[…] Ας πούμε ότι το A Deus, η δίτομη βιογραφία του Ayrton Senna που κυκλοφόρησε σε δύο δόσεις, τον Αύγουστο του 2006 και τον Φεβρουάριο του 2009, ήταν ένα όνειρο. Απόλυτα και ακραία μαξιμαλιστικό, φιλόδοξο ή ακόμη και υπερφίαλο ως προς την καθολικότητά του, εντελώς απαθές και ακλόνητο ενώπιον κάθε πειρασμού που θα οδηγούσε σε εκπτώσεις και συμβιβασμούς, έστω και πρακτικής φύσης, κατέκτησε την πραγμάτωσή του αφού προηγουμένως είχε αναπτύξει μια ιδιότυπη ανοσία σε οτιδήποτε θα θεωρούνταν σαν μια «φυσιολογική» βιογραφία του Ayrton Senna στα ελληνικά. Υπό μια άλλη, πιο αφηρημένη, οπτική, το A Deus ήταν ένα έργο που δεν πάσχιζε τόσο να διαβαστεί όσο να γραφτεί. Στόχος του ήταν, απλώς, να περιλάβει τα πάντα γύρω από τον Senna, ένας στόχος που θα είχε επιτευχθεί εάν ο χρόνος είχε σταματήσει κάπου στο 2009.
Αλλά ο χρόνος έχει την κακή συνήθεια να κυλά, κι αν δεν αλλάζουν μαζί του τα γεγονότα και οι καταστάσεις, αλλάζει η δική μας άποψη γι’ αυτά, αλλάζει ο τρόπος που βλέπουμε τον κόσμο. Κι ενώ το 2014 δεν υπάρχουν συγκλονιστικά νέα στοιχεία που θα μπορούσαν να ωθήσουν κάποιον να γράψει ξανά για τον Senna, υπάρχουν νέα δεδομένα στο μυαλό του συγγραφέα ως προς το τι ήταν και πώς λειτούργησε το A Deus − και μέσω αυτού η βαριά σκιά του Ayrton Senna. Διότι, σε α ́ ενικό τώρα, αυτό που έκανε ο Senna σε εμένα ήταν να με πάρει από το χέρι, να μου δείξει ότι μπορώ να γίνω βιογράφος του, εν τέλει ότι μπορώ να γίνω «συγγραφέας». Και ταυτόχρονα ο Senna μού απαγόρευσε να γράψω οτιδήποτε άλλο. Διαπίστωσα κάτι που δεν είχα ποτέ φανταστεί, ότι δηλαδή τα όνειρα είναι απίθανα ιδιοτελή και φθονερά, κάνουν ό,τι μπορούν για να αποκρούσουν, να αποκλείσουν από την επικράτειά τους άλλα όνειρα.
Χάρη στον Senna πείστηκα ότι η φιλοδοξία, μωρή ή όχι, να παραγάγω ένα βιβλίο, ό,τι και εάν ήταν αυτό, είχε μια σημαντική και έγκυρη αγκύρωση στην πραγματικότητα. Πείστηκα ότι μπορούσα να το κάνω, ήμουν σε θέση να φέρω εις πέρας το έργο − αν και αυτή η συνειδητοποίηση της δυνατότητας ταυτίστηκε με τον τρόπο σκέψης του ίδιου του Senna: Ήδη από τις πρώτες γραμμές του A Deus αντιλήφθηκα ότι, εάν ήμουν αποφασισμένος να γράψω ένα βιβλίο για τον Senna, θα έπρεπε να το γράψω όπως θα το έκανε εκείνος. Αλλά εάν κατάφερνα ποτέ να το τελειώσω, επί της ουσίας αυτό θα ήταν και το τελευταίο βιβλίο μου.
Διαβάστε ακόμα: Νίκι Λάουντα ή Τζέιμς Χαντ;
Πρόκειται για ένα γεγονός αναπόδραστο και καταθλιπτικό, για το οποίο θα χρειαζόμουν χρόνια έως ότου αποφασίσω να το αποδεχτώ. Παραδόξως, βέβαια, αυτό επιζητούσα, εφόσον η ιδέα που είχα για το γράψιμο του A Deus ή ίσως γενικώς για οποιοδήποτε βιβλίο είναι, εν ολίγοις, η καφκική δημιουργική δυστυχία: Τα βιβλία έχουν λόγο ύπαρξης μόνο όταν πέφτουν σαν συμφορά στον αναγνώστη, αλλά κυρίως και στον συγγραφέα τους.
Θυμάμαι την ανακούφιση όταν παρέδιδα τα κείμενα −ιδιαίτερα του πρώτου τόμου−, θυμάμαι την ευτυχία, θυμάμαι την αίσθηση ότι η ζωή δεν ήταν πλέον τόσο βαριά και επαχθής, θυμάμαι την ησυχία. Η οχλοβοή, η «τύρβη της αγοράς» δεν με συνέθλιβε πια, η έντασή της είχε χαμηλώσει, το αγριεμένο πλήθος μού φαινόταν ακίνδυνο και δαμασμένο. Δύσκολο να ξεχάσω τη στιγμή που ένιωσα πως δεν θα πείραζε να συντονιστώ με τον κόσμο, να συμβιβαστώ με την πραγματικότητα, που σταμάτησα να παλεύω με τη ζωή και πίστεψα ότι μπορώ απλώς να την ακολουθήσω − γιατί είχα πια στα χέρια μου την απόδειξη και το πιστοποιητικό ότι είμαι διαφορετικός, άρα μπορούσα να ησυχάσω ότι δεν με παρέσυρε το ρέμα της ανωνυμίας: είχα γαντζωθεί σε μια κάποια αιωνιότητα. Και κυρίως πρόλαβα, αυτό πάνω απ’ όλα, πρόλαβα. Το βιβλίο μου υπήρχε, δεν χάθηκε σε κάποια αναβολή, σε κάποια λιποψυχία, σε μια αναπόδραστη υποχώρηση ή καταστροφή.
Και τότε, κάπου κοντά στο τέλος του 2008, δολοφονήθηκε κάθε επίφαση αισιοδοξίας ή αφέλειας στην ελληνική κοινωνία. Ακριβώς εκείνη την περίοδο, κατά σύμπτωσιν, άρχισε η δική μου πάλη με ένα τέρας που ο ίδιος είχα δημιουργήσει: Οι 1.200 σελίδες του A Deus δεν ήταν βαρείς μόνο για τον αναγνώστη, έγιναν άχθος δυσβάστακτο κυρίως για εμένα που τις έγραψα. Ήταν απολύτως σαφές ότι μπορούσα να γράψω ένα βιβλίο, μάρτυς μου −με κάθε έννοια− ο Ayrton Senna, ξαφνικά όμως αποκαλύφθηκε η αληθινή όψη του προσωπικού μου τρόμου: Ναι, μπορούσα να γράψω ένα βιβλίο, το έγραψα − και τελείωσα, το όποιο συγγραφικό μου δυναμικό εξαντλήθηκε με το A Deus.
Διαβάστε ακόμα: Ο πρώτος Έλληνας που έτρεξε στο «Jungle Marathon»
Από την κυκλοφορία του δεύτερου τόμου έως σήμερα [2014] πέρασα από κάθε πιθανή ψυχική κατάσταση: −Επιλόχειο σύνδρομο μελαγχολίας ύστερα από την έκδοση. −Ανακούφιση για το ότι πρόλαβα να ολοκληρώσω το έργο. −Αληθινή ευτυχία και απερίγραπτη ελαφρότητα. −Κατάθλιψη και φρίκη μπροστά στο ερεβώδες υπαρξιακό κενό, δηλαδή τη ζωή άνευ βασικού και κυρίαρχου ονείρου. −Ανασύνταξη δυνάμεων και προβληματισμό για το ποιο θα είναι το επόμενο βιβλίο ή μάλλον ποια θα είναι τα επόμενα βιβλία. Ιδέες, ιδέες κι άλλες ιδέες, σημειώσεις, σκαριφήματα, προσχέδια, σκέψεις, διαρκείς σκέψεις, εντατικές διανοητικές ασκήσεις, συντήρησαν όλες μαζί και η καθεμία από μόνη της ένα παραμύθι αυτό-παραπλάνησης.
Προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι διαθέτω την ικανότητα να γράψω, και μάλιστα να γράψω οτιδήποτε «τώρα πια που απελευθερώθηκα από την υποδούλωση στον Senna». Φαίνεται ότι η δική μου μεθαδόνη ήταν η ύβρις, η εντύπωση πως θα μπορούσα να γράψω τα πάντα, από φιλοσοφικά δοκίμια έως παιδικά παραμύθια και θεατρικά έργα − μιας και είχα ολοκληρώσει επιτυχώς τη θητεία μου ως κομάντο του A Deus. Βαυκαλιζόμουν με την ιδέα ότι τώρα πια μπορώ να τα γράψω όλα, ενώ στην πραγματικότητα δεν μπορούσα να γράψω τίποτα.
[…] Εν είδει κατακλείδος και γενικού συμπεράσματος, θα έλεγα ότι, μιμούμενος τον Senna και εφαρμόζοντας τις δικές του αρχές στο δικό μου έργο, συνειδητοποίησα ότι με αυτή τη μέθοδο ενσυναίσθησης καταλάβαινα καλύτερα τον Senna μέσω εμού, όπως καταλάβαινα καλύτερα εμένα μέσω του Senna. Φαίνεται ότι σχέσεις τέτοιας έντασης συνάπτονται ελάχιστες φορές ή ίσως μόνο μία στη διάρκεια ενός συγγραφικού βίου, οπότε μάλλον θα πρέπει να είμαι ευγνώμων που είχα το προνόμιο να τη ζήσω κι εγώ αντί να μεμψιμοιρώ που δεν μου έμελλε να την ξαναζήσω. Κι αν αποδείχθηκα ανίκανος να ξεφύγω από τη σκιά του Senna, δεν μου μένει παρά να πορευτώ μαζί της ως το τέλος.
Ήδη, θεωρώ ότι το ανά χείρας βιβλίο* είναι το πρώτο που εκδίδεται μετά θάνατον ενός ζώντος συγγραφέα και η αποποίηση της παρούσας ταυτότητάς μου σε ό,τι αφορά στο μέλλον −εάν ποτέ υπάρξει κάποιο τέτοιο− ίσως είναι ένα τέχνασμα που, εάν δεν το εφάρμοζε ο ίδιος, είμαι πεπεισμένος ότι θα το ενέκρινε ακόμη και ο Ayrton Senna. Άλλωστε, το ζητούμενο είναι να μην εγκαταλείψει κανείς τον αγώνα, ποτέ, ακόμη και αφού έχει ακυρώσει την ίδια του την ύπαρξη.
Όποια και εάν είναι η ευσεβής αυταπάτη του καθενός, είναι μάλλον βέβαιο πως για τον Senna δεν υπήρχε ζωή έξω από την οδήγηση. Ας πούμε ότι και για εμένα δεν υπάρχει ζωή έξω από το γράψιμο, κι είναι αυτή η ζωή που ο Senna μου την έδωσε και την ίδια στιγμή μού την αφαίρεσε, εννοείται μαζί με το δικαίωμα να κάνω οτιδήποτε άλλο από το να τον ευγνωμονώ.
* Ο Βασίλης Τσακίρογλου εννοεί το βιβλίο «Senna, Το Πνεύμα της Ταχύτητας».
Το κείμενο που δημοσιεύουμε είναι (επιλεγμένα από τη στήλη) αποσπάσματα από το Επίμετρο (4.756 λέξεων, με τίτλο «Άτιμη Γραφή») του βιβλίου του Βασίλη Τσακίρογλου «Senna, Το Πνεύμα της Ταχύτητας», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Key Books. Το 2006 ο Τσακίρογλου εξέδωσε το «A Deus Ι» και το 2009 το «A Deus ΙΙ», τους δυο τόμους μιας εκτενούς βιογραφικής μελέτης για τον Ayrton Senna.
Δείτε τον Βασίλη Τσακίρογλου να μιλάει για το νέο του βιβλίο:
Διαβάστε ακόμα: «Πώς ανακαλύψαμε τη Μακεδονία του Αμαζονίου!»