Μια σημαντική μορφή του θεάτρου, του κινηματογράφου και των πολιτικών πραγμάτων της χώρας.

Ιερατική φιγούρα. Πλασμένη θαρρείς από το χώμα, τα βουνά και τη βλάστηση της Κρήτης. Θα μπορούσε να είχε ξεπηδήσει από κάποιον πίνακα του Ελ Γκρέκο. Ευθυτενής, με προτεταμένα μήλα, πρόσωπο όλο γωνίες, ρουφηγμένα μάγουλα, βλέμμα ευθύ και ενίοτε τραχύ. Το επέβαλαν και οι ρόλοι του, άλλωστε.

Ο Μάνος Κατράκης, αν και έχει πεθάνει εδώ και 39 χρόνια παραμένει ενεργός στη συνείδηση του κόσμου. Συχνά πυκνά φωτογραφίες του ή βίντεο από ταινίες και ποιητικές απαγγελίες του κάνουν την εμφάνισή τους στα σόσιαλ μίντια, για να μας θυμίζουν πως οι σπουδαίοι καλλιτέχνες εγγράφονται στη μνήμη μας κόντρα στην αδιάσπαστη ροή του χρόνου.

Η ανάγνωση μερών του Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη από τον Μάνο Κατράκη είναι ανατριχιαστικά όμορφη.

Με τον Γιάννη Ρίτσο και τον Χαρίλαο Φλωράκη.

Τα δράματα του Φώσκολου

Είναι λογικό οι περισσότεροι να τον έχουν ταυτίσει με τα Φωσκόλεια δράματα (!) που παίζονται συχνά στην τηλεόραση. Άλλοτε ως άτεγκτος δικαστής, άλλοτε ως ανώτατος στρατιωτικός εν καιρώ πολέμου, άλλοτε ως κυνικός πλοιοκτήτης κι άλλοτε ως κυριαρχικός σύζυγος ή πατέρας. Κι όμως, αυτοί οι ρόλοι, λαϊκοί φυσικά, ελάχιστα μας δείχνουν το πραγματικό του ταλέντο.

Είναι πολλά περισσότερα ο Μάνος Κατράκης από τα ψευτοδράματα του Φώσκολου και όσοι τον έχουν προλάβει να παίζει στο θέατρο το πιστοποιούν. Αλλωστε, αν επιμείνουμε στην κινηματογραφική πορεία του έχει κάνει κι άλλα πράγματα για τα οποία, όντως, αξίζει κανείς να αναφέρει: Συνοικία το όνειρο, Ηλέκτρα και Ταξίδι στα Κύθηρα του Θόδωρου Αγγελόπουλου όπου εκεί, μαζί με τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο, δίνουν ρεσιτάλ υποκριτικής οικονομίας και δραματικής έντασης.

Αν προσθέσει κανείς και την εμβληματική παρουσία του στη συναυλία που έδωσε ο Μίκης Θεοδωράκης μετά την πτώση της χούντας για το Άξιον Εστί (η ανάγνωση μερών του ποιήματος του Οδυσσέα Ελύτη είναι ανατριχιαστικά όμορφη), αυτομάτως έχει το προφίλ ενός ηθοποιού που απέκτησε τη δύναμη ενός αναλλοίωτου μύθου.

Με τον Μίκη Θεοδωράκη.

Αταλάντευτος κομμουνιστής

Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε φυσικά την πολιτική παρουσία του Μάνου Κατράκη και τη σχέση του με το ΚΚΕ. Οι αριστερές πεποιθήσεις του από πολύ νωρίς όρισαν την πορεία της ζωής του. Το 1943 ανέλαβε Πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και από τη θέση αυτή συνέβαλε τα μέγιστα στην ίδρυση του Κρατικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης όπου και έπαιξε μέχρι το 1946, οπότε επέστρεψε στο Εθνικό.

Ωστόσο, ένα χρόνο μετά εκδιώχθηκε, καθώς αρνήθηκε να υπογράψει «δήλωση μετανοίας». Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εξοριστεί στην Ικαρία, τη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη. Την περίοδο του ελληνοϊταλικού πολέμου βρίσκεται στο μέτωπο. Στην Κατοχή βρίσκεται στην Αθήνα και εντάσσεται  στις γραμμές του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, του ΕΑΜ.

Οταν τελειώσει ο πόλεμος επιστρέφει στο θέατρο, αλλά και πάλι μπαίνει σε περιπέτειες λόγω της πολιτικής του τοποθέτησης. Ηδη από το 1942 έχει φάκελο στην Ασφάλεια, ενώ όπως σημειώσαμε και πιο πάνω το ’47 οδηγήθηκε στην εξορία για επτά χρόνια.

Έρχεται σε επαφή με τον Γιάννη Ρίτσο, τον Μενέλαο Λουντέμη και άλλους αριστερούς διανοούμενους. Μέσα στο φάκελο του υπάρχει και ο «Χαιρετισμός Εξορίστων» από τον «Αγ. Ευστράτιον» προς το «Β Συνέδριον Ειρήνης». Το 1950, οι εξόριστοι στον Αη Στράτη είχαν στείλει στον ΟΗΕ κείμενο με τίτλο «Η Ειρήνη αξίζει όλας τας ουσίας»!

Εκδιώχθηκε, καθώς αρνήθηκε να υπογράψει «δήλωση μετανοίας». Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εξοριστεί στην Ικαρία, τη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη.

Σε μια από τις ταινίες του Φώσκολου.

Ένας μερακλής άντρας

Αν και λαϊκό παιδί ο Μάνος Κατράκης, ερχόμενος από το Καστέλι Κισσάμου της Κρήτης, στην Αθήνα θα ζήσει και ωραίες περιπέτειες. Τα φώτα της πόλης, η λάμψη του θεατρικού σανιδιού, τα ωραία ρούχα. Ναι, δεν ήταν μόνο καλοντυμένος στον κινηματογράφο επειδή το επέβαλλαν οι ρόλοι του. Και στην προσωπική του ζωή είναι λατρεία για τα σακάκια.

Μάλιστα, αυτά ήταν που «σκότωσε» κάποια στιγμή στην Κατοχή για να καταφέρει να βρει ένα κομμάτι ψωμί. Στη βιογραφία του που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κάκτος γράφει για εκείνη τη δύσκολη περίοδο: «Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα.

Ο μισθός του Εθνικού Θεάτρου είχε καταντήσει ίσα- ίσα για ένα πιάτο φαΐ. Που να φτάσει να θρέψεις, μάνα, αδελφή, γυναίκα έγκυο. Η γυναίκα μου τελικά έκανε αποβολή οκτώ μηνών, είχε δίδυμα.Αρχίσαμε να πουλάμε ότι είχαμε. Τελειώσανε και αυτά. Τώρα;…

Εγώ είχα κάτι κουστουμάκια γιατί ήμουν και λίγο μερακλής και πήγαινα και τα πούλαγα μόνος μου, αφού οι μεταπράτες παίρνανε όσο- όσο. Στην οδό Αθηνάς, έξω από τον ηλεκτρικό σταθμό, ήτανε το παζάρι τότε των αγοραπωλησιών.

Πήγαινα λοιπόν κρατούσα το κουστουμάκι στα χέρια μου και περίμενα να έρθει ο πελάτης να το αγοράσει. Βλέπεις στα παλιατζίδικα μου παίρνανε μισοτιμής ό,τι είχα. Κάποτε ήρθε η ώρα να πουλήσω κι ένα κοστούμι που το αγαπούσα πολύ.

Ήταν το καλύτερό μου. Μου το είχε ράψει ένας ράφτης ο Ζοφάκης που είχε έλθει από το Παρίσι και ραβότανε και ο Μινωτής σε αυτόν. Πάω λοιπόν στην οδό Αθηνάς στέκομαι και περιμένω. Κάποτε με πλησιάζει κάποιος καλή του ώρα και μου λέει:-κύριε Κατράκη το πουλάτε; – το πουλάω. Δεν το βλέπεις; Για να είμαι εδώ και να το κρατάω πάει να πει πως το πουλάω. – Θέλετε να έρθετε μαζί μου;».

Στην Κατοχή πουλούσε τα αγαπημένα του κοστούμια για ένα κομμάτι ψωμί.

Την περίοδο της Κατοχής πάλεψε για την απελευθέρωση, αλλά και για ένα κομμάτι ψωμί.

Ο τζόγος 

Κάπου εκεί ξεκινάει η σύντομη περιπέτειά του με τον τζόγο. Ξεκίνησε να συχνάζει σε μια λέσχη στην Ομόνοια. Συνεχίζει ο Μάνος Κατράκης στη βιογραφία του τι συνέβη με τον άγνωστο άντρα που τον πλησίασε στην οδό Αθηνάς.

«Με παίρνει και με πάει σε μια λέσχη στην Ομόνοια. Εγώ δεν είχα δοσοληψίες με λέσχες. Λέω τι θα κάνουμε στη λέσχη; – είναι κάποιος που θα αγοράσει το κοστούμι σου. Να μη στα πολυλογώ πήγαμε, βρήκαμε τον άνθρωπο, δεν ήθελε τέτοιο κοστούμι γιατί ήταν πολύ λεπτό, με ρώτησε αν είχα κανένα άλλο σκωτσέζικο. Είχα. Μου είπε να του το πάω την άλλη μέρα. Πήγα την άλλη μέρα και πήρε το κοστούμι»

Αν και στην αρχή κερδίζει συνέχεια, στη συνέχεια αρχίζει η κατηφόρα. Γρήγορα ο Κατράκης καταλαβαίνει τι συμβαίνει και ξεφεύγει από το βούρκο. Ψάχνει να βρει μια τίμια δουλειά για να ενισχύσει το εισόδημά του. Πουλάει ψάρια για περίπου ένα τετράμηνο.

Επεσε ακόμη και στα δίχτυα του τζόγου για να μπορέσει να βρει λίγο φαγητό.

Με την Ζωή Λάσκαρη.

To θεατρικό σανίδι 

Μεγάλο μέρος της καριέρας του είναι ταυτισμένο με το θέατρο. Αλλωστε για χάρη του παράτησε τα όνειρα να γίνει ποδοσφαιριστής όπως ήθελε μικρός.

Πριν καν κλείσει τα 18 του χρόνια κάνει ντεμπούτο στο θέατρο με το θίασο «Οι Νέοι» στο έργο «Για την αγάπη της». Είναι το έργο που του ανοίγει την πόρτα για τον κινηματογράφο καθώς το σπάνιο του ταλέντο τον κάνει να ξεχωρίζει. Τον εντοπίζει ο σκηνοθέτης Κώστας Λελούδας και την επόμενη χρόνια, το 1928, έπαιξε την πρώτη βουβή ταινία: «Το λάβαρο του 21’».

Την ίδια περίοδο εντάχθηκε στο Θίασο της Ελευθέρας Σκηνής της Μαρίκας Κοτοπούλη, του Σπύρου Μελά και του Μήτσου Μυράτ, παίζοντας σε έργα όπως Η λύρα του γερο-Νικόλα, Οι άθλιοι και Στέλλα Βιολάντη. Το 1930 συνεργάστηκε με το Λαϊκό Θέατρο του Β. Ρώτα και το 1932 προσλήφθηκε στο νεοϊδρυόμενο Εθνικό Θέατρο, όπου ερμήνευσε μεταξύ άλλων τον Κορυφαίο στον Αγαμέμνονα και τον Κρητικό στη Βαβυλωνία.

Το 1955 ίδρυσε το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο και εγκαταστάθηκε στον υπαίθριο χώρο του Πεδίου του Άρεως, τον οποίο εγκαινίασε με τον Αγαπητικό της Βοσκοπούλας.

Το 1934 συνεργάστηκε με τον Β. Αργυρόπουλο και το 1935 ξανά με τη Μ. Κοτοπούλη, για να επιστρέψει, την ίδια χρονιά στο Εθνικό Θέατρο. Ο Κατράκης επιστρέφει στην Αθήνα το 1952 αλλά βρίσκει όλες τις πόρτες κλειστές. Πάλι λόγω της ιδεολογίας του.

Εργάζεται περιστασιακά στο ραδιόφωνο ενώ καταφέρνει να πάρει και κάποιους μικρούς ρόλους στο θέατρο. Σιγά σιγά, όμως, με την επιμονή του αρχίζει να καθιερώνεται και πάλι αν και επί της ουσίας μέχρι και την πτώση της χούντας δεν σταμάτησε να αποτελεί στόχο για το κράτος.

Το 1955 ίδρυσε το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο και εγκαταστάθηκε στον υπαίθριο χώρο του Πεδίου του Άρεως, τον οποίο εγκαινίασε με τον Αγαπητικό της Βοσκοπούλας. Σ’ αυτό το θέατρο, με μεγάλη συμμετοχή κοινού και καλλιτεχνική επιτυχία, συνέχισε ως το 1967, υποστηρίζοντας συστηματικά το ελληνικό έργο (Ο μονοσάνδαλος, Το κορίτσι με το κορδελάκι, Η Αντιγόνη της Κατοχής, Ο Πατούχας και διασκευές από έργα του Καζαντζάκη όπως Ο Χριστός ξανασταυρώνεται και Ο Καπετάν Μιχάλης).

Κάποιες φορές, πάντως, ανέβαζε και κλασικό ρεπερτόριο (Ιούλιος Καίσαρ, Φουέντε Οβεχούνα). Τους χειμώνες, το ΕΛΘ τύγχανε της φιλοξενίας άλλων θεάτρων ή έκανε περιοδείες στην Ελλάδα, την Κύπρο και την Κωνσταντινούπολη.

Το 1968 του έγινε έξωση από το Πεδίο του Άρεως, αλλά ο Κατράκης συνέχισε την πρωταγωνιστική του πορεία, πότε με το θίασό του, πότε με άλλους πρωταγωνιστές. Το 1972 επέστρεψε στο Εθνικό Θέατρο και πρωταγωνίστησε στον Οθέλλο και τον Δον Κιχώτη, και στην Επίδαυρο στον Οιδίποδα Τύραννο (1973) και στον Προμηθέα Δεσμώτη (1974).

Αργότερα, συνεργάστηκε με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, το ΚΘΒΕ, για να επανιδρύσει το 1977 το ΕΛΘ, ανεβάζοντας έργα Αρμπούζοφ (Φθινοπωρινή ιστορία με την Έλλη Λαμπέτη), Γκόρκι (Οι Τελευταίοι), Μπρεχτ (Συντροφιά με τον Μπρεχτ, με τη Μελίνα Μερκούρη), Λέοναρντ (Ντα), Μασάρι (Ταμπού) και τη Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη του Νικηφόρο​υ Βρεττάκου. Η τελευταία του εμφάνιση έγινε το 1984 στο Ηρώδειο, με το μουσικό έργο του Θόδωρου Αντωνίου Προμήθεια.

Συνεργάστηκε με πολύ σημαντικούς καλλιτέχνες (Δ. Ροντήρη, Π. Κατσέλη, Τ. Μουζενίδη, Μ. Βολανάκη, Σπ. Ευαγγελάτο, Μ. Θεοδωράκη, Σπ. Βασιλείου, Α. Κατσέλη, Τ. Καρούσο, Ελ. Χατζηαργύρη, Αν. Βαλάκου).

Με την Λίντα Άλμα. Τη γυναίκα της ζωής του.

Οι γυναίκες του 

Παντρεύτηκε νωρίς την πρώτη του γυναίκα, αλλά σύντομα χωρίζει και στη συνέχεια έρχεται η λαίλαπα του πολέμου και της Κατοχής. Στη συνέχεια παντρεύεται δεύτερη φορά, αλλά και πάλι τα πράγματα δεν εξελίσσονται καλά. Μάλιστα, η δεύτερη γυναίκα του έχασε κατά τη γέννα τα δίδυμα που κυοφορούσε. Κάτι που μέτρησε αρνητικά στη σχέση τους.

Στα 1954 θα γνωρίσει την πιο σημαντική σύντροφο της ζωής του και μετέπειτα σύζυγό του (τρίτη και τελευταία), τη Λίντα Άλμα μετά από μία θεατρική πρεμιέρα. Από κείνη τη μέρα και μετά δε θα τους χωρίσει τίποτα, μονάχα ο θάνατος του μεγάλου ηθοποιού, τριάντα χρόνια αργότερα.

Παντρεύτηκαν το 1979 και έζησαν μια έντονη ζωή γεμάτη αγάπη και σεβασμό.  Ένα χρόνο μετά το θάνατό του, σε συνέντευξή της η Λίντα Άλμα είχε πει πως από τη στιγμή που γνώρισε τον Μάνο, άρχισε να καταλαβαίνει το πραγματικό νόημα της ζωής, γιατί μέχρι τότε ήταν ένα παιδί.

Στα 1954 θα γνωρίσει την πιο σημαντική σύντροφο της ζωής του και μετέπειτα σύζυγό του (τρίτη και τελευταία), τη Λίντα Άλμα μετά από μία θεατρική πρεμιέρα.

Στο «Ταξίδι στα Κύθηρα».

Το τέλος

Λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της τελευταίας ταινίας Ταξίδι στα Κύθηρα, με σκηνοθέτη το Θόδωρο Αγγελόπουλο, άφησε την τελευταία του πνοή, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1984, χτυπημένος από καρκίνο των πνευμόνων.

«Σύντροφε Μάνο στο μπόι σου παίρνει μέτρο η ανθρωπιά και η τέχνη..» είχε γράψει γι΄ αυτόν ο Γιάννης Ρίτσος. Μετά τον θάνατο του Κατράκη, η Λίντα Άλμα θα οργανώσει το αρχείο του και θα φροντίσει για την αξιοποίηση του υλικού που άφησε πίσω του, αν και οι επίσημοι φορείς και η πολιτεία ουδόλως την βοήθησαν.

 

Διαβάστε ακόμα: Το παράδοξο στυλ του Μιχάλη Κατσαρού (1919-1998)

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top