02611_su_beard_02

Η ζωή μιμείται την Τέχνη. Η εικόνα του Πίτερ Μπίαρντ καθώς δουλεύει στο ησυχαστήριό του, στο Μόντοκ, είναι από μόνη της κομμάτι της τέχνης του. (photo credit: Taschen )

Αθλητικός, ελαφρώς μαυρισμένος, ψηλός και ευθυτενής, ένας ευχάριστος τύπος με πλατύ, σχεδόν «χολιγουντιανό» χαμόγελο. Κάπως έτσι θυμούνται τον Peter Beard όσοι τον γνώρισαν τη δεκαετία του εβδομήντα σε κάποιο από τα πάρτι του κολλητού του Άντι Γούορχολ. Είχε ήδη γίνει διάσημος από το 1965, χάρη στο πρώτο και σπουδαιότερο –όπως θα εξομολογηθεί και ο ίδιος αργότερα– βιβλίο του, το «End of The Game», όπου είχε συγκεντρώσει τα φωτογραφικά ντοκουμέντα ενός κόσμου που σιγά-σιγά εξαφανίζεται, εξαιτίας της υποβάθμισης της άγριας φύσης από την παρέμβαση του ανθρώπου.

Τα κουφάρια από ιπποπόταμους και αντιλόπες, ο σκελετός ενός ελέφαντα, τα εξωτικά τοπία της Κένυας επεξεργασμένα σε τόνους σέπιας δεν αφήνουν κανένα ασυγκίνητο, ενώ ταυτόχρονα προσδιορίζουν την ιδιαίτερη εικαστική ταυτότητά του ως καλλιτέχνη. Την ίδια εποχή, εργάζεται και ως φωτογράφος μόδας για την αμερικανική Vogue, παραδίδοντας εκπληκτικές δουλειές που αποτελούν σεμινάριο για τις επόμενες γενιές των επαγγελματιών του είδους. Είναι πια ένα αναπόσπαστο κομμάτι του μοντέρνου νεοϋορκέζικου status, η ψυχή και η καρδιά του, όμως, βρίσκονται πίσω στο Hog Ranch της Κένυας, το καταφύγιο που έχει επιλέξει για τον εαυτό του.

Πάθος για εξερεύνηση

Είναι το πρώτο του ταξίδι στη Μαύρη Ήπειρο –το δώρο ενηλικίωσης που του προσφέρουν το 1955 οι γονείς του– και το οποίο θα πραγματοποιήσει με έναν συμμαθητή του, απόγονο του Δαρβίνου, αυτό που θα σημαδέψει μια για πάντα τον Μπίαρντ. Στο υπερωκεάνιο Queen Mary, ο νεαρός θα διαβάσει το μυθιστόρημα «Πέρα από την Αφρική», το οποίο έκανε διάσημη τη βαρόνη Κάρεν Μπλίξεν – παρότι είχε αναγκαστεί να το εκδώσει με το ψευδώνυμο Ίσακ Ντίνεσεν. Η ιστορία της θα τον εντυπωσιάσει τόσο πολύ που αργότερα θα εγκατασταθεί σε ένα ράντσο μόλις μερικές εκατοντάδες μέτρα από τη φάρμα όπου έμενε η βαρόνη: αυτή θα είναι ουσιαστικά η κύρια κατοικία του για τα επόμενα χρόνια, εδώ θα συναντά και θα φιλοξενεί τους διάσημους φίλους του, και θα μοιράζεται μαζί τους τις εμπειρίες και τις περιπέτειές του.

Ο Πίτερ Χιλ Μπίαρντ γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1938 στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης, όπου είχαν μετακομίσει οι γονείς του από τη Μινεσότα. Η οικογένειά του έχει ισχυρούς δεσμούς με το «παλιό» χρήμα και τα υψηλά στρώματα της κοινωνικής ζωής. Ο προπάππος του J.J. Hill ήταν ο ιδρυτής της βόρειας γραμμής των αμερικανικών σιδηροδρόμων: από αυτόν, σύμφωνα με ορισμένους, ο Μπίαρντ δεν κληρονόμησε μόνο τα χρήματα, αλλά επίσης το πάθος του για εξερεύνηση του πλούτου άγνωστων ηπείρων. Από την άλλη, ο παππούς του Pierre Lorrilad IV, βαθύπλουτος έμπορος καπνού, θεωρείται ο εμπνευστής του σμόκιν.

Τα καλοκαίρια των παιδικών του χρόνων, ο Πίτερ τα περνά μαζί με τους γονείς και τα αδέλφια του, όχι στο πολυτελές διαμέρισμα της οικογένειας στο Μανχάταν, αλλά στο εξοχικό τους στο Μόντοκ, στο Λογκ Άιλαντ – όπως συνήθιζαν εκατοντάδες ακόμα οικογένειες της νεοϋορκέζικης καλής κοινωνίας. Εκεί, σε ηλικία έντεκα ετών, θα ξεκινήσει, μετά από προτροπή της μητέρας του, να κρατά ημερολόγιο –στην πραγματικότητα, η Ροζάνα Μπίαρντ απαγόρευε στα παιδιά της να βγουν από το σπίτι το πρωί αν προηγουμένως δεν είχαν γράψει στο ημερολόγιό τους όλα όσα είχαν συμβεί την προηγούμενη μέρα. Με τον καιρό, ο νεαρός αγάπησε αυτήν τη συνήθεια, ενώ παράλληλα, ήδη από το 1949, με τα πρώτα του κολάζ άρχισε να ξεδιπλώνει το αντισυμβατικό του ταλέντο.

02611_su_beard_12

Το λιοντάρι Serengeti, αντιπροσωπευτική δουλειά του Μπίαρντ, τον είχε γοητεύσει από τα πρώτα ταξίδια για φωτογραφικό σαφάρι στην Αφρική. (photo credit: Taschen )

Το βιβλίο του «End of The Game», με φωτογραφικά ντοκουμέντα ενός κόσμου που σιγά-σιγά εξαφανίζεται, λόγω της υποβάθμισης της άγριας φύσης από τον άνθρωπο, έκανε έναν κριτικό του Newsweek να τον αποκαλέσει «Ταρζάν με μυαλό».

Η επαγγελματική σταδιοδρομία του είχε προαποφασιστεί από τους γονείς του, οι οποίοι, αφού πρώτα τον έστειλαν στο κολλέγιο του Felsted στην Αγγλία, ακολούθως περίμεναν από αυτόν ένα πτυχίο ιατρικής από το Πανεπιστήμιο του Yale. Ο ίδιος όμως είχε άλλα σχέδια: επέλεξε να αλλάξει αντικείμενο και άρχισε να παρακολουθεί στο Yale μαθήματα Ιστορίας της Τέχνης. Το μεγάλο όμως σοκ για τους δικούς του θα έρθει με την αποφοίτησή του από τη Σχολή το 1961, όταν τους ανακοινώνει την πρόθεσή του να αγοράσει μια έκταση 250 στρεμμάτων κοντά στο Εθνικό Πάρκο του Ναϊρόμπι, στο ράντσο που έγινε γνωστό ως Hog Ranch, για να ζήσει μόνιμα εκεί.

Το πέρασμα στην Αφρική

Είχαν προηγηθεί βεβαίως πολλά ταξίδια στην Κένυα πριν από την απόφασή του αυτή. Ταξίδια κατά τα οποία η αγάπη του για τη φωτογραφία εξελίχθηκε σε ένα κυνήγι στιγμών της φύσης και των πλασμάτων ενός παραδεισένιου κόσμου που έμοιαζε να χάνεται. Το «End of The Game» του λειτούργησε σαν μια μαρτυρία της επερχόμενης καταστροφής, η οποία καταγράφηκε ως μία από τις πρώτες ολοκληρωμένες εργασίες, με σκοπό τη διαμαρτυρία και την αφύπνιση της δυτικής κοινής γνώμης απέναντι σε ένα περιβαλλοντικό πρόβλημα. Αυτός ο «Ταρζάν με μυαλό» –ένας χαρακτηρισμός που του απέδωσε το Newsweek και ο οποίος τον ακολουθεί έως σήμερα– άρχισε να εργάζεται σε εθελοντική βάση για το Εθνικό Πάρκο και ταυτόχρονα να επεκτείνει τη συλλογή του από φωτογραφίες νεκρών ζώων, επανακυκλοφορώντας συμπληρωμένο το λεύκωμα, με τον ίδιο τίτλο το 1977.

02611_su_beard_07

Σελίδες ημερολογίων από το 1978. Φωτογραφίες, πυκνογραμμένα κείμενα, αποκόμματα εφημερίδων, περιγράφουν το χρονικό μιας ημέρας για τον Πίτερ Μπίαρντ. (photo credit: Taschen )

Οι ημέρες και οι νύχτες στο Ηog Ranch είναι γεμάτες περιπέτειες, αλλά και δημιουργικότητα για τον Μπίαρντ, ο οποίος ακολουθεί την παράδοση του Χέμινγουέι ως ρομαντικός κοσμοπολίτης, ενώ ταυτόχρονα αρχίζει να περιβάλεται και από μια μυθολογία σχετικά με τα όσα βιώνει κατά την παραμονή του εκεί. Τα περιστατικά που περιγράφει κάθε βράδυ στις σελίδες των ημερολογίων του, σε πείσμα όσων τα αμφισβητούν, είναι απολύτως αληθινά. Κι αυτό γιατί ο ίδιος φροντίζει να «ντύνει» τις περιγραφές του με ντοκουμέντα κάθε είδους: φωτογραφίες, ζωγραφιές της φυλής των Κικούγιου, νεκρά έντομα, πρωτόγονα εργαλεία, ακόμα και δικό του αίμα. Ανάμεσα σε όλα αυτά «στριμώχνει» τους προβληματισμούς και τις σκέψεις του, καθώς και ατάκες του Τζόζεφ Κόνραντ και του Άντι Γουόρχολ με τη μορφή παραπομπών και σχολίων – πάντα με την αγαπημένη του πένα με το μαύρο μελάνι.

Τις ιστορίες του όμως τις διηγείται και εκ του σύνεγγυς στους δεκάδες φίλους του από όλο τον κόσμο. Από το Hog Ranch, τη δεκαετία του εβδομήντα, θα περάσουν σχεδόν οι πάντες: συγγραφείς, δημοσιογράφοι, τοπ μόντελ, ηθοποιοί, σκηνοθέτες, μέλη της οικογένειας των Κένεντι και των Ροκφέλερ… Φορώντας μόνιμα το αγαπημένο του κικόι, την παραδοσιακή βερμούδα των ντόπιων, γυμνός από πάνω (ή με ριγμένο στους ώμους ένα μπλέιζερ) και κρατώντας στο χέρι μια βότκα πορτοκάλι, κουβεντιάζει μαζί τους για ώρες, μη σταματώντας σε κάθε ευκαιρία να τους υπενθυμίζει: «Παρακαλώ μείνετε για δείπνο, μείνετε να κοιμηθείτε εδώ, μείνετε για όσο επιθυμείτε».

beard1

Φωτογραφίζοντας την πρωτόγονη ομορφιά της Fayell Tall, στη λίμνη Ρούντολφ, στα βόρεια σύνορα της Κένυας. Στη μικρή φωτό, πάνω αριστερά, «πανταχού παρούσα», η Κάρεν Μπλίξεν. | Σε μια επίδειξη τρυφερότητας απέναντι στα πιο αλλόκοτα πλάσματα αυτού του πλανήτη. Ένας από τους λόγους που θεωρήθηκε o εναλλακτικός σταρ των ’70s. (photo credit: Taschen )

H ζωή είναι ωραία

Την ίδια εποχή στη Νέα Υόρκη, ο PB –όπως έχει γίνει γνωστός– ζει έναν παράλληλο βίο, ευθέως αντιφατικό με εκείνον του αναχωρητή και λάτρη της φύσης: απαθανατίζει τις πιο όμορφες γυναίκες στην πιο λουσάτη εκδοχή τους, συγχρωτίζεται με τα πιο εκκεντρικά πρόσωπα της νεοϋορκέζικης καλλιτεχνικής σκηνής, συνδιαμορφώνει την ποπ κουλτούρα. Στα πάρτι όπου παρευρίσκεται (ή οργανώνει) γράφονται οι πιο ένδοξες σελίδες της κοσμικής ζωής των ’70s.

Από το 1963, που συμμετέχει στο καλτ αριστουργηματικό φιλμ «Hallelujah the Hills» του αβάν γκαρντ σκηνοθέτη Αντόλφας Μέκας, θα δείξει ενδιαφέρον για όλες τις μορφές τέχνης. Θα συνεργαστεί ακόμα και με τον Σαλβατόρ Νταλί σε μια σειρά από ολιγόλεπτα φιλμάκια που θα σκηνοθετήσει ο ίδιος με τη βοήθεια του Μέκας και στα οποία πρωταγωνιστεί ο σουρεαλιστής ζωγράφος. Συνεργάζεται με καλλιτέχνες που πραγματοποιούν performances και θα γίνει καλός φίλος με τον Τρούμαν Καπότε, ακολουθώντας τους αγαπημένους του Rolling Stones στην περιοδεία τους, το 1972. Περνάει ατέλειωτες ώρες συζητώντας για την τέχνη, τη ζωή και τις γυναίκες με τον συγγραφέα Γουίλιαμ Μπάροουζ και τον σκηνοθέτη Νίκολας Ρεγκ.

Από το Hog Ranch, το ράντσο του στην Κένυα, θα περάσουν τη δεκαετία του ’70, σχεδόν οι πάντες: συγγραφείς, δημοσιογράφοι, τοπ μόντελ, ηθοποιοί, σκηνοθέτες, μέλη της οικογένειας των Κένεντι και των Ροκφέλερ…

Μέσα σ’ αυτόν τον καλλιτεχνικό οργασμό εκθέτει για πρώτη φορά τα έργα του γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία. Οι φωτογραφίες του ταξιδεύουν στο Παρίσι και το Λονδίνο και σύντομα οι Ευρωπαίοι τον αναγορεύουν σε μία από τις εμβληματικές φυσιογνωμίες της αμερικανικής μητρόπολης. Στο μεταξύ, ο ίδιος εξακολουθεί να μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στο Hog Ranch, το Μανχάταν (όπου κάποιες φορές θα τον βρουν να κοιμάται στο αυτοκίνητό του) και το σπίτι των παιδικών του αναμνήσεων στο Μόντοκ. Και εδώ οι άνθρωποι που τον επισκέπτονται είναι δεκάδες. Πάντοτε όμως, αργά τη νύχτα, εκείνος αποσύρεται στο δωμάτιό του, παίρνει την πένα του και συμπληρώνει τη σελίδα άλλης μιας μέρας.

Όλα αυτά τα χρόνια ο Μπίαρντ είναι καλεσμένος κυριολεκτικά παντού: στις κρουαζιέρες των κροίσων, στις γιορτές της βιομηχανίας της μόδας, στις συναντήσεις της αμερικανικής ιντελιγκέντσιας, στα κοινόβια των καλλιτεχνών, στα ψυχεδελικά πάρτι, στα κοσμικά σαλόνια. Εκτός των άλλων, είναι τόσο περιζήτητος γιατί συνοδεύεται πάντοτε από πανέμορφες γυναίκες, στις οποίες είχε πρόσβαση όχι μόνο χάρη στη δουλειά του ως φωτογράφου μόδας, αλλά και λόγω της ακαταμάχητης γοητείας του ως άντρα. Όσοι τον γνωρίζουν καλά ορκίζονται ότι η ερωτική του ζωή θα μπορούσε να γεμίσει ένα ολόκληρο βιβλίο. Ο ίδιος, όμως, φροντίζει να παραμένει διακριτικός, κι ένας λόγος παραπάνω είναι το γεγονός ότι οι περισσότερες ερωτικές του περιπέτειες έξελίσσονται ενώ είναι παντρεμένος.

beard2

Με καταγραμμένο στα γονίδιά του το αγγλοσαξονικό στυλ του εξερευνητή, έδινε ένα νέο πρότυπο για τον άντρα της δεκαετίας του ’70. | Με τον περιπαικτικό τίτλο «Now Tell Me, Jelly, Who is This Warhol?», ο Μπίαρντ κατάφερε να σοκάρει τον (δικό του) κύκλο της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας της Νέας Υόρκης της δεκαετίας του ’70. (photo credit: Taschen )

Ο γάμος με την πρώτη του σύζυγο, Μίνι Κούσινγκ, γόνο καλής οικογένειας και πλούσια κληρονόμο, δεν κρατά πολύ, όπως άλλωστε και ο δεύτερος με την Τσέριλ Τιγκς, τοπ μόντελ της δεκαετίας του ογδόντα. Η Ναϊμά Χανούμ, κόρη Αφγανού δικαστή, η τρίτη σύζυγός του, είναι αυτή που θα του χαρίσει την αγαπημένη του κόρη Ζάρα –στην οποία θα αφιερώσει το τελευταίο μέχρι τώρα βιβλίο του «Zara’ s Tales». Στο μεταξύ, από τη ζωή του περνούν (σύμφωνα με τις φήμες της εποχής), ανάμεσα στις άλλες, η Μπιάνκα Τζάγκερ, η Λι Ράτζβιλ (αδελφή της Τζάκι Κένεντι), η Κάντις Μπέργκεν, η πριγκίπισσα Ελισάβετ της Γιουγκοσλαβίας…

Το 1978, όταν γιορτάζει τα τεσσαρακοστά του γενέθλια σ’ ένα μνημειώδες πάρτι στο ναό της νυχτερινής ζωής της Νέας Υόρκης, το Studio 54 (κάποιοι το είχαν ονομάσει «discocaine»), όλοι μιλούν γι’ αυτόν, ενώ κυκλοφορούν Τ-shirt που γράφουν «I want to be your Peter Beard». Οι καλεσμένοι του, άπαντες εκλεκτά μέλη της καλλιτεχνικής ελίτ, ξεπερνούν τους τριακόσιους. Ανάμεσα σ’ αυτούς, ο Μιγκ Τζάγκερ, ο Γουόρχολ και η Ελίζαμπεθ Τέιλορ θα βοηθήσουν στην προετοιμασία του δώρου του: ένα τεράστιο γλυκό με τη μορφή και το φυσικό μέγεθος ενός ελέφαντα.

Με γυναίκες όπως –μεταξύ άλλων– οι Μπιάνκα Τζάγκερ, Λι Ράτζβιλ, Κάντις Μπέργκεν και πριγκίπισσα Ελισάβετ της Γιουγκοσλαβίας στην ατζέντα του, ο Μπίαρντ έχει μια ερωτική ζωή που θα μπορούσε να γεμίσει ολόκληρο βιβλίο.

Από τους δεκάδες διάσημους με τους οποίους σχετίζεται ο Μπίαρντ, αυτοί που ξεχωρίζει δεν ξεπερνούν τα δάχτυλα των δύο χεριών –αδιάψευστος μάρτυρας τα χειρόγραφα ημερολόγιά του. Κορυφαία στη λίστα η Δανή Κάρεν Μπλίξεν, στην οποία νιώθει ότι χρωστά τα πάντα. Καταφέρνει ωστόσο να τη συναντήσει λίγους μόνο μήνες προτού εκείνη φύγει από τη ζωή, στην Κοπεγχάγη, όπου είχε αναγκαστεί να αποσυρθεί τα τελευταία χρόνια. Τα φωτογραφικά πορτρέτα που της απέσπασε κοσμούν τις σελίδες των ημερολογίων του σε διάφορες φάσεις της ζωής του, σαν να είχε ανάγκη να την επικαλείται ως τη σπουδαιότερη και σταθερότερη αναφορά του.

Τρέφει επίσης απεριόριστη εκτίμηση στον Γουόρχολ, τον Νταλί και την Τζάκι – σε ό,τι αφορά την τελευταία, ήταν πάντα κοντά στην οικογένεια Κένεντι. Ο καλλιτέχνης, ωστόσο, τον οποίο αντιμετωπίζει με δέος είναι ο Φράνσις Μπέικον, με τον οποίο από το 1965, όταν τον γνώρισε, συνδέεται με στενούς φιλικούς δεσμούς. Το τρίπτυχο πορτρέτο που του χαρίζει ο Μπέικον θεωρείται σήμερα από τα πιο χαρακτηριστικά αριστουργήματα του υπαρξιστή ζωγράφου.

08543334

Όμορφος, εκλεπτυσμένος και κυνηγός της περιπέτειας, ασκούσε τρομερή γοητεία στις γυναίκες που συναναστρεφόταν. (photo credit: Taschen )

Κυνισμός και στυλ

Ο Μπίαρντ είναι ένας από τους πιο προνομιούχους άντρες του περασμένου αιώνα. Όμορφος, ιδιοφυής, εμπνευσμένος, μεγαλωμένος σ’ ένα περιβάλλον που του προσφέρει οικονομική άνεση, αλλά και ερεθίσματα για να αναπτύξει την έμφυτη δημιουργικότητά του. Όσο για τη μοίρα, του φέρθηκε πάντα γενναιόδωρα, αν κάποιος εξαιρέσει την περιέργη εκείνη μέρα του Σεπτεμβρίου του 1996, στο πάρκο Μασάι Μάρα, όταν ένας ελέφαντας, χωρίς προφανή λόγο, τον ποδοπατά συνθλίβοντας τη λεκάνη και το αριστερό του πόδι. Τρεις εγχειρητικές επεμβάσεις αργότερα, και ενώ πλέον του είναι αδύνατον να φορέσει παπούτσια, εκείνος επιμένει πως «Φοβάμαι πολύ περισσότερο τους Αμερικανούς δικηγόρους παρά τα λιοντάρια και τους ελέφαντες».

Το απαράμιλλο στυλ του, αντίθετα από το σώμα του, δεν δέχθηκε ποτέ το παραμικρό πλήγμα. Δεν ακολούθησε ποτέ την οποιαδήποτε μόδα, κατάφερνε πάντα όμως να αποτελεί στυλιστικό παράδειγμα ακόμα και για τα περιοδικά, τα οποία έφτασαν να αφιερώνουν ολόκληρα editorial μόδας στο δικό του στυλ.

Όπως και το 1975, όταν έφερε στη Νέα Υόρκη την εξωτική καλλονή Ιμάν –την κυρία Μπάουι–, την οποία είχε ανακαλύψει στην Κένυα και έμελλε να εξελιχθεί σε κορυφαίο τοπ μόντελ, έτσι και κάθε φορά που επιστρέφει από το Hog Ranch κρύβει μια σειρά από εκπλήξεις που σύντομα μετατρέπονται σε δημοφιλείς εκθέσεις ή εκδοτικές επιτυχίες. Παράλληλα, φροντίζει να προκαλεί άλλοτε με έναν επιτηδευμένο κυνισμό και άλλοτε με μια αδικαιολόγητη σεμνότητα. Η φωτογραφία; «Δεν ήμουν ποτέ φωτογράφος. Αν έχετε μια φωτογραφική μηχανή στα χέρια σας είστε φωτογράφος;» Η τέχνη; «Μια άσκηση στη ματαιότητα». Ο γάμος; «Ένα κομμάτι χαρτί όταν παντρεύεσαι, ένα κομμάτι χαρτί όταν χωρίζεις».

Αν κάποιος έχει κερδίσει όλον αυτόν τον καιρό το δικαίωμα να αποτελεί το «κακό» παιδί, αυτός είναι σίγουρα ο Πίτερ Μπίαρντ. Εμείς πάντως, κρατάμε τις θρυλικές πόζες της Μπιάνκα Τζάγκερ δίπλα σ’ έναν νεκρό ελέφαντα ως κληρονομιά για τη φωτογραφική τέχνη του 20ου αι. Και γιατί όχι; Μια υπόσχεση για το μέλλον: «Συνεχίζω να κρατώ και θα συνεχίσω και στο μέλλον να κρατώ ημερολόγια. Με τον τρόπο που ξέρετε: κολάζ με φωτογραφίες και κείμενα. Και ελπίζω να καταφέρω να κάνω και άλλα ταξίδια σε μέρη άγνωστα για μένα: την Ινδία, την Ανταρκτική, την Σαμαρκάνδη, τη Μογγολία, το Καζακστάν…»

02611_su_beard_09

Το θεματικό μοτίβο που απασχόλησε τον φωτογράφο Πίτερ Μπίαρντ, στα όρια της εμμονής: πανέμορφες γυναίκες και άγρια φύση. (photo credit: Taschen )

 

Διαβάστε ακόμα: Το έπος των Ρότσιλντ.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top