Η Τζιν Σίμπεργκ ήταν μια γυναίκα των άκρων, αλλά απαλή κι ευαίσθητη, κι αυτό την κάνει συγκινητική. (Φωτογραφία: IMDb)

Είναι φορές που τα κοντοκουρεμένα γυναικεία μαλλιά είναι αφόρητα σέξι. Αποκαλύπτουν στις ξανθές ένα σβερκάκι που φέρνει αυθόρμητα στο νου τρομαγμένο πουλάκι. Γι’ αυτό με γοητεύει τόσο πολύ η Jean Seberg. Ήταν, ωστόσο, ένας θηλυκός Δον Ζουάν εθισμένος στην ηδονή και μια διεκδικήτρια που δεν έβαζε ποτέ νερό στο κρασί της. Δεν ήταν λεία που οι άντρες εκμεταλλεύονταν. Αλλά κυνηγός.

Συνάμα μια φιγούρα τραγική, εξαιρετικά πολύπλοκη, με ζώνες γεμάτες σκιές. Πρέπει κάποιος να σκάψει βαθύτερα απ’ τις εικόνες που ανέδειξαν αυτό το πανέμορφο πλάσμα σε εμβληματικό πρόσωπο της Nouvelle Vague. Θυμηθείτε την τελευταία σκηνή του Με κομμένη την ανάσα του Γκοντάρ με τον Μπελμοντό του 1960, όπου γεμάτη τύψεις χαϊδεύει τα χείλη της, επαναλαμβάνοντας το τέχνασμα του εραστή της που κατέδωσε στην αστυνομία, αναρωτώμενη, κυνική κι απελπισμένη ταυτόχρονα: «Τι είναι πάλι αυτή η αηδία;».

Η σικ ριζοσπάστρια της δεκαετίας του ’60, η ηρωίδα των πολιτικών δικαιωμάτων, μια ζωή στο στόχαστρο του FBI, εξέφραζε αιτήματα παγκόσμια μαζί με μια γενναιοδωρία διόλου ομφαλοσκοπική, την ώρα που το σημερινό Me Too ασχολείται με τις ξεσαλωμένες χολιγουντιανές που συρρέουν κατά χιλιάδες.

Ο συμπρωταγωνιστής της Μορίς Ρονέ έλεγε: «Πάντα την ταύτιζα με την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων. Στην Τζιν προκαλούσαν μονίμως έκπληξη τα πράγματα και τα πλάσματα». (Φωτογραφία: IMDb)

Υπάρχει το από πού είμαστε και το πού πάμε. Η Τζιν Ντόροθι Σίμπεργκ έλκει την καταγωγή της από το Marshalltown, με ημερομηνία γέννησης τη 13η Νοεμβρίου του 1938, μια πολίχνη της Αϊόβα που θυμίζει cow-girls και blues. Ο πατέρας είναι φαρμακοποιός, η μητέρα εκπαιδευτικός. Η καταγωγή τους είναι σουηδική, το δόγμα τους λουθηρανό, αυστηρό.

Θέλοντας να ξεφύγει απ’ αυτό το περιβάλλον, παίρνει μέρος σ’ ένα κάστινγκ και θριαμβεύει μεταξύ 18.000 διεκδικητριών του ρόλου. Και φεύγει. Στη Λωραίνη γίνεται η Ζαν ντ’ Αρκ του Ότο Πρέμινγκερ και στο Σαιν-Τροπέ η πρωταγωνίστρια του Καλημέρα θλίψη της Φρανσουάζ Σαγκάν, μια μακιαβελική έφηβη με πλισέ φουστάκι και ελαφίσια μάτια. Έχοντας φτάσει στο Παρίσι το 1958, διασχίζει το Champs-Elysées ως Αμερικανίδα φοιτήτρια και πωλήτρια της Herald Tribune, ανέμελη με τα τζην και τα t-shirts της και αδυναμία στα σέξι εσώρουχα. Είναι το La Récréation του πρώτου της συζύγου Φρανσουά Μορέιγ.

Έχοντας εξελιχθεί στο αντιδραστικό κολέγιο του Midwest σε μια jet-setter που κυκλοφορεί μεταξύ café society και χαβιαροαριστεράς, μεταξύ κινηματογραφικών στούντιο που ειδικεύονται στις ψεύτικες υποσχέσεις και γαλλικής Nouvelle Vague, επινοώντας έναν εαυτό καλιφορνέζικο και ευρωπαϊκό ταυτόχρονα. Ωστόσο, τη Μέρα των Ευχαριστιών επιστρέφει πάντα στο Marshalltown.

Ο Έντγκαρ Χούβερ και το FBI επιχειρούν να την ντροπιάσουν, διαδίδοντας τη φήμη ότι έχει αποκτήσει παιδί μ’ ένα μέλος των Μαύρων Πανθήρων, τους οποίους χρηματοδοτεί. Είναι ψέμα. Πατέρας είναι ένας επαναστάτης Μεξικανός φοιτητής. Η Σίμπεργκ δηλώνει ότι η επιμειξία δεν είναι ούτε αίσχος ούτε όνειδος. Κι αυτό τη στοχοποιεί και την τρελαίνει για καιρό. Αφού το παρουσιάζει μέσα σε γυάλινο φέρετρο, κηδεύει το κοριτσάκι της που πέθανε δύο μέρες μετά τη γέννα στον οικογενειακό τάφο.

«Πίστευε πως την αδικία την πολεμάς όχι μόνο μέσω της πολιτικής, αλλά και μέσω του σεξ, του έρωτα και τις αβύσσους του ρομαντισμού. Αυτό την έκανε εξαιρετικά ευάλωτη». Κάρλος Φουέντες.

Μια νύχτα με πανσέληνο, η Σίμπεργκ είχε κοιμηθεί μ’ έναν συμφοιτητή της. Από τότε, του δίνει και καταλαβαίνει, ακόμα κι αν η δραστηριότητά της ενίοτε καταλήγει σε θλιβερά όργια. Οι εραστές της εγκωμιάζουν την έφεση και τα ταλέντα της. Κι εκείνη τους  το ανταποδίδει. Η συλλογή της δηλώνει την αγάπη της για την ηδονή, αλλά και τις πεποιθήσεις της. Οι εκλεκτοί της είναι συγγραφείς και στρατευμένοι, καλλιτέχνες κι επαναστάτες.

Αριστερά: Με τον Geoffrey Horne στο φιλμ «Bonjour tristesse». Δεξιά: Ποζάροντας στον φακό του Bob Willoughby.

Ο Ρομέν Γκαρί, 24 χρόνια μεγαλύτερός της, συνδυάζει και τα δύο. Είναι ήρωας της Αντίστασης αλλά και νικητής του βραβείου Goncourt. Και είναι άνευ σημασίας αν αυτός ο δανδής αεροπόρος στράφηκε στο παρακμάζοντα γκωλισμό της δεκαετίας του ’60. Παντρεύονται. Ο έρωτάς τους ανθίσταται στις παράλληλες σχέσεις τους. Αποκτούν μάλιστα κι έναν γιο, τον Ντιέγκο. Ο Γκαρί καλεί σε μονομαχία τον Κλιντ Ίστγουντ στα γυρίσματα μιας ταινίας, ο οποίος την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια. Εμένα μου φέρνει στο νου ένα αγαπημένο βιβλίο του. Το «Μετά το σημείο αυτό, το εισιτήριό σας δεν ισχύει πλέον»

Ο Κάρλος Φουέντες, συγγραφέας, Μεξικανός διπλωμάτης και σχέση σύντομη καθότι πολύ συμβατική για μια γυναίκα που αγαπούσε τον κίνδυνο, περιγράφει ως εξής τη μείξη των ειδών που έλκει την Τζιν Σίμπεργκ: «Πίστευε πως την αδικία την πολεμάς όχι μόνο μέσω της πολιτικής, αλλά και μέσω του σεξ, του έρωτα και τις αβύσσους του ρομαντισμού. Αυτό την έκανε εξαιρετικά ευάλωτη».

Πλήρωσε ακριβά το τίμημα της υποστήριξης στις διεκδικήσεις των Μαύρων και των Ινδιάνων. Ερωτεύεται έναν ξάδελφο του Malcom X, μέγα σκάνδαλο για την εποχή αφού είναι λευκή και ξανθιά. Και το πληρώνει ακριβά. Το FBI σκυλιάζει μ’ αυτό το είδος Τζέιν Φόντα στο πιο χλωμό και εύθραυστο, βοηθούντων και των ιδεολογικών κολλημάτων που δηλητηριάζουν τη μετά-Μακάρθυ Αμερική. Ούτε η στήριξή του κινήματος για την ανεξαρτησία της Αλγερίας βοηθάει τη γαλλόφιλη Τζιν. Χαρακτηρίζεται «σεξουαλικά διεστραμμένη». Ήδη εξαρτημένη από διάφορες ουσίες, περνάει στην κηδεμονία ενός σκαιού λαθρέμπορου που τη χτυπάει και την εισάγει σ’ ένα σύμπαν όπου έρχεται σε επαφή με τον πρόεδρο της Αλγερίας Μπουτεφλίκα.

Με τον Jean-Paul Belmondo στην ταινία «Με κομμένη την ανάσα». (Φωτογραφία: IMDb)

Η Τζιν Σίμπεργκ ήταν μια γυναίκα των άκρων, αλλά απαλή κι ευαίσθητη, κι αυτό την κάνει συγκινητική και την οδηγεί στην έξοδο. Επανειλημμένες απόπειρες αυτοκτονίας, αλκοόλ, ναρκωτικά, δίαιτες, κατάθλιψη, άγχη. Περνάει τα πάνδεινα χωρίς να ξεπεράσει κανένα. Πεθαίνει στα 40 της χρόνια, στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου της. Η πυρακτωμένη νιότη της την οδήγησε στην πυρά. Δεν έχει σημασία να θυμάται κάποιος το λευκό R5 που πάρκαρε στην περιοχή των πρεσβειών, το μανδύα που κάλυπτε τη γύμνια ενός χρεωκοπημένου sex-symbol, τις overdoses, ακόμα και την υποψία μιας δολοφονίας που μεταμφιέστηκε σε αυτοκτονία.

Θα μου άρεσε, όμως, να τη σκέφτομαι στο σπουδαιότερό της ρόλο, τη Λίλιθ του Ρόμπερτ Ρόσεν με τον Γουόρεν Μπίτι (1964). Ή να ξυπνάει το γιο της στις πέντε η ώρα το πρωί για να του γνωρίσει την καινούργια λεσβία φίλη τής μιας νύχτας. Θα την ακολουθούσα στις λαφυραγωγήσεις της περαστικών νεαρών κορμιών. Θα την άκουγα να απαγγέλλει Μαλρώ που θαύμαζε και ήθελε «να γνωρίσει στους ανθρώπους το μεγαλείο που αγνοούν ότι κρύβουν μέσα τους». Κι ύστερα θα πέρναγα τον αντίχειρα από τα χείλη, όπως έκανε εκείνη, βέβαιος ότι τα ανθρώπινα είναι βδελυρά.

Ο συμπρωταγωνιστής της Μορίς Ρονέ έλεγε: «Πάντα την ταύτιζα με την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων. Στην Τζιν προκαλούσαν μονίμως έκπληξη τα πράγματα και τα πλάσματα. Ακόμα κι όταν η κατάσταση πήγαινε στραβά για κείνη, παρέμενε ανοιχτή. Ακόμα και στο τέλος, όταν έγινε η Αλίκη στη χώρα των τρόμων».

 

Διαβάστε ακόμα: Γκιγιόμ Απολινέρ – 100 χρόνια από το θάνατο ενός μεγάλου ποιητή με την καρδιά κομμάτια

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top