Η συλλογή «Μετά από μένα» είναι ένα παυσίπονο. Δεν έχει σκοπό να αποδιώξει το τέλος αλλά να το ενδύσει με ένα ειλικρινές συναισθηματικό φάσμα.

Μια ξαφνική ικμάδα ήλιου κι ύστερα η υπενθύμιση μιας σκιάς που επέρχεται. Η οικειότητα του ρεμβασμού ενός θερινού τοπίου και, αίφνης, η συνειδητοποίηση πως το αλάτι της θάλασσας θρέφει, αλλά και πονάει την πληγή της μνήμης. Η ποίηση του Γιάννη Τζανετάκη, όπως μας παραδίδεται στην 10η ποιητική συλλογή του «Μετά από μένα» (εκδ. Πόλις) είναι σαν μια παλιά περγαμηνή που δεν πρέπει, δεν επιτρέπεται, να την ακουμπήσεις με γυμνά χέρια.

Η προηγούμενη συλλογή του «Θαμπή πατίνα» (εκδ. Πόλις) μάς είχε προσφέρει ένα ολοκάθαρο βίωμα μεταγγισμένο σε ολιγόστιχα ποιήματα άρτιας αισθητικής και ήπιας λάμψης. Σε εκείνη τη συλλογή είχες την αίσθηση του χρόνου που αποδρά αφήνοντας πάνω σε ανθρώπους και πράγματα τη σκόνη της ανάσας του.

Το φευγαλέο της ζωής, η μονολιθική «εμμονή» του χρόνου να προχωράει αδυσώπητα (δίχως δυνατότητα επιστροφής), το βουβό μουρμουρητό των ενθυμήσεων που έρχονται άλλοτε απροσδόκητα, αιφνίδια, ανακουφιστικά, αλλά και πονετικά, όλα αυτά που καθορίζουν εν πολλοίς την ποίηση του Γιάννη Τζανετάκη, στη νέα συλλογή του υπάρχουν με τη σκοτεινή υπόκρουση του τέλους, του θανάτου να χτυπάει τη θύρα των λέξεων.

Αν στη «Θαμπή πατίνα» είχες την ψευδαίσθηση ενός ξανακερδισμένου χρόνου, έστω και παίζοντας την παράταση που έλεγε και ο Μανόλης Αναγνωστάκης, καταλαβαίνοντας όμως ότι τίποτα δεν επανέρχεται, στο «Μετά από μένα» το ποιητικό υποκείμενο βρίσκεται μπρος στο φάσμα του αναπόδραστου τέλους.

Η ποιητική του Τζανετάκη είναι λιτή, ασκητική, αρνείται να υποκύψει στην ευκολία των επιθετικών προσδιορισμών ή των υπερβατικών λεκτικών ολισθημάτων.

Ο Γιάννης Τζανετάκης στο Παλέρμο, στο τελευταίο palazzo του Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα (φωτό: Κίμων Φραγκάκης)

Η νιότη σφύζει, διαλάμπει και τρέφεται από την αλκή της και ο ποιητής στέκει παράμερα, στη σκιά, και την παρατηρεί με θάλπος, αλλά και επίγνωση (βουβή, μελαγχολικά κατεργασμένη) πως κάποτε ένας τέτοιος έφηβος ήταν κι εκείνος. Ολοι υπήρξαμε κάποτε νέοι, πιστεύοντας πως θα είμαστε πάντα οι αειπάρθενοι αυτού του κόσμου.

Στιγμές θερινής ραστώνης που αθροίζουν την απώλεια, σκηνές υπόκωφης έντασης που προκαλούνται από αντικείμενα που φέρουν όμως σημασιολογικό βάρος στην προσωπική μυθολογία του ποιητή, αλλά και πρόσωπα οικεία, κάποτε ολοζώντανα, πάλλοντα, και τώρα, φευ, τοποθετημένα στις προθήκες του παρελθόντος. Από τους στίχους του Γιάννη Τζανετάκη πέφτει στάγδην ο χρόνος, οι μνήμες, οι άνθρωποι, η κατάσταση των πραγμάτων.

Το καταστάλαγμα όλων αυτών, διηθημένο μέσα σε ποιήματα που θαυμάζονται για την οικονομία τους (όχι στενεμένη, αλλά προσήγορη) είναι πάντα η αίσθηση πως όλα κάποια στιγμή τελειώνουν, κατατρώγονται από τη θνητή φύση των ανθρώπων. Το τέλος επέρχεται κι εμείς που υπήρξαμε γνωρίζουμε πως μετά από εμάς κάποιοι άλλοι θα συνεχίσουν το γαϊτανάκι της ζωής.

Η συλλογή χωρίζεται σε τρία μέρη. Η πρώτη που φέρει τον τίτλο «Με πάνω τους το χνούδι» συνομιλεί ανοιχτά με τη δεύτερη «Άδεια ακρογιαλιά». Η πάλη ανάμεσα στην ανάμνηση και την επιθυμία που δονεί το πρώτο μέρος, δίνει τη θέση της σε μια αργασμένη αίσθηση τετελεσμένου που κανείς, σίγουρα όχι το ποιητικό υποκείμενο, δεν μπορεί να ανακόψει.

Εν μέσω χειμώνα, οι σκηνές του θέρους που μας μεταφέρει ο Τζανετάκης ζεσταίνουν το δέρμα, φέρνουν στο νου μια ερωτική ζάλη, την ψευδαίσθηση ενός καλοκαιριού που δεν θα σταματήσει ποτέ να μας προσφέρει τη γενναιόδωρη ανεμελιά του. Κι όμως, πάντα στο τέλος εμφανίζεται μια σκιά, μια ρωγμή ή, όπως, έγραφε ο Σείκιλος στον Επιτάφιό του «Προς ολίγον εστί το ζήν Το τέλος ο χρόνος απαιτεί». Ήτοι: «Η ζωή ήταν σύντομη/ο χρόνος οδηγεί στο τέλος».

Ωστόσο, το τρίτο μέρος της συλλογής είναι κι αυτό ένας επιτάφιος, ένα ξόδι, ένας αποχαιρετισμός. Φέρει τον τίτλο «Δίχως εσένα» και είναι αφιερωμένο στην αδόκητα χαμένη αδελφή του ποιητή. Εδώ ο θάνατος το έχει στρώσει, έχει επιβάλλει τον σκληρό του νόμο και ο ποιητής αφήνει τον πόνο να γλιστρήσει στους στίχους, δίχως όμως να εκτρέψει τα ποιήματα προς μια συναισθηματολογία που θα απέκρουε το αισθητικό αποτέλεσμα.

Ο Γιάννης Τζανετάκης έχει μια κατακτημένη αίσθηση μέτρου. Η ποιητική του είναι λιτή, ασκητική, αρνείται να υποκύψει στην ευκολία των επιθετικών προσδιορισμών ή των υπερβατικών λεκτικών ολισθημάτων. Θαυμάζεται για το γεγονός ότι καταφέρνει να μετατρέψει το χθαμαλό, το μικρό, ακόμη και το κοινότοπο, σε κάτι σημαντικό μέσω των στίχων του.

Οι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοί του, αλλά και τα επιγραμματικά του ποιήματα φέρνουν στον νου τον Σολωμό και το δημοτικό τραγούδι. Είναι ένας ρυθμός που τον ξέρει, τον έχει επεξεργαστεί και σε προηγούμενες συλλογές του και δείχνει έμπρακτα πως η λιτότητα συγκερασμένη με τον σωστό ρυθμό μπορεί να μας προσφέρει στίχους σπάνιας ομορφιάς. Ακόμη κι αν το αποτύπωμα που αφήνουν είναι η θλίψη για τη ζωή που φεύγει και χάνεται.

Χάνεται, αλλά δεν ξεχνιέται και σίγουρα τραγουδιέται από σημαντικούς ποιητές όπως ο Γιάννης Τζανετάκης. Η συλλογή «Μετά από μένα» (εκδ. Πόλις) είναι ένα παυσίπονο. Δεν έχει σκοπό να αποδιώξει το τέλος (κανείς δεν μπορεί), αλλά να το ενδύσει με ένα ειλικρινές συναισθηματικό φάσμα.

 

Διαβάστε ακόμα: Βασίλης Βασιλικός, ένας συγγραφέας που έζησε μυθιστορηματική ζωή. 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top