Την ώρα που οι megastars του παγκόσμιου ποδοσφαίρου ταξιδεύουν για Αμερική και Σαουδική Αραβία, υπογράφοντας απερίγραπτα συμβόλαια με χρήματα και εμπορικές συμφωνίες που ξεπερνούν κάθε αίσθηση λογικής, που οι φανέλες κι η εμπορική αξία μετριέται σε εκατομμύρια followers και αναλύεται από οικονομικά μοντέλα που δημιουργούνται σε γραφεία προηγμένων οικονομικών μηχανικών που μέχρι πρότεινος έφτιαχναν αλγόριθμους για πανάκριβα funds, υπάρχουν μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού αθλητές που θυμίζουν πως οι ομάδες που κάποτε αγαπήσαμε ως παιδιά, έχουν διαφορετική «χροιά» στην συναισθηματική μας παλέτα.
Και ακόμη πως η καψούρα με τη μπάλα και τα είδωλα που την αποθεώνουν είναι κάτι περισσότερο, μεγαλύτερο, πιο βαθύ από απλή «διασκέδαση» όπως θέλουν οι marketeers να αποτυπώσουν σε όλο τον πλανήτη, και πως κάθε «θέση» σε ποδόσφαιρο, μπάσκετ ή ό,τι άλλο ομαδικό σπορ λατρεύει κάποιος, έχει έναν ξεχωριστό χαρακτήρα και διαφορετικό ψυχολογικό υπόβαθρο. Ο Τζίτζι Μπουφόν, ο μεγαλύτερος τερματοφύλακας όλων των εποχών, είναι ένας, αν όχι ο τελευταίος από αυτούς.
Το μόνο που αρκεί για να καταλάβει κανείς το πόσο μακριά ήταν η καριέρα του Τζίτζι Μπουφόν που μόλις ανακοίνωσε ότι κρεμάει τα γάντια του, είναι να θυμηθεί τον κόσμο, στην πρώτη του επίσημη εμφάνιση με ανδρική ομάδα στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Πόσοι θυμούνται πως ήταν οι ίδιοι – και κατ’ επέκτασιν, και τα πάντα κοντά και παραπέρα γύρω τους, τον Νοέμβριο του 1995;
Ο δεκαεπτάχρονος ακόμα Τζίτζι, έπαιξε για πρώτη φορά στην Serie A, με την φανέλα της Πάρμα, στις 19 Νοεμβρίου, αφού οι δύο πρώτοι τερματοφύλακες της ομάδας του, ήταν τραυματίες. Και μάλιστα, εναντίον της πανίσχυρης Μίλαν, που είχε για επιθετικό δίδυμο, δύο κατόχους Χρυσής Μπάλας. Τον «μικρό Βούδα» του ιταλικού ποδοσφαίρου Ρομπέρτο Μπάτζιο και τον πρώτο αφρικανό που κέρδισε ποτέ το βραβείο, τον καταπληκτικό Ζορζ Γουεά από τη Λιβερία.
Ο μικρός Τζιανλουίτζι, ένα εντελώς διαφορετικό «τέρμα» από αυτό που ξέρουμε και θυμόμαστε πλέον, έκανε μια καταπληκτική πρώτη εμφάνιση, γεμάτος θάρρος, θράσος και επιθετικότητα, κρατώντας το 0-0 και κάνοντας τον Φάμπιο Καπέλο, προπονητή τότε της Μίλαν, να πει πως δεν περίμενε πως «αυτό το απίθανο πιτσιρίκι που είχαν στο τέρμα, μας στέρησε τη νίκη τελικά).
Η καριέρα του «Σούπερμαν» όπως θα τον βάφτιζε λίγα χρόνια μετά η Κοριέρε ντε λο Σπορτ, το ένα από δύο «ευαγγέλια» της αθλητικής Ιταλίας, δεν περιγράφεται, ούτε φυσικά αναλύεται σε ένα κείμενο. Το «απίθανο πιτσιρίκι» που τρόμαξε με τις εξόδους του δύο από τους καλύτερους επιθετικούς του κόσμου αμά τη εμφανίσει του στο «κάλτσιο», θα γινόταν ο μυθικότερος από τους σπουδαιότερους τερματοφύλακες, της, απ’ όπου κι αν το πιάσουμε, καλύτερης «σχολής» τερματοφυλάκων στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο.
Και 28 χρόνια μετά, θα συνεχίζει, να φοράει τα γάντια του, να μπαίνει στο γήπεδο και να παίζει μαζί με τους γιους παλιών του συμπαικτών και φίλων, όχι σε κάποια τοπική λίγκα ή σε κάποιο πρωτάθλημα παλαιμάχων, αλλά στην ομάδα που ξεκίνησε την καριέρα του, στην δεύτερη κατηγορία του ιταλικού ποδοσφαίρου, παλεύοντας να ανεβάσει κατηγορία και να ξανακάνει μεγάλη την λατρεμένη του Πάρμα.
«Η Πάρμα είναι η μαμά μου, η Γιουβέντους ο ‘μπαμπάς’ μου, και η Παρί Σαν Ζερμέν ήταν κάτι σαν ένας καλός φίλος που ήρθε για να μου δώσει ενέργεια και ανανέωση όταν πραγματικά τη χρειαζόμουν» έλεγε σε μια από τις πιο απρόσμενες συνεντεύξεις του πριν λίγους μήνες, στο Milano Football Week, μπροστά σε μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα του ιταλικού αθλητισμού.
Ο τελευταίος Μεγάλος
Στο ποδόσφαιρο του Πεπ, των γερμανών «κλώνων» του και του «ολοκληρωτικού επεκτατισμού» που απαιτεί κατοχή, συνεχή κίνηση της μπάλας, παίκτες που απορροφούν γνώση και πληροφορίες σαν υπολογιστές, και πρέπει να αποφασίζουν σε κάθε κίνηση και πάσα έχοντας επεξεργαστεί – και προπονηθεί – βάσει των δεδομένων που τους έχουν «φορτώσει» για το που πρέπει να στείλουν την μπάλα ώστε να έχει περισσότερες πιθανότητες να καταλήξει η φάση σε αυτό που έχει σχεδιαστεί από τους προπονητές και τους αναλυτές data, οι τερματοφύλακες μετατράπηκαν σε «λίμπερο», δηλαδή μπαλαδόρους που ξέρουν να βλέπουν κενούς χώρους, να κάνουν καλά κοντρόλ σε γρήγορες μπαλιές, και να ντριπλάρουν τους πιεστικούς επιθετικούς που κυνηγάνε το τόπι σαν λαγωνικά σε αγώνες ταχύτητας.
Στο σταρ σύστεμ του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει κανένας «πορτιέρο» -όπως κάποτε μας κακομάθαινε να ακούμε ο «Μανόλο», γιατί σαν τον Μαυρομάτη κανείς- κι αυτό γιατί ο Έντερσον, ο Άλισον, ο Τερ Στέγκεν κι οι υπόλοιποι αντίστοιχοι βασικοί των μεγάλων ομάδων δεν εμπνέουν τίποτα από όλα εκείνα τα συναισθήματα που γενιές και γενιές ποδοσφαιριστών αλλά και ποδοσφαιρόφιλων έμαθαν να νιώθουν για τους μεγάλους τερματοφύλακες.
Οι μόνοι «διαφορετικοί» από όλους, είναι τα τρία «τέρατα» σε όγκο και ύψος, που μοιάζουν άλλωστε και «παλιάς κοπής». Το «ρομπότ» Νόιερ βέβαια, θα μπορούσε εύκολα να παίζει λίμπερο στην νασιονάλμανσαφτ, κόβωντας σαν επίγονος του Μπεκενμπάουερ και φτιάχνοντας παιχνίδι με βαθιές μπαλιές, αλλά στην ουσία του, ήταν πάντα ένας απόγονος των μεγάλων «τερμάτων» με τα ασπρόμαυρα, απ’ τον Μάιερ και τον Σουμάχερ, ως τον Κέπκε, τον Ίλκγνερ και τον Καν.
Ο δεύτερος που μπορεί να περηφανεύεται πως έχει «σπουδαία στοιχεία» είναι ο «γιος του Μπουφόν» όπως βιάστηκαν να τον χαρακτηρίσουν οι Ιταλοί, ο συνονόματός του Τζιανλουίτζι Ντοναρούμα. Ο Ιταλός της Παρί όμως, παρότι ο νεαρότερος από τους «μεγάλους της εποχής», παρότι έχει πολλά σπουδαία στοιχεία – φυσικά προσόντα, αντανακλαστικά, αντίληψη του χώρου, καλή τοποθέτηση – έχει ακόμα πολύ δρόμο μπροστά του, και με το εντελώς τοξικό περιβάλλον του νεοπλουτισμού και του Χολιγουντιανού δράματος που έχει στηθεί στην Παρί, δύσκολα θα δουλέψει όσο και όπως πρέπει για να φτάσει στα επίπεδα που το «ταβάνι» του προμήνυε.
Ο καλύτερος όλων αυτά τα χρόνια, είναι ξεκάθαρα αυτός που ο ίδιος ο Μπουφόν είπε από νωρίς πως «είναι αυτός που μ’ αρέσει περισσότερο» ο Τιμπό Κουρτουά, της Ρεάλ. Διόλου τυχαία, ο Βέλγος, ούτε γνωστός για τις ντρίπλες του είναι, ούτε γεμάτος τατουάζ ή περίεργα μαλλιά έχει, ούτε καν καν τον έχουμε δει δυο στιγμές εκτός γηπέδου, όπως όλους τους υπόλοιπους που σαρώνουν τα βραβεία της FIFA και της UEFA εδώ και 10-15 χρόνια. Είναι όμως αδιαμφισβήτητα πια, ο καλύτερος στον κόσμο, κι αυτός που μπορεί να δικαιούται να λέει πως έχει δώσει περισσότερα από ένα champions league με τα ίδια του τα χέρια στην «Βασίλισσα», κάτι που κανείς άλλος στην ιστορία δεν μπορεί να το υπερηφανευτεί.
Η επιτομή της θέσης
Όταν ο Τζίτζι πήρε μεταγραφή από την Πάρμα στην Γιουβέντους, για το ασύλληπτο ποσό των 50 εκατομμυρίων ευρώ τότε, το μεγαλύτερο στην ιστορία για τερματοφύλακα και εκείνη την εποχή και ένα από τα 2-3 μεγαλύτερα γενικά για μεταγραφές, δεν ήταν καν 22 ετών. Είχε όμως ήδη επιβάλει στον κόσμο, το ταλέντο και την μοναδικότητα του.
Για να καταλάβει κανείς το πόσο εκπληκτικά μοναδικός είναι από τότε ο «Σούπερμαν», είχε κυκλοφορήσει βιντεοκασέτες με «τα βασικά της θέσης» στα 20 του, οι οποίες ξεπούλησαν σε όλο τον κόσμο! Εκεί έδειχνε «βήμα-βήμα» οδηγίες για την σωστή προπόνηση ενός τερματοφύλακα, και όλα αυτά που πρέπει να μάθει ένα παιδί που φοράει γάντια και κάθεται τελευταίος στην άμυνα.
Ακόμα και σήμερα, ακόμα και στο υψηλότερο επίπεδο, τα όσα έδειχνε τότε ο πιτσιρικάς με την φανέλα της Πάρμα, σπάνια τα βλέπει κανείς σε ένα ματς ποδοσφαίρου. Γιατί ο Τζίτζι ήταν η επιτομή του τερματοφύλακα, και η γνώση του στα «Βασικά» ξεπερνούσε την ποδοσφαιρική λογική.
Πρώτα απ’ όλα είχε τα καλύτερα πλάγια βήματα που έχουμε δει ποτέ. Ο τερματοφύλακας πρέπει να ακολουθεί την φάση σαν διαβήτης. Να κινείται μαζί με την μπάλα και να ακολουθεί την πορεία της, σε μια σέντρα, σε μια αλλαγή παιχνιδιού, σε μια τρίπλα, παντού. Είναι υποχρέωση του να βρίσκεται στην καλύτερη δυνατή – για αυτόν – ευθεία απέναντι της κάθε φορά. Στο σημείο που θα έχει την μεγαλύτερη γωνία για να ελέγχει την πορεία της, και θα μειώνει το εύρος του πεδίου που μπορεί να σημαδέψει όποιος αντίπαλος την έχει στα πόδια του. Ο Μπουφόν έκανε μικρά βήματα, συνεχώς, χωρίς ποτέ να τρέχει ή να δίνει την αίσθηση πως κυνηγάει την φάση ή την μπάλα.
Είχε την τέλεια στάση υποδοχής της μπάλας κάθε φορά. Τα πόδια κοντά μεταξύ τους, ώστε να μην δίνει ευκαιρία να του περάσουν την μπάλα ανάμεσα τους, καθισμένος αρκετά χαμηλά ώστε να δίνει όση ώθηση χρειαστεί αν πρέπει να πεταχτεί οπουδήποτε, τα χέρια στα πλάγια τόσο απλωμένα όσο να μην μπορεί να σκεφτεί κανείς επιθετικός πως μπορεί να περάσει την μπάλα από δίπλα του ή από πάνω του. Και συνεχώς κινούνταν προς τον επιθετικό στις εξόδους ή τα τετ α τετ, είτε φοβίζοντας τον – στα νιάτα του που ήταν πολύ «επιθετικός» στις εξόδους – είτε μειώνοντας του τον χώρο και τον χρόνο που έχει να κινηθεί πριν καν αποφασίσει τι θα κάνει με την μπάλα.
Και βέβαια, ήταν οι αποκρούσεις του. Ο τρόπος που ο Μπουφόν έπεφτε στην μπάλα – κι όχι περιμένοντας την – με το χέρι κίνησης ή το ανάποδο όταν χρειάζονταν, αυτόματα ή ελεγχόμενα, ήταν μοναδικός. Αλλά αυτό που τον έκανε αξεπέραστο ήταν πως κάθε μα κάθε φορά, δεν «σταματούσε» την μπάλα, αλλά την οδηγούσε μακριά από το τέρμα του. Κάθε φορά! Δεν την «μπλόκαρε» απλά για να διακόψει την πορεία της, την κατήυθυνε με την γροθιά ή την παλάμη του κάπου που δεν θα είναι επικίνδυνη αμέσως ξανά. Αυτό ήταν κάτι που δεν μαθαίνεται ούτε εύκολα, ούτε γρήγορα. Αλλά είναι κάτι που δεν ξεχνιέται ποτέ.
Η πίστη
Όταν η Γιουβέντους υποβιβάστηκε για το σκάνδαλο Καλτσιόπολις, οι μόνοι σούπερ σταρ εκείνης της ομάδας που έμειναν και στην Β’ Εθνική για να βοηθήσουν την «Γηραιά Κυρία» να επανέλθει αμέσως στην Serie A, ήταν ο Τζίτζι Μπουφόν κι ο Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο. Οι υπόλοιποι, έφυγαν για να συνεχίσουν να παίζουν σε κορυφαία πρωταθλήματα και Τσάμπιονς Λιγκ. Ο Μπουφόν όμως έμεινε πιστός, και αυτό στο Τορίνο το μέτρησαν πιο πολύ κι από τα πρωταθλήματα που τους έδωσε. Κάτι τέτοιο σήμερα μοιάζει εξωφρενικό. Όχι όμως για τον Τζίτζι.
Ο Μπουφόν είναι μια απίθανη περίπτωση ανθρώπου. Δεν οδηγεί πανάκριβα αυτοκίνητα – η Φεράρι τον φωνάζει κάθε χρόνο για να του δείξει τα μονοθέσια της με τον Λεκλέρκ να γίνεται φίλος του, αλλά ο Τζίτζι επιμένει να πηγαινοέρχεται με το παλιό του αργό τζιπ παντού. Δεν έχει ομάδα μάρκετινγκ και διαχείρισης σόσιαλ μίντια, κρίσεων κτλ.
Μιλάει ο ίδιος στους δημοσιογράφους και ζητάει συγνώμη για τα λάθη του – όπως η επιλογή της φανέλας με το 88 που έχει σύνδεση με τους ναζί, πριν λίγα χρόνια. Θυμάται τα παιδικά του χρόνια και παίρνει τον πατέρα του μαζί παντού, και δείχνει στα δυο του αγόρια πως να παίζουν Subbuteo, το αγαπημένο του παιχνίδι που ακόμα και σήμερα παίζει με φίλους ή και μόνος του.
Ο Τζίτζι είναι το τρίτο παιδί της οικογένειας του, ο μικρότερος, ο μοναχογιός μετά από δυο κορίτσια. Οι γονείς του ήταν σπουδαίοι αθλητές, η μαμά του δισκοβόλος που είχε το ρεκόρ Ιταλίας για 17 χρόνια, κι ο πατέρας του σφαιροβόλος με συμμετοχές σε παγκόσμια πρωταθλήματα και ρεκόρ επίσης. Οι αδερφές του έπαιζαν στην εθνική Ιταλίας βόλεϊ. Κι ο παλιός θρύλος (στα 50s) Μπουφόν της Μίλαν, τερματοφύλακας κι αυτός, ήταν ξάδερφος του παππού του. Αλλά ο Τζίτζι παραμένει ένα παιδί, που έζησε τα πάντα, εκτός από την κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ (έχασε τρεις τελικούς, τους περισσότερους χαμένους χωρίς να κερδίσει ποτέ μαζί με τον Μοντέρο), αλλά δεν θέλει να σταματήσει να παίζει.
Γι’ αυτό και άφησε τα λεφτά και τον κοσμοπολίτικο αέρα της Παρί Σεν Ζερμέν, γι’ αυτό και αποχαιρέτησε την Γιουβέντους στα 41 του, γι’ αυτό και γύρισε στη μικρή πόλη που μεγάλωσε, και συνεχίζει να παίζει στην πρώτη του ομάδα, την Πάρμα, έστω και στην Β’ κατηγορία, στα 45 του. Και επειδή είναι τέτοιο παιδί, συνέχιζε μέχρι χθες να πειράζει τους δημοσιογράφους όταν τον ρωτούσαν μέχρι πότε θα παίζει ποδόσφαιρο λέγοντας πως «σίγουρα μπορώ μέχρι τα 55 μου. Μετά βλέπουμε».
Είπαν για εκείνον
“Είμαι έκπληκτος που δεν κέρδισε ποτέ τη Χρυσή Μπάλα. Σίγουρα την αξίζει για όλα όσα έχει κάνει. Για μένα, είναι ο καλύτερος τερματοφύλακας στην ιστορία του παιχνιδιού. Είναι μια εικόνα του ποδοσφαίρου – ένας αληθινός θρύλος.” Λεονάρντο Μπονούτσι, συμπαίκτης στη Γιουβέντους και την Ιταλία.
“Το γεγονός ότι ο Τζίτζι Μπουφόν ξεκίνησε την καριέρα του τόσο νέος με βοήθησε πολύ. Αν δεις έναν νεαρό τερματοφύλακα με το προφίλ που είχε στην Πάρμα να ξεκινά να παίζει για την Ιταλία επειδή οι προπονητές τον πιστεύουν, σου δίνει την πεποίθηση ότι μπορείς να κάνεις το ίδιο. Ξεκίνησα επίσης πολύ νέος, στα 17 ή στα 18… Όποτε έχουμε την ευκαιρία, κάνουμε μια ωραία κουβέντα για πολλά χρόνια.” Ίκερ Κασίγιας, πρώην τερματοφύλακας της Ρεάλ Μαδρίτης, της Πόρτο και της Ισπανίας.
“Μιλάμε για το Νο1 στον κόσμο. Ήταν ο καλύτερος στην καριέρα του. Του λέω το ίδιο πράγμα εδώ και 20 χρόνια: όταν ένας κανονικός τερματοφύλακας κάνει λάθος, κανείς δεν λέει τίποτα, αλλά όταν ο Μπουφόν κάνει λάθος, είναι είδηση. Αλλά δεν μπορείς να διαφωνήσεις για τον Μπουφόν. Ο Μπουφόν είναι ο Μπουφόν, το Νο1″. Μαρτσέλο Λίπι, πρώην προπονητής της Γιουβέντους και της Ιταλίας.
Τι λέει ο ίδιος
“Είναι αστείο όταν γράφουν τη νεκρολογία σου και μετά πηγαίνεις και τους αποδεικνύεις ότι κάνουν λάθος. Τώρα μπορούν να πάνε στην κηδεία μου αλλά δεν θα βρουν κανέναν εκεί. Γι’ αυτό ζω, για να κάνω τους ανθρώπους να φάνε τα λόγια τους”.
“Δεν έχω χάσει πολλά στη ζωή μου, αλλά οι ήττες με δίδαξαν περισσότερα από τις νίκες. Όποτε χάνω, επικεντρώνομαι στις ικανότητες των αντιπάλων μου και στα λάθη που έκανα. Το να μην ψάχνω δικαιολογίες είναι το σωστό”.
“Το πιο σημαντικό πράγμα για έναν τερματοφύλακα είναι η αίσθηση βεβαιότητας που μεταδίδεις στους άλλους. Πρέπει να το μεταδώσεις αυτό, ανεξάρτητα από το πώς μπορεί να νιώθεις στην πραγματικότητα. Ακόμα κι αν δεν είσαι σίγουρος για τον εαυτό σου, χρειάζεσαι άλλους.
Διαβάστε ακόμα: Τομάσο Σταράτσε. Ο άνθρωπος-Νάπολι και ο άγνωστος ρόλος του στον φετινό θρίαμβο.