Οι παίκτες της Ολλανδίας δεν μπορούν να πιστέψουν τι συνέβη (φωτογραφία: Allsport UK /Allsport).

Υπάρχουν οι μεγάλες πρωταθλήτριες – οι εύκολες λύσεις για ραψωδία, δηλαδή. Υπάρχουν και οι βασίλισσες χωρίς στέμμα: η Ουγγαρία του 54, η Ολλανδία του 74, η Βραζιλία του 82 – λυρικότερες επιλογές αλλά, και πάλι, προφανείς. Κι υπάρχουν και κάποιες πραγματικά σπουδαίες ομάδες, το μεγαλείο των οποίων πρέπει να το αναζητήσει και εντοπίσει κανείς βαθύτερα, εκεί που η αθλητική ικανότητα συναντά το ψυχικό σθένος και η μοίρα των γεγονότων μετουσιώνεται σε ποίηση της ζωής.

Όπως η Ολλανδία του 78 – όχι του 74 αλλά του 78. Μία παρέα τεράστιων πλην όμως ημιβετεράνων ποδοσφαιριστών οι οποίοι μπήκαν στο Μουντιάλ με αλλεπάλληλα βαριά τραύματα – αφενός κουβαλούσαν ακόμα τον πόνο και τη ματαίωση της ήττας στον τελικό του 74, αφετέρου προσήλθαν χωρίς τα δύο λαμπρότατα τους αστέρια από τη προηγούμενη διοργάνωση: τον μυθικό κολοσσό Γιόχαν Κρόυφ και τον (εμπαθή με τον Κρόυφ σε βαθμό κακεντρέχειας, αφού ζούσε στη σκιά του, κυριολεκτικά βλαστημώντας γι αυτό) κορυφαίο Βιμ Βαν Χάνεγκεμ. Έτσι, όλη η ευθύνη ανατέθηκε στους βασικούς δευτεραγωνιστές του 74: στον Γιόχαν Νέεσκενς, τον Άρι Χάαν, τον Τζόνι Ρεπ, τον Βιμ Σουρμπιρ, τον Ρούντυ Κρολ και τον Ρόμπι Ρέζενμπρινκ.

Στον τελικό, η Ολλανδία βρήκε την Αργεντινή του Μενότι – αλλά και του δικτάτορα Βιντέλα. Επίσης, είχε να αντιμετωπίσει την κολασμένη ατμόσφαιρα 100.000 φιλάθλων.

Ξεκίνησαν το τουρνουά μετριότατα – κι ετοιμαζόντουσαν για πρόωρο αποκλεισμό ήτοι άμεση επιστροφή. Και εκεί ήταν όμως που η τεράστια κλάση συναντήθηκε με την επιθυμία να λάμψουν και με τη πίστη ότι μπορούν να τα καταφέρουν χωρίς τους δύο απόντες τιτάνες – ότι επιτέλους θα γίνουν αυτόφωτοι.

Η Ολλανδία του ’78 ήταν μία παρέα τεράστιων πλην όμως ημιβετεράνων ποδοσφαιριστών οι οποίοι μπήκαν στο Μουντιάλ με αλλεπάλληλα βαριά τραύματα (φωτογραφία: si.com).

Η ομάδα μεταμορφώθηκε – και στον τοις πράγμασι ημιτελικό με την (ανερχόμενη δύναμη, όπως αποδείχθηκε το 82) Ιταλία του Μπεαρτζότ, η οποία περνούσε στο τελικό και με ισοπαλία, η Ολλανδία επικράτησε με 2-1 ενώ έχανε στο ημίχρονο 1-0. Το νικητήριο γκολ του Άρι Χάαν, ένας ευθύβολος κεραυνός από (τουλάχιστον) 40μ στο παραθυράκι του Τζοφ συνιστά μνημείο ποδοσφαιρικού επιτεύγματος.

Στον τελικό περίμενε (και πάλι, όπως το 74) η γηπεδούχος ομάδα: αυτή τη φορά η Αργεντινή του Μενότι – αλλά και του δικτάτορα Βιντέλα. Παρά τη κολασμένη ατμόσφαιρα 100.000 φιλάθλων, παρά τα φαλτσοσφυρίγματα του διαιτητή, παρά τον πόλεμο νεύρων για τη δήθεν ακαταλληλότητα του γύψου που φορούσε ο τραυματίας Νέεσκενς στον καρπό, παρότι βρέθηκαν πίσω στο σκορ με (εν μέρει τυχερό) γκολ του Κέμπες, ισοφάρισαν 10′ πριν τη λήξη.

Και στις καθυστερήσεις του αγώνα ήρθε μία στιγμή από εκείνες που αισθάνεται κανείς την Ιστορία να κοντοστέκεται, να σταματά – και να αναρωτιέται για το πού θα γείρει τη πλάστιγγα: με μία υπέροχη ενέργεια ο θεσπέσιος μαέστρος Ρέζενμπρινκ νίκησε τον τερματοφύλακα Φιγιόλ και η μπάλα πήρε τροχιά για τα δίχτυα. Για τη νίκη. Για το Κύπελλο. Για το σπουδαιότερο τρόπαιο του παγκόσμιου αθλητισμού.

Τι θα΄χε γίνει εάν η μπάλα φεύγοντας από το πόδι του Ρέζενμπρικ δεν είχε αναπηδήσει περίεργα και είχε καταλήξει όντως στα δίχτυα αντί για το δοκάρι;

Πολλοί ιστορικοί περιφρονούν ως αντιεπιστημονική τη παραφυάδα του αντικειμένου τους που αποκαλείται “εικονική ιστορία”, τη περίφημη μελέτη και συζήτηση για το “τι θα’χε γίνει εάν…”. Τι θα΄χε γίνει εάν οι Πέρσες είχαν νικήσει στη Σαλαμίνα, εάν ο Πρώσος στρατηγός Μπλούχερ είχε αργήσει να φθάσει στο Βατερλώ για να βοηθήσει τον Γουέλιγκτον κατά του Ναπολέοντα, εάν το οχυρό Ρούπελ είχε πέσει αμέσως και η επιχείρηση Μπαρμπαρόσσα άρχιζε πολύ νωρίτερα – η λίστα είναι ανεξάντλητη.

O Oλλανδός Dick Nanninga (18) διεκδικεί την μπάλα από τον τερματοφύλακα της Αργεντινής Ubaldo Fillol (φωτογραφία: AP Photo/File).

Ο Οσβάλντο Αρντίλες είπε ότι, σχεδόν μεταφυσικά, ήταν η συλλογική βούληση των 100.000 θεατών που έκανε την μπάλα να στρίψει και να πάει στο δοκάρι.

Όμως, παρόλο που ο αθλητισμός είναι τακτικά στο επίκεντρο της κοινωνικής ζωής του ανθρώπινου είδους, σπάνια η κουβέντα πάει εκεί – θα’πρεπε: για παράδειγμα, τι θα΄χε γίνει εάν η μπάλα φεύγοντας από το πόδι του Ρέζενμπρικ και περνώντας δίπλα από το Φιγιόλ δεν είχε αναπηδήσει περίεργα και είχε καταλήξει όντως στα δίχτυα αντί για το δοκάρι, κάτι που έκανε τους Ολλανδούς να απελπιστούν με την ατυχία και να ηττηθούν με 3-1 στη παράταση; Τι θα είχε ακολουθήσει – ή, ακόμα περισσότερο, πως θα θυμόμασταν αυτούς τους (τελικά) αφανείς ήρωες; Όταν τον Μάρτιο του ’16 πέθανε ο Κρόυφ, η είδηση κυριάρχησε στα διεθνή ΜΜΕ για μέρες – όταν τον Ιανουάριο του ’20 απεβίωσε ο Ρεζενμπρινκ, η είδηση εντοπιζόταν μόνο στο αθλητικό ένθετο.

Ο Οσβάλντο Αρντίλες, εκ των ηγετών της τότε εθνικής Αργεντινής, σε συνέντευξη του προ εικοσαετίας δήλωσε ότι από εκεί που βρισκόταν στον αγωνιστικό χώρο έβλεπε τη μπάλα να κατευθύνεται στα δίχτυα και πιστεύει ότι, σχεδόν μεταφυσικά, ήταν η συλλογική βούληση των 100.000 θεατών που την έκανε να στρίψει και να πάει στο δοκάρι. Ενδεχομένως – πάντως σίγουρα ήταν εγγύτερη άρα ισχυρότερη από αυτήν ενός οκτάχρονου αγοριού στην Αθήνα που έβλεπε τον τελικό καθήμενος σε ένα ξύλινο σκαμπό και ξέσπασε σε κλάματα στο σφύριγμα της λήξης. Και ακόμα τα θυμάται όλα – γιατί αδυνατεί να τα ξεχάσει.

Gloria victis.

 

Διαβάστε ακόμα: Καρίμ Μπενζεμά. Ο άνθρωπος που βρήκε χρυσάφι μέσα στη λάσπη.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top