Για έναν καυτό Αύγουστο. (Εικονογράφηση: Milo Manara).

Ένας άντρας ανάβει άφιλτρο τσιγάρο, στριφτό, στο Λιμάνι της Ίου. Το προηγούμενο βράδυ με πόνεσε πολύ, εκείνος έχυσε, εγώ όχι, αλλά δεν χρειάζεται να χύνουμε πάντοτε, είναι τόσο εγωιστικό να θέλουμε να χύνουμε πάντοτε, ήμουν 18 και είχα την γέννηση των πρώτων ενστίκτων μέσα μου, ένστικτα της υγρασίας και του βελούδου, διστακτικά έκαναν τα πρώτα τους ελαφίσια βήματα κάτω από το δέρμα μου, έτοιμα να καλπάσουν τα επόμενα χρόνια, να μ’ εξαντλήσουν γλυκά στην παράδοσή μου στις ράχες τους.

Η Α. ήταν γονατισμένη για μισή ώρα και βάλε, ρουφούσε ασταμάτητα δυο κατακόκκινα κεφάλια ορμητικών φαλλών – ωραίο πράγμα η ωραία πούτσα. Εκείνη τη νύχτα δεν καταφέραμε να βρεθούμε για ποτό, ήταν οι εποχές που γαμιόμασταν χωρίς ίχνος αλκοόλ στο αίμα, ο ένας την κράταγε από τα μαλακά μαλλιά της, αυτά που έβλεπα δεμένα στο μπροστινό θρανίο μπροστά μου για δύο ολόκληρα χρόνια, ο άλλος σπαρταρούσε, τέλειωσαν στο πρόσωπό της σχεδόν μαζί κι ακόμα με την Α., παρά τις επικές καβάλες μας σε καυλιά που λατρέψαμε και μας λάτρεψανε, λέμε αυτή την ιστορία παραφθείροντάς την, μεγαλοποιώντας την, ενδυναμώνοντάς την.

Βουτούσαμε στην θάλασσα τα ξημερώματα να ξετσούτσουν τα από κάτω μας και τσούζαμε περισσότερο.

Βουτούσαμε στην θάλασσα τα ξημερώματα να ξετσούτσουν τα από κάτω μας και τσούζαμε περισσότερο, μα ύστερα περνούσε, και τα χρόνια περνούσαν και πρωινό μπάνιο μαζί δεν ξανακάναμε.

Τί πάω και θυμάμαι… Απλωτές σε τζακούζια με καυλερούς κυρίους κοκιασμένους (τεράστιο κεφάλαιο η κόκα στο σεξ/άλλο πράγμα/ακατάληπτο/και πάντα με το δεδομένο της στύσης, ο ερχομός της οποίας δεν είναι καθόλου δεδομένος/και με την εκσπερμάτωση του άντρα ή τον οργασμό της γυναίκα να καθυστερούν κάνοντας τον χρόνο να μοιάζει με ζελέ), και μετά βρεγμένες με την Α. στο κρεβάτι κάποιου ξενοδοχείου σαν ξεπεσμένες ντίβες απανθρακωμένες από τους ίδιους μας τους χυμούς που καίγαν.

Η θέση της ρώγας ν’ αλλάζει ελαφρώς μες στα χρόνια, να χαμηλώνει το βλέμμα της από τον ήλιο, να καμώνεται την ντροπαλή, εκείνη που μέσα σε τόσα στόματα δαγκώθηκε σε στιγμές επαληθευτικές όλων των Γραφών και των άγραφων – ένα στόμα με γύρω μούσια να επιστρέφει στη μάνα, ο πούτσος κόκαλο, χέρια να μην ξέρουν από πού να πρωτοπιαστούν για να σώσουν τα σώματα. Ναι, εν μέσω καλοκαιρινής βακχείας που εκκινεί επισήμως ως υπόνοια αρχές Μάη και αργοσβήνει με τους Οκτώβρηδες για να ξεκουραστεί όλον τον χειμώνα και ως τους οδυρμούς της Σταύρωσης και του Πάσχα.

Αποκορύφωμα της μνήμης: σε ένα γκράντε sex party των ολολυγμών και της απουσίας κάθε ειλικρινούς αισθησιασμού, εκεί που η αγάπη ησυχάζει, παρατηρώ τα σώματα να προβάρουν τον θάνατο. Ιδρώτες πεντακάθαροι, αλλόκοτες κωλοτρυπίδες σε νέους ρόλους, μαγιό αντί για δαντελένια εσώρουχα, το πρόσωπο εκείνης της γυναίκας που παριστάνει πως χύνει στα τέσσερα: επιτέλους, ποια γυναίκα χύνει στα τέσσερα και ως πότε θα διαιωνίζουμε τα ψέματα;

“Ήμουν 18 και είχα την γέννηση των πρώτων ενστίκτων μέσα μου, ένστικτα της υγρασίας και του βελούδου, στις διακοπές”. (Εικονογράφηση: Milo Manara).

Ίσως τα ψέματα κατοικούν στα καλοκαιρινά γαμήσια, τα μακιγιάρουν πρόχειρα, τα ονομάζουν έρωτα, ίσως εσύ απλώς να ήθελες να κατουρήσεις μετά το πήδημα μια γυναίκα και στάθηκα πρόχειρη εγώ, ίσως εγώ κάνω μονίμως εσφαλμένες ερμηνείες της σάρκας, να την τακτοποιήσω βιαστικά σε ψυχή, αλλά όπως με έκαιγαν τα κάτουρά σου και κυλούσαν από τα μπούτια μου στα ρηχά μιας θάλασσας πίστεψα στο φως που ξεκινάει ως αίμα και ως βρομιά ουρήθρας, μυρωδιάς μουνιού μετά από ξέσκισμα και λυσσασμένης γι’ αγκαλιές μασχάλης Αύγουστο καιρό, κάτω από ξωκκλήσι ανήξερο.

Θυμάμαι εκείνη τη χοντρή μελαχρινή, σα γυναίκα αρχαίου πασά, να χαμουρεύεται στο μπιτς μπαρ με το αμούστακο Ολλανδάκι που βλέπαμε το καυλί του να πρήζεται μέσα από την βερμούδα, έχω για πάντα την εικόνα εκείνων των γυναικών με τα ξυρισμένα κεφάλια να γλείφονται στην άκρη της παραλίας παράδοξα αργά σα να γνώριζαν pως αποτελούσαν θέαμα, αλλά βεβαίως και την θεατρική μαλακία του Κ. μες στην ντουζιέρα του στη Μύκονο που μου έστειλε σαν κάποιο έργο τέχνης προς αξιολόγηση και μπορούσα σχεδόν να νιώσω, χιλιόμετρα μακριά, την αίσθηση ανακούφισης των ξαλαφρωμένων αρχιδιών όπως μου την έχουν περιγράψει οι σπουδαίοι μου άντρες. Οι καλοκαιρινές καύλες έχουν την ιδιότητα να γέρνουν σαν καλαμιές κάτω από το βάρος του κιτς και της δευτεράντζας, ώσπου σηκώνουν αναπάντεχα ανάστημα στην τέχνη και την καλλιέπεια, επειδή απλώς δεν γίνεται να συμβεί αλλιώς.

Και για να μην ταλαιπωρώ αδίκως τις λέξεις, τα πιο σημαντικά είναι πάντοτε εκείνα που δεν συμβαίνουν ή, μάλλον, συμβαίνουν στην φαντασία μας, μια χώρα που καμιά τεχνητή νοημοσύνη ή νομοθεσία δεν θα καταφέρει ποτέ να εξουσιάσει ολοκληρωτικά: ήταν καλοκαίρι και ήμουν στην Σαντορίνη, στο σπίτι του Ν. ανάμεσα σε μπάφους, χαρτιά μισογραμμένα και ελάχιστη διάθεση για θάλασσα – η θάλασσα της Σαντορίνης είναι τα νυχτερινά της σεργιάνια.

Στο σπίτι του Ν. είχε έρθει επίσκεψη ο πιο όμορφος άντρας που έχω δει ποτέ μου και ποτέ η καλλονή των αντρών δεν αρκεί για να με υγράνει, αλλά το συγκεκριμένο πρόσωπο σε συνδυασμό με την αβάσταχτη μαστούρα μου χαράχτηκε τόσο έντονα ως επιθυμία μέσα μου και με διαπέρασε. Είχα σχεδόν οργασμό κοιτώντας τον, ήξερα πως αν τον πλησίαζα θα με άφηνε να τον φάω, αλλά δεν πλησίασα ποτέ, ο καβάλος μου πονούσε, ήταν τόσο αθώος μες στην τελειότητά του και, μάλιστα, νηφάλιος. O Ν. έκανε κάτι δουλειές στην αυλή, δεν μπορώ να ξεχάσω αυτό το γαμήσι που δεν έκανα, για εβδομάδες μετά τον επανέφερα στο μυαλό μου σε στάσεις καλπασμού και παράδοσης, επιθυμώ πριν πεθάνω να τον συναντήσω και να τον φιλήσω στο λαιμό και να τον χουφτώσω δυνατά οπουδήποτε, να βεβαιωθώ πως υπάρχει, γιατί έχω μια μικρή υπόνοια ότι τον φαντάστηκα και αυτό με ηδονίζει πιο πολύ.

Μια φορά έκανα σεξ σαν όρθια σκύλα σε μια μάντρα πίσω από ένα πανηγύρι, με κόσμο να περνά σε απόσταση αναπνοής, κι εγώ να μην προφταίνω να μετράω οργασμούς.

Παρακολουθώ τα νεούδια να κατασπαράζουν τα πλαστικά μπέργκερ στα Μακ Ντόναλντς στο Σύνταγμα, τα οσμίζομαι αγάμητα, από την άλλη κάτι πενηντάρηδες στη Φωκίωνος του δίνουν και καταλαβαίνει, το νιώθω όπως πίνουν τον καφέ, αυτοί γαμιόντουσαν χθες λέω κι έχω δίκιο κι ας μην μου το δίνει επισήμως κανείς αυτό το δίκιο.

Οι επιστημονικοί λόγοι της αύξησης της λίμπιντο με ξενερώνουν απίστευτα, ξέρω πως τα κορμιά μας είναι συσκευές της φύσης, αλλά κάποιες φορές παριστάνω πως νομίζω άλλα και μάλιστα πως τα ασπάζομαι σαν φιλοσοφίες ζωής, δήθεν ότι είμαστε ψυχές και αστερόσκονες και μεταμφιεσμένοι έφηβοι σε γκρινιάρηδες ενήλικες, γι’ αυτό δεν μπορώ να βιώσω ερεθισμό και παράδοση υπό συνθήκες λογικής, ότι σε είδα, με είδες, μας αρέσαμε. Είναι τόσο λίγο αυτό, μες στην δεδομένη σπουδαιότητά του, δεν αντιλέγω, αλλά επιζητώ το παραμύθι, τον φλογισμένο φαλλό που υπάρχει σε χιλιάδες καυλωμένα αντίγραφα εντός της καρδιάς, του νου, των δαχτύλων, να γαμιέμαι από όλους τους φαλλούς ενός άντρα και μόνο τότε να μπορώ να του μένω πιστή και να αγνοώ όλους τους άλλους άντρες με τον έναν μόνο φαλλό.

“Ίσως τα ψέματα κατοικούν στα καλοκαιρινά γαμήσια”, γράφει η Sex Editor. (Εικονογράφηση: Milo Manara).

Να λούζομαι γυμνή στην θάλασσα, να βγαίνω το βράδυ στο πανηγύρι, να με κλέβει ο βιολιστής με τα λαδιά μάτια, να μου ‘ξηγάει τ’ όνειρο στη μάντρα, να παύει ο χορός, να πέφτει βαριά σιωπή, ν’ ακούγεται η μανία μου και με τον ρυθμό αυτής να χορεύει ο κόσμος. Όπως μια φορά, εκείνο το αλησμόνητό μου καλοκαίρι, που έκανα αμήχανο, αλλά ειλικρινώς παθιασμένο σεξ σαν όρθια σκύλα σε μια μάντρα πίσω από ένα πάνδημο πανηγύρι με κόσμο να περνά σε απόσταση αναπνοής και να μην προφταίνω να μετράω οργασμούς, να’ χω γίνει ένα με το νησί, με τη νύχτα, να εμπεδώνονται όλα τα κωλοτράγουδα που υμνούν στον βρόντο τα έξαλλα καλοκαίρια που όλες ονειρευόμαστε.

Επιτέλους, έπαψα να είμαι η έφηβη που γλείφει χωνάκι βλέποντας Mad με το φανελάκι, τώρα μου κόβεται η ανάσα γλείφοντας Εκείνον κι είμαι η πρωταγωνίστρια του πιο γαμάτου βίντεο κλιπ με μηδέν προβολές γιατί κανείς δεν πρόλαβε να μας δει. Το σπέρμα του σε πίδακες να μουσκεύει το πλακόστρωτο, μέχρι σήμερα εκεί θα βρίσκεται, θα’ χει ποτίσει υπογείως όλο το νησί, στο οποίο θ’ αργήσω, Θεέ μου, να επιστρέψω.

Βλέπω στα καράβια τα κορίτσια που κοιμούνται στα πόδια των αγοριών, τους σκέφτομαι να σμίγουν όλο δίψα μόλις φτάνουν στο δωμάτιο ή μόλις στήνουν την σκηνή.

Βλέπω στα καράβια τα κορίτσια που κοιμούνται στα πόδια των αγοριών, τους σκέφτομαι να σμίγουν όλο δίψα μόλις φτάνουν στο δωμάτιο ή μόλις στήνουν την σκηνή, βλέπω τις μεγάλες ψεύτικες βλεφαρίδες των γυναικών που δουλεύουν στα μπαρ τα καλοκαίρια, με το επιβεβλημένο από άγνωστο θεό ύφος της μόνιμης απόρριψης, τα λάγνα βλέμματα των αντρών στις πεινασμένες αντροπαρέες, εκείνη τη μοναχική μουνάρα που στην άκρη μιας πλαζ διαβάζει γυμνόστηθη ένα βιβλίο, εκείνον τον σαραντάρη ξένο που με λινό παντελόνι και απαράμιλλο στιλ πίνει εσπρέσο στη Μικρή Βενετία λες και χθες το βράδυ δεν σφάδαζε από ηδονή όταν η πιο όμορφη βίζιτα των ξεκώλιαζε με το στραπ ον.

Βλέπω εμένα να κάνω πως εκπλήσσομαι στα κομπλιμέντα κάποιου που μου την πέφτει ενώ είμαστε κι οι δυο μεθυσμένοι έστω λίγο μεθυσμένοι, όλη την ώρα σκάνε κύματα, φλογίζονται τσιμέντα, πέφτουν αστέρια, γεννιούνται μωρά, καίγονται δάση, μουσκεύονται τάνγκα, γκόμενες δαχτυλώνονται διαδικτυακά, η γη γυρίζει και οι άνθρωποι γαμάνε τα σώματα και τις ψυχές ο ένας του άλλου σε όλους τους απίθανους συνδυασμούς, στην πλατυά αγκαλιά της πιο δημοκρατικής επικράτειας που έχει γνωρίσει το Γένος μας, της επικράτειας της ηδονής.

Φέτος το καλοκαίρι δεν έχει καταφέρει τίποτα να με φτιάξει περισσότερο από την αναμονή της στιγμής που θα το αφηγηθώ σα να ήμουν, καθώς το ζούσα, καθώς το πιπίλιζα, καθώς το ρούφαγα, καθώς το έφτυνα, μια άλλη. Θα γράφω τέλη Νοέμβρη για τα καμώματα τα θερινά, με τ’ άσπρα σημάδια απ’ το μαγιώ μου να ηττώνται σιγά σιγά από το χειμερινό ηλιοστάσιο που δοξαστικά και θλιμμένα θα πλησιάζει, υποσχόμενο μάλλινους οργασμούς, ανίκανους να συναγωνιστούν τους ιδρωμένους, πουκαμισάτους, μελτεμίσιους.

 

Διαβάστε ακόμα: Sex Editor. «Όσα μου έμαθαν οι τσόντες».

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top