– Τι πραγματεύεται το νεο σου βιβλίο; Είναι ιστορικό, ταξιδιωτικό ή κάτι άλλο;
Είναι και ιστορικό και ταξιδιωτικό. Τα πρώτα κεφάλαια μελετούν την πορεία προς την Άλωση, την μετάβαση από την βυζαντινή στην οθωμανική Πόλη και την ανάδειξη της τάξης των Φαναριωτών. Τα υπόλοιπα αποτελούν μία περιήγηση, δρόμο-δρόμο, στο Φανάρι, τις Βλαχέρνες και το Μπαλάτ, εξ ου και ο τίτλος – «Στις άγνωστες γειτονιές του Κερατίου».
– Έζησες κάποια χρόνια στην Κωνσταντινούπολη. Έφυγες για προσωπικούς λόγους ή άλλαξε κάτι τα τελευταία χρόνια με τον Ερντογανισμό;
Έζησα στην Πόλη για 12 χρόνια και η παραμονή μου συνέπεσε με τα καλύτερα χρόνια της πρόσφατης τουρκικής ιστορίας – χρόνια ανοιγμάτων και φιλελευθεροποίησης της κοινωνίας. Έφυγα το 2015 γιατί δεν άντεχα πια αυτό που είχε γίνει η Τουρκία και η κοινωνία στην Πόλη – ως συνέπεια της «κοινωνικής μηχανικής» του καθεστώτος Έρντογαν (γιατί περί αυτού πρόκειται).
– Σήμερα βρίσκεται στην Αθήνα ο Ταγίπ Έρντογαν που έχοντας γυρίσει την πλάτη στον Κεμαλισμό εγγράφεται κατα κάποιο τρόπο στη δεσποτική και ίσως επεκτατική πολιτική παράδοση των Σουλτάνων μετά το Βυζάντιο. Ποια πιστεύεις ότι πρέπει να είναι η στάση μας απέναντί του με δεδομένο ότι το χαρτί της Ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας μάλλον καεί; Κατευνασμός, σκλήρυνση των θέσεών μας ή κάτι άλλο;
Νομίζω πως η όλη ισορροπία δυνάμεων έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια: η Τουρκία έχει χάσει την άνευ όρων στήριξη της Δύσης που άλλοτε απολάμβανε για λόγους στρατηγικούς. Σε μεγάλο μέρος του δυτικού στρατοπέδου, η Τουρκία του Έρντογαν γίνεται ορατή περισσότερο ως πονοκέφαλος και πηγή αστάθειας παρά ως στρατηγικός εταίρος. Το καθεστώς Έρντογαν έχει κάψει τις πατροπαράδοτες γέφυρες της Τουρκίας με τους δυτικούς και περιφερειακούς (Ισραήλ) συμμάχους της, ενώ απέτυχε να οικοδομήσει καινούριες σε σταθερές βάσεις – παρά τις λυκοφιλίες με Πούτιν κλπ. Στο κλίμα αυτό η Ελλάδα θα μπορούσε, παρά την οικονομική της δυσπραγία, να εκμεταλλευθεί την ένταξή της στον δυτικό κόσμο αλλά και τις άρτιες σχέσεις της με τον αραβικό, ώστε να επιδιώξει στρατηγικά ωφέλη. Αδυνατώ να καταλάβω την αιωνίως και ηλιθίως επαναλαμβανόμενη φράση “H Eλλάδα δεν έχει διεκδικήσεις έναντι της Τουρκίας.” Είναι ηλίθια όταν απευθύνεται σε μία χώρα σταθερά και υπέρμετρα διεκδικητική και σε μια κοινωνία που λειτουργεί απολύτως με την λογική του παζαριού – που προβάλλει υπέρμετρες διεκδικήσεις για να φύγει με ό,τι μπορεί. Το ίδιο θα έπρεπε να κάνει και η ελληνική πλευρά, συντονίζοντας παράλληλα τις κινήσεις της με την Κύπρο, την Αρμενία, τον Άσαντ, το Ιράκ, το Ιράν και κάθε οντότητα που ενδεχομένως έχει διεκδικήσεις έναντι της Τουρκίας. Η εξωτερική πολιτική, εξάλλου, βασίζεται μονάχα πάνω στο συμφέρον. Η ενδοτικότητα – κατευνασμός έναντι της Τουρκίας και του Έρντογαν ειδικότερα στην παρούσα συγκυρία δεν είναι παρά στρουθοκαμηλισμός.
– Οι Κωνσταντινουπολίτες αυτοαποκαλούνται Ρωμιοί δηλαδή Ρωμαίοι, από την Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία που ήταν το Βυζάντιο. Νιώθεις Ρωμιός; Έλληνας; Ευρωπαίος; Μετα-Οθωμανός; Και πως νομίζεις ότι πρέπει να αυτοπροσδιοριζόμαστε οι Ελλαδίτες σήμερα που έχουμε χάσει την ταυτότητα μας;
Νιώθω απόλυτα Ευρωπαίος και γιατί έχω μεγαλώσει σε δίγλωσσο περιβάλλον (ελληνικά-αγγλικά) και γιατί σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης (Ισπανία, Πορτογαλία, Νότια Γαλλία, Ιταλία) νιώθω σαν στο σπίτι μου. Φυσικά νιώθω και Έλληνας και με γοητεύει πολύ η ιστορία και ο πολιτισμός των Ελλήνων. Νιώθω και Ρωμαίος – Ρωμιός, ότι δηλαδή μετέχω στην κληρονομία της Ρώμης και εκείνη της Ρωμανίας («Βυζαντίου») και τις τιμώ. Οπωσδήποτε δεν αισθάνομαι μετα-Οθωμανός: παρότι κατέχω καλά την τουρκική γλώσσα και κάπως την οθωμανική ιστορία, δεν θεωρώ πως πολιτιστικά με συνδέει κάτι παραπάνω με την παράδοση αυτήν, όπου το Ισλάμ και ήθη εντελώς ξένα προς εμένα βαρύνουν καταλυτικά. Βλέπω τους Έλληνες και την Ελλάδα ως κομμάτι της πολυπρόσωπης Ευρώπης. Δεν θα έλεγα πως έχουμε χάσει την ταυτότητά μας, αλλά πως βρισκόμαστε σε μια περίοδο προβληματισμού και σύγχυσης. Πιστεύω ακράδαντα πως μονάχα η ένταξή μας στην ευρύτερη ευρωπαϊκή οικογένεια μπορεί να μας προστατεύσει από μεγάλες συμφορές.
– Η Μικρασία ήταν για αιώνες, πολύ περισσότερο από τον σημερινό Ελλαδικό χώρο, ο βασικός τροφοδότης της Κωνσταντινούπολης σε εμπορεύματα, ανθρώπους και ιδέες, έτσι δεν είναι; Έχεις γράψει ένα βραβευμένο βιβλίο και για τη Μικρά Ασία. Πως γίνεται σήμερα οι δυο πλευρές του Αιγαίου να είναι ακόμα αποκομμένες εμπορικά και πνευματικά;
Ακριβώς. Η Μικρά Ασία ήταν ο βασικός τροφοδότης της βυζαντινής -αλλά και της οθωμανικής- πρωτεύουσας σε αγαθά και πληθυσμό. Ήταν για χίλια σχεδόν χρόνια η σπονδυλική στήλη της Ρωμανίας. Οι περισσότεροι Αυτοκράτορες, ανώτατοι γραφειοκράτες, αριστοκράτες και αρχιερείς ήταν Μικρασιάτες. Ερευνώντας και γράφοντας το «Παλίμψηστο της μνήμης» συνειδητοποίησα τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε η Μικρά Ασία στην διαμόρφωση των πολιτιστικών σταθερών του νεότερου ελληνισμού, από την εποχή των Λασκαριδών και εφεξής. Είτε πρόκειται για στοιχεία που θεωρώ πολύ θετικά (πχ η «μετακένωση» της αρχαίας γραμματείας) είτε αρνητικά (η ανθενωτική υστερία).
Με τον σταδιακό εξισλαμισμό/εκτουρκισμό της Μικράς Ασίας, από το 1071 και ιδίως από την εποχή των Παλαιολόγων, η Μικρά Ασία αποκόβεται και θα φτάσει να αδειάσει σχεδόν από ελληνικούς πληθυσμούς (εκτός του Πόντου και των τουρκόφωνων της Καππαδοκίας). Η άνθηση ελληνικών κοινοτήτων στα μικρασιατικά παράλια είναι νέο φαινόμενο, προϊόν του 18ου και 19ου αι.: πραγματοποιείται ένας εκτεταμένος εποικισμός τους με πληθυσμούς από τον ελλαδικό χώρο, έκτασης αντίστοιχης με εκείνον των εποικισμών της αρχαιότητας! Το αλυτρωτικό όραμα της επανένωσης των δύο πλευρών του Αιγαίου οδηγεί στην μεγαλύτερη καταστροφή της νεότερης ελληνικής ιστορίας, και με την Έξοδο των Μικρασιατών επέρχεται πάλι βαθύ χάσμα μεταξύ των δύο ακτών… Εδώ και είκοσι περίπου χρόνια έγινε μία προσπάθεια αυτό να γεφυρωθεί, μια προσπάθεια γόνιμης ελληνο-τουρκικής επικοινωνίας. Ο πολιτικός κατήφορος της Τουρκίας, όμως, δεν φαίνεται πως θα επιτρέψει το γεφύρωμα…
– Η Ορθοδοξία βρίσκεται σε παρακμή κατά τη γνώμη σου; Χρειάζεται μια τάση διαμαρτυρόμενων, μια προτεσταντική αντίδραση στους κόλπους της;
Φοβάμαι πως δεν είμαι το κατάλληλο άτομο να απαντήσω, καθώς η θρησκεία μου είναι συνήθως αδιάφορη και ανιαρή. Με ενδιαφέρει μονάχα ως ζήτημα ταυτότητας, ιδίως από τα χρόνια που ζούσα στην Τουρκία: οχυρωνόμουν πίσω από την χριστιανική – ευρωπαϊκή – ελληνική μου ταυτότητα προκειμένου να αποστασιοποιηθώ από την τουρκική κοινωνία ως προς οτιδήποτε με δυσαρεστούσε (έθιμα, κοινωνικές συμπεριφορές κλπ). Ταυτόχρονα, με σαγηνεύει η χριστιανική τέχνη και οι εκκλησίες ως χώροι τέχνης και κατάνυξης (την οποία προσωπικά σπανίως νιώθω). Για την Ορθοδοξία συγκεκριμένα, πιστεύω πως πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στον τρόπο που την ζούμε στην Ελλάδα (την «γλυκύτερη» εκδοχή της) και στον σλαβικό κόσμο – ιδίως στη Ρωσία επικρατεί ένας βάρβαρος μεσαίωνας μισαλλοδοξίας και υστερικής θρησκομανίας (κάτι που μελέτησα στο νέο αυτό βιβλίο με αφορμή το Πατριαρχείο).
Κάποιες αλλαγές σίγουρα πρέπει να γίνουν ακριβώς για να μην χάσει η Ορθοδοξία το κύρος της· πιστεύω πως ο δρόμος γι αυτές έχει ανοίξει. Αφορούν σε πλήθος ζητημάτων, από τα πιο τυπικά (π.χ. η εμφάνιση -μακριά μαλλιά και γενιάδες-θάμνοι- πολλών αρχιερέων που σήμερα πια μοιάζει κωμική ή η βάρβαρα πρωινή ώρα της κυριακάτικης λειτουργίας) ως τα πιο ουσιώδη (η στάση της εκκλησίας έναντι των νέων, η καταπολέμηση της ρητορικής μίσους κάποιων ξεδιάντροπων μητροπολιτών). Αλλά δεν θα μιλούσα για προτεσταντισμό, καθώς αυτός γεννήθηκε σε εντελώς διαφορετικό εθνικό και κοινωνικό περιβάλλον. Εξάλλου, οι προτεσταντικές ομολογίες κυμαίνονται μεταξύ του άψυχου – αδιάφορου (ο χριστιανισμός χωρίς την Θεοτόκο μου φαίνεται στεγνός και άγευστος) και της υστερίας (π.χ. Ευαγγελιστές). Όση εγγύτητα αισθάνομαι στις λατινικές καθολικές χώρες, τόση αποξένωση βιώνω στις προτεσταντικές. Δεν είναι τυχαίο.
– Πιστεύεις ότι ο απανταχού ελληνισμός θα έπρεπε να ομνύει στο Πατριαρχείο ως συνεκτικό αρμό του γένους; Τι μπορεί να προσφέρει το Πατριαρχείο στον Ελληνισμό του 21ου αιώνα; Ποια η διαρκής σημασία της Κωνσταντινούπολης ως έδρας του Πατριαρχείου στην εποχή μας;
Πιστεύω πως ο ελληνισμός θα πρέπει να οχυρωθεί πρωτίστως γύρω από την γλώσσα και την ιστορία του. Ας μην γελιόμαστε, ελάχιστοι κατέχουν επαρκώς την μία ή την άλλη… Το Πατριαρχείο, βέβαια, αποτελεί σημαντικό κομμάτι της ιστορίας αυτής. Η εκκλησία είναι πολύ σημαντικότερη στην Διασπορά -ως συνεκτικός δεσμός ταυτότητας- ακριβώς γιατί η γλώσσα έχει συχνά χαθεί. Στην ίδια την Ελλάδα και την Κύπρο, όμως, θεωρώ πώς η άρτια γνώση και χρήση της γλώσσας και της ιστορίας είναι το κλειδί για την διατήρηση της ταυτότητας στον παγκοσμιοποιημένο και χαοτικό κόσμο του σήμερα.
Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως αναγορεύθηκε σε δεύτερο τη τάξει (μετά της Ρώμης) του ενιαίου χριστιανικού κόσμου ακριβώς λόγω της έδρας του στη νέα πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Μετά το σχίσμα, έγινε το πρώτο τη τάξει του Ορθόδοξου χριστιανισμού, ιδιότητα που διατηρεί ακριβώς λόγω της παραμονής του στην ιστορική του έδρα. Εάν εγκαταλείψει την Πόλη, θα χάσει αυτά του τα πρωτεία. Ταυτόχρονα, η Πόλη θα χάσει την ιδιότητα του κέντρου της Ορθοδοξίας, ένα ακόμη καίριο πλήγμα στον διεθνή της ρόλο…
– Αλήθεια τι συμβολίζει για έναν νέο Τούρκο σήμερα η άλωση της Κωνσταντινούπολης; Από που αντλεί τη «νομιμοποίηση» για την κατάκτηση αυτή των προγόνων του ένας εκπρόσωπος της γενιάς των social media, με τα σημερινά μέτρα και ήθη που είναι πιο ειρηνικά και κοσμοπολίτικα;
Είναι δύσκολο να δοθεί μια απάντηση γενικά για «έναν νέο Τούρκο» καθώς η τουρκική κοινωνία είναι σήμερα διαιρεμένη στο ιδεολογικό επίπεδο. Για οποιονδήποτε εθνικιστή, θρήσκο ή κοσμικό, πάντως, η «Κατάκτηση της Πόλης» θεωρείται το ύψιστο κατόρθωμα του τουρκικού εθνικισμού. Αξίζει να σημειωθεί πως στην συντριπτική πλειονότητά της η τουρκική νεολαία είναι απολύτως δέσμια του εθνικού αφηγήματος, ενώ δεν κατέχει επαρκώς μια δεύτερη γλώσσα ώστε να έχει πρόσβαση σε διαφορετικές πηγές.
Η Άλωση της Πόλης δικαιολογείται απολύτως στο τουρκικό αφήγημα από το «δικαίωμα κατάκτησης». Αυτό -αναπόσπαστο στοιχείο του ισλαμικού ιδεολογήματος- το δέχονται και οι περισσότεροι κοσμικοί Τούρκοι. Στα σχολικά εγχειρίδια, τόσο σημαντικά για την διαιώνιση του αφηγήματος, παραλείπονται απολύτως οι σφαγές και η λεηλασία κατά την Άλωση, ενώ υποστηρίζεται πως οι περισσότεροι κάτοικοι της Πόλης επιθυμούσαν την τουρκική εξουσία «για να μην πέσουν σε εκείνη του Πάπα». Δυστυχώς στην Τουρκία, εκτός ενός περιορισμένου κύκλου προοδευτικών πανεπιστημιακών, ούτε η κατάκτηση περιοχών όπου ζούσαν «άλλοι» ούτε οι εξισλαμισμοί πληθυσμών και ιερών θεωρούνται κάτι συζητήσιμο, πόσο μάλλον μεμπτό. Η αίσθηση της υπεροχής και της δύναμης του κατακτητή προγόνου ακόμη γοητεύει.
– Έχω την εντύπωση ότι ήταν αποκάλυψη για εσένα η έρευνα που έκανες στη Ρουμανία, στο «Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο». Τι είναι εκείνο που σε μαγνητίζει στη χώρα αυτή που είναι τόσο κοντά μας και συγχρόνως τόσο άγνωστη στους περισσότερους Έλληνες;
Η Ρουμανία είναι ένα μέρος σαγηνευτικό που θα έπρεπε, πιστεύω, κάθε Έλληνας να επισκεφθεί έστω άπαξ. Πήγα αναζητώντας ακριβώς τα ίχνη του παραδουνάβιου μετα-Βυζαντίου που οικοδόμησαν οι αυτόχθονες Ηγεμόνες της Βλαχίας και της Μολδαβίας και συνέχισαν οι Φαναριώτες διάδοχοί τους. Αναρωτιόμουν πώς θεμελιώθηκε αυτό το «Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο» που περιγράφει ο Νικολάε Ιόργκα, ο επιφανέστερος Ρουμάνος ιστορικός, πότε και γιατί καθιερώθηκε η ελληνική ως γλώσσα της παιδείας όλων των Βαλκανίων χριστιανών, πώς βλέπουν σήμερα οι Ρουμάνοι τους Φαναριώτες. Η Ρουμανία, βέβαια, με έλκει η ίδια ως χώρα, είτε πρόκειται για τα ζωγραφισμένα μοναστήρια της Μολδαβίας είτε για τις οχυρές πόλεις της Τρανσυλβανίας με την πολυεθνική της κληρονομία…
– Με την εμπειρία σου από την Κωνσταντινούπολη εντοπίζεις ψήγματα Βυζαντινού μεγαλείου και σε κοντινούς μας τόπους όπως η Θεσσαλονίκη, το Άγιο Όρος, η Ρόδος ή αλλού, που εμείς προσπερνάμε και θα έπρεπε να εκτιμούμε και να αναδεικνύουμε περισσότερο;
Οπωσδήποτε έγινα πιο ευαίσθητος στο θέμα των βυζαντινών μνημείων. Η Θεσσαλονίκη ήταν η δεύτερη σημαντικότερη πόλη της Ρωμανίας και τα ρωμαϊκά και βυζαντινά μνημεία σφραγίζουν ακόμη το αστικό της τοπίο και αποτελούν και τον βασικότερο θησαυρό της πόλης (μαζί με τις πολύ πιο παραμελημένες πολυκατοικίες του εκλεκτικισμού του μεσοπολέμου, από τις καλύτερες στην Ελλάδα). Στο Άγιο Όρος δεν έχω καταφέρει να πάω ακόμη, αν και το θέλω πολύ. Το σημαντικό είναι πως τα βυζαντινά μνημεία -είτε πρόκειται για τις μονές των Μετεόρων και της Πάτμου, είτε για τα ξωκκλήσια της Αθήνας ή τα μεσαιωνικά κάστρα- αναγνωρίζονται πια ως θησαυροί ισάξιοι εκείνων της κλασικής και ελληνιστικής αρχαιότητας…
– Πιστεύεις ότι η μοιρολατρία στην οποία είχαν παραδοθεί η τελευταίοι Βυζαντινοί πριν την Άλωση της Πόλης έχει διδάγματα για τη σημερινή Ελλάδα; Βλέπουμε και τώρα τμήματα των ελίτ να βλέπουν ως «κάποια λύση» το να κατακτηθούμε, για να γλιτώσουμε από τον ανεπρόκοπο εαυτό μας.
Ω ναι! Πιστεύω πως και σήμερα η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων ζητούν απεγνωσμένα κάποιον σωτήρα ή μία θαυματουργή λύση που θα έλθει απ’ έξω, ακριβώς γιατί δεν πιστεύουν – και δεν διατίθενται να προσπαθήσουν – να αλλάξουν τα κακώς κείμενα της πολιτικής και κοινωνικής δομής. Αυτά τα γνωρίζουν πάρα πολύ καλά, τα θεωρούν ωστόσο δεδομένα και μοιραία. Έτσι, γίνονται εύκολα έρμαιο κάθε λαϊκιστή που τάζει τα αδύνατα και ζητούν ανοήτως την «ανατροπή» και το «θαύμα». Πόσοι Έλληνες δεν καταριούνται, για παράδειγμα, την Ευρώπη (λησμονώντας τα όσα εισέπραξαν, θεμιτά και αθέμιτα, από αυτήν!) και εν γένει την Δύση, και ονειρεύονται την συμπόρευση με κάθε τριτοκοσμικό δικτατορίσκο, κάθε μεγαλομανή και κάθε ολοκληρωτισμό; Η πολιτική βλακεία, οι αταβιστικές και υστερικές αντιδράσεις και η προσμονή της έξωθεν σωτηρίας δεν περιορίζεται στην αριστερά ή την δεξιά, στις ελίτ ή τις μάζες, αλλά αποτελεί καθολικό καρκίνο της ελληνικής κοινωνίας – που δεν την άφησε παρά για σύντομα διαλείμματα.
– Τότε το ζητούμενο ήταν να μην περιέλθει η Πόλη στους δυτικούς και εξέφραζαν προτίμηση στο τουρκικό φέσι παρά στην παπική τιάρα. Τι είναι αυτό που και σήμερα μας κάνει να φοβόμαστε τόσο πολύ την υπαγωγή μας σε δυτική κηδεμονία;
Το βαθύτατο κόμπλεξ κατωτερότητας έναντι της Δύσης και η επιλεκτική μνήμη. Ιδίως στο αριστερίζον αλλά και στο εθνικοπατριωτικό αφήγημα, έχουν καταγραφεί όλα εκείνα τα γεγονότα της ελληνικής ιστορίας που απαξιώνουν «την δύση», όχι όμως εκείνα που συνηγορούν υπέρ της. Έτσι, αν ο μέσος Έλληνας πνέει μένεα για την Δ΄ Σταυροφορία και την άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους, αγνοεί πως η Α΄ Σταυροφορία πραγματοποιήθηκε ύστερα από επίμονο αίτημα του Αλεξίου Κομνηνού, ακριβώς για την σωτηρία της Ρωμανίας, την οποία και επέτυχε. Οδύρεται πως για την Καταστροφή στην Μικρά Ασία ευθύνονται «οι δυτικοί δήθεν σύμμαχοί μας» που «μας πρόδωσαν», τόσο γιατί δεν κατανοεί το ηλίθιον -από στρατιωτικής απόψεως- του τότε ελληνικού εγχειρήματος όσο και γιατί δεν αντιλαμβάνεται την έννοια του συμφέροντος στις διεθνείς σχέσεις. Παράλληλα, ξεχνά πως χάρη στην δυτική -κυρίως- βοήθεια απελευθερώθηκε η Ελλάδα, καθώς (στρατιωτικά) η Ελληνική Επανάσταση απέτυχε οικτρά.
Συμβάλλει σε όλα αυτά και το μένος της αριστεράς για το ότι ηττήθηκε στον εμφύλιο (αποσιωπείται, φυσικά, το ότι προσπάθησε να καταλάβει την εξουσία με την βία, όπως σε ολόκληρη την ανατολική Ευρώπη!). Το περίφημο «ηθικό πλεονέκτημα» των ηττημένων καθιερώθηκε απόλυτα στην ιστοριογραφία της μεταπολεμικής περιόδου. Κατ’ αυτήν, η Ελλάδα παρουσιάσθηκε ως αποικία / προτεκτοράτο της ιμπεριαλιστικής δύσης. Ουδέποτε, όμως, θεωρήθηκε από το αφήγημα αυτό η (κατέχουσα στρατιωτικά την μισή Ευρώπη) ΕΣΣΔ ιμπεριαλιστική, ούτε βέβαια το σενάριο η Ελλάδα να γίνει τροχός στο άρμα της ΕΣΣΔ/ πουτινικής Ρωσίας κατάσταση προβληματική…
Διαβάστε ακόμα – Φίλιππος Δραγούμης: Ας πάψουμε να ενοχοποιούμε τον Ανατολίτη μέσα μας!
– Πιστεύεις ότι χωριζόμαστε και σήμερα σε ενωτικούς και ανθενωτικούς με τη μορφή ευρωπαϊστών και αντιευρωπαϊστών;
Το πιστεύω απόλυτα και φοβάμαι ότι οι αντι-ευρωπαϊστές έχουν τόσο καταστροφική επιρροή όσο οι φανατικότεροι ανθενωτικοί τότε. Προωθούν το χείρον ως βέλτιστον. Όπως οι φανατικότεροι ανθενωτικοί εύχονταν την οθωμανική κατάκτηση ως προτιμότερη από την «νόθευση» του δόγματος, έτσι και οι πολέμιοι του ευρωπαϊσμού εύχονται την κατάρρευση της ΕΕ και την κηδεμονία της Ελλάδας από την Ρωσία – το καθεστώς της οποίας, μαζί με εκείνο της Κίνας, είναι από τους κατεξοχήν πολεμίους των ατομικών ελευθεριών, αλλά και η εφαρμογή του γκαγκστερισμού σε κρατικό επίπεδο… Η ιστορία μιλά από μόνη της. Στις περιοχές όπου παγιώθηκε η οθωμανική κυριαρχία η καλλιτεχνική και πνευματική παραγωγή σταμάτησε σχεδόν ολοκληρωτικά ως την κατάλυσή της, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων (ιδίως στην Μικρά Ασία) εξισλαμίσθηκε και εκτουρκίσθηκε. Αντίθετα, στις φραγκοκρατούμενες περιοχές, όχι μόνο δεν έγιναν οι Έλληνες καθολικοί, αλλά πολλοί «Φράγκοι» πέρασαν στο ορθόδοξο δόγμα, ενώ σημειώθηκε η κρητική αναγέννηση και μια έκρηξη της τέχνης. Παρότι στους δύο παγκοσμίους πολέμους η Ελλάδα βρέθηκε στο νικηφόρο στρατόπεδο και γλίτωσε τα χειρότερα, πολλοί σήμερα επιθυμούν διακαώς να τα φέρουν…
– Εσύ που τοποθετείσαι σε αυτή τη σχιζοφρενική μας υπαρξιακή αναζήτηση; Πιστεύεις ότι ανήκουμε αναφανδόν στη δύση; Ότι πρέπει να απενοχοποιήσουμε τον ανατολίτη μέσα μας; Ή ότι πρέπει να αξιοποιήσουμε τον κρυμμένο πλούτο του «τρίτου δρόμου» στον οποίο περπατάμε, ανάμεσα σε δύση και Ανατολή;
Φυσικά και ανήκουμε στην δύση, ανέκαθεν ανήκαμε στην δύση. Θυμίζω την οπτική των αρχαίων για τους Πέρσες και τους λαούς της Ασίας, που ήταν οι ανατολικοί. Αν και δεν πρόκειται (πάντοτε) για οπτική περιφρόνησης, οι Έλληνες θεωρούσαν πως χάσμα χώριζε τον δικό τους πολιτισμό -με την έμφαση στο άτομο και τον ορθολογισμό- από τις απόλυτες μοναρχίες και την μοιρολατρία της Ανατολής. Πολύ συχνά λησμονείται πως η Ρωμανία επίσης υπήρξε περισσότερο κομμάτι της δύσης παρά της ανατολής: θεωρούσε, εξάλλου, τον εαυτό της διάδοχο της Ρώμης. Αν και όλοι θυμούνται το σχίσμα του 1054 μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης, θυμίζω ότι προηγήθηκε εκείνο ανάμεσα στην ενιαία τότε ακόμη χριστιανοσύνη και τις χαλκηδόνιες εκκλησίες, το 451. Αυτό ήταν το σχίσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης: οι μη-χαλκηδόνιες εκκλησίες (Κόπτες, Αρμένιοι, Συροορθόδοξοι, Αραμαίοι, Αιθίοπες) εκπροσωπούν ακριβώς τους λαούς της Ανατολής, που αντιπαρατέθηκαν στον ελληνόφωνο συγκεντρωτισμό της Πόλης.
Μου είναι πάρα πολύ δύσκολο να καταλάβω τι ακριβώς εννοούν με την «Ανατολή» και τον «Ανατολίτη» όσοι αναφέρονται σε αυτά. Αν αναφέρονται στον γύρο και τα μπακίρια, σαφώς αποτελούν στοιχεία της συλλογικής ελληνικής πολιτιστικής αποσκευής. Σήμερα όμως η -καθ’ ημάς- Ανατολή είναι ισλαμική και πολύ πιο ξένη απ’ όσο υπήρξαν οι Πέρσες και οι Αιγύπτιοι επί Ηροδότου… Τα ήθη, οι ιδέες και οι αξίες της δεν έχουν σχέση με τα δικά μας. Νομίζω πως ο «Ανατολίτης» που έχουν πολλοί στο μυαλό τους δεν έχει διαφορά από τον «Λατίνο» – μία (συχνά υπερβολική) αυτοθέαση ως ον αισθησιακό και συβαριτικό, που πολλές φορές είναι περισσότερο ευχή παρά πραγματικότητα. Η Ελλάδα σαφώς και θα πρέπει να κάνει χρήση των στενών ιστορικών δεσμών της με την Ανατολή όπου το επιτάσσει το συμφέρον της. Δεν θα πρέπει όμως να λησμονούμε πως τίποτε καλό δεν έχει έλθει εδώ και αιώνες από την Εγγύς Ανατολή και τίποτε καλό δεν φαίνεται πως θα έλθει από εκεί και στο άμεσο μέλλον…
– Γενικά στέρεψε ο Ελληνισμός ή μπορεί ξανά να παίξει έναν παγκόσμιο ρόλο; Υπάρχουν αποθέματα ελληνισμού στη διασπορά;
Τόσο ο ελληνισμός όσο και ο εν γένει δυτικός κόσμος βρίσκονται σε κρίση ταυτότητας, με τα αξιακά και πολιτιστικά τους θεμέλια σε αμφισβήτηση. Προκειμένου να μπορέσει να παίξει έναν οποιοδήποτε ρόλο, η Ελλάδα πρέπει να βγει από την παρούσα κρίση -που είναι περισσότερο πολιτική και κοινωνική παρά οικονομική- και να διορθώσει τα του οίκου της. Χρειάζονται γενναίες μεταρρυθμίσεις και αυτές, νομίζω, θα πρέπει να είναι το όραμα για το άμεσο μέλλον. Ο ελληνισμός της διασποράς έχει δυναμική παρουσία σε πολλούς τομείς, συχνά όμως τα αξιότερα στελέχη του απογοητεύονται με την σκλήρυνση του κράτους και της κοινωνίας στην Ελλάδα και κόβουν δεσμούς. Παρά τα παρόντα δεινά, πιστεύω πως η Ελλάδα διαθέτει μία πολιτιστική παρακαταθήκη και ιστορικούς δεσμούς με περισσότερους πολιτισμούς. Αν εκμεταλλευθεί όλα αυτά σωστά, μπορεί να τα μετατρέψει σε σημαντικό soft power και να αυξήσει την επιρροή της.
– Και ποια θα είναι λες η μοίρα της άλλοτε βασιλεύουσας που θάμπωνε την οικουμένη; Θα συνεχίσει να βυθίζεται στον νεο-ισλαμισμό και τον Ερντογανικό λαϊκισμό έως ότου καταντήσει μια περιφερειακή πόλη χωρίς αίγλη;
Φοβάμαι πως μεσοπρόθεσμα θα είναι ακριβώς αυτή – η διολίσθηση στον ισλαμισμό και την περιθωριοποίηση. Βλέποντας τον κατήφορο -πολιτικό και κοινωνικό- της Τουρκίας καμιά φορά σκέφτομαι πως η Ελλάδα σχεδόν δεν έχει προβλήματα!
//Το νεο βιβλίο του Αλέξανδρου Μασσαβέτα «ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ – Στις άγνωστες γειτονιές του Κερατίου» μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη.
Διαβάστε ακόμα: Αριστείδης Χατζής – «Θέλω να δημιουργήσω ενδιαφέρον για τις φιλελεύθερες ιδέες»