«Το θέμα δεν είναι να διαθέτει κανείς κάποιου είδους αυθεντικό εαυτό, νου ή άλλη εσωτερική οντότητα, αλλά να διαθέτει την ικανότητα του νου να δημιουργεί αυθεντικές ιδέες, στάσεις, βουλήσεις και έργα».

Χαμένοι μέσα στο πλήθος των άλλων και στο πλήθος των εαυτών μας, πού κρύβεται το αυθεντικό μας εγώ και γιατί πρέπει να το αναζητούμε; Πρόκειται περί μιας ακόμη εικόνας ενός Νάρκισσου που επιθυμεί διακαώς να βλέπει το είδωλό του παντού;

Τι είναι αυτό που θα μας προσφέρει την αυθεντικότητα σε σχέση με τους άλλους; Μήπως είναι μια κατασκευή του υπερτροφικού μας εαυτού που επιθυμεί να δηλώσει -στεντορεία τη φωνή- ότι υπάρχει, αντέχει να υπάρχει, κόντρα σε όλα τα άλλα εγώ που συνωθούνται τριγύρω του;

Ο Νίκος Ερηνάκης, Διδάκτωρ Φιλοσοφίας των Πανεπιστημίων του Λονδίνου και της Οξφόρδης και ποιητής, στο καινούργιο του βιβλίο «Αυθεντικότητα και αυτονομία» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κείμενα, ξεδιαλύνει τους όρους της αυθεντικότητας και της αυτονομίας μεταβαίνοντας από τον πόλο της δημιουργικότητας σε εκείνον της ελευθερίας.

– Ψάχνουμε τον εαυτό μας, αλλά δεν τον βρίσκουμε. Αυτό είναι, grosso modo, το άγχος του μετανεωτερικού ανθρώπου. Πού μπορεί να έχει κρυφτεί;

Μπορεί και να μην υπάρχει. Σημασία έχει πως είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει, είτε δηλαδή αποτελεί μια εσωτερική οντότητα είτε είναι μια ψευδαίσθηση, πλην όμως χρήσιμη, παραμένει μια φαντασιακή δημιουργία μας και το ερώτημα που έχει επί της ουσίας σημασία είναι πώς μπορεί αυτή να είναι μεν αυθεντική αλλά όχι εγωκεντρική και ναρκισσιστική, δηλαδή να είναι αυθεντική με όρους συν-αυθεντικότητας και ισο-αυθεντικότητας, όπως επιχειρώ να τους ορίσω.

Οι φιλόσοφοι της αυθεντικότητας και της αυτονομίας έχουν στηρίξει κατά κύριο λόγο τις αντιλήψεις τους στην ύπαρξη κάποιου είδους αληθινού εαυτού. Ωστόσο, όπως διαπιστώνουμε, οι γραμμές σκέψης των εμπειριστών, των νευροεπιστημόνων και των στοχαστών του μεταμοντερνισμού έχουν αμφισβητήσει έντονα την ύπαρξη ενός τέτοιου εαυτού. Άρα συνειδητοποιούμε ότι, βάσει των πολλαπλών κριτικών που έχει δεχθεί, αυτή η κατεύθυνση σκέψης περί ύπαρξης κάποιου εαυτού μάς οδηγεί αναπόφευκτα σε αδιέξοδα. Οι προτροπές του «να είσαι ο εαυτός σου» ή «να είσαι αληθινός ως προς αυτό που είσαι» είναι παραπλανητικές. Υποστηρίζω ότι η αυθεντικότητα έγκειται στην ίδια τη διαδικασία και τη δραστηριότητα της δημιουργίας και όχι σε κάποια μορφή του εαυτού η οποία κρύβεται εντός του προσώπου. Το θέμα δεν είναι να διαθέτει κανείς κάποιου είδους αυθεντικό εαυτό, νου ή άλλη εσωτερική οντότητα, αλλά να διαθέτει την ικανότητα του νου να δημιουργεί αυθεντικές ιδέες, στάσεις, βουλήσεις και έργα. Επομένως, η θεωρία την οποία προτείνω δεν αποτελεί μία εκδοχή της αυθεντικότητας-ως-(ε)αυτοέκφρασης αλλά αντιθέτως μια θεώρηση που ονομάζω αυθεντικότητα-ως-δημιουργικότητα και η οποία φιλοδοξεί να παραμείνει άθικτη από τις προαναφερθείσες ισχυρές και πολλές φορές δόκιμες κριτικές.

Το βιβλίο του Νίκου Ερηνάκη «Αυθεντικότητα και αυτονομία» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κείμενα.

– Το γεγονός ότι τον αναζητούμε στο ψηφιακό μας αποτύπωμα ενέχει τον κόσμο να φτιάχνουμε μια ιδεατή-αυτιστική εικόνα μας;

Στη σύγχρονη εποχή έχει επικρατήσει ως τάση μια ψευδεπίγραφη έννοια αυθεντικότητας που στην ουσία προσιδιάζει σε έναν ναρκισσιστικό εγωτισμό, έναν ηδονιστικό ατομικισμό, μια πολιτισμική και κοινωνικο-πολιτική παθογένεια, όπου το είναι δεν έχει παραδοθεί μόνο στο έχειν αλλά και, πρωτίστως, στο φαίνεσθαι. Εδώ όμως αναφερόμαστε σε μια θεώρηση της αυθεντικότητας που όχι μόνο είναι ριζικά διαφορετική αλλά και εναντιώνεται βαθιά ακριβώς σε αυτό.

H αυθεντικότητα όχι μόνο δεν πρέπει να παρεξηγείται ως αμιγώς ναρκισσιστική, αλλά αντιθέτως, εννοούμενη με τους όρους που επιχειρώ να θέσω στο βιβλίο, να προσεγγιστεί ως η μόνη διαδρομή υπέρβασης αυτής της παθογένειας που χαρακτηρίζει την εποχή της ύστερης νεωτερικότητας. Πιο συγκεκριμένα, μια ηθική της αυθεντικότητας θα αντέκρουε την παθογένεια της απόλυτης εστίασης στην επιφανειακή, κενή νοήματος εικόνα και στη διαρκή επικοινώνησή της ως προσωπικού ή συλλογικού θεάματος, το οποίο αμφιταλαντεύεται διαρκώς μεταξύ του πραγματικού (φυσικού και αστικού) και του υπερ-πραγματικού (ψηφιακού) πεδίου και θα προσανατολιζόταν προς την ουσιαστική δημιουργία ελεύθερων και καινοτόμων στάσεων ως στοιχείων του χαρακτήρα μας, καθώς και δημιουργημάτων ως έργων οιονεί καλλιτεχνικών.

«H αυθεντικότητα όχι μόνο δεν πρέπει να παρεξηγείται ως αμιγώς ναρκισσιστική, αλλά αντιθέτως, να προσεγγιστεί ως η μόνη διαδρομή υπέρβασης αυτής της παθογένειας».

– Το εγώ που παλεύει για το δικαίωμα στην ετερότητα, να διαφέρει από τους άλλους, στο τέλος αναζητεί εναγώνια την ταυτότητα, τη σύμπλευση με το όλον. Υπάρχει αντίφαση σ’ αυτό;

 Το να είσαι αυθεντικός διαδραματίζει θεμελιώδη ρόλο στην καλλιέργεια και τη διατήρηση του είδους της κοινωνίας στην οποία η αυθεντικότητα ως ιδεώδες μπορεί να είναι δυνατή. Το ιδεώδες της αυθεντικότητας και το σύγχρονο ιδεώδες μιας ελεύθερης κοινωνίας συνδέονται άρρηκτα. Αυτό που διακυβεύεται για την επίτευξη της πληρέστερης ζωής δεν είναι να κάνουμε μια επιλογή ανάμεσα στο να εστιάζουμε στην αυτοπραγμάτωση και στο να χάνουμε τον εαυτό μας μέσα στις κοινωνικές εμπλοκές. Η ανάπτυξη της αυθεντικότητας του καθενός, σε συνδυασμό με τη διασφάλιση του δικαιώματος και της δυνατότητας συμμετοχής όλων στη συν-αυθεντικότητα και τη δέσμευση ως καθήκον για τη διασφάλιση της ισο-αυθεντικότητας όλων, επιτυγχάνει τον στόχο μιας ευτοπικής κοινωνίας. γιατί εάν η αυθεντικότητα είναι ουσιαστικά και μια κοινωνική αρετή, τότε το αυθεντικό πρόσωπο πρέπει να μπορεί να διαδραματίσει πολύτιμο ρόλο στην κοινωνία.

«Η τυχαιότητα είναι ένας κάπως παρεξηγημένος όρος, υπό μία έννοια ελάχιστα πράγματα στη ζωή είναι τυχαία».

Βάσει αυτού μια αισθητικο-καλλιτεχνικά πραγματωμένη ζωή θα μπορούσε να είναι επίσης ηθική εντός ενός κοινωνικο-πολιτικού πεδίου που θα προωθούσε την επίτευξη της ελευθερίας διασφαλίζοντας παράλληλα την ισο-αυτονομία. Πρώτον, αποσαφηνίζοντας τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να συλλάβουμε το κοινωνικοπολιτικό πεδίο ως μία αισθητική περιοχή, η οποία είναι ανοικτή προς δημιουργική συμμετοχή, σε μεγάλο βαθμό κατά τον ίδιο τρόπο με ένα δημιούργημα τέχνης. Δεύτερον, συγκεράζοντας το πολιτικό και το (μετα-)νεωτερικό καλλιτεχνικό πεδίο εντοπίζοντας τις ομοιότητες των δημιουργικών και αυθεντικών στοιχείων της δομής και της δυναμικής τους και διαφεύγοντας από τους περιορισμούς της μίμησης, της αντανάκλασης και της αναπαράστασης αλλά στοχεύοντας προς μια ποιητική σύνθεση μακριά από το οικείο.

– Η τυχαιότητα παίζει κάποιο ρόλο; Πολλές φορές οι σκέψεις και οι πράξεις μας επηρεάζονται από το τυχαίο που θάλλει στη ζωή.

Η τυχαιότητα είναι ένας κάπως παρεξηγημένος όρος, υπό μία έννοια ελάχιστα πράγματα στη ζωή είναι τυχαία και δεν το λέω ως κάποιος υπέρμαχος του ντεντερμινισμού (αιτιοκρατίας), αλλά υπό ένα ευρύτερο πλαίσιο οπτικής περί του τι μπορεί να είναι πράγματι τυχαίο και τι όχι.

«Το υποκείμενο της δημιουργικότητας, είτε ατομικό είτε συλλογικό, δύναται να γίνει υποκείμενο της αυθεντικότητας».

– Κατανοούμε την έννοια της αυθεντικότητας ως μια καθαρή στάση του ατόμου απέναντι στην κοινωνία. Σαν μια διαπάλη. Εσύ, όμως, λες πως μπορεί να υπάρξει κοινή πλεύση.

Η αυθεντικότητα-ως-δημιουργικότητα στην πληρέστερη μορφή της ενέχει τις θεωρήσεις — όπως επιχειρώ να τις εισάγω και ορίσω στο βιβλίο — της συν-αυθεντικότητας (κοινή, διυποκειμενική επίτευξη αυθεντικότητας) και της ισο-αυθεντικότητας (σεβασμός και διασφάλιση ως προς τη δυνατότητα επίτευξης της αυθεντικότητας του κάθε προσώπου) ως πτυχές της. Στην έντονη, και κάποιες φορές αιτιολογημένη, πολεμική έναντι της σύγχρονης ψευδεπίγραφης «κουλτούρας της αυθεντικότητας» σχετικά με το ότι στερείται ηθικο-πολιτικής διάστασης — ούσα ατομικιστική, εγωτιστική και ναρκισσιστική — η αμοιβαία αναγνώριση, η συνεργασία, ο αλτρουισμός, η αλληλεγγύη και η δέσμευση προς τους άλλους, που προκύπτουν από τις διαστάσεις της συν-αυθεντικότητας και της ισο-αυθεντικότητας, εξασφαλίζουν την περιθωριοποίηση κάθε πτυχής αυθεντικότητας που μπορεί να λειτουργεί ως περιορισμός της αυθεντικότητας ενός ή πολλών άλλων προσώπων.

«Κατά την άποψή μου, η αυθεντικότητα αποτελεί μέρος της θεωρίας του καλού».

– Ο δημιουργός λειτουργεί με ατομικό ή κοινωνικό σκοπό; Υπάρχει ο κίνδυνος η κοινωνία να δράσει καταπιεστικά στην ατομική βούληση για δημιουργία;

 Βεβαίως, και αυτό είναι το πιο σύνηθες —ωστόσο ακριβώς στην προσπάθειά μας για να μην υποκύψουμε στον καταναγκασμό του όποιου άλλου οφείλουμε να οχυρώνουμε τη δημιουργικότητα και την αυθεντικότητά μας με σχεσιακά χαρακτηριστικά και να μην εγκλωβιζόμαστε αμιγώς σε ένα ατομικιστικό πλαίσιο. Η αυθεντικότητα-ως-δημιουργικότητα του κάθε προσώπου μπορεί να πραγματωθεί στην πληρότητά της, και άρα να διαφύγει κάθε κίνδυνο καταπίεσης, αλλοτρίωσης και καταναγκασμού, μόνο εντός ενός πλαισίου όπου μπορεί να υπάρξει η ίδια τόσο ως ισο-αυθεντικότητα όσο και ως συν-αυθεντικότητα. Η σχεσιακή διάσταση της επίτευξης της αυθεντικότητας, μαζί με την παράλληλη εξασφάλιση ίσων δυνατοτήτων προς την ανάπτυξή της για όλους, είναι που εξασφαλίζει τη μορφή της αυθεντικότητας που όχι μόνο δεν είναι κενή νοήματος, εγκλωβισμένη σε αυτοαναφορικά και ναρκισσιστικά πλαίσια, αλλά αντιθέτως μπορεί να προσφέρει ουσιαστικό περιεχόμενο που φέρει νοήματα τα οποία αφορούν στην κοινωνική πραγματικότητα βάσει ενός πλαισίου διυποκειμενικότητας που δύναται να μετασχηματίζει τόσο το πρόσωπο όσο και τον άλλον με έναν τρόπο δημιουργικά συγκροτητικό και άρα αυθεντικό.

«Δεν έχουμε ελευθερία των πράξεων μας, επειδή δεν μπορούμε να έχουμε ελευθερία των επιθυμιών μας».

– Η επιθυμία είναι πιο ισχυρή από το στόχο; Μπορούμε να μην φτάσουμε ποτέ σ’ αυτό που θέλουμε, αλλά να το επιθυμούμε εσαεί;

Μια κυρίαρχη άποψη υποστηρίζει ότι ακόμα κι αν μπορούμε να επιλέξουμε τι επιθυμούμε να πράξουμε, δεν μπορούμε να επιλέξουμε τι επιθυμούμε να επιθυμούμε. Δεν έχουμε ελευθερία των πράξεων μας, επειδή δεν μπορούμε να έχουμε ελευθερία των επιθυμιών μας. Επιδίωξή μου είναι η ανατροπή αυτής της άποψης, αναδεικνύοντας τη δυνητική, θετική αλληλοσυσχέτιση μεταξύ δημιουργικότητας, αυθεντικότητας και ελευθερίας.

Το υποκείμενο της αυτονομίας δεν μπορεί να γίνει, μόνο στη βάση της αυτονομίας, υποκείμενο της (θετικής και αρνητικής) ελευθερίας. Το υποκείμενο της δημιουργικότητας, είτε ατομικό είτε συλλογικό, δύναται να γίνει υποκείμενο της αυθεντικότητας και τότε μόνο πράγματι υποκείμενο της πλήρους ελευθερίας. Ο αυτομετασχηματισμός του προσώπου και του κοινωνικού συνόλου είναι δυνατός στον βαθμό που δεσμευόμαστε και σε κάτι πέρα από τις επιθυμίες μας, που όμως παραμένει αυθεντικό για εμάς, πολλές φορές πιο πολύ και από τις επιθυμίες μας, ως ένα πηγαίο κάλεσμα, δημιουργημένο από το κάθε πρόσωπο ξεχωριστά, αλλά ταυτοχρόνως ταυτιζόμενο και με αυτό των άλλων, ένα κάλεσμα που, εν συνεχεία, ως ενοποιημένη κοινωνική δημιουργία μπορεί να πραγματώσει ένα αισθητικο-πολιτικό όραμα συλλογικής ελευθερίας-ως-αυθεντικότητας που τόσο απουσιάζει από την εποχή μας.

«Η παθογένεια της διαρκούς οικοδόμησης της εικόνας μιας μορφής ευτυχίας, που στην ουσία καθορίζει και την αυτοεικόνα μας, εγκλωβίζεται απλώς σε έναν ψυχαναγκαστικό περιορισμό της διαρκούς επικοινώνησης αυτής».

– Η ευτυχία είναι ένας ιδεατός στόχος; Μήπως την έχουμε ταυτίσει με την ηδονοθηρία;

Η ευτυχία είναι επίσης ένας παρεξηγημένος όρος. Η ευτυχία ιδωμένη ως ένα ιδεώδες που αποτελεί σκοπό καθεαυτόν μοιάζει υπερεκτιμημένη. Η παθογένεια της διαρκούς οικοδόμησης της εικόνας μιας μορφής ευτυχίας, που στην ουσία καθορίζει και την αυτοεικόνα μας, εγκλωβίζεται απλώς σε έναν ψυχαναγκαστικό περιορισμό της διαρκούς επικοινώνησης αυτής. Εργαλειοποιείται και εμπορευματοποιείται η εσωτερική και εξωτερική εικόνα μας ως εάν να ήταν η αυθεντική ταυτότητα του προσώπου, ενώ επί της ουσίας το περιεχόμενο διαρκώς απουσιάζει. Σε μια εποχή που ένα σημαντικό μέρος των προσώπων εκθέτει την ύπαρξή του ως προϊόν μέσα από κάθε μορφής διαδικτυακή πλατφόρμα σε μια σύγχυση ανάμεσα στο πραγματικό (φυσικό) και το υπερ-πραγματικό (ψηφιακό) πεδίο, ανάμεσα σε μια φαντασιακή πραγματικότητα κάλπικης ευτυχίας και μια ψηφιακή απεικόνισή της που την καθιστά ακόμα πιο κάλπικη, χωρίς ένα κάποιο αξιακό πλαίσιο και ταυτόχρονες ηθικές, αισθητικές και κοινωνικο-πολιτικές βάσεις, η αναζήτηση της ευτυχίας οδηγεί μοιραία μόνο στη διαρκή σισύφεια διαπίστωση της ματαιότητας.

«Η Αλλαγή, η Κίνηση μάς διατηρούν πιο κοντά από καθετί άλλο στο είναι-ως-γίγνεσθαι μας».

Η μόνη μορφή ευτυχίας που μοιάζει να μπορεί να υπερβεί την ισχυρή έλξη προς τη ματαιότητα είναι η επίτευξη της πληρότητας της ανθρωπινότητάς μας· ώστε δυνητικά, μόλις αυτή επιτυγχάνεται, να μπορούμε και να την υπερβαίνουμε προς έναν μετασχηματισμό που διανοίγει τον δρόμο για όλο και ανώτερες μετεξελιγμένες μορφές ανθρωπινότητας. Ο αγώνας προς μια τέτοια επίτευξη – ο αγώνας για την ευτυχία ως δυνητική πληρότητα της όλο και περισσότερο διαστελλόμενης ανθρωπινότητάς μας– είναι ο αγώνας της αυθεντικότητας-ως-δημιουργικότητας.

– Εχουμε «δικαίωμα» στον μετασχηματισμό του εαυτό μας; Είναι σύμφυτο με την ανθρωπινότητά μας η επανεφεύρευση του εαυτού μας;

Το δίχως άλλο —αυτό είναι άλλωστε και το ζητούμενο. Ως προς αυτό παραμένουμε βαθιά ηρακλείτειοι, η Αλλαγή, η Κίνηση μάς διατηρούν πιο κοντά από καθετί άλλο στο είναι-ως-γίγνεσθαι μας.

«Εχουμε το δικαίωμα του μετασχηματισμού του εαυτού μας».

– Η αυθεντικότητα οδηγεί στην αυτονομία ή λειτουργεί με διαφορετικούς τρόπους;

Η συντριπτική πλειοψηφία των στοχαστών είτε ταυτίζουν την αυθεντικότητα με την αυτονομία είτε, σε άλλες περιπτώσεις, εκλαμβάνουν τη μία ως βασική προϋπόθεση της άλλης. Η πρόθεσή μου, αντίθετα, είναι να διακρίνω τις δύο έννοιες όσον αφορά στη βαθύτερη ουσία, στη λειτουργία και στον ρόλο τους στην κοινωνικο-πολιτική, αισθητικο-καλλιτεχνική και ηθική μας σκέψη και πρακτική. Η πιθανότητα η αυθεντικότητα να έρθει σε άμεση σύγκρουση με την αυτονομία έχει σημαντικά παραβλεφθεί. Η σαφής διάκριση μεταξύ αυθεντικότητας και αυτονομίας είναι καθοριστική, καθώς μόνο εάν καθεμία από αυτές τις έννοιες γίνει κατανοητή με τους δικούς της όρους μπορεί να αποκαλυφθούν οι ιδιαίτερες διακριτές τους διαστάσεις.

«Η αυτονομία αποτελεί μέρος της αρχής του σωστού, και οφείλουμε να τη σεβόμαστε».

Κατά την άποψή μου, η αυθεντικότητα αποτελεί μέρος της θεωρίας του καλού, και οφείλουμε να την προάγουμε σε κάθε επίπεδο, ενώ η αυτονομία αποτελεί μέρος της αρχής του σωστού, και οφείλουμε να τη σεβόμαστε, αξιοποιώντας τη για την οριοθέτηση ενός ρυθμιστικού πλαισίου επιτρεπτών και μη πράξεων. Αν και οφείλουμε λοιπόν να σεβόμαστε την αυτονομία, ο στόχος μας θα πρέπει κυρίως να είναι η ανάπτυξη μιας κοινωνικής πραγματικότητας, με τις ανάλογες κοινωνικές κατασκευές και δομές, που προάγει και καλλιεργεί την αυθεντικότητα τόσο σε προσωπικό επίπεδο για όλους (ισο-αυθεντικότητα) όσο και σε συλλογικό επίπεδο (συν-αυθεντικότητα), καθώς, προκειμένου μια ανθρώπινη ζωή, αλλά και κοινωνία, να ανθίσει και να οδηγείται διαρκώς προς την ολοένα και πιο ανοικτή και διαστελλόμενη δυνητική πληρότητα και εκπλήρωσή της, χρειάζεται να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο δημιουργική και αυθεντική.

– Πόση ποίηση υπάρχει στη φιλοσοφία και πόση φιλοσοφία υπάρχει στην ποίηση;

 Πολύ συχνά καθόλου —χωρίς αυτό να σημαίνει αναγκαστικά ότι η φιλοσοφία χωρίς ποίηση ή η ποίηση χωρίς φιλοσοφία στερούνται κάποιας αξίας ή ποιότητας. Ωστόσο, προσωπικό μου πρόταγμα αποτελεί σίγουρα η δημιουργική σύζευξή τους, καθώς, τουλάχιστον κατά τη δική μου άποψη, αμφότερες έχουν προσεγγίσει ιστορικά τις υψηλότερες και βαθύτερες στιγμές τους όταν βρέθηκαν όχι μόνο σε δημιουργική διάδραση αλλά και σε αυθεντική ταύτιση.

 

//Ο Νίκος Ερηνάκης (Αθήνα, 1988) είναι Διδάκτωρ Φιλοσοφίας των Πανεπιστημίων του Λονδίνου και της Οξφόρδης έχοντας σπουδάσει Οικονομικά (ΟΠΑ), Φιλοσοφία & Συγκριτική Λογοτεχνία (Warwick), και Φιλοσοφία των Κοινωνικών Επιστημών (LSE). Έχει κατά διαστήματα διδάξει Πολιτική & Κοινωνική Φιλοσοφία, Αισθητική & Φιλοσοφία της Τέχνης, και Ηθική στην Αγγλία, και είναι Διδάσκων Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Εργάζεται επίσης ως Επιστημονικός Διευθυντής στο think-tank ENA, διετέλεσε μέλος του Δ.Σ. του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, και είναι μέλος του Δ.Σ. της Ελληνικής Συμφωνικής Ορχήστρας Νέων. Έχουν εκδοθεί δύο βιβλία ποίησής του (“Σύντομα όλα θα καίγονται και θα φωτίζουν τα μάτια σου”, Ροές, 2009 και “Ανάμεσα σε όσα πέφτει η σκιά”, Γαβριηλίδης, 2013) και δύο βιβλία επιλογής ποιημάτων του Georg Trakl (“Σκοτεινή αγάπη μιας άγριας γενιάς”, Γαβριηλίδης, 2011) και του Paul Celan (“Βόρεια του μέλλοντος”, Γαβριηλίδης, 2017) σε μετάφρασή του. Δοκίμια, άρθρα και ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά, έχουν συμπεριληφθεί σε ελληνόγλωσσους και ξενόγλωσσους συλλογικούς τόμους, ανθολογίες και πρακτικά συνεδρίων με κριτές, και έχουν μεταφραστεί σε έξι γλώσσες. Το 2018 κυκλοφόρησε στη Γαλλία η μετάφραση του δεύτερου ποιητικού του βιβλίου σε δίγλωσση έκδοση από τις εκδόσεις Desmos.

 

 Διαβάστε ακόμα: Χάρης Βλαβιανός – «Ο αυριανισμός ζει και βασιλεύει».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top