Κώστας Κουτσουρέλης, «Ελάσσονες και εριστικοί»
Ελάσσων κι όμως τόσο εριστικός ‒
αυτά τα δυο ταιριάζουν;
Το πρώτο εξαντλείται απλώς
στη μετριότητα των μετρίων
(και δεν ταυτολογώ εδώ πέρα…)
Α, δεν είν’ άχαρη αυτή η δωρεά!
θέλει ταλέντο να ’σαι βολικός,
να ξέρεις τι ζητάς, ν’ αρκείσαι,
να ’χεις μια θέση πάντα γελαστή
στο κάδρο της φαμίλιας.
Είναι ευλογία εσύ ο σκυφτός
με τους στητούς να σου δοθεί να οδοιπορήσεις,
έστω απ’ τους πρόποδες να δεις
ψηλά, ώς τη ρώγα της κορφής ‒
εκείνην που δεν πρόκειται
ποτέ να πιπιλίσεις.
Το άλλο πάλι, ανάποδα,
ένα έχει ανάγκη προπαντός: θράσος πολύ.
Θέλει της Έριδος τη φούρια, τη χολή,
τους γύρω για να θορυβείς διαρκώς
και ν’ αλαφιάζεις.
Θέλει να είσαι η μούργα στο νερό,
καρφί που επαίρεσαι επειδή
στο ξένο έχεις μπηχτεί το μάτι.
Θέλει ίδιος προβοκάτορας
το σύμπαν να ρωτάς:
«πόσο μετράει το μέλι σου
μπρος σ’ έναν κόκκο αλάτι;»
Ο ελάσσων είναι ένα αχ,
αιτείται ενός λεπτού σιγή
για ν’ αντηχήσει.
Ο εριστικός είναι κραυγή,
φωτοβολίδα που ενοχλεί τη φύση.
(Από τη συλλογή «Λάμπρου Λαρέλη Vita Poetica», εκδ. Gutenberg, 2016)
Στην επόμενη σελίδα: «οι πιο πικροί ελάσσονες».