monopoly

Για την κατάρρευση μιας τράπεζας, δεν απαιτείται όλοι οι καταθέτες να ζητήσουν τα χρήματά τους. Ένα 5% είναι αρκετό. Γι’ αυτό και ο πανικός είναι ο χειρότερος σύμβουλος, καθώς μπορεί να προκαλέσει κατάρρευση και χρεωκοπία χωρίς να υπάρχει λόγος.

 

Δηλαδή, κάποιοι φοβούνται μήπως καταρρεύσουν οι ελληνικές τράπεζες και κάποιοι άλλοι τις δείχνουν ως πηγή κεφαλαίων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν, ώστε να εξυπηρετεί η χώρα τις υποχρεώσεις και να μην χρεωκοπήσει (π.χ. μέσω έκδοσης εντόκων γραμματίων που τα αγοράζουν ελληνικές τράπεζες).

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η συζήτηση έχει προκύψει κυρίως για το Μάρτιο, όταν η χώρα θα πρέπει να πληρώσει περίπου €2,5 δις προς τους δανειστές της. Συνολικά, στο πρώτο τρίμηνο του έτους, οι υποχρεώσεις ανέρχονται σε €4,7 δις και τα διαθέσιμα του Κράτους υπολογίζεται ότι φτάνουν μέχρι τα μέσα Μαρτίου. Επομένως, οι πληρωμές προς τους πιστωτές στα τέλη Μαρτίου θα πρέπει να γίνουν και τα κεφάλαια από κάπου να βρεθούν.

Αν η Ελλάδα είχε ολοκληρώσει την αξιολόγηση από την τρόικα και είχε λάβει τα €7,2 δις, δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Επίσης, εάν η Ελλάδα βρίσκεται σε πρόγραμμα, τότε μπορεί να ζητήσει από την ΕΚΤ να εγκρίνει την έκδοση επιπλέον εντόκων γραμματίων, π.χ. €3 δις, ώστε να μπορέσει το Δημόσιο να πληρώσει τις λήξεις.

Αυτό συμβαίνει διότι η άντληση ρευστότητας μέσω εντόκων γραμματίων δεν είναι ανεξάντλητη. Και, ειδικότερα, τα όρια αυτά είναι πολύ συγκεκριμένα και σύμφωνα με εκτιμήσεις δεν ξεπερνούν τα €3-3,5 δις.

Γιατί υπάρχουν αυτά τα όρια; Για τεχνικούς και θεσμικούς λόγους. Ο θεσμικός λόγος είναι ο περιορισμός που έχει τεθεί από την τρόικα. Οι εκδόσεις εντόκων είναι €15 δις και η Ελλάδα όχι μόνο δεν πρέπει να τις αυξήσει, αλλά πρέπει να τις μειώσει. Αυτό έχει προβλεφθεί, ώστε να απελευθερωθεί ρευστότητα από τις ελληνικές τράπεζες. Κάθε φορά που οι τράπεζες αγοράζουν έντοκα, δίνουν λεφτά και παίρνουν χαρτιά, άρα μειώνεται η ρευστότητά τους. Και βασικοί αγοραστές των εντόκων -ειδικά τις κρίσιμες περιόδους της ανασφάλειας- είναι μόνον οι ελληνικές τράπεζες.

Για να αντλήσουν ρευστότητα από την ΕΚΤ, οι ελληνικές τράπεζες έχουν καταθέσει ομόλογα πολλαπλάσιας αξίας. Ουσιαστικά, δεν έχουν απομείνει πολλοί ακόμα τίτλοι που θα μπορούσαν να δώσουν για να πάρουν ρευστότητα από την ΕΚΤ.

Τώρα ας δούμε τους τεχνικούς περιορισμούς, οι οποίοι ισχύουν είτε η Ελλάδα έχει μνημόνιο είτε όχι:

Οι καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες είναι γύρω στα €163 δις και τα δάνεια που έχουν χορηγήσει στα €212 δις. Δηλαδή, τα δάνεια είναι περισσότερα από τις καταθέσεις κατά περίπου €50 δις. Αυτή η διαφορά από κάπου έχει χρηματοδοτηθεί. Και έχει χρηματοδοτηθεί μέσω της ΕΚΤ και του ευρωσυστήματος. Και, στην πραγματικότητα, η χρηματοδότηση είναι μεγαλύτερη, διότι κάποια ρευστότητα, γύρω στο 5-10% υπάρχει πάντα διαθέσιμη στα καταστήματα των τραπεζών.

Για να αντλήσουν αυτήν τη ρευστότητα οι ελληνικές τράπεζες, έχουν καταθέσει εγγυήσεις (ελληνικά ομόλογα) πολλαπλάσιας αξίας, καθώς η ΕΚΤ επιβάλλει ένα μεγάλο κούρεμα στις αξίες τους, λόγω κακής πιστοληπτικής διαβάθμισης.

Για παράδειγμα, όταν μια τράπεζα καταθέτει στην ΕΚΤ ένα 10ετές ελληνικό ομόλογο ως εγγύηση (collateral) αξίας π. €1.000, η ΕΚΤ επιβάλλει κούρεμα 40%, δηλαδή δανείζει €600. Για τα υπόλοιπα 10ετή με υψηλότερη διαβάθμιση (π.χ. γερμανικά ομόλογα), το αντίστοιχο κούρεμα είναι μόλις 5,5%. Αντίστοιχα, ποσοστά κουρέματος υπάρχουν για τα ελληνικά 3ετή ομόλογα (11%), 5ετή (34%) κ.λπ.

Συνεπώς, για να αντλήσουν ρευστότητα €50 δις από την ΕΚΤ, οι ελληνικές τράπεζες έχουν καταθέσει ομόλογα και άλλους τίτλους πολλαπλάσιας αξίας. Ουσιαστικά, δεν έχουν απομείνει πολλοί ακόμα τίτλοι που θα μπορούσαν να δώσουν για να πάρουν ρευστότητα από την ΕΚΤ.

Μέσα σε αυτά που έχουν καταθέσει ως εγγυήσεις είναι και κάποιες του ελληνικού Δημοσίου, τις οποίες η ΕΚΤ θα πάψει να τις δέχεται από την 1η Απριλίου. Επομένως, το πρώτο πρόβλημα που πρέπει να λύσουν οι ελληνικές τράπεζες είναι πώς θα αντικαταστήσουν εγγυήσεις περίπου €40 δις (όσες ήταν του ελληνικού Δημοσίου).

Για να βρουν εγγυήσεις, αναζητούν καλά χαρτοφυλάκια δανείων, τα οποία θα τιτλοποιηθούν, θα πάρουν καλή αξιολόγηση και θα δοθούν στην ΕΚΤ.

Eίναι αφελές να πιστεύουμε ότι οι καταθέσεις των €163 δις είναι άμεσα διαθέσιμες ή ότι οι ελληνικές τράπεζες μπορούν να χρηματοδοτούν το Κράτος όσο είναι το ύψος των καταθέσεων.

Για τα υπόλοιπα που δεν μπορούν να καλυφθούν από εγγυήσεις ή ενδεχομένως μελλοντικές και νέες ανάγκε, οι τράπεζες θα αναζητήσουν ρευστότητα μέσω ενός έμμεσου καναλιού ρευστότητας. Ο μηχανισμός αυτός είναι γνωστός ως ELA και παρέχει ρευστότητα μέσω της Τράπεζας της Ελλάδος, κατόπιν έγκρισης από την ΕΚΤ. Το κόστος του ELA είναι περίπου 1-1,2%, όταν ο δανεισμός από την ΕΚΤ είναι σχεδόν μηδενικός. Ο ELA δεν αποτελεί μόνιμη λύση, καθώς είναι ακριβός, ενώ αναμένεται να τεθούν και περιορισμοί.

Η αγορά νέων εντόκων γραμματίων από το Κράτος δεν σημαίνει ότι θα λύσει το πρόβλημα των τραπεζών. Αν το κράτος εκδώσει €3 δις, οι τράπεζες θα πληρώσουν €3 δις και θα τα καταθέσουν στην ΕΚΤ, για να πάρουν δάνεια ένα υποπολλαπλάσιο της αξίας. Άρα πάλι η ρευστότητά τους μειώνεται.

Από το μηχανισμό αυτόν καταλαβαίνουμε ότι είναι αφελές να πιστεύουμε κατ’ αρχήν ότι οι καταθέσεις των €163 δις είναι άμεσα διαθέσιμες ή ότι οι ελληνικές τράπεζες μπορούν να χρηματοδοτούν το Κράτος όσο είναι το ύψος των καταθέσεων. Εκτιμάται ότι στα καταστήματα καθημερινά υπάρχουν περίπου €10-16 δις.

Διεθνώς, η άμεσα διαθέσιμη ρευστότητα κυμαίνεται γύρω στο 5% των καταθέσεων και σε κρίσιμες περιόδους στο 10%. Για το λόγο αυτό, για την κατάρρευση μιας τράπεζας δεν απαιτείται όλοι οι καταθέτες να ζητήσουν τα χρήματά τους. Ένα 5% είναι αρκετό. Γι’ αυτό και ο πανικός είναι ο χειρότερος σύμβουλος, καθώς μπορεί να προκαλέσει κατάρρευση και χρεωκοπία χωρίς να υπάρχει λόγος.

Το συμπέρασμα από όλη αυτή τη συζήτηση είναι:

– Πρώτον, οι ελληνικές τράπεζες είναι καλά κεφαλαιοποιημένες και διαθέτουν έξτρα ρευστότητα, καθώς είναι σε πρόγραμμα. Είναι δηλαδή ασφαλείς.

– Δεύτερον, λόγω του προγράμματος και της χαμηλής διαβάθμισης της χώρας και επειδή η χώρα δεν έχει πρόσβαση στις αγορές, η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών είναι περιορισμένη. ‘Η καλύτερα, οι τρόποι ενίσχυσης της ρευστότητας είναι περιορισμένοι.

Κίνδυνος δεν υπάρχει, αλλά ούτε και μία πηγή που πετά ευρώ για να κλείνουν τρύπες, να ρίχνει δάνεια σε επιχειρήσεις και Οικονομία ή να πληρώνει τα δάνεια της τρόικας.

 

Διαβάστε ακόμα: Πάμε να ψηφίσουμε γιατί γουστάρουμε εύκολες λύσεις ή σκεπτόμενοι το μέλλον; Αν είναι το δεύτερο, γιατί δεν το συζητά κανείς;

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top