Καλά θα πάει αυτό φέτος: Παρασκευή, 26 Απριλίου. Πρωί. Όχι απόγευμα, όχι Μεγάλη Εβδομάδα, όχι Αύγουστο, δυο δρομολόγια του φέρι άφησαν αυτοκίνητα απέξω γιατί δεν χωρούσαν. Αυτά τα είδα με τα μάτια μου· μια στην Κόστα, μια στη Ντάπια.
Γιατί δεν χωρούν πια τα οχήματα; Διότι έχουν πολλαπλασιαστεί τα φορτηγά και τα ποικίλα οχήματα επαγγελματικής χρήσης, όπως επίσης και τα ΙΧ που περνούν στις Σπέτσες. Γιατί έχουν πολλαπλασιαστεί; Τα μεν επαγγελματικά, γιατί ανάπτυξη, προφανώς, σημαίνει ανακαινίσεις σπιτιών και καταστημάτων, σημαίνει περισσότερος κόσμος στο νησί, άρα περισσότερες προμήθειες και συχνότερος ανεφοδιασμός.
Τα δε ΙΧ, αχ τα ΙΧ… Είναι σύνθετο. Πρώτον, περισσότερος κόσμος έχει αποκτήσει άδεια να περνάει αυτοκίνητο στο νησί, μιας και το κόστος είναι χαμηλό και η βολή μεγάλη. Δεύτερον, ποιος δε θέλει να φορτώνει τσάτρα-πάτρα ένα αυτοκίνητο στην Αθήνα, ή όπου αλλού, και να ξεφορτώνει μπαγκάζια, ποδήλατα, τρόφιμα, κουβαδάκια και φουσκωτά παιχνίδια, συν παιδιά, σκυλιά, γατιά και παπαγαλάκια έξω από την πόρτα του;
Ποιος προτιμά να πακετάρει με φειδώ, ξέροντας πως θα χρειαστεί να ξεφορτώσει στην προβλήτα, στην Κόστα, να πάει να παρκάρει (άλλο κεφάλαιο, φτάνουμε, υπομονή), να φορτώσει στο φέρι, το «δρομολογιακό», ή το θαλάσσιο ταξί, να ξεφορτώσει στη Ντάπια, να φορτώσει στο τρίκυκλο/ταξί/άμαξα και να ξεφορτώσει στο σπίτι του;
Είμαστε μερικοί που, ναι, το προτιμάμε. Γιατί; Για να προφυλάξουμε τις Σπέτσες από την Κυψελοποίηση. Η Κυψέλη είναι μια συμπαθέστατη και ταχύτατα επανερχόμενη γειτονιά της Αθήνας, ορισμός του urban cool (προσοχή: urban) με πολύ στενούς δρόμους και πάρα πολλά αυτοκίνητα παντού, οι Σπέτσες όμως είναι ένα νησί μια σταλιά, όπου υποτίθεται πως δεν κυκλοφορούν αυτοκίνητα.
Έλεγα πως είμαστε μερικοί που το προτιμάμε. Κυρίως, τις εποχές που το νησί έχει κόσμο και άρα αυξημένη κίνηση. Γιατί τον βαρύ χειμώνα, το αυτοκίνητο που βγήκε από το φέρι και πήγε σ’ ένα σπίτι και κλειδώθηκε δεν ενόχλησε ποτέ κανέναν. Το προτιμάμε λοιπόν, αλλά πλέον οριακά δεν υποστηρίζεται αυτή η προτίμηση. Θα εξηγήσω ευθύς αμέσως.
Μέχρι προ διετίας, για το παρκάρισμα στην Κόστα, πέραν από τα δυο μεγάλα πάρκινγκ, λειτουργούσε το σύστημα φτουκαπρώ. Όποιος προλάβαινε τον Κύριον έβλεπε. Όπου έβρισκε, πάρκαρε. Μερικοί κανονικά, χωρίς να ενοχλούν, μερικοί άλλοι κολλητά στην εξώπορτα του σπιτιού τού άλλου, έτσι ώστε ο ένοικος να πρέπει να πηδήξει πάνω από το καπό για να μπει στο σπίτι του, στη ράμπα του γκαράζ του, πάνω στις γωνίες, ώστε να μην περνάει το φορτηγό να κατεβεί στην προβλήτα. Μια απέραντη αμαξοθάλασσα ήταν η Κόστα.
Οπότε, προ διετίας, μπήκαν πορτοκαλί πλαστικά πασαλάκια ΠΑΝΤΟΥ. Όταν λέμε παντού, παντού. Ακόμη κι εκεί που υπήρχαν θέσεις που δεν ενοχλούσαν κανέναν. Διαμαρτυρήθηκαν άραγε οι κάτοικοι της Κόστας; Πιθανότατα ναι και δεν τους αδικώ. Μήπως είπε δυο κουβέντες ο επιχειρηματίας του πάρκινγκ στον οικείο Δήμο; Επίσης πιθανότατα, γιατί ξέρουμε καλά πως, χειμώνα καιρό, ερημιά παντού, με το που παρκάρεις εκτός πάρκινγκ, τρως κλήση καρφωτή.
Εντέλει, δεν έχει σημασία για ποιον λόγο μπήκαν τα πασαλάκια, σημασία έχει πως καλώς μπήκαν, αν και υπερβολικά, αλλά πρόκειται για μπούρδα αν δεν αστυνομεύονται, αφού τα μισά ισοπεδώθηκαν από εσγιουβί πριν κλείσει η σεζόν.
Πάμε τώρα στα οικονομικά και στα απλά μαθηματικά. Η ημερολογιακή μέρα στο πάρκινγκ στην Κόστα κοστίζει €6. Μια διαδρομή με τρίκυκλο ή ταξί στις Σπέτσες, για να μεταφέρεις τις αποσκευές, το ελάχιστο €10. Το αλερετούρ ΙΧ στο φέρι κοστίζει €30. Αν μείνεις Σαββατοκύριακο, τρεις-εξ-δεκαοχτώ το πάρκινγκ και €20 τα πηγαινέλα λιμάνι-κατάλυμα με αποσκευές, έχεις φτάσει τα €38.
Άντε, λες, να δώσω €8 παραπάνω μπας και σώσω το νησί. Αν όμως θέλεις να μείνεις μια βδομάδα; Δεκαπέντε μέρες; Η κοινή εντύπωση είναι πως οι «Σπετσιώτες» δεν κόπτονται για το κόστος, αφού είναι όλοι ζάπλουτοι. Ακόμη κι αν ήταν όλοι ζάπλουτοι (που δεν είναι), το πρόβλημα παραμένει.
Αγαπητοί Δήμοι Σπετσών και Ερμιονίδας: αν θέτε την ανάπτυξη (που τη θέτε), αν θέτε τον κόσμο να συρρέει και να τα ακουμπάει στα πολυτελή θέρετρά σας, αν θέτε να έχετε εικόνα πολυτελούς θερέτρου και όχι υποβαθμισμένης γειτονιάς μεγάλου αστικού κέντρου, θα πρέπει να ασχοληθείτε σοβαρά με το θέμα των υποδομών. Όχι όμως με τη λογική της αρπαχτής και των πρωτοβουλιών που λύνουν ένα πρόβλημα για να δημιουργήσουν ένα άλλο.
Δεν ξέρω αν χρειάζονται συγκοινωνιολόγοι, ρυμοτόμοι, υλοτόμοι ή Toyotomi, πάντως η λύση δεν είναι περισσότερα ΙΧ στις Σπέτσες με μόνο τέσσερα δρομολόγια της «παντόφλας» τη μέρα και χωρίς κρατήσεις θέσεων. Ούτε είναι αυτοκίνητα παρκαρισμένα ένθεν κακείθεν στην Κόστα. Ούτε πάρκινγκ –που κοστίζει €6 τη μέρα, χωρίς πρόβλεψη για παραμονή μακράς διάρκειας– το οποίο, τις μέρες που το νησί βουλιάζει από κόσμο, δεν χωράει, έτσι κι αλλιώς, όλα τα αυτοκίνητα.
Φτάνει ο άλλος στην Κόστα και του λες ουπς, σόρι δεν χωράς και δεν υπάρχει και πουθενά αλλού να το βάλεις, έλα μωρέ σιγά, θα πας λίγο πιο πάνω, τζιπ δεν έχεις; ε, θα το ανεβάσεις λιγάκι κάθετα στο λόφο, θα το κατεβάσεις στο χαντάκι, κάπου θα το βολέψεις, θα περπατήσεις 2-3 χιλιόμετρα, θα χάσεις το πλοίο, ε, καλά μωρέ, πάρε ένα ταξί, δρομολογιακό έχει πάλι σε μια ώρα… Όποιος έχει πάει έστω και μια φορά στην Κόστα Μεγάλη Παρασκευή, ή κοντά στον Δεκαπενταύγουστο, ξέρει πως δεν υπερβάλω.
Δεδομένων των συνθηκών, κυρίως των μαθηματικών, που συνδέονται άμεσα και με το πορτοφόλι, μην εκπλήσσεστε λοιπόν που περνούν τόσα ΙΧ στις Σπέτσες και μην απελπίζεστε που είναι παρκαρισμένα παντού. Μην εντυπωσιαστείτε αν ειπωθεί πως τελικά φέτος θα περνούν με όλα τα δρομολόγια και όχι μόνο με το πρώτο πρωινό.
Και μη σας φανεί περίεργο που θα τα βλέπετε να στήνονται στην ουρά και θα γεμίζει και η Ντάπια αυτοκίνητα γιατί θα φοβούνται μήπως μείνουν απέξω – και θα μένουν απέξω. Επαναλαμβάνω: έμεινα απέξω την Παρασκευή 26 Απριλίου. Πρωί, όχι απόγευμα, όχι Μεγάλη Εβδομάδα, όχι Αύγουστο.
Ας γίνει μεγάλο δημοτικό πάρκινγκ μακριά από τη θάλασσα, στην Ερμιονίδα, όπου υπάρχει χώρος, κι ας μπει shuttle, όπως στα αεροδρόμια· ας ξεκινήσουν δρομολόγια από το Πόρτο Χέλι· ας δημιουργηθούν δυο μεγάλα πάρκινγκ στα δυο άκρα της πόλης των Σπετσών. Δεν ξέρω, άλλο είναι το επάγγελμά μου, το μόνο που ξέρω είναι αυτό που έλεγε η γιαγιά μου: τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους.
Διαβάστε ακόμα: Νοσταλγία: τα οικογενειακά τσιμπούσια στις Σπέτσες του ’60.