίσης, τότε, στη δική μου εποχή, ακόμη μπορούσες να πειραματιστείς, να παίξεις πιο πολύ με το χρώμα ή με το λιγότερο χρώμα, να κάνεις genre film χωρίς να σε πιέζει κάποιος. Οπότε μπορούσαμε να κάνουμε και πιο πολύ εξπρεσιονιστικά πράγματα και πιο «ευρωπαϊκά». Μικρός έβλεπα westerns και Τζον Γουέιν αλλά η πραγματική επαφή μου με τον κινηματογράφο έγινε με το γερμανικό new wave – Φασμπίντερ, Βιμ Βέντερς, Χέρτζογκ, ενώ μετά ήρθαν οι Γάλλοι και οι Ιταλοί. Αυτό είναι το σινεμά μου, το ευρωπαϊκό.

– Το Ευρωπαϊκό της παύσης και της εικόνας χωρίς λόγια; Και αυτό;

Και αυτό και όλα όταν αποκτάς σύνδεση με τους χαρακτήρες. Ο Κασσαβέτης, ας πούμε, που του αρέσουν οι συνεχείς και αδιάλειπτοι διάλογοι, δεν καταλάβαινε γιατί στις ταινίες του Αντονιόνι, για παράδειγμα, μπορεί να έχει τόσες σκηνές απλώς με εικόνες. Δεν καταλάβαινε, δηλαδή, τι ήταν αυτό που λέμε visual story telling. Για να έχει επιτυχία αυτό, αλλά και το οτιδήποτε, πρέπει να μπορείς να συνδεθείς με τους χαρακτήρες. Ο Τζέιμς Μάνγκολντ, φερ’ ειπείν, με τον οποίο έχω κάνει έξι ταινίες και έχει κάνει και το “Walk the Line” και το “Indiana Jones” συνειδητοποιεί ότι δουλεύει στο Χόλυγουντ και ενώ έχει πολύ δυνατή εικόνα, αναπτύσσει εξαιρετικά και τους χαρακτήρες όπως στο «Κόντρα σε όλα» (Ford v Ferrari / Le Mans 66) με τον Κρίστιαν Μπέιλ και τον Ματ Ντέιμον. Δηλαδή, για να το πω απλά, μπορεί να έχεις τα αυτοκίνητα στην πρώτη γραμμή που το αγαπούν οι Αμερικάνοι αλλά το αληθινό ζήτημα είναι μια σημαντική φιλία. Ακόμη και στη δράση, συνεπώς, συνδέεσαι με το συναίσθημα των δύο ανδρών.

«Εχω κάνει έξι ταινίες με τον Τζέιμς Μάνγκολντ, τέσσερις ταινίες με τον Αλεξάντερ Πέιν, τρεις ταινίες με τον Βιμ Βέντερς».

Είναι ωραίο πάντως που σας αρέσουν και ασχολείστε με διαφορετικά είδη σινεμά και από διαφορετική θέση. Δεν είστε κολλημένος δηλαδή.

Όχι δεν είμαι, και μάλιστα πολύ συνειδητά επιλέγω διαφορετικού τύπου ταινίες και συνεργασίες. Και επίσης, για μένα δεν κάνει διαφορά αν θα είμαι σκηνοθέτης ή διευθυντής φωτογραφίας ή θα κάνω κάτι άλλο σε μια ταινία. Όλα μου αρέσουν. Και πάντα βοηθώ στο μοντάζ ή ό,τι άλλο χρειαστεί σε όποια θέση και αν είμαι και για αυτό πιστεύω ότι οι σκηνοθέτες με τους οποίους έχω συνεργαστεί θέλουν να συνεργάζονται ξανά μαζί μου. Είμαι κινηματογραφιστής, αγαπώ το σινεμά, είμαι πίσω από την κάμερα, μου αρέσει να δουλεύω με τους ηθοποιούς. Οι ηθοποιοί είναι εκείνοι πρέπει να με εμπιστευθούν σε κάθε περίπτωση – για ανθρώπινες σχέσεις μιλάμε. Και επειδή όλα είναι θέμα επικοινωνίας και χημείας, επιλέγω, συχνά τουλάχιστον, να συνεργάζομαι ξανά και ξανά με εκείνους που επικοινωνώ καλά. Γι’ αυτό έχω κάνει έξι ταινίες με τον Τζέιμς Μάνγκολντ, τέσσερις ταινίες με τον Αλεξάντερ Πέιν, τρεις ταινίες με τον Βιμ Βέντερς. Γιατί στο κάτω κάτω της γραφής όλα είναι θέμα γούστου (matter of taste).

Με τον Κρίστιαν Μπέιλ και τον Ματ Ντέιμον.

– Τι είναι πιο δύσκολο;

Σίγουρα η σκηνοθεσία λόγω των πολλών διαφορετικών ευθυνών που έχεις – όχι της ίδιας της δουλειάς δηλαδή. Πρέπει να βρεις το καστ, να βρεις χρήματα, να πηγαίνεις στα Φεστιβάλ όταν τελειώσει… Αν η ταινία δεν είναι καλή, θα φταις εσύ.  Είναι όμως και ωραία περιπέτεια. Σκηνοθέτησα την ταινία “Light Falls” στην Ανάβυσσο μια συμπαραγωγή Ελλάδας, Γεωργίας και Αλβανίας με τον Μάκη Παπαδημητρίου και άλλους ξένους ηθοποιούς και ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία. Μου αρέσει να «παντρεύω» φιλοσοφίες και είδη.

«Ξεχωρίζω τον Τομ Κρουζ για τον επαγγελματισμό του. Έρχεται πρώτος στα γυρίσματα, φεύγει τελευταίος, δουλεύει σαν σκυλί και πολύ σωστά».

Ποιοι είναι πιο εύκολοι ηθοποιοί για να δουλέψεις μαζί τους; Οι Αμερικανοί ή οι Ευρωπαίοι;

Οι Αμερικανοί έχουν το πλεονέκτημα ότι είναι κινηματογραφικοί ηθοποιοί ενώ οι Ευρωπαίοι αρκετά θεατρικοί. Εγώ που δουλεύω πολύ στη Γεωργία και στην Ελλάδα το βλέπω καθαρά. Η διαφορά είναι ότι ο θεατρικός ηθοποιός αντιμετωπίζει τα πάντα ως μεγάλα. Οι φωνές είναι πιο δυνατές, οι κινήσεις πιο έντονες, τα βλέμματα αλλιώς γιατί απευθύνεται σε κάποιον που στο θέατρο είναι σε μεγάλη απόσταση. Εμείς όμως όταν κάνουμε κοντινό με μία κάμερα θέλουμε το πιο μίνιμαλ αποτέλεσμα που γίνεται. Έκανα ένα κοντινό στον Ράσελ Κρόου, που ήταν στην πιο συναισθηματική σκηνή της ταινίας και όταν τον κοιτούσα ένιωθα ότι δεν κάνει καμία έκφραση, ότι δεν έχει κανένα συναίσθημα. Και όταν το είδα στη μεγάλη οθόνη, το αποτέλεσμα ήταν καταπληκτικό: έκανε τέλεια τον ελάχιστο μορφασμό, ακριβώς ό.τι χρειαζόταν! Ο Ντάστιν Χόφμαν, επίσης, όποτε τον κινηματογραφείς σε ρωτάει πού ακριβώς είναι το πλαίσιο του για να είναι σωστός.

– Έχετε δουλέψει αρκετά με τον Τζορτζ Κλούνεϊ.

Ναι και σαν ηθοποιό τον έχω συναντήσει αλλά και έχω κάνει διεύθυνση φωτογραφίας σε δύο ταινίες που έχει σκηνοθετήσει, στο «Αι Ειδοί του Μαρτίου» και στο «Μνημείων Ανδρες». Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν έχει απόλυτη αίσθηση της κάμερας, και από τη θέση του ηθοποιού και από τη θέση του σκηνοθέτη.

– Είναι εύκολος σαν άνθρωπος; Σεμνός;

Δεν νομίζω ότι το σεμνός είναι μία λέξη που τον χαρακτηρίζει αλλά ούτε είναι και δύσκολος – είναι ένας πάρα πολύ γοητευτικός άνθρωπος. Είναι ένας αληθινός γόης. Επίσης, πρέπει να πω ότι η δημιουργία μιας οικογένειας με την Αμάλ, η οποία είναι Λιβανέζικης καταγωγής με πολλούς συγγενείς, τον έχει ζεστάνει ακόμη πιο πολύ. Όταν μέναμε στο Κόμο στο σπίτι τους και είχανε μόλις παντρευτεί, εκείνος εμφανίστηκε πολύ περιποιητικός, ερχόταν συνεχώς να ρωτάει όλο τον κόσμο αν χρειάζεται κάτι και όλο αυτό, η φιλοξενία δηλαδή, του έβγαινε πολύ φυσικά.

Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων «Κόντρα σε όλα» (Ford v Ferrari / Le Mans 66).

– Θα μου πείτε ποιοι είναι οι πιο αγαπημένοι σας ηθοποιοί; Για οποιονδήποτε λόγο ο καθένας.

Εκτιμώ ιδιαιτέρως τον Κρίστιαν Μπέιλ. Είναι ένας καταπληκτικός ηθοποιός και ένας υπέροχος άνθρωπος. Διαλέγει προσεκτικά τις ταινίες που κάνει κι ενώ θα μπορούσε να είναι σούπερσταρ, προτιμά να είναι χαμηλών τόνων. Είναι ένας πολύ καλός χαρακτήρας και εξαιρετικός οικογενειάρχης. Η γυναίκα του είναι Σέρβα, έχει άλλη φιλοσοφία, και επίσης ο ίδιος δεν θα κάνει το οτιδήποτε για τα λεφτά. Επίσης, ξεχωρίζω τον Τομ Κρουζ, με τον οποίο έκανα το “Knight and Day” όπου έπαιζε με την Κάμερον Ντίαζ για τον επαγγελματισμό του. Είναι πραγματικά ένας αληθινός λάτρης του κινηματογράφου, και γνώστης. Έρχεται πρώτος στα γυρίσματα, φεύγει τελευταίος, δουλεύει σαν σκυλί και πολύ σωστά. Ξέρει τεχνικά τα πάντα, ξέρει πώς λειτουργούν τα stunt, και είναι κάτι που του αρέσει να κάνει. Αγαπά πάρα πολύ τη δουλειά του! Υπάρχουν και πολλοί, όπως ο Πολ Τζιαμάτι ή ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν που πέθανε, που μπορεί να μην είναι σούπερσταρ αλλά έχουν πραγματικά μεγάλη αξία ως ηθοποιοί.

«Ξεχωρίζω τον Τομ Κρουζ, με τον οποίο έκανα το “Knight and Day” όπου έπαιζε με την Κάμερον Ντίαζ για τον επαγγελματισμό του».

– Πιστεύετε ότι παίζει ρόλο ο χαρακτήρας σε έναν ηθοποιό; Μπορεί δηλαδή ένας άνθρωπος να είναι πολύ καλός ηθοποιός ενώ δεν είναι καλός άνθρωπος;

Κοιτάξτε, οι ηθοποιοί είναι πολύ ιδιαίτεροι άνθρωποι, ούτως ή άλλως. Είναι πάρα πολύ ευαίσθητοι στα πάντα γύρω τους με τεντωμένες κεραίες διαρκώς. Υπολογίζουν τα συναισθήματα τού οποιουδήποτε συναντούν, παρατηρούν αντιδράσεις. Έχουν πάρα πολλές φοβίες. Και δεν είναι απαραιτήτως εξωστρεφείς ή άνετοι επειδή έτσι φαίνεται στις εκδηλώσεις και τις φωτογραφίες. Ο Ρόμπερτ ντε Νίρο, για παράδειγμα, είναι ένας άνθρωπος πάρα πολύ εσωστρεφής στο ένας προς έναν, αλλά άνετος όταν μιλάει σε ακροατήριο. Όπως και ο Ρόμπιν Γουίλιαμς με τον οποίο έχω συνεργαστεί. Ουσιαστικά είναι περίπλοκοι άνθρωποι. Λέω πάντα στους φίλους μου να μην κάνουν σχέσεις προσωπικές με ηθοποιούς! Ας είναι ηθοποιοί μεταξύ τους ζευγάρι! Ας μην παρεξηγηθώ, δεν εννοώ ότι δεν είναι καλοί άνθρωποι, εννοώ ότι είναι πάρα πολύ ιδιαίτεροι.

– Εσείς πάντως είστε σίγουρα πολύ ευπροσάρμοστος.

Σίγουρα είμαι γιατί ξέρετε… χρειάζεται αυτό. Είμαστε άνθρωποι του τσίρκου, του καρναβαλιού. Δεν γίνεται αλλιώς. Μεγαλώνοντας βέβαια, ίσως να σε κουράζει κάπως αυτό και γι’ αυτό διαλέγεις πιο επιλεκτικά τις δουλειές σου. Είναι μια πάρα πολύ δύσκολη δουλειά αυτή που κάνουμε. Ταξιδεύουμε συνεχώς, σηκωνόμαστε 5 η ώρα το πρωί για να δουλέψουμε μέχρι τη νύχτα, στο κρύο στη ζέστη… Αλλά πραγματικά δεν μπορώ να διανοηθώ να είμαι σ’ ένα γραφείο ή να ζω σαν τον αγαπημένο μου οδοντίατρο, που βλέπει ένα στόμα κάθε μέρα. Ωστόσο, σημασία έχει να κάνεις αυτό που αγαπάς πολύ, να μην σκέφτεσαι τα χρήματα – και αν κάνεις αυτό που αγαπάς, θα το κάνεις καλά και σίγουρα κάποιος μια μέρα θα σε πληρώσει για αυτό.

 

Διαβάστε ακόμα: Πώς ο Νικόλας Μίνογλου έκανε τα ελληνικά σανδάλια διεθνές success story.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top