Στην αρχή, όλοι ήταν χαρούμενοι. Οι ιδιοκτήτες, οι τουρίστες, οι τράπεζες αλλά και η κυβέρνηση που είδε να ανεβαίνουν ξαφνικά κι ανέξοδα οι καταβαραθρωμένες τιμές των ακινήτων στην πρωτεύουσα όπου υπάρχουν τα περισσότερα άδεια σπίτια (νέα και παλιά) σε ολόκληρη την Ευρώπη. (Φωτό: Sooc).

    Πέντε χρόνια πριν, στο «ελντοράντο» της Αθήνας.

    Πέντε χρόνια πριν, είχα μόλις ξεκινήσει την πρώτη εταιρεία διαχείρισης ακινήτων για βραχυχρόνια μίσθωση. Short term rentals management και Airbnb δεν υπήρχαν στο λεξιλόγιο των Ελλήνων τότε. Η Eazybnb, ήταν η τρίτη μου επιχειρηματική προσπάθεια από τότε που άφησα τα media, εξίσου απίθανη στα μάτια των ανθρώπων που με αγαπούσαν όσο και οι προηγούμενες, δουλειές δηλαδή που δεν είχε ξαναδοκιμάσει κανείς πριν στην Ελλάδα, και που ελάχιστοι καταλάβαιναν την πρώτη φορά που τους περιέγραφα.

    Βγήκαμε Φλεβάρη του ’15, γίναμε γνωστοί σε ένα πρωινό, με την πρώτη αναφορά στα media, και υποδεχθήκαμε τα πρώτα 800 μηνύματα από ενδιαφερόμενους πελάτες σε λιγότερο από 48 ώρες. Τελικά έφτασα σε τρία χρόνια να δω κοντά 10.000 ακίνητα.  Ήμασταν δύο άτομα, σε δυο μήνες γίναμε πέντε και μέσα σε ένα εξάμηνο ήμασταν διπλάσιοι και δεν φτάναμε καλά καλά. Στους οικείους που αναρωτιόντουσαν πώς στην ευχή «ανακάλυψα» κάτι τέτοιο και «τι σόι δουλειά» ήταν αυτή, δεν έκανα την ανάλυση που είχα έτοιμη για τους υποψήφιους επενδυτές, αλλά εξηγούσα το πως έβλεπα να εξελίσσεται τότε η «παρθένα» αγορά. Η Αττική είχε μετά βίας 1200 καταχωρήσεις στο Airbnb και ολόκληρη η χώρα 12.000, κυρίως rooms to let.

    Στους φίλους που με ρωτούσαν το 2015 «τι να κάνουν με τα λεφτά που έχουν στα στρώματα», απαντούσα πως ήταν μια καταπληκτική ευκαιρία να επενδύσουν σε ακίνητα.

    Για να μην ξεχνιόμαστε, μιλάμε για ένα εντελώς διαφορετικό «σύμπαν» τότε. Ο κόσμος χάριζε τα σπίτια του γιατί «δεν είχε να πληρώσει τον ΕΝΦΙΑ» και οι τιμές των ακινήτων είχαν φτάσει σε ιστορικό χαμηλό. Ο ποπ σταρ οικονομολόγος που αρέσκεται στο μπαρμπούτι και την θεωρία των παιγνίων (ζάρια για λούμπεν και για διανοούμενους, όπως θα’ λεγε κι ο συγχωρεμένος πατέρας μου) μας πλησίασε κάποια στιγμή, ενώ μιλούσε για την απαξίωση του κεφαλαίου που δεν πρέπει να ξεπουληθεί για ένα κομμάτι ψωμί, αλλά ταυτόχρονα επεξεργαζόταν σενάρια δημιουργίας υπερ-fund που θα μετέτρεπε τα κόκκινα δάνεια σε ακίνητα τουριστικής εκμετάλλευσης, και άλλα τέτοια σέξι και μακροοικονομικά.

    Σημειωτέον πως εγώ ξεκινούσα άφραγκος, έχοντας περάσει ήδη ένα rollercoaster ενάμιση χρόνου, δοκιμάζοντας ένα πρωτοποριακό επιχειρηματικό εγχείρημα, που δεν είχε αντίστοιχο σε όλη την Ευρώπη, μοιράζοντας δωρεάν φωτοτυπίες με διαφήμιση στην πίσω όψη, ακριβώς την εποχή που η διαφημιστική αγορά είχε καταστραφεί από τα σκάνδαλα και τις απώλειες ρευστού και όλης της υπόλοιπης «τέλειας καταιγίδας» του 2011-2013.

    Στους φίλους που με ρωτούσαν «τι να κάνουν με τα λεφτά που έχουν στα στρώματα» – τότε που και σημερινοί υπουργοί σήκωναν καταθέσεις απ’ τις τράπεζες, κι η τρομοκρατία περί δραχμής είχε εξαφανίσει κάθε ψύχραιμη σκέψη από την χώρα, και αεροπλάνα έφταναν γεμάτα ευρώ που εξαφανίζονταν κάθε Δευτεροτρίτη – απαντούσα πως ήταν μια καταπληκτική ευκαιρία να επενδύσουν σε ακίνητα. Φτηνά, καλά, και αποδοτικά αμέσως, περισσότερο από ποτέ. Δεν μπορούσαν να το αντιληφθούν αρκετοί, δεν τολμούσαν να το πράξουν οι περισσότεροι.

    Ήταν ο καιρός που στο Κουκάκι πουλήθηκαν περί τα 2000 διαμερίσματα από 40 ως 100 τετραγωνικά για 20 με 80 χιλιάρικα.

    Ήταν ο καιρός που στο Κουκάκι, μια γειτονιά που έμεναν λίγοι και άφηναν πολλοί, γεμάτη μικρά και στριμωγμένα διαμερισματάκια του ‘60 και του ‘70, πουλήθηκαν περί τα 2000 διαμερίσματα από 40 ως 100 τετραγωνικά για 20 με 80 χιλιάρικα. Το 70-80% αυτών τα αγόρασαν έξυπνοι, γρήγοροι, μικρομεσαίοι επενδυτές, στα όρια του τυχοδιώκτη πολλές φορές, από το Ισραήλ, την Τουρκία, την Μέση Ανατολή, την Γαλλία, τη Γερμανία, την Αμερική, και φυσικά, την Κίνα. Δεν είχε αρχίσει ακόμα η επέλαση των «Χρυσοβιζάδων» βέβαια, αλλά το κινεζικό χρήμα κυκλοφορούσε στα ακίνητα ήδη, αν και σιωπηρά ακόμα. Κατάμαυρο πάντα.

    «Η Airbnb έδειξε ενδιαφέρον, και μας βοήθησε από πολύ νωρίς», σημειώνει ο Πέτρος Δεμερτζής. «Γνώρισα τον τότε υπεύθυνο για την Ελλάδα ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι στην πλατεία Αγίας Ειρήνης…».

    Όσα μου έμαθε το Airbnb.

    Πέρασα (πάρα) πολλά αυτά τα πέντε χρόνια. Έμαθα ακόμα περισσότερα. Αυτό που σταθερά όμως μπορούσα να θεωρώ «δεδομένο» ήταν η απουσία σοβαρότητας και αξιοπιστίας απ’ το ελληνικό κράτος και την ελληνική κοινωνία ή την όποια «συλλογική σκέψη» της.

    Η σκέψη μου εξαρχής ήταν ξεκάθαρη, και την εξέφραζα σε όλους. Από τον πρώτο άνθρωπο που το συζήτησα (την γυναίκα μου), τον πρώτο μου συνεργάτη, τους υποψήφιους επενδυτές που έτρεχαν σαν παιδιά σε εγκαίνια παγωτατζίδικου εξαρχής, τους πελάτες/ιδιοκτήτες ακινήτων που ενδιαφέρονταν να μάθουν για την τουριστική ευκαιρία, μέχρι τους παλιούς συναδέλφους που έψαχναν διέξοδο για το μέλλον τους.

    «Θα γίνουμε σαν τα σουβλατζίδικα», έλεγα. Σε κάθε γωνία θα είναι και ένας «γατούλης» που θα σου λέει «να αναλάβω το διαμερισματάκι σου, μην τρέχεις…»

    Η δημιουργία μιας short term rental εταιρείας στην Ελλάδα, πριν την «έκρηξη» που αντικειμενικά θα ερχόταν μέσα στην επόμενη τριετία εξαιτίας μιας σειράς από λόγους, ήταν μια τεράστια ευκαιρία για να φτιαχτεί ένα «σοβαρό μαγαζί» το οποίο αφού θα έφτιαχνε και θα κυριαρχούσε σε μια πολύ κερδοφόρα (αρχικά τουλάχιστον) αγορά, θα εξελισσόταν και εκτός χώρας, θα γινόταν ένας «παγκόσμιος τοπικός παίχτης», ρυθμιστής, μέχρι που κάποιος από τους παγκόσμιους κολοσσούς του «νέου τουρισμού» θα το εξαγόραζε για ένα ωραίο μεγάλο στρογγυλό νούμερο και μετά θα ζούσαμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα. Ό,τι δηλαδή κάνουν οι σοβαροί, δουλευταράδες, πετυχημένοι σύγχρονοι επιχειρηματίες στις πιο ανεπτυγμένες χώρες, αλλά δεν (ξέρουν και γι’ αυτό δεν) γράφουν γι’ αυτούς τα σάιτς-κυνηγοί κλικ.

    Γιατί εκτός από τους ελάχιστους γνωστούς στο ευρύ κοινό “tech unicorns” και τους 5-10, 22χρονους ιδρυτές τους που πούλησαν για δισεκατομμύρια τις μηχανές συσσώρευσης big data με κάθε πιθανό τρόπο, υπάρχουν χιλιάδες, νέες εταιρείες με λύσεις και ανθρώπους που ξοδεύουν νύχτες και νιάτα για να έχουμε στα χέρια μας κάτι που πριν 2-3-5 χρόνια δεν φανταζόμασταν πως το χρειαζόμασταν. Εταιρείες που κάνουν περίπου το ίδιο πράγμα με άλλες 5-10-20 σε όλο τον κόσμο, μέχρι που κάποιος από τους 2-3 κολοσσούς που ελέγχουν την παγκόσμια αγορά, έρχεται και τους αγοράζει.

    Το σχέδιο μου ήταν σαφές. Διάβαζα συνεχώς, μάθαινα όσα περισσότερα μπορούσα, δούλευα σαν γαϊδούρι και οδηγούσα ένα καράβι σε νερά που όχι απλά δεν είχαν χαρτογραφηθεί, αλλά πριν βγω στη θάλασσα, δεν ξέραμε καν πως υπήρχαν. Ο στόχος ήταν να φτιάξουμε μια ομάδα (που συνεχώς μεγάλωνε) που θα δούλευε καλά, αξιόπιστα, που θα εκπαίδευε κάθε μέρα, κάθε μήνα νέα παιδιά, που θα έβγαζε αποτέλεσμα και θα μπορούσε να κάνει πολλά διαφορετικά πράγματα για μεγάλα διαστήματα πίεσης.

    Η Airbnb έδειξε ενδιαφέρον, και μας βοήθησε από πολύ νωρίς. Γνώρισα τον τότε υπεύθυνο για την Ελλάδα (ένας άνθρωπος ήταν τότε, κι έφτασε το τμήμα της Airbnb για την Ελλάδα να έχει περισσότερα από 25 άτομα πριν τις μαζικές απολύσεις τον Απρίλιο) ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι στην πλατεία Αγίας Ειρήνης. Ένας υπέροχος νέος έλληνας που είχε μείνει στο γεμάτο ευκαιρίες Βερολίνο, κι είχε έρθει για να γνωρίσει τους πρώτους επαγγελματίες που έβλεπαν (και δούλευαν με αυτή) την ευκαιρία που ήταν το Short term rental για την χώρα. Το πλάνο μου πήγαινε καλά, μέχρι που σταμάτησε να πηγαίνει. Δεν έχει σημασία για αυτή την ιστορία, αλλά το «μαγαζί» αντί να μεγαλώσει όπως έπρεπε, έσπασε, πούλησα, έζησα την χαρά του να μένεις σπίτι και να ρουφάς κάθε στιγμή με ένα νεογέννητο (το δεύτερο μας κοριτσάκι ήρθε σαν όνειρο), και ξαναβγήκα στην δουλειά δυο χρόνια μετά, βλέποντας τα βήματα τα οποία έλεγα εξαρχής πως θα συνέβαιναν στην «αγορά».

    Το Short term rental στην Ελλάδα έγινε ό,τι γίνεται συνήθως με τις μόδες. Τσίχλα που αλλάζει γεύση, σχήμα, χρώμα και «ποιότητα» αναλόγως με το ποιος την μασάει.

    Μαϊος του 2015: Ο Πέτρος Δεμερτζής (αριστερά) και ο Νάσος Γαβαλάς, οι οραματιστές πίσω από την φιλόδοξη Eazybnb που “έλυσε” τα χέρια δεκάδων ιδιοκτητών διαμερισμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης. Φωτογραφία: Βασιλική Τσιλιμπώκου.

    Όλοι ήταν κερδισμένοι. Στην αρχή.

    Τι έλεγα; Πως μετά την δημιουργία των βασικών 3-4 «παιχτών», που θα έπαιρναν και το μεγαλύτερο μέρος των πρώτων 1000-2000 καλών κι ενδιαφέροντων σπιτιών σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, θα άρχιζε η συνήθης ελληνική «λογική» να εξαπλώνεται. Και πως σε 3 με 4 χρόνια θα είχαμε μια αγορά με 3-5 «κεντρικούς παίκτες» που θα είχαν ένα σημαντικό, καλό και κερδοφόρο πορτφόλιο, μια δεύτερη κατηγορία πιο «τοπικών» μικρών εταιρειών/ομάδων που θα δούλευαν τοπικά, και μετά, το… χάος. «Θα γίνουμε σαν τα σουβλατζίδικα» είχα συνηθίσει να λέω. «Σε κάθε γωνία, θα είναι και ένας «γατούλης» που θα σου λέει «να αναλάβω το διαμερισματάκι σου εγώ, άσε μην τρέχεις, θα σου πάρω πιο μικρό ποσοστό από τις εταιρείες, μην είσαι χαζός» και θα γίνει μια ακόμα δουλειά «της μόδας» που οι περισσότεροι θα αντέχουν 2-3 χρόνια μέχρι να βγει κάτι άλλο να κάνουν, γιατί κάποια στιγμή δεν θα βγάζουν όλοι λεφτά».

    Ο τουρισμός, ειδικά σε βάθος χρόνου και όχι στο «ό,τι φάμε, κι ό,τι προλάβουμε να αρπάξουμε για μια βδομάδα στο νησί» που είχαν συνηθίσει οι μη επαγγελματίες για δεκαετίες στην Ελλάδα, είναι μια σκληροπυρηνική δουλειά. Ο «νέος τουρισμός», με ανθρώπους από κάθε γωνιά του κόσμου, που δεν περιμένουν συγκεκριμένα πράγματα όπως σε ένα ξενοδοχείο, με τεχνολογικές λύσεις αλλά και ανάγκες που συνεχώς εξελίσσονται είναι ένα τρομακτικό task. Ειδικά για ανθρώπους που δεν έχουν ιδέα από επαγγελματική φιλοξενία, πρωτόκολλα και όρους, αλλά αντιθέτως έχουν συνηθίσει να λειτουργούν ημινόμιμα  και ανεξέλεγκτα.

    Το Short term rental στην Ελλάδα (το «μπιενμπι» όπως επικράτησε δηλαδή), έγινε ό,τι γίνεται συνήθως με τις μόδες που απασχολούν πολλούς. Τσίχλα που αλλάζει γεύση, σχήμα, χρώμα και «ποιότητα» αναλόγως με το ποιος την μασάει και τι θέλει να δείξει με αυτήν. Για την κυβέρνηση, ήταν ένας από μηχανής θεός για να ανέβουν ξαφνικά κι ανέξοδα (για την ίδια) οι καταβαραθρωμένες τιμές των ακινήτων, ειδικά στην πρωτεύουσα, όπου υπάρχουν και τα περισσότερα άδεια σπίτια (νέα και παλιά) σε ολόκληρη την Ευρώπη. Και βέβαια να εξισορροπήσει αρκετά πράγματα, και σε μικροοικονομικά μεγέθη, αλλά κυρίως σε μακροοικονομικά.

    Διόλου τυχαία δύο υπουργοί τουρισμού, εντελώς διαφορετικών κυβερνήσεων παραδέχονταν off the record πως δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον να «κυνηγήσουν» την είσπραξη φόρων από το short term rental, αφού ακόμα κι αν τους μάζευαν όλους, τα 150-200 εκατομμύρια ευρώ που θα έμπαιναν στα ταμεία του κράτους δεν ήταν τίποτα μπροστά στα 2+ δις ευρώ που μοίραζε στην αγορά η όλη οικονομία των «βραχυχρόνιων μισθώσεων» ετησίως.

    Η εφορία δεν «κυνήγησε» φόρους αφού ακόμα κι αν τους μάζευαν όλους, τα 150-200 εκατομμύρια που θα έμπαιναν στα ταμεία δεν ήταν τίποτα μπροστά στα δισεκατομμύρια που έφερνε η όλη οικονομία των βραχυχρόνιων μισθώσεων.

    Οι τράπεζες, είδαν τα βάρη τους να σώζουν εν μία νυκτί ένα ποσοστό από τις αποτιμήσεις τους, αφού θα μπορέσουν κάποια στιγμή να τα πουλήσουν με καλύτερες αποδόσεις στα funds ή όποιον άλλον τολμήσει να ρίξει λεφτά στην Ελλάδα. Ακόμα βέβαια δεν έχουν καταφέρει να βγάλουν προϊόντα που θα αλλάξουν την αγορά (δάνεια για ανακαινίσεις, δάνεια δεμένα με εισπράξεις από κρατήσεις, δάνεια για αγορά κατοικίας που θα έχει τέτοια χρήση και απόδοση κ.ο.κ.) αλλά και πάλι, μόνο χαμένες δεν βγήκαν.

    Η οικονομία κι ο τουριστικός κλάδος βρήκαν ένα απρόσμενο αποκούμπι που έβαλε ζεστό χρήμα σε μια παγωμένη κοινωνία και σε ένα κομμάτι του πληθυσμού που δεν ήταν συνηθισμένο στο να απελπίζεται, και φυσικά το χρήμα μοιράστηκε και προς τα κάτω, με την οικοδομή (μέσω ανακαινίσεων) να ξαναζεί, ανειδίκευτους και ημι-εργαζόμενους να βρίσκουν από μεροκάματα ως σοβαρά εισοδήματα, τους μετανάστες που είχαν χάσει δουλειές (κυρίως σε καθαριότητα και χειρωνακτικές δουλειές) να επανακάμπτουν, και μια σειρά από μικροεπιχειρήσεις να ξαναζήσουν ή να γεννηθούν.

    Οι ξενοδόχοι, ό,τι κι αν γράφεται κατά καιρούς πάντως, σοβαρό πρόβλημα δεν είχαν ποτέ, ούτε στην Ελλάδα, ούτε και οπουδήποτε στον κόσμο στις μεγαλουπόλεις, με τα διαμερίσματα που νοικιάζουν οι τουρίστες των σαββατοκύριακων, ή των επισκεπτών για 3-6 μήνες. Τις περισσότερες μεγάλες επενδύσεις είτε σε real estate, είτε σε εταιρείες διαχείρισης σε Ευρώπη και Αμερική όλα αυτά τα χρόνια, ξενοδοχειακοί όμιλοι τις έχουν κάνει.

    Τα νούμερα άρχισαν να πέφτουν επειδή το «προϊόν» και οι υπηρεσίες που προσφέρονται δεν είναι όσο αξιοπρεπή και θελκτικά απαιτεί ο κόσμος πλέον.

    Τί πήγε στραβά;

    Όπως ήταν σίγουρο (αλλά όχι και αναμενόμενο περιέργως), τα νούμερα άρχισαν να πέφτουν. Όχι γιατί οι τουρίστες (προ καραντίνας) άρχισαν να μειώνονται, που κι αυτό κάποια στιγμή θα συνέβαινε μετά από 7-8 χρόνια συνεχόμενων ρεκόρ αφίξεων και επισκεπτών σε Αθήνα και Ελλάδα. Αλλά γιατί το «προϊόν» και οι υπηρεσίες που προσφέρονται δεν είναι όσο αξιοπρεπή και θελκτικά απαιτεί ο κόσμος πλέον.

    Ανάμεσα στα δεκάδες παράδοξα που εντόπισα όλα αυτά τα χρόνια στον κόσμο του ελληνικού τουριστικού επιχειρείν (έναν από τους πιο ανεπτυγμένους, και με υψηλότατο επίπεδο γνώσεων, εξειδίκευσης και ανάπτυξης στην ελληνική οικονομία, και ξεκάθαρα τον σημαντικότερο από πλευράς συνεισφοράς στην επιβίωση της ελληνικής κοινωνίας μετά την οικονομική κατάρρευση) ήταν η άρνηση των κατά τα άλλα σοβαρών εκπροσώπων και θεσμών να λάβουν υπόψιν τους το κακό που κάνουν τα ανεπαρκή στοιχεία και κυρίως τα “Greek statistics”.

    Το 2016 ο ίδιος ο πρόεδρος του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού είχε επιπλήξει δημοσίως σε φόρουμ σε μεγάλο αθηναϊκό ξενοδοχείο τους επίσημους φορείς για τον λάθος τρόπο που υπολόγιζαν τα νούμερα, που είχαν το πρωτοφανές παγκοσμίως παράδειγμα, η Ελλάδα να έχει περισσότερους τουρίστες από τις προηγούμενες χρονιές το 2015 και το 2016, αλλά επισήμως να αναφέρεται πως είχαμε λιγότερα έσοδα. Ήταν τότε που παντού ίσχυε το «χωρίς απόδειξη φτηνότερα». Μην περιμένετε λοιπόν να ακούσετε ή να διαβάσετε νούμερα και στοιχεία επισήμως που να δείχνουν γιατί και πως συμβαίνουν όσα συμβαίνουν αν δεν έχετε πρόσβαση στα big data.

    Τώρα δεν ενθαρύνεται κανένας να ρίξει τις τιμές για τον εσωτερικό τουρισμό, και είναι λογικό. Τα λεφτά των Ελλήνων δεν έχει νόημα να πάνε σε άλλους (πιο πλούσιους κατά βάση) Ελληνες και μάλιστα «μαύρα».

    Η καταστροφή του 2020.

    Και φτάσαμε μετά την καραντίνα, την μεγαλύτερη παγκόσμια οικονομική κρίση και όσα έφερε η covid-19, στο σημείο μηδέν. Ο τουρισμός ξανάνοιξε, ο πρωθυπουργός κάλεσε τον πλανήτη απ’ το πιο καλοφωτισμένο «σαλόνι» της χώρας, τα Μέσα μιλάνε μέρα νύχτα για την μεγάλη ευκαιρία, για ανάκαμψη, οι κάμερες κεντράρουν εργαζόμενους που φορούν καθαρές στολές και η Αθήνα βάφτηκε για μεγάλους περιπάτους. Αλλά αυτά που οι άνθρωποι (ειδικά του τουρισμού) συζητούν μεταξύ τους, δεν γράφονται, δεν ακούγονται παραέξω.

    Δεν είναι «φρόνιμο» π.χ. να πούμε δημοσίως πως περίπου το 50% των μεγάλων μονάδων, τετράστερων και πεντάστερων δηλαδή στα μεγαλύτερα τουριστικά σημεία της χώρας θα παραμείνουν κλειστά. Λογικό είναι για όσους καταλαβαίνουν έστω και βασικά οικονομικά. Όταν για να είσαι ελάχιστα κερδοφόρος χρειάζεσαι πάνω από 65-70% πληρότητα και το καλύτερο σενάριο είναι 40%, αλλά ρεαλιστικά δεν θα ‘χεις ούτε 10-20%, δεν ανοίγεις το μαγαζί (που έτσι κι αλλιώς έχει ορίζοντα επιστροφής της επένδυσης κοντά στα 20 χρόνια) για να μπεις πιο χοντρά μέσα και να φορτωθείς με ένα σωρό κινδύνους που δεν μπορούν καν να προϋπολογιστούν. Κρατάς τις πόρτες κλειστές, πληρώνεις μόνο τα βασικά έξοδα, και περιμένεις την επόμενη χρονιά, το εμβόλιο, κι ότι θα ξανα-αλλάξει τον τουρισμό παγκοσμίως.

    Φυσικά δεν προτρέπεται κανένας να ρίξει τις τιμές για τον εσωτερικό τουρισμό, ούτε δίνεται κανένα κίνητρο να «δουλέψουμε εκ των έσω» όπως κάνουν στην μισή Ευρώπη. Είναι απολύτως λογικό. Τα λεφτά των Ελλήνων δεν έχει νόημα να πάνε σε άλλους (πιο πλούσιους κατά βάση) Ελληνες και τις περισσότερες φορές «μαύρα» κιόλας. Η ελληνική οικονομία χρειάζεται ζεστό χρήμα, εισαγόμενο, και ίνστα φίλτρα που να φωνάζουν «ο παράδεισος είναι εδώ». Το πρόβλημα είναι πως τα δεδομένα που απαγορεύουν στον πλανήτη να έρθει μέχρι την φωτεινή αυτή γωνιά του κόσμου, δεν μπορούν ούτε και πρέπει να επικοινωνηθούν αυτή τη στιγμή στο «ποίμνιο» που προσεύχεται για μια βροχή τουριστών.

    Και βέβαια, τώρα οι «αδικημένοι ερμπιενμπίδες» μένουν μετέωροι. Γιατί μπορεί οι τρεις συνδικαλιστικοί σύλλογοι (!) που παλεύουν να αποδείξουν πως εκπροσωπούν τον «κλάδο» να φωνάζουν και να υπόσχονται πως θα φέρουν τρόπους να «αποκατασταθούν οι ζημιές τους» κι άλλα διάφορα αστεία (ειδικά για όσους μιλούσαν για «ελεύθερη αγορά» και «προσφορά και ζήτηση» όταν η κοινωνία φώναζε για την εν μια νυκτί παράδοξη εκτόξευση των ενοικίων στη μισή Αθήνα) αλλά στην πραγματικότητα, το μόνο που μπορεί να συμβεί, είναι η αναπόφευκτη και καθυστερημένη ρύθμιση της αγοράς.

    Ο κορωνοϊός έδωσε ένα γερό χτύπημα στον τουρισμό και το τελειωτικό (;) στις βραχυχρόνιες μισθώσεις (Menelaos Myrillas / SOOC).

    Εξετάζοντας τα τελευταία στοιχεία.

    Τα στοιχεία Απριλίου και Μαΐου εμφάνιζαν τις καταχωρήσεις που είχαν τουλάχιστον μια κράτηση το χρόνο στην Αθήνα, να έχουν μειωθεί κατά 20% πάνω κάτω. Αυτό βέβαια μπορεί να θεωρηθεί ένδειξη, αλλά με ένα άλλο πρίσμα μπορεί να περάσει απλά ως «αντίδραση». Ο απλός ιδιοκτήτης βέβαια, που στην αρχή ενθουσιάστηκε με τα «υπερκέρδη» που έβλεπε να μπαίνουν στην τσέπη του, θα ακολουθήσει την επόμενη «μόδα» και θα ψάξει ως συνήθως την πιο «ασφαλή» (φαινομενικά) λύση για το σπίτι και την τσέπη του.

    Το γεγονός πως οι περισσότεροι δεν έκαναν καν ανάλυση εσόδων εξόδων για να δουν ποιο πραγματικά ήταν το κέρδος τους από το short term rental τα τελευταία 3-4 χρόνια δεν σημαίνει πως θα κάτσουν τώρα να εκτιμήσουν την κατάσταση πραγματιστικά και με δεδομένα. Αν το έκαναν έτσι, ήδη ένα 20-30% των ιδιοκτητών ακινήτων, κυρίως αυτών που δεν έχουν υψηλή κάλυψη (οτιδήποτε πάνω του 50% ετησίως δηλαδή), θα είχε φύγει από την «βραχυχρόνια μίσθωση». Τα νούμερα παραμένουν «πράσινα» όσο μια μεγάλη πλειοψηφία δεν πληρώνει κανονικά (ή καθόλου) φόρους, και δουλεύει με «μαύρα» παντού. Αυτό δεν δείχνει πιθανό να αλλάξει σύντομα αφού πολιτική βούληση δεν υπάρχει για καμία «πίεση».

    Όσο παραμένουν τόσες χιλιάδες διαθέσιμα σπίτια προς μίσθωση, και όσο οι κρατήσεις θα μειώνονται, η ανάγκη θα κάνει κι άλλους απελπισμένους να ρίχνουν τις τιμές.

    Οπότε όλα θα γίνουν λίγο πιο αργά… Αλλά η πραγματικότητα θα χτυπήσει όπως το κάνει πάντα. Σαν φορτηγό που δεν είδε ποτέ το Stop. Οι hosts περίμεναν να περάσει η καραντίνα και να «ανοίξει ο τουρισμός». Αλλά τώρα θα αρχίσουν να βλέπουν πως οι κρατήσεις δεν θα φτάσουν ούτε κατά διάνοια όσα τους καθησύχαζαν οι «ειδικοί» ή οι ίδιοι ήλπιζαν. Οι τιμές δεν μπορούν, και κυρίως δεν πρέπει, να πέσουν άλλο.

    Η Αθήνα είναι εξωφρενικά φτηνή σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές πόλεις που έχουν σοβαρά τουριστικά νούμερα, κι αυτό δεν έχει να κάνει καθόλου με την ποιότητα των σπιτιών ή των υπηρεσιών που παρέχονται. Όσο όμως παραμένουν τόσες χιλιάδες διαθέσιμα σπίτια προς μίσθωση, και όσο οι κρατήσεις θα μειώνονται, η ανάγκη θα κάνει κι άλλους απελπισμένους να ρίχνουν τις τιμές, μέχρι να αποδεχτούν το αναπόφευκτο. Δηλαδή να επιστρέψουν στις μακροχρόνιες μισθώσεις.

    Τα δεδομένα έχουν αλλάξει αρκετά σε σχέση με πέντε χρόνια πριν. Η ανθρωπογεωγραφία της πόλης είναι τελείως διαφορετική στο κέντρο, οι ανάγκες για επιπλωμένες κατοικίες μικρών ή μεγαλύτερων διαστημάτων (από 1-2 μήνες ως 1-2 χρόνια δηλαδή), σημαντικά μεγαλύτερες και τα σπίτια που θα βγουν στην αγορά μέσω Τραπεζών και funds την επόμενη τριετία θα μειώσουν σημαντικά τα περιθώρια μεγάλων κερδών των ιδιωτών. Αυτά είναι δεδομένα που οι περισσότεροι θα δουν στην πορεία. Αν και τις εκτιμήσεις τις έχουν όλοι ήδη.

    Φυσικά και η τουριστική ενοικίαση δεν θα πεθάνει. Οι τουριστικές ροές θα επανέρθουν, και πιθανότερα θα αυξηθούν πριν καν την αποπεράτωση του Ελληνικού (και την «έκρηξη» που θα την ακολουθήσει). Μέχρι τότε όμως, τα σπίτια που θα παραμείνουν σημαντικά κερδοφόρα θα είναι όλο και λιγότερα. Φυσικά και τα κορυφαία σπίτια, που συνδυάζουν σημαντικά χαρακτηριστικά, ποιότητα και υπηρεσίες θα γεμίζουν. Αλλά δυστυχώς για τους περισσότερους, «το πάρτι τελείωσε». Το θέμα είναι πόσοι και πως θα φτάσουν «στην απέναντι όχθη».

    H Three Laggoons Villa στη Σύρο.

    Με το βλέμμα στην επόμενη μέρα.

    Ο ανταγωνισμός της επόμενης μέρας είναι εδώ σήμερα. Η Ελλάδα παραμένει ένας υπέροχος προορισμός, ένα από τα μεγάλα μακρινά όνειρα δισεκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο. Αλλά πόσοι από όσους βγάζουν λεφτά από αυτούς, το καταλαβαίνουν, το εκτιμούν και το αναδεικνύουν; Δείτε για παράδειγμα αυτήν εδώ την βίλα. Η Three Laggoons Villa, βρίσκεται στη Σύρο, ένα νησί που θα μπορούσε (και πιθανότατα θα το κάνει μέσα στην επόμενη δεκαετία) να υποδέχεται πλήθη κάθε κατηγορίας, όπως η Μύκονος, η Σαντορίνη, ή η Πάρος κι η Ρόδος.

    Έχει όπως χιλιάδες βίλες στο Αιγαίο μια όμορφη infinity pool, μεγάλο κήπο, ωραία θέα, παραλία από κάτω της που έχει δύσκολη πρόσβαση απ’ το δρόμο και υπέροχη ομορφιά, όλα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά και τις σύγχρονες ανέσεις ενός πανέμορφου σπιτιού, αλλά οι άνθρωποι της φρόντισαν να την καταστήσουν ασύγκριτη σε οποιονδήποτε ανταγωνισμό λειτουργώντας έξυπνα και προνοητικά.

    Έφτιαξαν λοιπόν ένα ελικοδρόμιο σε ένα σημείο που έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούσαν να κάνουν πολλά καλύτερα πράγματα. Έτσι προσφέρουν στο υψηλότερης κατηγορίας κοινό μια διευκόλυνση που ελάχιστες βίλες έχουν στο Αιγαίο. Την ίδια στιγμή, παρέχουν σε όσους επισκέπτες το θελήσουν την δυνατότητα να νοικιάσουν αυτοκίνητα, μηχανάκια αλλά κυρίως, σκάφος. Το οποίο μπορούν να το παρέχουν ακόμα για να πάρουν τους επισκέπτες τους από ένα λιμάνι για να τους οδηγήσουν απευθείας στην βίλα τους. Καταλαβαίνετε πόσο μεγάλο πλεονέκτημα είναι αυτό σε μια απίθανη συγκυρία όπως η φετινή. Κι όμως, δεν ήταν η επένδυση ή η τεχνολογία που άλλαξε τα δεδομένα εν προκειμένω. Αλλά η σύνθετη σκέψη, κι η τετράγωνη λογική. Πράγματα που οι απόγονοι του Οδυσσέα και του Αριστοτέλη περηφανεύονται πως έχουν σε περίσσευμα. Αλλά τελικά ελάχιστοι χρησιμοποιούν.

     

    Διαβάστε ακόμα: Engel & Völkers, το real estate στην Ελλάδα ανεβαίνει επίπεδο.

     

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top