Με έμπνευση από τον μαέστρο, Φεντερίκο Φελίνι (εικονογράφηση: Milo Manara).

Είμαι στο μπάνιο, φοβάμαι μήπως χάσω τα μάτια μου από το πρόσωπό μου από το τόσο κλάμα. Πλένω τα μαλλιά μου, νιώθω για πρώτη φορά στην ζωή μου το σώμα μου αδειανό από ζωτικά όργανα, το δέρμα μου είναι κούφιο σακί που απλώς τυλίγει μια άμορφη μαύρη μάζα. Λίγο να μ’ έκοβε το ξυράφι δεν θα έβγαινε κόκκινο το αίμα, αλλά σκούρο μωβ, πεθαμένο. Ακούω το “Apocalypse” από Cigarettes After Sex, έχω στερεωμένο το κινητό στο νιπτήρα και ξαφνικά χτυπάει. Το όνομά του στην οθόνη του κινητού, ο ήχος της κλήσης που διακόπτουν το τραγούδι με κάνουν να παραλύω. Ερεθίζομαι ολόκληρη, ανάβω, καίει το νερό, καίνε οι ρίζες των μαλλιών κι οι βλεφαρίδες μου.

Χωρίζουμε, το ξέρω, το έχουμε πει, δεν το εννοεί κανείς μας στ’ αλήθεια. Σε μισή ώρα είναι σπίτι, θέλω να με βρει στο μπάνιο, έρχεται, είναι σκοτεινά, βρίσκεται μέσα μου σε δευτερόλεπτα, όπως το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου, κάνουμε έρωτα όρθιοι, απεγνωσμένοι, συντετριμμένοι, your lips, my lips, apocalypse. Με σηκώνει επάνω του, επιδέξια μεταφερόμαστε από την μπανιέρα στο κρεβάτι, ολόκληρος μέσα μου κάθε στιγμή, ο χωροχρόνος ωχριούν, τα σώματά μας είναι οι απόλυτοι κυβερνήτες της πλάσης, μου ψιθυρίζει κάτι που δεν θα μπορέσω ποτέ στην ζωή μου να προδώσω, μια αλήθεια του πολύ δύσκολη, κορυφώνουμε μαζί.

Ήταν η τελευταία μας φορά, δεν θα μπορέσω ποτέ, όσο ζω, να ξεχάσω πώς ένιωσα. Ξάπλωσε δίπλα μου, κοιμηθήκαμε μαζί, το πρωί έγειρε, με φίλησε όπως έκανε όταν ζούσαμε κανονικά εκεί, όταν έφυγε ήξερα πως δεν θα τον ξαναδώ ποτέ στην ζωή μου γυμνό, πως δεν θα ξαναπιάσω ποτέ τον όμορφο πούτσο του στα χέρια μου, δεν θα τον ξαναγευτώ ποτέ, πως με περιμένει η άγονη χώρα των δακρύων για πολύ καιρό.

Μιλώ για τον πρώτο επόμενο καυλερό, καυτό, παράφορο έρωτα με χυσίματα του παραδείσου, κραυγές κολασμένες, βλέμματα καρφωμένα σαν πρόκες το ένα με το άλλο και την καρδιά μουδιασμένη, να σκουντά το μυαλό.

“Μπέτι Μπλου” του Ζαν Ζακ Μπενέξ

Η θλίψη που συνοδεύει μερικά γαμήσια της ζωής μου τα αλατίζει συναρπαστικά και μες στην άλμη τους συντηρούνται καιρό, γίνονται παστά, η γεύση τους δυναμώνει. Ξέρετε τώρα πολύ καλά πώς είναι να μπαίνεις σε ένα σώμα ή να ανοίγεις το σώμα σου σε ένα άλλο, όταν η καρδιά είναι μαύρη. Τα λυπημένα γαμήσια της ζωής μας, σαν πομπές αρχαίων θρησκειών, σαν καραβάνια που χάνονται στον ορίζοντα και μένει πίσω μια μυρωδιά καπνού, λιβανιού και μέσα μέρους βελούδινης κάπας. Υγρά, στυφά, αγέρωχα.

Στον αντίποδα, εξίσου κινηματογραφικά είναι τα γαμήσια που έπονται αυτής της τεράστιας θλιμμένης καύλας. Δεν μιλώ για τα διεκπεραιωτικά γαμήσια μετά τον χωρισμό με ξένα σώματα, αν αντέχει κανείς να συναντά ξένα σώματα, καθώς η καρδιά του κατοικείται ολόκληρη από ένα Σώμα που έγινε Καπνός. Μιλώ για το πρώτο εκείνο γαμήσι που αυτομάτως πετά από πάνω του, σαν ξένο ρούχο, την έννοια «γαμήσι».

Μιλώ για τον πρώτο επόμενο καυλερό, καυτό, παράφορο έρωτα με χυσίματα του παραδείσου, κραυγές κολασμένες, βλέμματα καρφωμένα σαν πρόκες το ένα με το άλλο και την καρδιά μουδιασμένη, να σκουντά το μυαλό, να μην ξέρουν τι να κάνουν, γιατί η σάρκα έχει πάρει τα ηνία και τα κατακυριεύει, τα διατάζει, τα ορίζει. Ναι, μωρή, μπορείς να ερωτευτείς ξανά, ο κόσμος γεννιέται ξανά, δαγκώνεις ένα ξένο αντρικό στήθος, ίσως αυτό το στήθος επισκεφθεί τα όνειρά σου ως άσπρο, ολόδικό σου άλογο με οπλές και πέταλα, αφήνεις τα φρένα λυτά, θέλεις τα χέρια τα δικά του τώρα, γελάτε, χαμογελάτε, δεν το πιστεύετε, τι είναι αληθινό από όλα αυτά;

Είμαι ξαπλωμένη σε έναν καναπέ που χωράει ένα ολόκληρο, άλλο σύμπαν, έχω τα πόδια μου ανοιχτά, τα μάτια μου χάσκουν Θεό στο ταβάνι, εκείνος μπαινοβγαίνει μέσα μου μια γρήγορα, μια αργά, δεν έχω αναπνοή, δεν ξέρω πού να βάλω τα χέρια μου, το στόμα μου, καταλύομαι. Ξανά. Το στόμα του ανοιχτό χιλιοστά πάνω από το δικό μου, η μυρωδιά του με τρυπά βαθιά μέσα, πιο βαθιά από το μέσα, πιο μέσα από το βαθιά.

Πόσον καιρό έχετε να γαμηθείτε κινηματογραφικά; Αν θέλετε, μην τον προσχεδιάσετε. Tο καλό σινεμά, όπως και το καλό σεξ, μπορεί να συμβεί από τα πιο ταπεινά υλικά.

“Έξαψη” του Λόρενς Κάσνταν.

Το παράπονο του οργασμού αποτυπώνεται στο πρόσωπό του, λυγίζουν τα φρύδια του, αποκαλύπτονται τα δόντια, φωνή βοά, νύχτα επαν-αστρεύεται. Μες στο κεφάλι μου παίζει ο αμανές από το Καίγομαι Καίγομαι, αμάν, αααααμάαααν, πολλά άλφα, ανοιχτά χείλη, όλα τα χείλη που διαθέτω ορθάνοιχτα μέχρι να γυρίσει το σώμα μου γύρω από μένα και να με καταπιεί, να μην υφίσταμαι άλλο με την τρέχουσα μορφή μου. Ένας αμανές να συνοδεύει το φευγιό από τον υλικό κόσμο. Κάτι ξεκινάει εδώ πέρα, είναι η αρχή ενός μεγάλου Καλού που κατέφθασε, κάτι ξεραμένο κάτω από τους καρπούς και τους αστραγάλους μου πετάει καινούργια φύλλα, μικροσκοπικά, καταπράσινα, λάμπει ξανά το σκοτεινό μου δάσος.

Να ζούμε ζωή που να ζηλεύουν οι ταινίες. Κι όλες μας οι ιστορίες είναι η ίδια Ιστορία: η Κοσμογονία που προκύπτει από τα ενωμένα σώματα. Τα κινηματογραφικά γαμήσια της ζωής μας δεν μπορούμε να τα προγραμματίσουμε, να τα χορηγηθούμε και να τα χορηγήσουμε ως συνταγή, ως ένεση, ως επίστρωση, δεν μπορούμε να τα προβλέψουμε. Πήδημα παράνομο μαγαζάτορα και πελάτισσάς του σε ένα πάρκινγκ κάπου στην πόλη, εκείνη να φορά μόνο τις ψηλές της μπότες από λουστρίνι, σκυμμένη στα τέσσερα εμπρός στην έκθαμβη από την ομορφιά της στύση του, να πονάνε γλυκά που γαμιούνται, να πονάνε που δεν γαμιόντουσαν τόσες εποχές.

“Αυτοκρατορία των αισθήσεων” του Ναγκίσα Οσίμα

Αγχωμένο, ιδρωμένο σεξ νεαρών γονιών στο υπνοδωμάτιό τους, ξημερώματα, λίγο πριν ξυπνήσει για τα καλά το μωρό, εκείνος την γαμάει μετά από μήνες, υπάρχει μια στιγμή ανάμεσά τους που θα την ζήλευαν όλες οι θύελλες, είναι δική του, είναι δικός τους, σα να μην υπάρχει αύριο μπαινοβγαίνει μες στο μουνί της, το μουνί που γέννησε το παιδί τους, αυτό το μουνί που ερωτεύτηκε πριν τόσα χρόνια σαν τρελός κι ακόμα θέλει, ακόμα αγαπά, ακόμα τον μουδιάζει. Δύο άγνωστοι τύποι κοιτιούνται ώρες μέσα σε ένα κατάμεστο μπαρ, βγαίνουν έξω μαζί, πηγαίνουν αμίλητοι στον κοντινότερο ξενοδοχείο, είναι πιο καυλωμένοι από ό, τι θυμούνται ποτέ τους εαυτούς τους, παίρνουν ατελείωτες πίπες ο ένας στον άλλον, ξεσκίζονται αγκομαχώντας, δεν ξέρουν ονόματα, δεν θέλουν τηλέφωνα, υπάρχουν μόνο γι’ αυτή τη συνουσία τη μυστική, της διαφθοράς.

Μια γυναίκα κοιτάζει τον γείτονά της με το σλιπ στο απέναντι μπαλκόνι να απλώνει ρούχα, βγάζει το νυχτικό της, χαϊδεύει τις ρώγες της, αρχίζει να βάζει ένα ένα τα δάχτυλά της μέσα της, ο γείτονας την βλέπει, χαϊδεύεται πάνω από το σλιπ, να ένα κινηματογραφικό μη γαμήσι, είναι και οι δύο παντρεμένοι, αυνανίζονται συντονισμένα, ένα σκοτεινό απόγευμα Νοέμβρη σε μια γειτονιά στο Αιγάλεω, εκείνη χύνει γρήγορα, καίει ολόκληρη, εκείνος λερώνει το σλιπ, γιατί δεν μπορεί να τον βγάλει έξω και αυτός ο περιορισμός του τον σκληραίνει κι άλλο.

Οι ιστορίες μας, οι ιστορίες σας, οι στιγμές μας οι μοιρασμένες. Πόσον καιρό έχετε να γαμηθείτε κινηματογραφικά; Αν θέλετε, μην τον προσχεδιάσετε. Το καλό σινεμά δεν έχε να κάνει με αναμμένα ρεσώ και προετοιμασίες-το καλό σινεμά, όπως και το καλό σεξ, μπορεί να συμβεί από τα πιο ταπεινά υλικά. Χρειάζεται το μυαλό μας να τυλιχτεί στις φλόγες, να χύνουμε εγκεφαλικά χιλιάδες κόκκους αστρόσκονης. Να αφεθούμε απολύτως. Εκεί, δεν έχει ‘’μέτρον άριστον’’. Δώστε τα ηνία στο δέρμα, δώστε λάσα στο μυαλό και λιώστε την καρδιά σας με το χέρι σαν μυγδαλάκι.  Θα μείνει το άρωμα για καιρό, αν όχι για πάντα.

 

Διαβάστε ακόμα: Γεωργία -Sex Editor- Δρακάκη “Γιατί δεν ανοίγω λογαριασμό OnlyFans;”

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top