Το 2016 εκατοντάδες «ματωμένα» κουκλάκια γέμισαν τους δρόμους του Βερολίνου στη Γερμανία, σε μια διαδήλωση κατά του πολέμου στη Συρία. (Φωτογρία: Adam Berry / Getty Images / Ideal Image)

Η πιο συγκλονιστική ίσως στιγμή κατά την ανάγνωση του βιβλίου της Τζανίν Ντι Τζιοβάνι Το πρωί που ήρθαν να μας πάρουν, Ανταποκρίσεις από τον πόλεμο στη Συρία είναι όταν ο αναγνώστης σηκώνει το βλέμμα του από το κείμενο και συνειδητοποιεί πως όσα αφηγείται η συγγραφέας συνεχίζουν να συμβαίνουν στη Συρία σήμερα και ότι οι πρόσφυγες, για τους οποίους γίνεται λόγος στις ειδήσεις και τους οποίους, σπανιότερα, συναντάει στον δρόμο του, είναι άνθρωποι που έχουν έρθει από εκεί ακριβώς, από το Χαλέπι και τη Δαμασκό, από τη Χομς και την Νταράγια, από την Ντούμα.

Η πολεμική ανταποκρίτρια και συγγραφέας Τζανίν Ντι Τζιοβάνι. (Φωτογραφία: Marcus Mam / Vogue)

Η πολεμική ανταποκρίτρια Τζανίν Ντι Τζιοβάνι, έχοντας καλύψει πολέμους και ανθρωπιστικές κρίσεις στη Βοσνία, στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στη Σιέρα Λεόνε, στη Λιβερία, στην Τσετσενία, στη Σομαλία, στη Λιβύη, στο Ανατολικό Τιμόρ, θα βρεθεί στη Συρία έναν χρόνο μετά το ξέσπασμα της επανάστασης και θα καταγράψει τη φρίκη του εμφυλίου πολέμου -κάθε πολέμου στην πραγματικότητα- μέσα από τα μάτια των ανθρώπων που τον βιώνουν. Θα εκμαιεύσει και θα μεταφέρει στο σημειωματάριό της μαρτυρίες στρατιωτών και από τις δύο αντίπαλες παρατάξεις, ιστορίες άμαχων πολιτών και γιατρών που μάχονται ενάντια στον θάνατο, ιστορίες θυμάτων βασανισμού, παιδιών που δεν τους επιτρέπεται να είναι παιδιά και γονέων που δεν μπορούν να προστατέψουν τους γιους και τις κόρες τους. Ιστορίες ανθρώπων που δεν μπορούν πια να ζήσουν: «Πριν τον πόλεμο, υπήρχαν οπωροφόρα δέντρα», μου είπε σχεδόν με λαχτάρα. Μετά άρχισε να μιλάει γι’ αυτά· η θύμηση ως τρόπος να ξεχάσεις. Τα μήλα, τα μανταρίνια, τα αχλάδια, τα δαμάσκηνα, τα ρόδια και τα γιασεμιά.

Μπαίνοντας η άνοιξη του 2011, μερικές εκατοντάδες άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους και συγκεντρώθηκαν για να ζητήσουν μεταρρυθμίσεις. Να ζητήσουν να μπει ένα τέλος στη διαφθορά και στον νεποτισμό του καθεστώτος Άσαντ που επί σαράντα χρόνια κυβερνάει τη Συρία, στην ανεργία και στα βασανιστήρια, στις δυνάμεις της κρατικής ασφάλειας και στη μυστική αστυνομία. Μια εβδομάδα αργότερα, χιλιάδες άνθρωποι τάχθηκαν στο πλευρό τους. Επιθυμία όλων ήταν να ζήσουν σε μια χώρα δημοκρατική. Το καθεστώς απάντησε με διώξεις και βία. Ο εμφύλιος πόλεμος είχε ξεσπάσει.

«Με κλωτσούσανε στα δόντια, μου ρίχνανε μπουνιές. Ο ένας έχωσε το άρβυλό του στο στόμα μου. Πεσμένη, φύλαγα το πρόσωπό μου και σκεφτόμουν: “Χρησιμοποιούνε το κορμί μου για εξάσκηση στο τζούντο”».

Πόλεμος σημαίνει ατελείωτη αναμονή, ατελείωτη πλήξη. Δεν έχει ρεύμα, άρα δεν έχει τηλεόραση. Δεν μπορείς να διαβάσεις. Δεν μπορείς να συναντήσεις τους φίλους σου. Σε πιάνει κατάθλιψη αλλά δεν υπάρχει γιατρειά, οπότε δεν έχει νόημα να παραπονιέσαι – όλοι είναι όσο χάλια είσαι κι εσύ. Είναι δύσκολο να ερωτευτείς ή να μείνεις ερωτευμένος. Αν είσαι έφηβος, είναι σαν να ‘χει παγώσει ο χρόνος.

Αν είσαι σοβαρά άρρωστος -αν π.χ. έχεις καρκίνο- δεν κάνεις χημειοθεραπεία. Αν δεν μπορείς να φύγεις από τη χώρα για θεραπεία, απλά μένεις κι αργοπεθαίνεις, με τρομερούς πόνους. Οι αρρώστιες της βικτοριανής εποχής επιστρέφουν -η πολιομυελίτιδα, ο τύφος, η χολέρα. Βλέπεις γύρω σου ανθρώπους βαριά άρρωστους, οι οποίοι την τελευταία φορά που τους είχες δει πριν τον πόλεμο ήταν απολύτως υγιείς. Ακούς ένα συνεχή βήχα. Όλοι βήχουν – από τη σκόνη των κατεστραμμένων κτιρίων, απ’ τις αρρώστιες, από το κρύο.

Όσο για τον παλιό σου κόσμο, εξαφανίζεται σαν τον καπνό από τα τσιγάρα που δεν μπορείς πια ν’ αγοράσεις. Πού είναι οι πιο στενοί σου φίλοι; Κάποιοι έφυγαν, κάποιοι πέθαναν. Οι λίγοι που έχουν μείνει δεν έχουν πια τίποτα καινούργιο να πουν. Δεν μπορείς να πας στα σπίτια τους, γιατί ο δρόμος είναι κλειστός από τους σταθμούς ελέγχων. Ελεύθεροι σκοπευτές σε πυροβολούν όταν βγαίνεις απ’ το σπίτι σου, οπότε τρέχεις γρήγορα πίσω, σαν κάβουρας που μπαίνει στο κέλυφός του. Ή, πολύ απλά, μπορεί να βγεις απ’ το σπίτι τη λάθος μέρα, και μια βόμβα-βαρέλι από ένα κυβερνητικό ελικόπτερο να προσγειωθεί δίπλα σου.

Ο πόλεμος είναι κάπως έτσι.

Μια από τις πολλές εκρήξεις που έχουν συγκλονίσει τις πόλεις της Συρίας, όπως το Κομπάνι, τα τελευταία χρόνια. (Φωτογραφία: Gokhan Sahin / Getty Images / Ideal Image)

Τα αρχικά κίνητρα των αντιπολιτευομένων δεν ήταν σε καμία περίπτωση θρησκευτικά. «Το καθεστώς Άσαντ», εξηγεί η συγγραφέας, «μολονότι δικτατορία, ήταν κατ’ όνομα τουλάχιστον εθνικιστικό: τούτο σήμαινε πως το να είσαι Σύρος θεωρούνταν κάτι πιο σημαντικό απ’ το να είσαι Σουνίτης, Σιίτης, Αλαουίτης, Χριστιανός κλπ». Η αναβίωση των θρησκευτικών δεσμών και φανατισμών είναι μία από τις πολλές τραγωδίες του πολέμου. Η Ρωσία, η Κίνα, το Ιράν υποστήριξαν εξαρχής το καθεστώς του Άσαντ. Το Κατάρ, η Τουρκία και πιο συγκρατημένα οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Γαλλία έδειξαν μεγαλύτερη εύνοια προς την αντιπολίτευση. Οι στρατιώτες της αντιπολίτευσης όμως που πολεμούσαν για ελευθερία και δημοκρατία άρχισαν σιγά σιγά να στρέφονται προς μιαν εντελώς διαφορετική κατεύθυνση, αυτήν της θρησκευτικής ριζοσπαστικότητας· η είσοδος των τζιχαντιστών και του ISIS στον πόλεμο άλλαξε εντελώς την κατάσταση και τα μέτωπα του πολέμου. Σήμερα καμία διέξοδος δεν φαίνεται στον ορίζοντα.

Τζανίν Ντι Τζιοβάνι, Το πρωί που ήρθαν να μας πάρουν, Ανταποκρίσεις από τον πόλεμο στη Συρία, μτφ. Μαριάννα Ρουμελιώτη, εκδ. Δώμα.

Η τελευταία έκθεση της Unicef κάνει λόγο για 13,1 εκατομμύρια ανθρώπους που έχουν επηρεαστεί από τον εμφύλιο πόλεμο, εκ των οποίων τα 5,3 εκατομμύρια είναι παιδιά. Οι πρόσφυγες έχουν φτάσει τα 5,6 εκατομμύρια, οι μισοί από τους οποίους είναι παιδιά. Οι νεκροί υπερβαίνουν πια τις 500.000. Η UNICEF υπογραμμίζει, μάλιστα, στην έκθεσή της πως ο αριθμός των παιδιών που σκοτώθηκαν το 2017 στη Συρία αυξήθηκε κατά 50% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Και ο πόλεμος μαίνεται ήδη επτά χρόνια, από τη Συριακή Ημέρα της Οργής στις 15 Μαρτίου του 2011, οπότε ξεκίνησαν οι συγκρούσεις, χωρίς να είναι ορατό το ενδεχόμενο παύσης του ή, έστω, μιας σταθερής ανακωχής.

Ήμουν πεσμένη στο πάτωμα κι αυτοί στέκονταν από πάνω μου. Με κλωτσούσανε στα δόντια, μου ρίχνανε μπουνιές, χρησιμοποιούσαν χέρια και πόδια. Ο ένας έχωσε το άρβυλό του στο στόμα μου. Πεσμένη, φύλαγα το πρόσωπό μου και σκεφτόμουν: «Χρησιμοποιούνε το κορμί μου για εξάσκηση στο τζούντο». Κι όση ώρα με δέρνανε, έλεγαν και ξανάλεγαν: «Ελευθερία θες; Να, πάρε ελευθερία!». Κάθε φορά που λέγανε τη λέξη ελευθερία, με κλωτσάγανε πιο δυνατά, με βαρούσανε πιο δυνατά. Ξαφνικά η ατμόσφαιρα άλλαξε. Έγινε πιο απειλητική. Αρχίσανε να λένε πως έτσι και δεν μιλούσα, θα με βίαζαν.

Στη Μυτιλήνη προχθές ομάδες νεαρών «αγανακτισμένων» εκσφενδόνιζαν ναυτικές φωτοβολίδες, κροτίδες, πέτρες από ξηλωμένα λιθόστρωτα και παρτέρια της πλατείας, μπουκάλια και άλλα αντικείμενα εναντίον προσφύγων και μεταναστών από τον καταυλισμό της Μόριας, φωνάζοντας «κάψτε τους ζωντανούς».

 

Διαβάστε ακόμα: Δημοσθένης Κούρτοβικ – «Κάτω τα καλά βιβλία!»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top