Τη δεκαετία του ’60, όταν κατεβαίναμε από τη «Νεράιδα» στο λιμάνι, το νησί ήταν κάτι σαν το Βερολίνο της εποχής – χωρισμένο σε Ανατολικό και Δυτικό (photo αρχείο Αλ. Κορέσση).

Έχοντας δεχτεί την πρόκληση από τη φίλη, Σπετσιώτισσα με τη βούλα, Μαριλή Αναργύρου να της «θυμίσω» [το θυμίσω εντός εισαγωγικών διότι ανάθεμα κι αν είχε ποτέ πατήσει από την «από δω μεριά»] μερικές ταβέρνες από την μεριά της Κουνουπίτσας, της αφιερώνω το παρακάτω σχετικά με μερικές γαστριμαργικές αναμνήσεις δεξιά του λιμανιού.

Τη δεκαετία του ’60, έχοντας ακόμη μονοψήφιο αριθμό ηλικίας, όταν κατεβαίναμε από τη «Νεράιδα» στο λιμάνι, το νησί ήταν κάτι σαν το Βερολίνο της εποχής – χωρισμένο σε Ανατολικό και Δυτικό. Εμείς παίρναμε το δρόμο προς τη Κουνουπίτσα και η ανατολική μεριά μάς έφτανε και μας περίσσευε για τους επόμενους δυο-τρεις μήνες.

Η ώρα του μεσημεριανού, το οποίο είχε οριστεί στο Ευαγγέλιο με ποινή παρέκκλισης την αιώνια καταδίκη, ήταν πάντα στις 2.

Με τις «ανέσεις» που είχε το σπίτι που νοικιάζαμε, τουλάχιστον όσον αφορούσε στο μαγείρεμα, το μεν πρωινό βολευόταν, η καθημερινή όμως μεσημεριανή σίτιση γινόταν εκτός και, συγκεκριμένα για εμάς, στην ταβέρνα-εξέδρα του Κυρδημητράκη (μια λέξη) και της οικογένειάς του η οποία αποτελείτο από την ευτραφή (καλό σημάδι) σύζυγό του Ματίνα, που εκτελούσε χρέη μαγείρισσας, του γιου του, Ανδρέα, και της κόρης του, Σούλας.

Η ώρα του μεσημεριανού, το οποίο είχε οριστεί στο Ευαγγέλιο με ποινή παρέκκλισης την αιώνια καταδίκη, ήταν πάντα στις 2· ό,τι και να κάναμε (συνήθως μπάνιο στις Σχολές ή στην κυρα-Λένη) έπρεπε να διακοπεί και να πάμε για φαγητό. Ευτυχώς, δεν ήμασταν οι μόνοι, και έτσι, μέσω των μαμάδων που τρέχανε και δεν φτάνανε για να μας ταΐσουν, κάναμε τις πρώτες γνωριμίες και φιλίες με τους υπόλοιπους/ες ομοιοπαθείς, κάτι που κράτησε και κρατάει μια ζωή.

Το μενού; Καμία έκπληξη. Μαγειρευτά και της ώρας. Κι όπως όλα τα παιδάκια έτσι κι εμείς υπήρξαμε λάτρεις του υδατάνθρακα [όχι ότι έχουν αλλάξει και πολύ τα πράγματα στη διάρκεια του χρόνου]. Ήτοι, δώσε πατάτα τηγανητή και μπιφτέκια/κεφτεδάκια ή μακαρόνια με κιμά και πάρε μας την ψυχή. Κι ας ήταν τα μπιφτέκια καρβουνιασμένα και τα μακαρόνια ένα στάδιο πριν την υγροποίηση. Ως σαλάτα, μισή ντομάτα ήταν υπεραρκετή για να καλύψει τη γκρίνια των γονέων.

Η ανατολική μεριά του νησιού μάς έφτανε πάντως και μας περίσσευε για τους επόμενους δυο-τρεις μήνες (photo αρχείο Αλ. Κορέσση).

Και φυσικά βλέπαμε με μισό μάτι τους «μεγάλους» να τρώνε κάτι τηγανητές μελιτζάνες, που έπρεπε να τις βάλεις σε στυπόχαρτο (το αντίστοιχο χαρτί κουζίνας τότε) για να τις στραγγίξεις από το τηγανόλαδο, συνοδευόμενες από σκορδαλιά (με ψωμί φυσικά και περίσσιο σκόρδο) ή κοτόπουλο κοκκινιστό –πάντα μπούτι, σε σημείο που ήμασταν πεπεισμένοι ότι τα κοτόπουλα είναι μόνο μπούτια– με πατάτες, μακαρόνια ή μπάμιες (μπλιαχ).

Στα highlights, ο μουσακάς/παπουτσάκια/ιμάμ που χρειαζόταν σουρωτήρι μπας και στεγνώσει.

Στα highlights, ο μουσακάς/παπουτσάκια/ιμάμ που χρειαζόταν σουρωτήρι μπας και στεγνώσει. Η ομελέτα με τυρί, μόνο φέτα, ήταν πάντα καμένη. Το πεπόνι, επίσης με φέτα, παρέμεινε γαστριμαργικό μυστήριο για πολλά χρόνια επίσης.

Θυμάμαι τον πατέρα μας, ο οποίος λόγω έλκους έπρεπε να τρώει πάντα κάτι «στεγνό», να παρακαλάει τον Κυρδημητράκη να μη βάλει την μπριζόλα κάτω απ’ την πρέσα και να την αφήσει στη φωτιά ελάχιστα. Το αποτέλεσμα ήταν βέβαια πάντα το ίδιο: η μπριζόλα ερχόταν σε μορφή Α4 (και σε μέγεθος και σε πάχος), μαύρη σκούρα, με τον πατέρα μας να λέει ότι θα τη χρησιμοποιήσει για σόλα στα παπούτσια του. Ενώ, κεφάλαιο από μόνα τους ήταν τα βραστά κολοκυθάκια, τα οποία και σε οίκο ευγηρίας να τα σερβίριζες θα στα επιστρέφανε.

Τις καθημερινές, το μεσημεριανό λάμβανε χώρα απαρεγκλίτως στις 2 στην ταβέρνα-εξέδρα του Κυρδημητράκη (μια λέξη) (photo αρχείο Αλ. Κορέσση).

Επιδόρπιο φυσικά από τον μοναδικό «Εεεεύγα να πάρεις ΕΒΓΑ’”, κατά κόσμον Μιχάλη Λαλάκη, που, όλως τυχαίως, περνούσε μεταξύ δυόμισι και τρεις παρά τέταρτο τραγουδώντας για όλα τα είδη παγωτών που είχε. Όλα αυτά καθημερινά εκτός Κυριακής. Δεν θυμάμαι αν τις Κυριακές έκλεινε η εξέδρα του κυρΔημητράκη, αν και δεν νομίζω. Οι Κυριακές όμως είχαν άλλη γαστριμαργική σημασία εκείνη την εποχή.

Με τον φούρνο στη γωνία, με την ονομασία «Γερμανικόν», να μένει ανοιχτός «για ψήσιμο μόνο», πηγαίναμε το κρέας/κοτόπουλο στο ταψί και το αφήναμε μαζί με το πακέτο με τα μακαρόνια/κριθαράκι/κοφτό μακαρονάκι (πάλι μπλιαχ) και το μεσημέρι, με δυο εφημερίδες (για να μην καούμε που θα πιάναμε το ταψί) και με το βάρος της επικίνδυνης αποστολής, γυρνούσαμε τροπαιούχοι με το καλύτερα ψημένο (ή έτσι πιστεύαμε) φαγητό. Κορωνίς της γαστριμαργικής απόλαυσης η συνοδεία παγωμένης μπύρας Άλφα, Fix ή Falcon (για όποιον τη θυμάται).

Είτε Κυριακή όμως είτε καθημερινές, η υποχρεωτική μεσημεριανή σιέστα ακολουθούσε υπό τύπον βασανιστηρίου της Ιεράς Εξέτασης. Είτε με απειλές (αν δεν κοιμηθείτε δεν θα πάτε σινεμά) είτε με δωροδοκίες (αν κοιμηθείτε θα πάτε σινεμά).

Το απόγευμα η πρώτη στάση ήταν στου Παλαιολούγκα, εκεί που όσο οι μεγάλοι έπιναν καφέ συνοδεία αμυγδαλωτών.

Και έφτανε το πολυπόθητο απόγευμα όπου, αφού περιμέναμε τις μαμάδες να ετοιμαστούν περίπου δύο αιώνες, η πρώτη στάση ήταν στου Παλαιολούγκα, εκεί που όσο οι μεγάλοι έπιναν καφέ συνοδεία αμυγδαλωτών (δεν τα πλησιάζαμε τότε), εμείς περιδρομιάζαμε από μια βουτηχτή μιλφέιγ/σοκολατίνα/νουγκατίνα παρέα με όλες τις μέλισσες των Σπετσών που μαζευόντουσαν στην Ντάπια [αλήθεια, πού χάθηκαν αυτές;].

Στα μεσημεριανά, με τις μαμάδες που τρέχανε και δεν φτάνανε για να μας ταΐσουν, ήταν που κάναμε τις πρώτες γνωριμίες με τους υπόλοιπους ομοιοπαθείς (photo αρχείο Αλ. Κορέσση).

Next stop «Τιτάνια» 8 με 10 (και αργότερα «Μαρίνα», πάλι 8 με 10). Με «νέα ταινία» καθημερινά, ο φωτογράφος/αιθουσάρχης Δαμιανός είχε πιάσει σωστά το νόημα. Κι αν το έργο ήταν «Ακατάλληλον δι’ Ανηλίκους», πάλι υπήρχε τρόπος να παρακολουθήσουμε όρθιοι από το πλάι, με μειωμένο εισιτήριο αν θυμάμαι καλά.

Όσο για το βραδινό; Πού αλλού παρά στην ταράτσα του Λυράκη («Μανταλένα» το λέγανε, αλλά ποιος το είπε ποτέ έτσι;) η οποία λειτουργούσε ως Checkpoint Charlie· ερχόντουσαν παιδιά και από την «άλλη μεριά». Εκεί πρωτοείδαμε και κάποια κοριτσάκια που καταγράφηκαν στη μνήμη και όσα reboot και να ‘χουμε κάνει δεν λένε να σβηστούν.

Το βράδυ στην ταράτσα του Λυράκη τρώγαμε σνίτσελ ή κάτι άλλο μυστήριο που λεγόταν έτσι γιατί με επίσημη ονομασία «μπιντόκ α λα ρους με κασέρι» δεν είχε καμία τύχη.

Το μενού; Σνίτσελ ή κάτι άλλο μυστήριο που λεγόταν έτσι γιατί με επίσημη ονομασία «μπιντόκ α λα ρους με κασέρι» δεν είχε καμία τύχη. Πώς το ‘λεγε ο Αυλωνίτης στη «Σωφερίνα»; Πες με Γύλο να συνεννοηθούμε. Είμαι σίγουρος ότι μέχρι κάποια ηλικία μόνο αυτά υπήρχαν στον κατάλογο.

Μόνο αργότερα, όταν πηγαίναμε άνευ γονέων με περιορισμένο budget, που ανέμενε να επενδυθεί σε ποτά στη Figaro/Apollo/Twins, τρώγαμε υδατάνθρακες (βλ. μακαρονάδα ή πατάτες τηγανητές) συνοδεία ΣΨ (σάλτσας ψητού) και παπάρας επί δύο για να βγει το πρόγραμμα.

Οι φιλίες που ξεκίνησαν τα καλοκαίρια στις Σπέτσες κράτησαν (και κρατάνε) μια ζωή. Εκεί ήταν που πρωτοείδαμε και κάποια κοριτσάκια που καταγράφηκαν στη μνήμη και όσα reboot και να ‘χουμε κάνει δεν λένε να σβηστούν (photo αρχείο Αλ. Κορέσση).

Δεν θα μπορούσα να τελειώσω τη γαστριμαργική περιήγηση χωρίς να κάνω μερικές αξιόλογες αναφορές στην περιοχή. Πρώτα, στην ταβέρνα του Πάτραλη, στην κυρα-Λένη, όπου πηγαίναμε, όχι και με μεγάλη ευχαρίστηση είναι αλήθεια, όταν οι μεγάλοι ήθελαν να φάνε ψάρι, με το «α λα Σπετσιώτα», που δεν είμαι και πολύ σίγουρος ότι είναι αυθεντική σπετσιώτικη συνταγή, να φιγουράρει στο μενού.

Στο εστιατόριο του Ποσειδωνίου, έφαγα για πρώτη φορά μια ομελέτα με ντομάτες «γλασέ».

Στο εστιατόριο του Ποσειδωνίου, όπου έφαγα για πρώτη φορά μια ομελέτα με ντομάτες «γλασέ» [για να τη θυμάμαι, καλή θα ήταν]. Στο προφιτερόλ του Κλήμη. Στα σουβλάκια, πίσω από το ζαχαροπλαστείο του Κλήμη με την ατέλειωτη ουρά. Στις τυρόπιτες του φούρνου στην Κουνουπίτσα που τελείωναν πολύ γρήγορα.

Στα κοτόπουλα και στα σουτζουκάκια της Λούλας, στη Ζωγεριά – ο λόγος που την αναφέρω είναι ότι βρίσκεται πιο κοντά στην Κουνουπίτσα. Στη μοναδική φορά που ο Κυρδημητράκης υπερέβη εαυτόν και, για να γιορτάσει τη συμφωνία όπου του πούλησε ο πατέρας το καΐκι μας, έφτιαξε έναν αστακό με μια περίεργη, πεντανόστιμη σάλτσα. Ακόμα κι όταν μάθαμε ότι έγινε με τα εντόσθια και περιττώματα του μακαρίτη αστακού, δεν αλλάξαμε γνώμη για το γαστριμαργικό αριστούργημα.

Και φυσικά σε οποιοδήποτε σπιτικό φαΐ έφτιαχναν οι μαμάδες, κάτι που μας πήρε τρεις-τέσσερις δεκαετίες να εκτιμήσουμε. Να προσθέσω βέβαια εδώ ότι, από γαστριμαργικής απόψεως, το φαγητό γενικά δεν θα κέρδιζε ποτέ κάποιο βραβείο. Μεταξύ μας, ούτε δεκάδα δεν θα έπιανε. Αλλά ήταν το καλύτερο φαγητό που έχουμε φάει μέχρι σήμερα.

 

Διαβάστε ακόμα: Το μυστηριώδες αρχοντικό των Σπετσών ζει ξανά.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top