Η αριστερή κουλτούρα στην Ελλάδα λειτούργησε αθροιστικά. Τόσο οι δικοί μας, τόσοι οι άλλοι. Προφανώς και υπερείχε (credit: Tom Burns).

Ατάκα βιτριολική του Δημήτρη Πουλικάκου στην ταινία «Ρεβάνς» του Νίκου Βεργίτση: «Εμένα ο δικός μου (σ.σ.: εννοεί τον πατέρα του) όταν πήγα στο σχολείο τρία πράγματα μου είπε να μην κάνω. Να μην καπνίσω χασίσι, να μην γίνω κομμουνιστής και να μην γίνω πούστης. Κοίτα γκίνια». Η μυθοπλασία έχει τον τρόπο να στρογγυλεύει πράγματα που η καθημερινότητα τα προβάλλει με τις απαραίτητες αιχμές τους. Όποιος έχει σκαρφαλώσει έστω και στα ριζά ενός αριστερού κόμματος (ένα είναι το κόμμα!), γνωρίζει πολύ καλά πως ως οπιομανής και ομοφυλόφιλος δεν θα μπορούσε να στεριώσει. Το συντηρητικό απαράτ του κατά τ’ άλλα προοδευτικού πόλου του πολιτικού φάσματος θα διερρήγνυε τα ιμάτιά του.

Ανάποδος καθωσπρεπισμός, επιβολή σε μια τετράγωνη λογική, κομφορμισμός, αναπαραγωγή ενός προτύπου τόσο φορμαλιστικού όσο ο σοβιετικός ρεαλισμός. Η Αριστερά, από την Μεταπολίτευση και εντεύθεν, επέβαλλε κυριαρχικά τους όρους και τους κανόνες στην κουλτούρα της χώρας. Δεν φταίει μόνο αυτή, δεν βρήκε ικανό «αντίπαλο» στην αντίπερα όχθη. Θες διότι τα κοινωνικά ανακλαστικά αμέσως μετά την επανόρθωση της Δημοκρατίας ζητούσαν την πλέρια δικαίωση των κατατρεγμένων, θες γιατί οι περισσότεροι καλλιτέχνες είναι φύσει και θέσει επαναστάτες (ή οιωνεί επαναστάτες), θες γιατί το ρεύμα πήγαινε προς τα εκεί, όπως και αν διαβάσει κανείς τις συνθήκες και τη συγκυρία, η αριστερή ταυτότητα ήταν εγγύηση και πιστοποιητικό καλλιτεχνικής γνησιότητας. Ήταν, άραγε, για όλους;

Αυτό που ονομάζουμε επιβολή της αριστερής ιδεολογίας στην τέχνη είναι κατ’ ουσίαν μια ψευδεπίγραφη ανάλυση. Υπό την έννοια πως ούτε αριστερή ήταν ούτε και ιδεολογία.

Κάθε φορά που αναφύεται το θέμα της επικυριαρχίας της Αριστεράς στα πολιτιστικά πράγματα της Ελλάδας σκέφτομαι τον Μανόλη Αναγνωστάκη. Αυτό τον αυθεντικό αγωνιστή και ποιητή. Είτε ως Μανούσος Φάσσης είτε με την «αυθεντική» του υπογραφή, ήδη από τα χρόνια του «Στόχου» (Το θέμα είναι τώρα τι λες/Καλά φάγαμε καλά ήπιαμε/καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ/Μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας/Το θέμα είναι τώρα τι λες), έκανε λόγο για την άμεση σχέση που οφείλει να έχει η πολιτική ηθική και η ποιητική ηθική. Με την έννοια ότι η μια πρέπει να ελέγχει τις ελλείψεις και τις στρεβλώσεις της άλλης. Δεν συνέβη. Οι λόγοι είναι προφανείς: η πολιτική είχε πάντα τον τρόπο να επιβλέπει την ποίηση (κι όχι μόνο) και να λειτουργεί ως απαραίτητος σιγαστήρας των μαχητικών της ζητούμενων. Για την ιστορία, πολύ νωρίς μάλιστα, ο Μανόλης Αναγνωστάκης σιώπησε ποιητικά, πράξη που θεωρήθηκε (αντιστοίχως) και πολιτική σιωπή.

Η αριστερή κουλτούρα στην Ελλάδα λειτούργησε αθροιστικά. Τόσοι οι δικοί μας, τόσοι οι άλλοι. Προφανώς και υπερείχε. Τη εξαιρέσει του Μάνου Χατζιδάκι που θεωρητικά και μόνο ανήκε στη δεξιά πτέρυγα (στην πραγματικότητα ήταν ο πιο προωθητικός πυρήνας που έχει γνωρίσει αυτός ο τόπος στα νεώτερα χρόνια του), ουδείς άλλος μπόρεσε να σηκώσει το ανάστημά του (με το έργο του, φυσικά) για να συγκρουστεί με την κυριαρχική λογική. Ιδιαιτέρως στα πρώτα χρόνια του ΠΑΣΟΚ όπου η λαϊκιστική καπνιά έκατσε ως ίζημα πάνω από όλα τα πράγματα, προφανώς και τα καλλιτεχνικά, δημιουργώντας εκτρώματα που καμώνονταν τα σπουδαία. Λαϊκά τουρκομπαρόκ που θα έκαναν τον Μπαχ να ντρέπεται που ασχολήθηκε με τη μουσική. Κινηματογραφικοί στοχασμοί που έστελναν στο πυρ το εξώτερο τους πειραματισμούς του Μπουνιουέλ και του Γκοντάρ. Λογοτεχνικά τρεμίσματα που ούτε ο Ντοστογιέφσκι δεν θα μπορούσε να σκεφτεί να αποτυπώσει στο χαρτί.

Ναι, η αριστερή κουλτούρα λειτούργησε αθροιστικά στην Ελλάδα. Θυμίζω μόνο αυτό που είχε πει ο Πεσσόα: «Η κουλτούρα είναι αποτέλεσμα κι όχι άθροισμα». Το αποτέλεσμα λάμπει εν τη απουσία του. Αν από την ορθόδοξη παρειά της εγχώριας Αριστεράς (το ΚΚΕ) δεν θα μπορούσες να περιμένεις κάτι άλλο από την υποταγή στη μια άποψη, από την πάλαι ποτέ ανανεωτική είχες την ελπίδα πως θα κατάφερνε να αρθρώσει έναν λόγο που θα ξεφεύγει από τα κλισέ και τις φόρμες. Αν το είχε καταφέρει ενδεχόμενα θα μπορούσαμε τώρα να μιλάμε για μια γενιά που αναπτύχθηκε αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση και δημιούργησε έργο αιχμής.

Κανένα μαγαζί δεν γεμίζει, κανένα βιβλίο δεν μπαίνει στα ευπώλητα και σε κανένα θέατρο δεν γίνεται το αδιαχώρητο  επειδή κάποιος δηλώνει δημόσια ότι είναι αριστερός.

Τι συνέβη αντί αυτών; Το ανθρώπινο υλικό που είχε δοκιμαστεί στα χρόνια της Δικτατορίας και υπό συνθήκες θα μπορούσε να παίξει σημαντικό ρόλο από το 1974 και μετά, παροπλίστηκε, απογοητεύτηκε, χάθηκε στην πορεία, το πήρε η μπάλα της Αλλαγής, μπήκαν στα πόστα οι «καπάτσοι», οι «διαδρομιστές», εκείνοι που είχαν πάντα θέση στα διάφορα φεστιβάλ, σε βραδιές για το λαό, στις επιχορηγήσεις, στα δίστηλα των εφημερίδων. Αυτό που ονομάζουμε επιβολή της αριστερής ιδεολογίας στην τέχνη είναι κατ’ ουσίαν μια ψευδεπίγραφη ανάλυση. Υπό την έννοια πως ούτε αριστερή ήταν ούτε και ιδεολογία. Ένα νεφέλωμα ήταν, μια γνήσια αγκύλωση, μια στράτευση σε έναν σκοπό που αποδείχθηκε πουκάμισο αδειανό.

Μόνο οι μελλοντικές γενιές, απαλλαγμένες από τα κομματικά φέουδα και τα στεγανά του παρελθόντος, κατάφεραν να αναδείξουν το έργο τους όχι επί της βάσει της ιδεολογικής τους ταυτότητας, αλλά της καλλιτεχνικής τους πιστότητας. Κι όμως, χάθηκε χρόνος. Μπορεί τα έργα τέχνης να είναι κατεξοχήν άχρονα, εντούτοις, η επίδρασή τους μέσα στο χρόνο είναι καθοριστική. Διαμορφώνει το κοινωνικό φαντασιακό, ενσαρκώνει τις μύχιες σκέψεις – αν δεν τις δημιουργεί. Αν σκεφτούμε τι είδους έργα γευτήκαμε τη δεκαετία του ’80 (κυρίως) και του ’90 μάλλον θα πρέπει να μας πιάνει σύγκρυο. Φυσικά, υπήρξαν φωτεινές εξαιρέσεις. Ευτυχώς! Όμως κι αυτές, θέλοντας και μη λειτούργησαν καθεστωτικά. Ας σκεφτούμε μόνο πόσοι σκηνοθέτες προσπάθησαν να μιμηθούν τα αργά πλάνα του Θόδωρου Αγγελόπουλου θεωρώντας πως αυτός ο κινηματογραφικός τροπισμός είναι ο μόνος ασφαλής για να είσαι μέσα στο ιδεολογικό zeitgeist.

Το γεγονός ότι πλέον συζητούμε για τον Λάνθιμο και τον κινηματογράφο του με άλλους όρους (υπαρξιακούς, τεχνικούς) δείχνει πως έστω και αργά έχουμε απαλλαγεί από τις στρεβλώσεις του παρελθόντος. Επειδή, όμως, πρώτα βγαίνει το χούι κι ύστερα η ψυχή, την εποχή της ανάρρησης του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, ουκ ολίγοι καλλιτέχνες βγήκαν δημόσια να διατρανώσουν τις αριστερές τους καταβολές. Τέσσερα χρόνια από τότε αρκετοί έχουν αλλάξει ρότα, αλλά αυτό είναι ανθρώπινο. Είναι μέρος του δημόσιου λόγου. Ίσως και οι ίδιοι να κατανόησαν πως οι εποχές έχουν αλλάξει. Κανένα μαγαζί δεν γεμίζει, κανένα βιβλίο δεν μπαίνει στα ευπώλητα και σε κανένα θέατρο δεν γίνεται το αδιαχώρητο  επειδή κάποιος δηλώνει δημόσια ότι είναι αριστερός. Φαίνεται πως η οικονομική κρίση μας έκανε περισσότερο σκεπτικιστές. Είναι κι αυτό μια πρόοδος για την πτωχή πλην τίμια χώρα.

 

Διαβάστε ακόμα: Γιατί οι αυθεντικοί, ντόπιοι Φιλελεύθεροι, παρότι είναι ελάχιστοι αριθμητικά, βρίσκονται μόνιμα στο στόχαστρο των αριστερών; 

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top