Η είσοδος στο πάνω σπίτι χωροθετήθηκε στην αντιδιαμετρική γωνία του οικοπέδου, δηλαδή όσο το δυνατόν πιο μακριά, από την είσοδο του κάτω σπιτιού.

    Την ελληνική οικοδομική πρακτική, γνωστή ως «πανωσήκωμα», ακολούθησε η αρχιτέκτονας Μυρτώ Κιούρτη, για το σχεδιασμό και την κατασκευή της κατοικίας ενός νέου ζευγαριού πάνω από το πατρικό σπίτι. Μέσω της πρακτικής αυτής, δόθηκε στους ιδιοκτήτες η ευκαιρία να διαμορφώσουν σύμφωνα με τις δικές τους ανάγκες και επιθυμίες το έργο, παντρεύοντας αλλά και ταυτόχρονα τηρώντας συγκεκριμένα όρια, μεταξύ παλιού και νέου, παρελθόντος και μέλλοντος.

    Ένα «κουτί που πετάει» άλλες φορές προστατεύει και άλλες φορές εκθέτει τη ζωή των κατοίκων μέσα σε αυτό, άλλες φορές ενισχύει την εσωστρέφεια δημιουργώντας κλειστούς εσωτερικούς κήπους και υπαίθριους χώρους και άλλες την εξωστρέφεια, προσφέροντας άπλετη θέα προς την πόλη.

    Η οικία σε πανοραμική όψη.

    Πώς μπορεί ένα σπίτι να εκφράζει ψυχικά τους κατοίκους του; Εμπλουτίζοντας την παράδοση του Μοντερνισμού με σύγχρονες ψυχαναλυτικές θεωρίες, η Μυρτώ Κιούρτη επιχείρησε να συσχετίσει τον σχεδιασμό της κατοικίας με βαθύτερες πτυχές του ψυχισμού των κατοίκων. Η κατεύθυνση που ακολούθησε, ο Συγκινησιακός Φονξιοναλισμός – Emotional Functionalism, βασίζεται σε μια επανερμηνεία των ονομαζόμενων «λειτουργιών» της κατοικίας.

    To πανωσήκωμα» επιτρέπει σε νέους να αποκτήσουν με χαμηλό σχετικά αρχικό κεφάλαιο, ιδιόκτητη κατοικία.

    Το έργο στο Χαϊδάρι είναι μια προσθήκη νέας κατοικίας σε όροφο. Ένα ζευγάρι που είχε μόλις παντρευτεί κατασκεύασε το σπίτι του πάνω από την κατοικία των γονιών του συζύγου και με την οικονομική τους αρωγή. Πρόκειται για μια παραδοσιακή ελληνική οικοδομική πρακτική, γνωστή σε όλους μας ως «πανωσήκωμα», μια συνθήκη που επιτρέπει στους νέους να αποκτήσουν με χαμηλό σχετικά αρχικό κεφάλαιο, ιδιόκτητη κατοικία.

    Έτσι η καινούρια κατοικία μοιάζει να ίπταται.

    Η ελληνική οικογένεια έχει δείξει μεγάλη ανθεκτικότητα. Mια σειρά από πρακτικές εξασφαλίζουν με υποδόριο συχνά τρόπο την σταθερή αναπαραγωγή της. Μια από αυτές είναι το «πανωσήκωμα.

    Ήδη από τις πρώτες συνεντεύξεις που έδωσαν οι νέοι κάτοικοι στην αρχιτέκτονα για το πώς φαντάζονται το σπίτι τους, δήλωσαν ενθουσιασμένοι με την προοπτική να κατασκευάσουν την κατοικία τους όπως εκείνοι θέλουν. Παράλληλα όμως η γειτνίαση με το σπίτι των γονιών τους φόβιζε.

    Το ερώτημα ήταν πώς θα μπορούσε να σχεδιαστεί το νέο σπίτι με τρόπο ώστε οι κάτοικοι να εκμεταλλευτούν το προνόμιο του πανωσηκώματος και να αποκτήσουν το δικό τους σπίτι ειδικά σχεδιασμένο για εκείνους, να μείνουν κοντά στους γονείς απολαμβάνοντας και οι μεν και οι δε τα οφέλη της αλληλοβοήθειας και ταυτόχρονα να μπορέσουν να αποσπαστούν ψυχικά από την πρώτη οικογένεια έτσι ώστε να ζήσουν όπως εκείνοι επιθυμούν.

    Ο χαρακτήρας της οικίας είναι οι αυστηρές γραμμές και η λευκότητα των τοίχων.

    Στην Ελλάδα επικρατεί μια ιδιότυπη εκδοχή της Νεωτερικότητας. Η ελληνική κοινωνία μετεξελίχθηκε απότομα από αγροτική σε σύγχρονη αστική. Παραδοσιακοί θεσμοί όπως η οικογένεια, συνυπάρχουν αρμονικά με τα πλέον νεωτερικά αιτήματα, την αποδοχή της διαφορετικότητας, την αναζήτηση του εαυτού.

    Η ελληνική οικογένεια έχει δείξει μεγάλη ανθεκτικότητα στον χρόνο καθώς μια σειρά από πρακτικές εξασφαλίζουν με υποδόριο συχνά τρόπο την σταθερή… αναπαραγωγή της. Μια από αυτές είναι και το «πανωσήκωμα», το να χτίζουν δηλαδή οι Έλληνες γονείς με δικά τους χρήματα ένα νέο σπίτι πάνω από το σπίτι τους για να μείνουν εκεί τα παιδιά τους δημιουργώντας κι αυτά με την σειρά τους, την δική τους οικογένεια.

    Η εντυπωσιακή εσωτερική σκάλα με την πρόεκτασή της που δημιουργεί μια κερκίδα.

    Η παραδοσιακή ελληνική οικογένεια είναι συχνά ελεγκτική με αδύναμες οριοθετήσεις ανάμεσα στα μέλη της. Η εξατομίκευση, η διαφοροποίηση, η αυτονομία δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση. Ταυτόχρονα όμως οι Έλληνες γονείς είναι συναισθηματικά παρόντες, δοτικοί, και κάνουν συχνά τα πάντα προκειμένου τα παιδιά τους να προοδεύσουν.

    Η ελληνική κοινωνία από την άλλη είναι ιδιαίτερα «επιτρεπτική» θα λέγαμε. Χρησιμοποιεί ως βασικό ελεγκτικό μηχανισμό για τους πολίτες την οικογένεια, ενώ έξω από τον κλοιό της φαμίλιας προσφέρει άφθονη ελευθερία έως του βαθμού της αναρχίας. Αυτές οι πολιτισμικές ιδιοτυπίες αποτυπώνονται με γοητευτικό τρόπο στην Αθήνα, μια πόλη-υβρίδιο που μοιάζει με αχανές χωριό και σύγχρονη μητρόπολη μαζί. Σε αυτό το πλαίσιο εγγράφεται και η οικία στο Χαϊδάρι με το πανωσήκωμα.

    Ανάμεσα στα δωμάτια και το περιμετρικό φράγμα δημιουργήθηκαν γενναιόδωρες αυλές στις οποίες εκτονώνονται οι χώροι.

    Οι δύο οικογένειες ζουν κοντά αλλά με ανακουφιστικές… αποστάσεις μεταξύ τους.

    Πάνω από το σπίτι των γονιών σχεδιάστηκε ένας όγκος που μοιάζει με κλειστό κουτί. Τα υπνοδωμάτια και το μπάνιο της νέας κατοικίας τοποθετήθηκαν πίσω από τους λευκούς αυτούς τυφλούς τοίχους. Ανάμεσα στα δωμάτια και το περιμετρικό φράγμα δημιουργήθηκαν γενναιόδωρες αυλές στις οποίες εκτονώνονται οι χώροι.

    Η είσοδος στο πάνω σπίτι χωροθετήθηκε στην αντιδιαμετρική γωνία του οικοπέδου, δηλαδή όσο το δυνατόν πιο μακριά, από την είσοδο του κάτω σπιτιού (μακριά κι αγαπημένοι). Με τον σχεδιασμό αυτό ανάμεσα στους γονείς και το νέο ζευγάρι δημιουργείται ένα ισχυρό όριο. Οι δύο οικογένειες ζουν κοντά αλλά με ανακουφιστικές… αποστάσεις μεταξύ τους.

    Το σπίτι σχεδιάστηκε προστατεύοντας αλλά και εκθέτοντας σκηνογραφικά την ζωή των κατοίκων.

    Ο λευκός περιμετρικός τοίχος του ορόφου κατασκευασμένος από μεταλλικό σκελετό και ινοσανίδες αποκολλήθηκε από το πατρικό σπίτι μέσω μιας σχισμής η οποία διατρέχει την βάση του. Ο όγκος της νέας κατοικίας ξεπροβάλει από πίσω του και με έντονη κλίση κορυφώνεται σε ένα καθιστικό στον δεύτερο όροφο που προσφέρει απλόχερα πανοραμική θέα της πόλης από ψηλά. Έτσι η καινούρια κατοικία μοιάζει να ίπταται. Προστατεύει τους νέους αλλά και τους απελευθερώνει, γίνεται δηλαδή «ένα κουτί που πετάει».

    Το σπίτι σχεδιάστηκε προστατεύοντας αλλά και εκθέτοντας σκηνογραφικά την ζωή των κατοίκων. Ορθώνει απέναντι στο οικοδομικό χάος της γειτονιάς και το διερευνητικό της βλέμμα, έναν γεωμετρικά πειθαρχημένο, αυστηρό τοίχο. Από πίσω του, στην καρδιά της σύνθεσης, βρίσκεται σφηνωμένη μια σκάλα που μοιάζει με κομμάτι αμφιθεάτρου. Οδηγεί από την είσοδο της κατοικίας θεατρικά προς τα πάνω, μισή έξω στο ύπαιθρο και μισή μέσα στο σπίτι.

    Η όψη του καθιστικού, το οποίο λούζεται στο φως.

    Στις «κερκίδες» της σκάλας κάθονται οι κάτοικοι, πίνουν τον καφέ τους κάθε πρωί, και κρυφοκοιτάζουν την γειτονιά που τους κρυφοκοιτάζει. Ο λευκός τοίχος μοιάζει εκ πρώτης να κρύβει την ζωή τους. Στην πραγματικότητα όμως την αναδεικνύει ποιητικά, αποκαλύπτοντας τρυφερές στιγμές, όπως γυμνά πόδια που πλατσουρίζουν με τα νερά της αυλής. Στον δεύτερο όροφο, ένα μεγάλο άνοιγμα σαν αυλαία αποκαλύπτει γενναιόδωρα την ζωή του ζευγαριού στην γειτονιά αμέσως μόλις πέσει ο ήλιος.

    Το σπίτι, δεν προβάλει μόνο τις ιδιαιτερότητες της ζωής των κατοίκων αλλά σαν περισκόπιο εστιάζει και στις ιδιοσυγκρασιακές επιλογές των γειτόνων.

    Μέσω του μινιμαλισμού της μορφής του, ο περιμετρικός τοίχος δεν λειτουργεί μόνο ως οπτικό όριο αλλά και αντίστροφα ως λευκός καμβάς στον οποίο «γράφει» η γοητευτική ανθρωπογενής τοπιογραφία της Αθήνας. Το σπίτι, δεν προβάλει μόνο τις ιδιαιτερότητες της ζωής των κατοίκων αλλά σαν περισκόπιο εστιάζει και στις ιδιοσυγκρασιακές επιλογές των γειτόνων, όπως για παράδειγμα το εκκλησάκι με το οποίο έχει στολιστεί η μάντρα της απέναντι πολυκατοικίας. Το απροσδόκητο θέαμα καδράρεται από τους δύο λευκούς τοίχους που ορίζουν την είσοδο στην νέα κατοικία και μετασχηματίζεται σε ρεαλιστικό και μαζί σουρεαλιστικό πίνακα-installation που μοιάζει να κρέμεται από πάνω της.

    Λεπτομέρεια από το μπάνιο.

    Λίγα μέτρα πάνω από το οικόπεδό συναντά κανείς ανοιχτές και παρατημένες τις πληγές του βουνού από όπου εξορύσσονταν σε όλο τον 20ό αιώνα αδρανή υλικά για να φτιαχτεί μπετόν. Ο Μάνος Χατζιδάκις θρηνεί την ασχήμια της περιοχής με τα λατομεία, τα διυλιστήρια και τον Τιτάνα, την πρώτη βιομηχανία τσιμέντου στην Ελλάδα, στον “Εφιάλτη της Περσεφόνης”. Εμείς αντίθετα συμφιλιωνόμαστε με τον τόπο γιατί ξέρουμε πως κάπως έτσι σφυρηλατήθηκε η μεσαία τάξη στην Ελλάδα, στην οποία ανήκουν και οι κάτοικοι αυτού του σπιτιού.

    Στον κήπο οι αρχιτέκτονες έφεραν τεράστια βράχια από το γειτονικό βουνό. Ζύγιζαν μέχρι και τέσσερις τόνους το κάθε ένα. Τα όρια του έργου, ως γλυπτική γραμμή πάνω στο τοπίο, κατασκευάστηκαν από εμφανές σκαπιναριστό σκυρόδεμα προς τιμήν αυτού του βουνού από τα σωθικά του οποίου χτίστηκε η μοντέρνα Αθήνα.

    Η νυχτερινή όψη της οικίας.

    Στην αυλή έμεινε το δέντρο που είχε φυτέψει ο πατέρας του ιδιοκτήτη όταν έχτισε το πρώτο σπίτι σαράντα περίπου χρόνια πριν. Η υπόλοιπη αυλή φυτεύτηκε με δάφνες. Το Δάσος Χαϊδαρίου, βρίσκεται στα όρια της πόλης, στην πλαγιά του Ποικίλου όρους και κοιτάζει την Ιερά Οδό που συνδέει την Αθήνα με την Ελευσίνα. Εκεί στην αρχαιότητα, οι μύστες της θεάς Δήμητρας στεφανωμένοι με δάφνες, λάτρευαν την μητέρα θεά που τελετουργικά πενθούσε τον θάνατο της κόρης της, Περσεφόνης.

    Το «κουτί που πετάει», ίπταται πάνω από έναν σύγχρονο κήπο με κούμαρα.

    Λίγα μέτρα πάνω από το οικόπεδό συναντά κανείς ανοιχτές και παρατημένες τις πληγές του βουνού από όπου εξορύσσονταν σε όλο τον 20ό αιώνα αδρανή για να φτιαχτεί beton.

    Στις γωνίες του κήπου φυτεύτηκαν Κουμαριές. Ο διάσημος πίνακας του Ιερώνυμου Μπος «Ο κήπος τον απολαύσεων» ονομάζεται και «Κήπος με τα Κούμαρα», διότι στα αισθησιακά συμπλέγματα που απεικονίζει, τα γυμνά σώματα παίζουν με υπερμεγέθη, χυμώδη, κόκκινα κούμαρα. Στο τρίπτυχο αυτό, προοικονομώντας την εκκοσμικευμένη, ψυχαναλυτική ερμηνεία του κόσμου, ο Μπος μιλά για την χαρά της ζωής, που μοιάζει να ισορροπεί διαρκώς ανάμεσα στην κόλαση και τον παράδεισο. Το «κουτί που πετάει», ίπταται κι αυτό πάνω από έναν σύγχρονο κήπο με κούμαρα, προσπαθεί να βρει τις δικές του ισορροπίες και υπόσχεται απολαύσεις!

     

    Φωτογραφίες: Γιώργος Σφακιανάκης
    ⇒ Για περισσότερα επισκεφθείτε το archisearch.gr.

     

    Διαβάστε ακόμα: Με θέα στον Ευβοϊκό Κόλπο. Mια καλτ οικία του ’70 έγινε σύγχρονο ησυχαστήριο.

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top