Οι άνθρωποι του κλάδου, η κυβέρνηση και ολόκληρη η αγορά περίμενε, επένδυε και διαλαλούσε με κάθε τρόπο πως το ’22 θα ήταν η «χρονιά ανάκαμψης». Τί συνέβη τελικά; (φωτογραφία: Dimitris Kapantais / SOOC).

    Κάποιες φορές με τις ειδήσεις ισχύει εκείνο το ασύγκριτο που είχε πρωτοπεί ο ο Μάρκ Τουέιν (κι όχι ο Ουίνστον Τσόρτσιλ όπως έχει επικρατήσει λανθασμένα να θεωρείται) περί αλήθειας και ιστοριών: «Μην αφήσεις την αλήθεια να σου χαλάσει μια όμορφη ιστορία»… Στην περίπτωση του ελληνικού τουρισμού, αναλόγως το πρίσμα που διαλέγει κάποιος για να δει τα πράγματα, μπορεί να ισχύουν αμφότερα, ένα από τα δύο ή και κανένα. Αλλά ας πάρουμε καλύτερα τα πράγματα από την αρχή.

    Οι άνθρωποι του κλάδου, η κυβέρνηση και ολόκληρη η αγορά περίμενε, επένδυε και διαλαλούσε με κάθε τρόπο πως το ’22 θα ήταν η «χρονιά ανάκαμψης», η «χρονιά που θα έδειχνε τις πραγματικές δυνατότητες και τα πραγματικά μεγέθη» του τουρισμού, μια χρονιά «ύδατος και μάννα εξ’ ουρανού» δηλαδή σε ένα μετά από δύο χρονιές γεμάτες εμπόδια, προβλήματα και κλειστές πόρτες λόγω πανδημίας.

    Οι μεγάλοι tour operators έδειχναν να ενστερνίζονται την άποψη περί «έκρηξης» των ταξιδιών μετά από τόση πίεση και «κλεισούρα» παγκοσμίως, και ειδικά στην «πλούσια Ευρώπη», αλλά κρατούσαν χαμηλά τον πήχη σε ότι αφορά τις επίσημες εκτιμήσεις, κυρίως γιατί τα παραδοσιακά «μεγάλα κοινά», των βορειοευρωπαίων 50+ δηλαδή, που οργάνωναν από νωρίς τις διακοπές τους και τα ταξίδια τους, δεν έκαναν πολλές κρατήσεις για διαστήματα μεγαλύτερα των τριών μηνών. Η νέα τάση ήταν ο αυθορμητισμός, τα ταξίδια της τελευταίας στιγμής, η απόδραση για μια «γεύση ζωής» χωρίς πολλές σκοτούρες και πολλή οργάνωση.

    Φέτος οι κρατήσεις εκτός tour operators και τα last minute bookings ήταν περισσότερα από κάθε άλλη χρονιά, στην ιστορία του Ελληνικού Τουρισμού.

    Τα νούμερα που δεν αρέσουν στους επαγγελματίες

    Οι μεγάλοι ξενοδοχειακοί όμιλοι, όπως και οι αεροπορικές εταιρείες, όπως και όλοι οι «μεγάλοι παίκτες» του τουριστικού τομέα, βασίζονται στα «μεγάλα νούμερα». Όχι στο big data – που αρχίζει κι αυτό να μπαίνει αργά αλλά σταθερά στην τουριστική ορολογία – αλλά στις κρατήσεις των μεγάλων tour operators. Ο λόγος είναι απλός: Είναι ο μεγαλύτερος όγκος των κρατήσεων, άρα και του τζίρου κάθε χρόνο, και παρότι σε αρκετά χαμηλότερη τιμή από τις last minute κρατήσεις, αποτελεί την «οικονομική βάση» πάνω στην οποία στηρίζεται όλο το επιχειρηματικό οικοδόμημα μιας πολυεπίπεδης τουριστικής επένδυσης. Με την αλλαγή του στάτους των ταξιδιωτών λοιπόν, όλοι οι σημαντικοί – και «καλομαθημένοι» με αυτή την τακτική εδώ και χρόνια – παίκτες της αγοράς, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλη την Ευρώπη, άρχισαν να ανησυχούν.

    Σε περιπτώσεις αβεβαιότητας, οι ιδιώτες κυνηγούν πάντα όποιον μπορεί να τους βοηθήσει περισσότερο. Κι αν στην Ελλάδα, σε άλλους τομείς μπορούν να βασιστούν λίγο ή πολύ σε κρατική παρέμβαση «στα δύσκολα», στον τουρισμό είχαν ήδη περάσει δύο χρόνια «επιβίωσης» με «αναπνευστικό σωλήνα» από τα χρήματα της Ε.Ε. Ούτε και μπορούσαν να απαιτήσουν μεγάλες διαφημιστικές παρεμβάσεις από το κράτος την τελευταία στιγμή.

    Αλλά το ρεύμα προς τις ελληνικές θάλασσες ήταν εξαιρετικά θετικό φέτος. Στην πραγματικότητα, οι κρατήσεις εκτός tour operators και τα last minute bookings ήταν περισσότερα από κάθε άλλη χρονιά, στην ιστορία του Ελληνικού Τουρισμού. Όταν, κατά τον Φεβρουάριο θα ανακοινωθούν τα επίσημα στοιχεία, θα δούμε αύξηση άνω του 40% από την προηγούμενη καλύτερη χρονιά, που σημαίνει φυσικά και τρομερή αύξηση στην κερδοφορία. Αλλά αν ρωτήσετε ξενοδόχους και «παραδοσιακούς» επαγγελματίες του τουρισμού ανά την χώρα, ελάχιστοι θα σας πουν πως θέλουν να «ξαναπεράσουν» αντίστοιχη σεζόν. Βλέπετε η αβεβαιότητα είναι μάλλον ανυπόφορη όταν έρχεται να ολοκληρώσει ένα παζλ γεμάτο άγχος, πίεση, ανταγωνισμό και όλα τα υπόλοιπα «σκληρά» απαιτεί ο τουριστικός κλάδος.

    Το 2022, είναι, εύκολα και με διαφορά, η καλύτερη χρονιά στην ιστορία του ελληνικού τουρισμού. Αλλά, κανείς εκτός από την κυβέρνηση, δεν θέλει να πει κάτι τέτοιο δημοσίως. Γιατί; (φωτογραφία: Dimitris Kapantais / SOOC).

    Η στατιστική που δεν λέει πάντα την αλήθεια

    Στην πραγματικότητα, το 2022, είναι, εύκολα και με διαφορά, η καλύτερη χρονιά στην ιστορία του ελληνικού τουρισμού. Αλλά, κανείς εκτός από την κυβέρνηση, δεν θέλει να πει κάτι τέτοιο δημοσίως. Τα νούμερα το λένε ξεκάθαρα. Το σύνολο των αεροπορικών αφίξεων ξένων τουριστών από την αρχή του έτους και μέχρι το τέλος του Σεπτεμβρίου 2022, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΙΝΣΕΤΕ, ανερχόταν σε 18,4 εκατομμύρια με μείωση 0,2% σε σχέση με το 2019, αλλά ο Οκτώβριος έκανε ρεκόρ πτήσεων και αφίξεων όλων των εποχών, ξεπερνώντας ουσιαστικά τα νούμερα του ιστορικού 2019. Με τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο να έπονται, ακόμα και αν η κίνηση ήταν σε χαμηλά επίπεδα – αντιθέτως ο ζεστός καιρός στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας είχε τραβήξει ήδη μερικές χιλιάδες ευρωπαίους παραπάνω ως τώρα – τα ρεκόρ δείχνουν εξασφαλισμένα.

    Το σύνολο των αεροπορικών αφίξεων ξένων τουριστών από την αρχή του έτους και μέχρι το τέλος του Σεπτεμβρίου 2022, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΙΝΣΕΤΕ, ανερχόταν σε 18,4 εκατομμύρια.

    Το ίδιο συμβαίνει και με τα 18,2 δις ευρώ των εσόδων από το τουριστικό προϊόν. Τα οποία έχουν φτάσει ήδη στα 19 δις και πορευόμαστε, αλλά μέχρι την ανακοίνωση των επίσημων στοιχείων, δεν θα ακούσετε κανέναν να πανηγυρίζει ούτε γι’ αυτό. Γιατί; Προφανώς επειδή κάτι τέτοιο θα «προκαλούσε το δημόσιο αίσθημα» (και έρχονται εκλογές, μην ξεχνιόμαστε) και κυρίως θα δημιουργούσε την «ανάγκη» για πιο σαφείς, ξεκάθαρους και κυρίως, αποδοτικούς ελέγχους από την εφορία.

    Βρίσκει κανείς κάποιον λόγο που δεν ανακοινώνονται π.χ. ποτέ οι τζίροι των μεγάλων τουριστικών προορισμών της χώρας, που υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσαν να τραβήξουν επιπλέον επενδυτές; Γιατί δηλαδή δεν μαθαίνουμε κάθε χρόνο τον τζίρο της Μυκόνου, της Σαντορίνης, των Χανίων, της Ρόδου, της Κέρκυρας κ.ο.κ.; Μα, αν ξέραμε τους τζίρους θα μπορούσαμε να ζητήσουμε και τα στοιχεία για τα φορολογικά έσοδα κάθε περιφέρειας στην συνέχεια. Όχι, δεν ακούγονται τέτοια πράγματα στο ελληνικό κοινοβούλιο. Ούτε καν στον ελληνικό Τύπο.

    Από τα ταξίδια με αυτοκίνητο, λείπουν σχεδόν 6 εκατομμύρια ταξιδιώτες, που είναι οι Ρώσοι, οι Ουκρανοί, και το μεγαλύτερο τμήμα τους που προέρχονταν κυρίως από τις χώρες των Βαλκανίων.

    Τα νούμερα που θα ακούσουμε πολλές φορές

    Υπάρχει ένα νούμερο που αποδεικνύει πως το 2022, δεν ήταν τόσο καλό για τον τουρισμό μας όσο το – κορυφαίο όλων των εποχών – 2019. Αυτό είναι οι  οδικές διεθνείς αφίξεις. Που έφτασαν τα 6,62 εκατομμύρια, καταγράφοντας πτώση 35,4% έναντι του ’19. Άρα αν υπολογίσουμε και τα νούμερα που εκτιμώνται με μικρή απόκλιση για τον Οκτώβριο, θα μιλάμε για περίπου 27 εκατομμύρια ξένους επισκέπτες, που ίσως στο κλείσιμο του έτους φτάσουν τα 29 εκατ., αντί των 33 περίπου εκατομμυρίων του 2019. Τέσσερα εκατομμύρια λιγότερους τουρίστες από το ’19; Αν είναι δυνατόν, θα πει κανείς τότε. Μα είπαμε, αυτό δεν σημαίνει τελικά τόσα πολλά.

    Από τα ταξίδια με αυτοκίνητο, λείπουν ουσιαστικά σχεδόν 6 εκατομμύρια ταξιδιώτες, που είναι οι Ρώσοι, οι Ουκρανοί, και το μεγαλύτερο τμήμα τους που προέρχονταν κυρίως από τις χώρες των Βαλκανίων. Από αυτούς τα 2,5 εκατ. είναι Βούλγαροι, 500.000 από τη Βόρεια Μακεδονία, 300.000 από Αλβανία και άλλες τόσες από Τουρκία. Ναι, αλλά τα συνολικά έσοδα είναι αυξημένα έστω και με τόσους λιγότερους τουρίστες. Για τον Ιούλιο π.χ., η Τράπεζα της Ελλάδας υπολόγιζε πως η μέση δαπάνη ανά ταξιδιώτη αυξήθηκε στα 705 ευρώ από 652,5 ευρώ τον Ιούλιο του 2019.

    Στην πραγματικότητα λοιπόν, η χώρα πετυχαίνει σχεδόν όλους τους στόχους που έχει θέσει εδώ και χρόνια για το τουριστικό της προϊόν. Και αύξηση στην εισροή κόσμου – η αύξηση μέσω αεροπορικών ταξιδιών θα αγγίξει τα 2 εκατομμύρια τουρίστες ως το τέλος του χρόνου – και σε ποπιοτικό επίπεδο, αφού η μέση δαπάνη ανά ταξιδιώτη αυξάνεται σε ποσοστά που αγγίζουν το 10%, και σε ημέρες συνολικής διαμονής, όπως μένει να επιβεβαιωθεί επίσης από τα επίσημα στοιχεία.

    Ο πόλεμος στην Ουκρανία, η ενεργειακή κρίση, η κατάσταση στην Τουρκία και όλα τα υπόλοιπα προβλήματα στην περιοχή, περιόρισαν σημαντικά την εισροή ταξιδιωτών που εισέρχονται οδικώς μεν, αλλά αυτό υπερκαλύφθηκε από την αύξηση όλων των υπολοίπων, και συνολικά, βοηθάει και στην στροφή προς ένα πιο ποιοτικό τουριστικό προϊόν που επιθυμεί να πετύχει κράτος και τουριστικός κλάδος.

    Γιατί δεν μαθαίνουμε τον τζίρο της Μυκόνου, της Σαντορίνης, της Ρόδου, της Κέρκυρας κ.ο.κ.; Αν ξέραμε, θα μπορούσαμε να ζητήσουμε και τα στοιχεία για τα φορολογικά έσοδα (γκουχ-γκουχ) κάθε περιφέρειας.

    Το ρεύμα προς τις ελληνικές θάλασσες ήταν εξαιρετικά θετικό φέτος (φωτογραφία: Aris Oikonomou / SOOC).

    Ερώτημα παραμένει πώς θα υποδεχτεί η υπόλοιπη χώρα την έκρηξη και την αλλαγή όλου του τουριστικού μας τομέα, από την στιγμή που το Ελληνικό θα είναι πραγματικότητα.

    Άρα προς τι τα δάκρυα κι ο αλληλοσπαραγμός;

    Για μια αγορά που έχει μάθει να «φροντίζεται» σαν «κόρη οφθαλμού», μιας και «φέρνει τόσο συνάλλαγμα» και «απασχολεί τόσο κόσμο», είναι ξεκάθαρο πως οποιαδήποτε προσπάθεια αλλαγής του στάτους κβο από την κυβέρνηση ή ακόμα και την Ε.Ε. δεν θα ήταν ποτέ «ευπρόσδεκτη». Πράγματι, η έως τώρα ανταγωνιστικότητα του ελληνικού προϊόντος και οι επενδύσεις που έγιναν και συνεχίζουν να γίνονται σε όλη την χώρα μας καθησυχάζουν πως ο τουρισμός μας δεν έχει κάτι να φοβάται. Ούτε και οι επιχειρηματίες του χώρου.

    Αυτό που δεν είναι σίγουρο όμως, είναι πως θα υποδεχτεί η υπόλοιπη χώρα την έκρηξη και την αλλαγή όλου του τουριστικού μας τομέα, από την στιγμή που και το Ελληνικό θα είναι πραγματικότητα. Το Ελληνικό θα αλλάξει όχι μόνο τα δεδομένα της χώρας μας, αλλά θα επηρεάσει όλη τη νοτιοανατολική Ευρώπη, όχι μόνο για το εξάμηνο της θερινής σεζόν όπως έχουμε μάθει ως τώρα, αλλά για όλο τον χρόνο.

     

    Διαβάστε ακόμα, Πέννυ Ζαγλαρίδου – Astir: «Η αθηναϊκή ριβιέρα πρέπει να είναι εθνικός στόχος».

     

     

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top