Ο σκηνοθέτης βρέθηκε για πρώτη φορά στη Ζάκρο με την κάμερα του το 1987. Και ολοκλήρωσε τα γυρίσματα το 2021.

Ο Φίλιππος Κουτσαφτής είναι μια ιδιότυπη και χαρισματική περίπτωση κινηματογραφιστή. Η τέχνη του, αυτό το «ντοκιμαντέρ δημιουργού» που στην ουσία κάθε φορά είναι ένα οπτικό φιλοσοφικό και ποιητικό δοκίμιο πάνω στον χρόνο και στον τόπο, δύσκολα μπορεί να περιγραφεί αν δεν τη ζήσεις ως εμπειρία (και κατά προτίμηση σε κινηματογραφική αίθουσα). Το 2001, με την «Αγέλαστο Πέτρα» έστειλε χιλιάδες ανθρώπους στο σινεμά για να δουν ένα ντοκιμαντέρ. Πράγμα καθόλου συνηθισμένο αν όχι πρωτόγνωρο. Θυμάμαι φίλους να συζητούν βουρκωμένοι τη δύναμη αυτών των εικόνων που διέτρεχαν χρονικά την Ελευσίνα των αρχαιολογικών χώρων και των βιομηχανιών. Και ταυτόχρονα τη δύναμη του λόγου που έκανε αυτές τις εικόνες περισσότερο συγκλονιστικές.

Δυο δεκαετίες αργότερα, και αφού έχει μεσολαβήσει άλλο ένα σημαντικό ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους, το «Χαίρε Αρκαδία», ο Φίλιππος Κουτσαφτής παρουσίασε φέτος, το νέο του πόνημα, καρπός και αυτό της αγάπης του για τους αρχαιολογικούς τόπους και ό,τι τους περιβάλλει. Και άλλη μια ευκαιρία να ρίξει το βλέμμα του τόσο στο χώμα που εξακολουθεί να «γεννάει» ευρήματα όσο και στους μακρινούς γαλαξίες. Δυο πράγματα που μπορεί να είναι και ένα.

Αφετηρία για αυτό το ταξίδι είναι η Ζάκρος, η μινωική πόλη στην άκρη της Κρήτης απέναντι από την Κύπρο και τη Μκρά Ασία, η μόνη που ανασκάφθηκε από Έλληνα αρχαιολόγο, τον Νικόλαο Πλάτωνα από τις αρχές της δεκαετίας του ‘60.  Ο Φίλιππος Κουτσαφτής, το 1987, την εποχή που εργαζόταν ως διευθυντής φωτογραφίας σε σημαντικές ταινίες, όπως το «Δέντρο που πληγώναμε» του Δήμου Αβδελιώδη (και πριν ακόμη αρχίσει να συλλέγει το υλικό για την «Αγέλαστο Πέτρα»), βρέθηκε για πρώτη φορά στη Ζάκρο με την κάμερα του και άρχισε να κινηματογραφεί τη διαδικασία των ανασκαφών. Και δεν τελείωσε παρά 30 περίπου χρόνια αργότερα.

Στα 90 περίπου λεπτά της ταινίας, η κάμερα παρακολουθεί την ομάδα των αρχαιολόγων (αλλά και τους επισκέπτες) σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, αποτυπώνει την εικόνα και τα λόγια του Νικολάου Πλάτωνα (ο οποίος έφυγε από τη ζωή λίγο μετά τα πρώτα γυρίσματα), στέκεται σε σημαντικά ευρήματα όπως μια σειρά από μοναδικά -σχεδόν σουρεαλιστικά- χαρακτικά ή σε ένα δοχείο που βρέθηκε στον πάτο ενός πηγαδιού γεμάτο με ελιές που είχαν διατηρηθεί «κρεατωμένες» επί χιλιάδες χρόνια. Και βέβαια η ματιά του σκηνοθέτη βγαίνει από την περιοχή των ανασκαφών, φτάνει στο διπλανό χωριό, μπαίνει στα λιγοστά σπίτια και στα ξωκλήσια, ακούει τους αγρότες και τους ψαράδες. Όλοι έχουν να πουν μια ιστορία. Όπως και ο σκηνοθέτης.

«Το ζήτημα στο ντοκιμαντέρ είναι να κάνεις την επιλογή και να αποφασίσεις τι σε ενδιαφέρει και τι όχι»

Ο καθηγητής Νικόλαος Πλάτων στη Ζάκρο, το 1988

«Με ενδιαφέρει η ιστορία και η μνήμη» μας λέει. «Δεν είχα την ευκαιρία να σπουδάσω. Ασχολήθηκα με τη φωτογραφία. Το ότι βρέθηκα ως διευθυντής φωτογραφίας σε μια ανασκαφή, και μέσα σε αυτά τα σπουδαία ευρήματα, σε αυτούς τους σπουδαίους αρχαιολογικούς χώρους ήταν κάτι που με ενδιέφερε όχι τόσο όσο να κάνω μια παραγωγή σε ένα χρονικό διάστημα που ορίζεται κατά τεκμήριο αλλά όσο για να αποκομίσω κάτι μέσα από αυτή τη διαδικασία. Δεν είναι ότι ήθελα να γίνω αρχαιολόγος. Ήθελα να είμαι κινηματογραφιστής στις ανασκαφές. Να μεταγράψω αυτή την διαδικασία για τον κινηματογράφο».

Όπως και στην «Αγέλαστο Πέτρα» έτσι και εδώ ο σκηνοθέτης επανέρχεται στον ίδιο τόπο σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, συναντώντας μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις τους ίδιους ανθρώπους. Όπως στην περίπτωση ενός κοριτσιού που ήταν μαθήτρια στα πρώτα γυρίσματα και διευθύντρια του σχολείου στα τελευταία.

«Το ότι το δουλεύω τόσα χρόνια» μας λέει «προκύπτει από μια ανεπάρκεια κατά κάποιον τρόπο, η οποία είναι και ουσιαστική και οργανωτική και οικονομική. Αλλά επίσης δεν υπάρχει και καμμιά πίεση στο να παραδοθεί το έργο σε ένα ή δύο χρόνια. Θα πρέπει βέβαια να σημειώσουμε εδώ οπωσδήποτε πως αυτή δεν είναι μια μορφή την οποία συνιστώ. Σε μένα τύχανε τα πράγματα έτσι, και κυρίως γιατί ταυτόχρονα έκανα κι άλλη δουλειά».

Ο Κουτσαφτής κάνει ένα «ντοκιμαντέρ δημιουργού» που στην ουσία είναι ένα οπτικό φιλοσοφικό και ποιητικό δοκίμιο πάνω στον χρόνο και στον τόπο.

Ο Φίλιππος Κουτσαφτής έχει ήδη ξεκινήσει την προετοιμασία για δύο ακόμα ντοκιμαντέρ, ένα για την Αίγινα και ένα για την Μεσσηνία.

Επίσης τα γυρίσματα αυτά καμμιά φορά σου δίνουν την ευκαιρία (ίσως με καρμικό τρόπο) να συναντήσεις κάποιους σημαντικούς ανθρώπους τη σωστή ώρα. Μας διηγείται μια τέτοια μικρή σκηνή:

«Υπάρχει στην περιοχή ένα μικρό ακρογιάλι. Αναφέρεται και στην ταινία ως ένας όρμος όπου φανταζόμαστε να έρχεται εκεί η Αριάδνη με τον Θησέα ή να ανάβουν ένα κερί οι Μεσολογγίτισσες ή ακόμα, να κάθεται ο Αχιλλέας στην αρχή της Ιλιάδας. Ένας τόπος που θα μπορούσε να είναι πολλά πράγματα. Σε αυτόν τον μικρό όρμο λοιπόν, το 1988 είχαμε την εξής εμπειρία: Μοιραστήκαμε τη μικρή σκιά του με δυο ανθρώπους. Αρχίσαμε να συνομιλούμε και όπως προχωρούσε η συζήτηση, ο ένας από αυτούς μας είπε πως είναι αστροφυσικός. Εμένα τότε μου ήρθε στο μυαλό η σκηνή από τον “Επαναστάτη χωρίς αιτία” όπου ο καθηγητής λέει την ατάκα “και να φανταστείς πως όλα αυτά είναι αποτέλεσμα μιας σύμπτωσης”. Ο  άνθρωπος αυτός μου είπε τότε ότι υπάρχει και μια καινούργια άποψη, αυτή της “ανθρωπικής αρχής”» (σ.σς.: είναι η θεωρία που συνδέει την ανθρώπινη συνείδηση με το σύμπαν και τις διαστάσεις του σε χώρο και χρόνο). Ο αστροφυσικός αυτός ήταν ο Γιώργης Γραμματικάκης οποίος έφυγε από τη ζωή πριν λίγες ημέρες, ένας εξαιρετικός άνθρωπός, που μολονότι δεν ήμασταν στενοί φίλοι, κάθε φορά που χρειάστηκα κάτι ήταν παρών».

Η ίδια αυτή ιστορία έχει μια ακόμη παράμετρο, τραγικής φύσεως αυτή τη φορά. «Ο Γραμματικάκης σε εκείνη τη φάση μου σύστησε ένα βιβλίο» συμπληρώνει ο σκηνοθέτης «το οποίο και αγόρασα. Ήταν ενός Έλληνα καθηγητή αστροφυσικής που λεγόταν Βασίλης Ξανθόπουλος. Δυο χρόνια αργότερα, το 1990 ένας φοιτητής μπήκε στην αίθουσα διδασκαλίας (στο Πανεπιστήμιο Κρήτης) την ώρα του μαθήματος και τον δολοφόνησε. Αν δεν κάνω λάθος, είναι το μόνο έγκλημα στην Ελλάδα που έγινε σε τέτοιες συνθήκες, δηλαδή την ώρα της διδασκαλίας».

Μετά από αυτή την περιήγηση στο διάστημα, ξαναγυρίζουμε στους αρχαιολογικούς χώρους και στην κάμερα που τους παρακολουθεί. Αυτή άραγε γράφει το σενάριο στα ντοκιμαντέρ; Με τον ίδιο τρόπο που από τα χιλιάδες ευρήματα μιας ανασκαφής, λίγα τελικά από αυτά καταλήγουν στις προθήκες ενός μουσείου (και τα υπόλοιπα αποθηκεύονται), έτσι και από τα χιλιάδες πλάνα και τις ατελείωτες ώρες κινούμενης εικόνας, όλα πρέπει να συμπτυχθούν μέσα σε 90 περίπου λεπτά.

«Δεν είναι ότι ήθελα να γίνω αρχαιολόγος. Ήθελα να είμαι κινηματογραφιστής στις ανασκαφές»

«Όλα αυτά τα χρόνια κουβαλάς μέσα στην ψυχή σου το κομμάτι που δούλεψες και που είναι ανοιχτό ακόμα» μας λέει ο Φίλιππος Κουτσαφτής.

«Το σενάριο προχωράει καθώς προχωράνε και τα γυρίσματα και καθώς προστίθενται καινούργια πράγματα» μας λέει ο σκηνοθέτης. «Γιατί δεν κάνουμε μυθοπλασία, δεν επινοούμε εμείς τα πράγματα. Είναι αυτά που βρίσκουμε ή αυτά που υπάρχουν σε αυτή τη μικρή κοινωνία ή σε άλλους χώρους. Το ζήτημα είναι να κάνει κανείς την επιλογή και να αποφασίσει τι τον ενδιαφέρει και τι όχι. Και όλα αυτά αποτελούν στοιχεία που φτιάχνουν το σώμα του σεναρίου. Το ένα επιδρά με το άλλο».

Ο Φίλιππος Κουτσαφτής παρατηρεί και ακούει τους ανθρώπους. Όλοι έχουν μια μικρή ή μεγάλη ιστορία να διηγηθούν. Μια γυναίκα αφηγείται πως κλέφτηκε με τον σύζυγο της, ένας χωρικός μας δείχνει πως κατασκευάζει ένα ξύλινο κουτάλι, ο παπάς του χωριού διηγείται πως ένας Καλύμνιος σφουγγαράς πέθανε κάποτε στην περιοχή και του έγινε κηδεία χωρίς κανείς να γνωρίζει το όνομα του, ένας ψαράς μας προσανατολίζει στους ανέμους. Και μιας και μιλάμε για τους ανθρώπους της περιοχής, είναι πραγματικά συναρπαστικό το πώς το υλικό για την ταινία μπορεί να προκύψει και από πηγές που δεν μπορείς να φανταστείς όταν ξεκινάς.

Υπάρχει μια σεκάνς στη «Ζάκρο» που ασχολείται με την εργασία που έκανε ο Ιταλός ανθρωπολόγος Lidio Cipriani στην Κρήτη κατά τη διάρκεια της Κατοχής, προσπαθώντας να αποδείξει πως οι Κρητικοί είναι απόγονοι Λιβύων. Τα κριτήρια του επιστήμονα είχαν μια σαφή ιδιοτέλεια που αποσκοπούσε προφανώς στην συλλογή επιχειρημάτων για μια επικείμενη μοιρασιά εδαφών στην περίπτωση που η έκβαση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έγερνε υπέρ του Άξονα. Πάντως, ανεξαρτήτως κριτηρίων έκανε μια σημαντική δουλειά, από την οποία το φωτογραφικό μέρος, με την αποτύπωση χιλιάδων ανθρώπων, είναι αναμφισβήτητα ένα ανθρωπολογικό και ιστορικό στοιχείο μεγάλης σημασίας.

«Θα ήθελα να υπήρχε η δυνατότητα τετραπλάσιου χρόνου για να μπορέσουν να ακουστούν όλες οι ιστορίες. Να ακουστούν τα μικρά πράγματα, το μικρό σύμπαν του καθενός».

Από την μελέτη που έκανε ο Ιταλός ανθρωπολόγος Lidio Cipriani το 1942 στην Κρήτη.

«Το έργο που άφησε είναι πολύ σημαντικό»  λέει ο Φίλιππος Κουτσαφτής «Είναι η γενιά του πατέρα μου. Αυτοί οι άνθρωποι που τους βλέπουμε με αυτά τα μπαλωμένα ρούχα –που σε ορισμένες περιπτώσεις δεν ξεχωρίζεις ποιο είναι το πρωτότυπο ρούχο που πάνω εκεί μπήκαν τα μπαλώματα – είναι αυτοί που φτιάξανε την Ελλάδα του σήμερα. Αυτοί που ίσως να μην βγήκαν ποτέ από το χωρίο τους και που φέρουν μια παράδοση αιώνων».

Μια καταγραφή προσώπων επιχείρησε και ο ίδιος με τους «Ελευσίνιους», την ταινία που τον έκανε να επιστρέψει στην πόλη της «Αγέλαστου Πέτρας» και την οποία ολοκλήρωσε πρόσφατα για να προβληθεί στις αρχές Δεκεμβρίου.

Στα 90 περίπου λεπτά της ταινίας, η κάμερα παρακολουθεί την ομάδα των αρχαιολόγων σε διαφορετικές χρονικές στιγμές.

«Στους “Ελευσίνιους” επιχειρούμε να συνθέσουμε το πρόσωπο της πόλης (αν μπορούμε να το πούμε έτσι) μέσα από ιστορίες ανθρώπων οι οποίες ξεκινούν από τη μυθολογία και φτάνουν μέχρι τους σημερινούς νέους, διατρέχοντας όλες τις εποχές. Είναι μια πολύ ενδιαφέρουυσα δουλειά όπου και εδώ δεν μας έφτασε ο χρόνος Θα ήθελα να υπήρχε η δυνατότητα τετραπλάσιου χρόνου για να μπορέσουν να ακουστούν όλες οι ιστορίες. Να ακουστούν τα μικρά πράγματα, το μικρό σύμπαν του καθενός. Αλλά και στον χρόνο που έχουμε στη διάθεση μας είναι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα».

Όπως ακριβώς αλλάζουν τα πράγματα στους χώρους που επί χρόνια παρακολουθεί, έτσι αλλάζουν και γύρω του οι καταστάσεις και οι συνθήκες στο αντικείμενο της δουλειάς του. Στον τρόπο που βλέπει το κοινό ταινίες.

«Έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα από την εποχή της “Αγέλαστου Πέτρας”. Δεν ξέρω πλέον ποιο κοινό πάει στον κινηματογράφο».

Κατασκευάζοντας ένα ξύλινο κουτάλι: Η χειροτεχνία είναι μια από τις γραμμές που ενώνει την μινωική εποχή με το σήμερα.

«Το 2001 η “Αγέλαστος Πέτρα” ήταν sold out για τέσσερις μήνες και τώρα η “Ζάκρος” παίζεται μόνο σε μια αίθουσα για τρεις ημέρες με μια προβολή την ημέρα» μας λέει. «Έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα. Δεν ξέρω πλέον ποιο κοινό πάει στον κινηματογράφο. Είναι ένα ζήτημα μεγάλο. Νομίζω πως το τελειωτικό χτύπημα έγινε με την πανδημία και τον εγκλεισμό.  Όλοι μας πλέον έχουμε μια μεγάλη οθόνη στο σπίτι. Ή αν θέλετε ένα μικρό σινεμά.  Με όλες αυτές τις πλατφόρμες, χρόνο να έχεις να βλέπεις. Αυτή είναι μια από τις εξηγήσεις, προφανώς υπάρχουν κι άλλες»

Τώρα ο Φίλιππος Κουτσαφτής έχει ήδη ξεκινήσει την προετοιμασία για δύο ακόμα ντοκιμαντέρ, ένα για την Αίγινα και ένα για την Μεσσηνία. Οι αρχαιολογικοί τόποι, οι άνθρωποι με τις ιστορίες τους, οι ιστορίες μας, τον περιμένουν. «Ξέρετε» καταλήγει, «όλα αυτά τα χρόνια κουβαλάς μέσα στην ψυχή σου το κομμάτι που δούλεψες και που είναι ανοιχτό ακόμα. Το να έρχεσαι σε επαφή με όλους αυτούς τους σοφούς ανθρώπους με όλη αυτή την υπέροχη δουλειά που γίνεται εκεί, με αυτό το κομμάτι της ιστορίας, είναι μια ευλογία».

 

// H «Ζάκρος» η οποία χρηματοδοτήθηκε από τη Raycap Α.Ε. και είναι συμπαραγωγή του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και της ΕΡΤ, παίζεται στον κινηματογράφο Δαναό (Αίθουσα 2) μέχρι τις 22 Νοεμβρίου.

Διαβάστε ακόμα: The Callas, «Λατρεύουμε την αποτυχία!»

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top