O Καζανόβα μέσα από τα μάτια του ζωγράφου Ράφαελ Μενγκς.

«Θα μπορούσε να είναι ένας ωραίος άντρας αν δεν ήταν τόσο άσκημος. Ήταν ψηλός και μεγαλόσωμος, σωστός Ηρακλής. Επιδερμίδα στο χρώμα της ελιάς, ζωηρά μάτια που έδιναν πάντα την εντύπωση ότι λένε την αλήθεια, αλλά έβγαζαν και ευαισθησία, ανησυχία ή μνησικακία, χαρίζοντάς του έναν αγριωπό αέρα…» Έτσι τον περιγράφει ο φίλος του στα γεράματα πρίγκιπας της Ligne. O Καζανόβα είναι ένα θαύμα προορισμένο να εκπλήσσει ανά τους αιώνες.

«Με θεωρείς πλούσιο, αλλά δεν είμαι. Θά ‘μαι αδέκαρος μόλις φάω τα χρήματα της υποτροφίας. Με θεωρείς ίσως αριστοκράτη, αλλά είμαι ταπεινής καταγωγής ή παρόμοιας με τη δική σου. Δεν έχω κανένα επικερδές ταλέντο, κανένα επάγγελμα, καμία βάση ώστε να ξέρω ότι θά ‘χω να φάω σε μερικούς μήνες. Δεν έχω ούτε γονείς ούτε φίλους, τίποτα να διεκδικήσω και κανένα σοβαρό στόχο». Έτσι μίλαγε στην Τερέζα, έναν από τους πρώτους του έρωτες. Πώς αυτός ο άνθρωπος κατάφερε να εγγραφεί στο συλλογικό υποσυνείδητο ως ένας από τους μεγαλύτερους γόητες όλων των εποχών;

Ο Τζάκομο σε σκίτσο του αδερφού του Φραντζέσκο Καζανόβα.

Πρώτα-πρώτα, ένα σύντομο βιογραφικό: Γεννιέται το 1725 στη Βενετία. Μετά το 1741, ο γερουσιαστής Malipiero τον παίρνει υπό την προστασία του, ώσπου ανακαλύπτει ότι ο νέος περνάει το περισσότερο χρόνο του ανάμεσα στα πόδια μια άλλης προστατευόμενής του, της Thérèse Imer. Το 1744 ξεκινάει την εκκλησιαστική του καριέρα μεταξύ Νάπολης και Ρώμης. Εκεί, γνωρίζεται με τον πάπα Βενέδικτο ΙΔ΄ και τον καρδινάλιο Ακουαβίβα που του προσφέρει στέγη. Ώσπου ν’ ανακαλύψει ότι διατηρεί σχέσεις με την κόρη του. Δυο χρόνια αργότερα έχει μάθει βιολί και συναντάει τον πατρίκιο Bragadin, ο οποίος γίνεται κι ο μέντοράς του. Μετά είναι το 1749 που κάνει τη γνωριμία της Εριέττας, της μεγαλύτερής του αγάπης.

Απόδραση από τις φυλακές της Βενετίας, ύστερα από δεκατέσσερις μήνες εγκλεισμού, κατηγορούμενος για ακολασία και μαγεία. Είναι το 1756. Το κλου: το 1758 δημιουργεί  στο Παρίσι τη λοταρία της Στρατιωτικής Σχολής (σαν να λέμε το σημερινό Λόττο) προκειμένου να συγκεντρώσει χρήματα για το κράτος. Ακολουθούν διαμονή στο Λονδίνο και τη Μαδρίτη, ταξίδι στη Μόσχα, μια μονομαχία με τον κόμη Branicki. Το 1774, οι ιεροεξεταστές του επιτρέπουν να επιστρέψει στη Βενετία. Το 1785, ο κόμης του Waldstein τον προσλαμβάνει ως βιβλιοθηκάριο στο κάστρο του στη Βοημία. Τέσσερα χρόνια αργότερα αρχίζει να γράφει τα Απομνημονεύματά του. 3.700 σελίδες και περίπου 1.2 εκατομμύρια λέξεις. Θα αγοραστούν από την Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας προς €7,25 εκατ. Είναι το ακριβότερο χειρόγραφο στον κόσμο.

Σε αντίθεση με τον Δον Ζουάν, φρενιασμένου για αναρίθμητες κατακτήσεις, ο Καζανόβα δεν νοιάστηκε ποτέ να προσαρτήσει εδάφη. Μαγνητισμένος από το παιχνίδι του πόθου, θέλησε όχι μόνο να πάρει, αλλά και να δώσει.

Η ιστορία μιας ζωής είναι γραμμένη σε υπέροχα γαλλικά και την ολοκληρώνει το 1797, ένα χρόνο πριν από το θάνατό του. Και είναι μια έκπληξη: Ο Καζανόβα, τρελός για αισθησιακές απολαύσεις, τις περιγράφει με έναν εντελώς νέο τρόπο, γεμάτο αφέλεια και μεταφορές, όπου η γυναίκα είναι ένας «κήπος», ένας δροσερός «παράδεισος». Με κερασάκι σ’ όλα αυτά το χιούμορ.

Το 18ο αι., έχει γοητεύσει όλη την Ευρώπη, κάνοντας να δονούνται οι χορδές των γυναικών ως ηχώ των βασάνων που βάραιναν τον ίδιο – της επιθυμίας του να αρέσει, να αγαπηθεί, να πετύχει. Σε μία εξαιρετικά ταξική κοινωνία, η οποία όμως βρισκόταν υπό διάλυση, έμαθε όλους τους κανόνες του κοινωνικού παιχνιδιού. Αλλά ο Τζάκομο δεν είναι ο τύπος του κυρίαρχου. «Είναι περήφανος», γράφει ο φίλος του, «γιατί δεν είναι τίποτα και δεν έχει τίποτα».


Διαβάστε ακόμα: Βοργίας Αλέξανδρος ΣΤ’ – Ο λιμπερτίνος Πάπας της Ρώμης


Γιος ηθοποιών της Βενετίας, στερνοπαίδι με άλλα πέντε αδέλφια, έλαβε, χάρη στις σχέσεις της μητέρας του, εξαιρετική μόρφωση. Λίγο προτού πάρει το δίπλωμά του στο δίκαιο και τη φιλοσοφία από το πανεπιστήμιο της Πάντοβα, η εκκλησιαστική του σταδιοδρομία, κατόπιν της επιθυμίας των γονιών του, τον έκανε από πολύ μικρή ηλικία από τους πλέον εξέχοντες προκρίτους στη Βενετία, τη Νάπολη, ύστερα τη Ρώμη. Οι πρώτες του αποτυχίες τον οδήγησαν στη φτώχεια και την εγκληματικότητα.

Μερικά από τα χειρόγραφα των Απομνημονευμάτων του Καζανόβα, που αγόρασε η Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας το 2010. (Φωτογραφία: Keystone / Getty Images / Ideal Image)

Ωστόσο, με τη στήριξη του πατρικίου Matteo Bragadin και την εκλέπτυνσή του κατά τη διάρκεια της μακράς διαμονής του στο Παρίσι, ο Καζανόβα έμαθε να συγχρωτίζεται με όλους τους συγχρόνους του. Πολυμαθής για την καλή κοινωνία, επιδέξιος μεταξύ των απατεώνων, εξπέρ μεταξύ των κλεπταποδόχων, δραματουργός μεταξύ των ηθοποιών, συγγραφέας, αυτός ο άνθρωπος των γραμμάτων ήταν για τα μέλη κάθε κοινότητας «ένας απ’ τους δικούς της». Και για τις γυναίκες κάθε είδους και τάξης «Ένας άντρας φτιαγμένος γι’ αυτές».

Η επιτυχία του στις γυναίκες εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από το ότι έζησε τη σεξουαλική επιθυμία ήδη από την ηλικία των 11 ετών ως ευκαιρία να γνωρίσει την εμπειρία της ελευθερίας, και να μοιραστεί τις απολαύσεις της. Σε αντίθεση με τον Δον Ζουάν, φρενιασμένου για αναρίθμητες κατακτήσεις, ο Καζανόβα δεν νοιάστηκε ποτέ να προσαρτήσει εδάφη. Μαγνητισμένος από το παιχνίδι του πόθου, θέλησε να αντιμετωπίσει όλες τις προκλήσεις: όχι μόνο να πάρει, αλλά και να δώσει. Οι γυναίκες του δεν ήταν κατακτήσεις, αλλά συνένοχες.

Το μάθημα του Καζανόβα είναι ότι η αξία της ασωτίας έγκειται στα αμφιλεγόμενά της. Το χωρίς προϋποθέσεις διαθέσιμο σώμα είναι ελκυστικό για κάποιο διάστημα. Όπως η εξάντληση από την εργασία ή ο μηχανισμός της κατανάλωσης.

Είναι έτσι από τους πρώτους που η ευχαρίστηση που χάριζε σε μια γυναίκα ήταν το καλύτερο μέτρο της δικής του ικανοποίησης. Ήξερε να φτιάχνει προφυλακτικά από έντερα αρνιού και δεδομένης της αγάπης του για το φαγητό, διάλεγε με μεγάλη προσοχή τα πιάτα που θα σερβίρονταν στις αγαπημένες του: πικάντικα καρυκεύματα για τις κοκκινομάλλες, μαλακά τυριά για τις ξανθές. Όσο για τους χωρισμούς, δεν του ήταν ποτέ αδιάφοροι: έκλαιγε εξίσου, αν όχι περισσότερο, από κείνη που εγκατέλειπε. Γι’ αυτόν τον λιμπερτίνο, καθένας και καθεμιά πρέπει να απολαμβάνουν την ηδονή με τον τρόπο τους. Μόνον τότε η απόλαυση κορυφώνεται.

Ο τρόπος που βλέπει ο κόσμος τον Καζανόβα είναι λαθεμένος. Δεν ήταν ένα είδος ευτυχισμένου και επιπόλαιου Πρίαπου, λες και η ασωτία του ήταν ελαφριά σαν τον αέρα και δεν γνώριζε ούτε  τα διφορούμενα της καρδιάς ούτε τις περίπλοκες σχέσεις εξουσίας. Μόνον ο Φελίνι έβαλε ένα τέλος στην κατάρα. Ο σκηνοθέτης μισούσε την εικόνα του σεξομανή που αποδιδόταν στον Καζανόβα. Με την ομώνυμη ταινία του τού 1976 την έσπασε στα δύο, σατιρίζοντας τα κατορθώματα του σούπερ αρσενικού. Μέσω του Ντόναλντ Σάδερλαντ, ανακαλύπτουμε μία από τις πιο τρυφερές πλευρές του Τζάκομο: ένα είδος ανησυχίας, που διαρκώς ξορκίζεται απ’ τη φιλοδοξία, που διαρκώς αποκαλύπτεται μέσα απ’ τις αποτυχίες του, αλλά που πάντα βρίσκει παρηγόρια και καθαγιάζεται από τις ηδονές.

Ο Καζανόβα μέσα από τη σκηνοθετική ματιά του Φελίνι, με τον Ντόναλντ Σάδερλαντ στον πρωταγωνιστικό ρόλο. (Φωτογραφία: IMDb)

Παραδόξως, είναι αυτή η «συστολή» του Καζανόβα που μιλάει στην εποχή μας. Σήμερα, η σεξουαλικότητα είναι αιχμάλωτη δύο αντιφατικών τάσεων: Από τη μία, ένα αρχαϊκό σχήμα που φέρνει σε αντιπαράθεση τις γυναίκες και τις περιθωριοποιημένες κοινότητες με τους κυρίαρχους ετεροφιλόφυλους άντρες. Από την άλλη, ένα είδος γενικευμένου κελεύσματος στην ηδονή – καινούργιο μέσο να εξασφαλιστεί στην κοινωνία η παμπάλαια διαθεσιμότητα των σωμάτων.

Στο πλαίσιο αυτό, τι θέση έχει η σαγήνη; Το μάθημα του Καζανόβα είναι ότι η αξία της ασωτίας έγκειται στα αμφιλεγόμενά της. Το χωρίς προϋποθέσεις διαθέσιμο σώμα είναι ελκυστικό για κάποιο χρονικό διάστημα. Όπως η εξάντληση από την εργασία ή ο μηχανισμός της κατανάλωσης. Ο Καζανόβα αρέσκεται στις προϋποθέσεις. Είτε αυτές που αφορούν στον ίδιο είτε σ’ αυτές που βάζει μια γυναίκα. «Είναι λοιπόν γόης; – Όχι είναι γοητευτικός όπως και σεις», γράφει στην Ιστορία μιας ζωής.

 

Διαβάστε ακόμα: Όταν σημερινά κορίτσια πωλούν την παρθενιά τους

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top