Αυτή τη φορά θύμα υπήρξε ο Γιώργος Κατρούγκαλος. Δεν ήταν ο πρώτος ούτε ο τελευταίος (Menelaos Michalatos / SOOC).

Λόγος ιοβόλος και ιογενής. Σχόλιο που σκοπεί να χτυπήσει -εντελώς- κάτω από τη ζώνη τον άτυχο που επιλέχθηκε ως αντικείμενο της χλεύης. Άπαξ και πυροδοτηθεί κι έρθει σε επαφή με το οξυγόνο του δημόσιου διαλόγου, η ειρωνική διάθεση αποκτάει την ίδια κρουστική δύναμη με μια χειροβομβίδα: θα πάρει κεφάλια.

Ο πρώην υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ, Γιώργος Κατρούγκαλος, έγινε δέκτης πριν από λίγες ημέρες ενός τέτοιου ακραίου -σε έμπνευση και στόχευση- σχολίου από τον αρθρογράφο της Καθημερινής, Στέφανο Κασιμάτη. Ανεξάρτητα αν αποδείχθηκε ότι η κόμμωσή του υπαγορεύτηκε από την θεραπευτική ανάγκη, με ποια λογική στηλιτεύτηκε η εξωτερική του εμφάνιση έως αν να είχε κανείς τη νομιμοποίηση να χρησιμοποιεί τέτοια πολιτικά όπλα για να «χτυπήσει» αντίπαλο; Ο δημοσιογράφος, βεβαίως, ζήτησε συγγνώμη, ωστόσο το ζήτημα μένει ανοιχτό.

Στον δημόσιο λόγο (όπου δημόσιος λόγος είναι τα άρθρα στα «επίσημα» ΜΜΕ, αναρτήσεις στα social media ή δηλώσεις μπροστά σε κάμερες) ολοένα και περισσότερο επικρατεί η σφαλερή έως επικίνδυνη άποψη του «όλα επιτρέπονται». Καμία σχέση με εκείνο το θαυμαστό του Γουίλιαμ Μπάροουζ «τίποτα δεν είναι αληθινό και όλα επιτρέπονται».

Η σκατοψυχιά δεν επιδέχεται διάκριση ανάμεσα σε δεξιά και αριστερά.

Εδώ η συνθήκη είναι απολύτως ρεαλιστική και ουχί μεθυστικά δημιουργική. Αυτός που χτυπάει με το βέλος του θέλει να προκαλέσει πόνο για τον πόνο. Αυτός είναι, εν μέρει, και ο ορισμός της σκατοψυχιάς: δεν χρωστάς καλό σε κανέναν και για όλα έχεις κάτι κακό να πεις.

Φευ, ένας καταρράκτης από λέξεις χύνεται κρουνηδόν για να καταδειχθεί καθημερινά η αξία της μετριοπάθειας. Θα διαπράξει μέγιστο λάθος αν υποθέσει κανείς πως «θύτες» είναι μόνο οι… από ‘δω και «θύματα» μόνο οι από ‘κει. Η σκατοψυχιά δεν επιδέχεται διάκριση ανάμεσα σε δεξιά και αριστερά. Δεν είναι προνόμιο μόνο του συμπολιτευόμενου δημόσιου λόγου με αυτόν της αντιπολίτευσης να βρίσκεται στα σχοινιά και να αποκρούει χτυπήματα. Πολύ μανιχαϊστικό για είναι αληθινό.

Το επίμαχο δημοσίευμα στην εφημερίδα «Καθημερινή».

Δυστυχώς, έχουμε να κάνουμε με μια μορφή ρητορική κώφωσης, με μιαν ασθένεια που μπορεί να πλήξει τους πάντες. Έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια χύδην αρπακτικότητα που δεν χαμπαριάζει από τίποτα, που θεωρεί πως η ακραία ειρωνεία είναι επιτρεπτή, που πιστεύει ότι στο βωμό της όποιας κριτικής μπορούν τα «θυσιαστούν» τα πάντα: εξωτερικά χαρακτηριστικά, ιδιωτικές στιγμές, προβλήματα υγείας κ.α.

Απέναντι στην σπερματική κακολογία, το μόνο όπλο είναι ο ορθός λόγος.

Η πρακτική του «χτύπα όπου βρεις» επιδεικνύει με ζέση και χάρη την κανιβαλιστική της διάθεση λες και είναι κάποιο τρόπαιο που το κέρδισε κανείς στα μαρμαρένια αλώνια των διαλεκτικών αγώνων δρόμου. Η μόνη απάντηση σε τέτοιου είδους σχόλια είναι εξής: δεν γίνεται να βυθομετρήσεις τον πάτο. Αν τον έχεις ξύσει σημαίνει πως έφτασες στο μη περαιτέρω. Από εκεί και πέρα δεν έχει πιο κάτω. Θα επαναλαμβάνεις με αταβιστικό τρόπο την ίδια κακοπάθεια κι απλώς θα αλλάζει ο στόχος.

Απέναντι στην σπερματική κακολογία, το μόνο όπλο είναι ο ορθός λόγος. Αυτός που θέλει να αντιπαρατίθεται με εδραία επιχειρήματα, που συναρμόζει τη σκέψη του με λογικές λαβές και που δεν ξεπουλιέται στη φτήνια. Ευτυχώς, υπάρχουν ακόμη τέτοιοι θύλακες ορθολογισμού που μπορεί να μην κραυγάζουν όπως οι άλλοι (δεν είναι άλλωστε φτιαγμένοι για να κραυγάζουν), αλλά δίνουν με την παρουσία τους ένα μέτρο στον καθημερινό διάλογο.

Εν προκειμένω: το ότι υπήρξαν επίσημες τοποθετήσεις από στελέχη της Νέας Δημοκρατίας (και μάλιστα προβεβλημένα) που αντέδρασαν στο σχόλιο του δημοσιογράφου και τάχθηκαν υπέρ του πρώην υπουργού, δείχνει πως δεν έχει μωρανθεί πλήρως το άλας. Πάλι καλά να λέμε.

 

Διαβάστε ακόμα: Κύριε Γαβρόγλου, πόσο κάνει ένα κι ένα;

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top