Οποιοσδήποτε νιώθει αγάπη για τον τόπο του, δεν μπορεί παρά να βλέπει θετικά την τάση επανοικειοποίησης του δημόσιου χώρου. (Φωτό: Manos Skrivas / SOOC).

Μπροστά στο φόβο μιας επίθεσης από το στρατό του Χίτλερ, ο Τζωρτζ Όργουελ έγραψε το δοκίμιο «Το λιοντάρι και ο Μονόκερος», επιχειρώντας να εμπνεύσει τους Βρετανούς να προετοιμαστούν για πόλεμο, εμφυσώντας τους ένα αίσθημα πατριωτισμού. Σε αντίθεση με την αντιαισθητική, δηλητηριώδη φασιστική ρητορική της εποχής, ο Όργουελ ανέδειξε την αγάπη για αυτό που ένιωθαν δικό τους, εστιάζοντας στον χώρο που ζούσαν και όφειλαν να υπερασπιστούν.

Αυτό το είδος της αγάπης για τον τόπο σου είναι που θέλω να πιστεύω ότι βρίσκεται πίσω από το νεοφυές «κίνημα της πετσέτας». Άλλωστε, οι περισσότεροι σκεπτόμενοι πολίτες, όταν μιλάμε για τη χώρα μας δεν αναφέρομαστε αόριστα στη γη των προγόνων μας, αλλά στον ζωντανό τόπο μας. Ο πατριωτισμός βασίζεται στο σεβασμό και την αγάπη για τον τρόπο ζωής που έχουμε, επιδιώκει να συμπεριλάβει και όχι να αποκλείσει. Ο κίνδυνος να χαθεί για πάντα ένα θεμελιώδες στοιχείο του τρόπου ζωής μας, το παραδοσιακό βίωμα του καλοκαιριού, είναι η πρωταρχική αιτία για την κινητοποίηση στην Πάρο και ευρύτερα.

Οποιοσδήποτε νιώθει αγάπη για τον τόπο του, δεν μπορεί παρά να βλέπει θετικά την τάση επανοικειοποίησης του δημόσιου χώρου. Η ανακατάληψη του δημόσιου χώρου είναι ένα πάγιο αίτημα των προοδευτικών πολεοδόμων και χωροτακτών, των σκεπτόμενων αρχιτεκτόνων, των σύγχρονων οικολόγων κ.ο.κ. εδώ και δεκαετίες. Δίπλα τους, καλλιτέχνες προσπαθούν να αναδείξουν παραμελημένα σημεία, ενεργοί πολίτες κινητοποιούνται, οι τοπικές κοινωνίες προβληματίζονται. Ως τώρα όμως, κανείς δε φαινόταν να ακούει, αφού όλοι βολεύονταν με “μια θέση στον ήλιο”. Μόνο που τώρα, η θέση αυτή έχει γίνει πανάκριβη.

Ο κίνδυνος να χαθεί για πάντα ένα θεμελιώδες στοιχείο του τρόπου ζωής μας, το παραδοσιακό βίωμα του καλοκαιριού, είναι η πρωταρχική αιτία για την κινητοποίηση στην Πάρο.

Ο αμερικανός καλλιτέχνης Βίτο Ακόντσι έχει διακρίνει δύο είδη δημόσιου χώρου: Στο ένα, το κοινό συγκεντρώνεται εκεί που έχει το δικαιώμα. Στο άλλο, το κοινό συγκεντρώνεται σ’ ένα χώρο επειδή ακριβώς το δικαίωμα του κάποτε αποκλείστηκε, με αποτέλεσμα να θέλει να τον ανακτήσει. Στην περίπτωση των ελληνικών παραλιών, προκύπτει -τι έκπληξη- μια υβριδική περίπτωση.

Η ιδιωτικοποίηση ενός χώρου μπορεί να προκαλεί πρόσκαιρη έλξη, αλλά η ιδιωτικότητα αυτή λειτουργεί και ως χλεύη προς το κοινό που μένει… στην απ’ έξω. Έτσι, όταν ο κόσμος που αποκλείεται γίνει πλειοψηφία, τότε είναι αδύνατο να μην παρατηρήσει αυτή την αδικία. Το να χαίρονται λίγοι και να επωφελούνται λιγότεροι, την ώρα που οι πολλοί, ντόπιοι και σταθεροί επισκέπτες των νησιών δεν μπορούν καν να πλησιάσουν, είναι ανωμαλία.

Είμαστε πολλοί τελικά που δεν συμπαθούμε τις ξαπλώστρες: Αυτά τα επιπλάκια δεν υποστηρίζουν καλά το σώμα μας για να διαβάσουμε, να πάρουμε έναν υπνάκο, ούτε για κάτι πιο σκανταλιάρικο αργότερα, όταν χάνεται ο ήλιος στη νοητή γραμμή που χωρίζει τη γη απ’ τον ουρανό. Όσοι σκρολάρουν χαζοπίνοντας το καφεδάκι τους, μπορούν να το κάνουν άνετα σε κάποιο τραπέζι του μαγαζιού ή ακόμα κι απ’ το σπίτι τους, όπως παρατήρησε η Ελισάβετ Χρονοπούλου σε μια δημοσίευση της. Η θάλασσα, ο ήλιος και ο γυαλός, ως μέρη της φύσης, θα όφειλαν να δίνονται σε όσους τα απολαμβάνουν και όχι όσους δυσανασχετούν ανάμεσα τους.

Οι πολίτες που διαμαρτυρήθηκαν δεν το έκαναν μόνο επειδή βρίσκουν τις ξαπλώστρες κιτς. Ούτε επειδή ένας καφές πωλείται σε τιμές γεύματος. Κυρίως έχουν εξοργιστεί από την κατ΄εξακολούθηση καταστρατήγηση ενός δημόσιου αγαθού, από πονηρούς ιδιώτες που φυτρώνουν απ’ το πουθενά μένοντας ατιμώρητοι από τις τοπικές αρχές, επικαλούμενοι την δήθεν “ανάπτυξη”. Οι κινηματίες της πετσέτας δεν έχουν κανένα πρόβλημα με το παραθαλάσσιο ταβερνάκι που σέβεται τον τόπο και το τοπίο. Άλλωστε δεν υπάρχει τίποτα ωραιότερο από ένα γεύμα με την παρέα ή τον άνθρωπο σου, με τα αλάτια πάνω στο κορμί.

Το ελληνικό καλοκαίρι ανήκει στη συλλογική μνήμη. Ο διανοητής Ρότζερ Σκρούτον σημείωνε ότι όσοι αναγνωρίζουν την αξία της συμβίωσης σ’ έναν ορισμένο χώρο, με ορισμένους θεσμούς, νόμους και τόπους, μοιράζονται ένα αίσθημα του συνανήκειν. Ακόμα και η χάωδης ταξικότητα καταφέρνει -για λίγο- να εξομαλύνεται στο ισότιμο και κοινό βίωμα του θέρους, στο ανέμελο άραγμα στην παραλία, τη γρήγορη βουτιά για να ξεφύγεις απ’ το κάψιμο, την άμμο μέσα στο μαγιό. Γι’ αυτό η ανακατάληψη των παραλιών είναι μια πράξη δημοκρατική, μια πράξη πατριωτισμού.

 

Διαβάστε ακόμα: Ιστορία και σημειολογία της ξαπλώστρας

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top