Ήρθε κι άγγιξε όλες τις τέχνες. Σαν τις ακτίνες μιας ρόδας. Υπάρχει ένας Κοκτώ συγγραφέας, εκείνος των Τρομερών Παιδιών. Ένας Κοκτώ ζωγράφος που έκανε τατουάζ στους τοίχους. Ένας Κοκτώ σκηνοθέτης του παράδοξου. Αλλά υπάρχει κι ένας Κοκτώ ιδρυτής λογοτεχνικών περιοδικών, κεραμίστας, δημιουργός του μπαλέτου Parade (Παρέλαση) για τον Ντιάγκιλεφ, που ο Απολινέρ χαρακτήρισε «υπερ-ρεαλιστικό» -ένα αισθησιακό μείγμα πυροβολισμών, ήχων γραφομηχανής και έργων του Σατί. Φόρεσε όλα τα καπέλα, χαλκεύοντας ένα έργο με χίλιες δυο όψεις σαν του διαμαντιού που συχνά κρίθηκε ως έλασσον. Αλλά το Παρίσι ήταν πάντα μια νυμφομανής που ποτέ δεν συγχωρεί όσους το γοητεύουν.
Ναι, ο Κοκτώ ήταν πιο γνωστός από τις δημιουργίες του. «Το όνομά σου κρύβει το έργο σου», του έλεγε η Κοκό. «Είμαι τυχερός, το έργο θα το ανακαλύψουν μετά από μένα», απαντούσε. Πράγματι, όταν πεθαίνει από καρδιά το 1963, είναι ένας άνθρωπος διάσημος κι ένας καλλιτέχνης παραγνωρισμένος. Περιφρονημένος από τους ζωγράφους του Μονπαρνάς κι από τους σουρεαλιστές, αρχής γενομένης απ’ τον Μπρετόν που ήταν ομοφοβικός. Είχε θελήσει να αποτάξει το συμβολισμό, να απαλλαγεί από τον ντανταϊσμό και να καταστήσει «την παράδοση νεωτερικότερη της ρήξης».
Κοσμικός περιωπής, γόης σε διαρκή αναζήτηση του έρωτα, ο Κοκτώ ήταν ένας περιώνυμος δανδής, γνωστός για την «ηθική του αβρότητα». Ο τρόπος ζωής του ήταν κι αυτός ένα έργο τέχνης. Κι ήταν οπιομανής. «Δεν συνέρχεσαι από τη θλίψη. Ξεχνιέσαι», έλεγε ο Σταντάλ. Είναι με το θάνατο του Ραϊμόν Ραντιγκέ στα 20 του μόλις χρόνια που ο Κοκτώ καπνίζει για πρώτη φορά. Δεν θα συνέλθει ποτέ από το χαμό του συγγραφέα του Ο Διάβολος στο κορμί, του μεγάλου του ανεκπλήρωτου έρωτα. Αλλά το όπιο θα τον στηρίξει. Κάνει δικιά του αυτή τη μυρωδιά καμένου κακάου, για την οποία ο φίλος του ο Πικάσο έλεγε πως «μεταξύ όλων, είναι η πιο ευφυής». Η ζωή του θα χορεύει στο ρυθμό των καπνισμάτων του, των προμηθειών του, τις κούρες αποτοξίνωσης σε κλινικές ή στο Ritz, όπου τον κλείδωνε η Σανέλ.
Σημάδεψε την ιστορία του κινηματογράφου. Ο Όρσον Γουέλς τον θεωρούσε εφευρέτη. Ο Γκοντάρ έτρεφε βαθύ σεβασμό γι’ αυτόν. Ήταν εκείνος που, μαζί με Μπονιουέλ, έβαλε το όνειρο στο σινεμά. Ιδιοφυής μάστορας στο Η Ωραία κι το Τέρας. Όταν ο Ζαν Μαραί διασχίζει τον καθρέφτη στον Ορφέα, του βυθίζει το χέρι σε μια λίμνη από υδράργυρο. Τη δεκαετία του ’50, ο Κοκτώ παίρνει τον Τρυφώ υπό την προστασία του. Τα ευρήματα στα 400 χτυπήματα θα τα χρησιμοποιήσει στην τελευταία του ταινία-ποιήμα Η Διαθήκη του Ορφέα.
Οι Ιάπωνες τον λατρεύουν. Κάθε χρόνο, δεκάδες ζευγάρια έρχονται να επικυρώσουν την ένωσή τους στην αίθουσα τελετών του Menton. Για το γκλάμουρ της Ριβιέρα; Όχι, γιατί τη διακόσμηση του χώρου υπογράφει ο Κοκτώ. Τους γοήτευε ακόμα και τότε που ήταν εν ζωή. «Τα σχέδιά και τα ποιήματά του τους θυμίζουν estampes japonaises και χαϊκού», θα σας πουν στο μουσείο Ζαν Κοκτώ. Καλλιγράφος με τον τρόπο του, έκανε τα σκίτσα του με στυλογράφο. «Οι ποιητές δεν σχεδιάζουν, έλεγε, αλλά λύνουν τη γραφή για να την ξεδιπλώσουν αργά, διαφορετικά».
Εκείνα τα χρόνια στο Παρίσι
O Ζαν Koκτώ γεννήθηκε στις 5 Ιουλίου 1889 και πέθανε στις 11 Οκτωβρίου του 1963, μια μέρα μετά την αγαπημένη του Εντίθ Πιάφ. Τυπικά γόνος μιας καθολικής οικογένειας διπλωματών και δικηγόρων. Στην πραγματικότητα, παιδί της Αφροδίτης και της Πουλτσινέλας. Είναι νέος, γοητευτικός, ασυνήθιστος. Αρέσει. Αρλεκίνος στα χρώματα του Παρισιού, κυνηγός Πιερότων, ποιητής σε μαξιλάρια, γελωτοποιός, οινοχόος σε κάποια γιορτή του Πικάσο, του Βαν Ντόγκεν ή του Ντιάγκιλεφ: ο Prince de Galles στην πρεμιέρα των Ρωσικών Μπαλέτων, ο Άρθουρ Ρουμπιστάιν μόνο γι’αυτά μιλάει.
Απίστευτη εποχή! «Δεν είχαμε ηλικία. Εκτός πια κι αν όλος ο κόσμος ήταν 20 χρονών», γράφει ο Μaurice Sachs. Τέρμα στα σκληρά κολάρα και στα bowler καπέλα. Οι γυναίκες είχαν τρελαθεί: φοράνε καμπάνες τυριών στο κεφάλι. Ο πόλεμος; Τους έχει βγει από τη μύτη. Στην Astoria, χορεύουν φοξ-τροτ! Εύκολο είναι. Πρέπει να μάθεις, shall we?
Μοντέρνα τέχνη. Κάποιοι ανασηκώνουν τους ώμους. Ακούνε για πρώτη φορά Ζορζ Ορίκ και Πουλένκ, τους νεοκλασικιστές συνθέτες της Ομάδας των Έξι. Όπως και τον Σωκράτη του Ερίκ Σατί. Ο Στραβίνσκι τον θαυμάζει, το κοινό τον θεωρεί απατεώνα. Μέσα σ’ όλα, ο κροίσος Άντριου Κάρνεγκι πεθαίνει.
Στον Κόκορα και τον Αρλεκίνο του Κοκτώ διαβάζεις συμβουλές: «Κλείνουμε τα μάτια των νεκρών απαλά. Το ίδιο απαλά πρέπει ν’ ανοίγουμε και τα μάτια των ζωντανών». Του Στραβίνσκι δεν του αρέσει. Ούτε του Ζιντ: «Δεν σημαίνει πως καιρό τώρα δεν αναγνωρίζω την ακρίβεια των αποφθεγμάτων σας, αλλά ορισμένα απ’ αυτά μου φαίνονται κατώτερα σε σχέση με αυτό που είσαστε και σε σχέση με αυτό που θα θέλατε να πιστεύουν για σας». Ο Ζαν γελάει.
Η τιμή των βιβλίων εκτοξεύεται. Ανησυχία ότι οι άνθρωποι θα πάψουν να διαβάζουν. Υπάρχουν έντεκα αίθουσες κινηματογράφου στο Παρίσι. Αδιανόητο. Φόβος μήπως σε λίγο ο κόσμος δεν θα πηγαίνει θέατρο.
1920. Στις 24 Φεβρουαρίου, είναι πολλοί που το διασκεδάζουν στην Comédie des Champs-Elysées όπου ο Κοκτώ ανεβάζει το Βόδι πάνω στη στέγη, με την αρωγή του ευπατρίδη, μαικήνα, διακοσμητή και λιμπρετίστα Ετιέν ντε Μπομόν. «Μην ψάχνετε για νόημα» λέει, σκασμένος στα γέλια. Κάποιοι άλλοι τονθορίζουν το λιμπρέτο του Οι Νεόνυμφοι του Πύργου του Άιφελ. Ο Σακς γράφει: «Κάναμε πράγματα τότε»΄«περίεργα πράγματα» προσθέτει η Βαλεντίνη Ουγκώ΄ «πράγματα φούρνου» συμπληρώνει ο Σατί.
Στις 15 Δεκεμβρίου της επόμενης χρονιάς, το Βόδι πάνω στη στέγη γίνεται όνομα χορευτικού κλαμπ, οδός Boissy-d’Anglas. O Μωρίς Σακς είναι πάλι εδώ: «Βλέπω τον Ραντιγκέ ακίνητο, κεφάλι ευθυτενές, με το μονόκλ του, με το πεισματάρικο και μυστήριο ύφος που του έδινε το ουίσκι…, το τσουλούφι του Πικάσο, το άδειο μανίκι του Σαντράρ (ο Πικάσο έλεγε: Ο Σαντράρ γύρισε απ’ τον πόλεμο μ’ ένα παραπανίσιο μπράτσο), μία μεγάλη ποσότητα χεριών που ανήκαν όλα στον κόμη ντε Μπομόν…, η κρεατοελιά και η κάπα του Αντρέ Ζιντ…, η στενή μπλε γραβάτα του Γκαστόν Γκαλιμάρ…, το μοναδικό φρύδι της Σανέλ…, το γενάκι του Σατί, η κοιλίτσα του Ορίκ, το πλατύ χαμόγελο του Ντερέν και το χέρι που σου τείνει σαν προβοσκίδα…, το περιπετειώδες, ανοιχτόκαρδο, όλο αυτοπεποίθηση, αυτάρεσκο υφάκι του Σιμενόν…, και μέσα σ’ όλους αυτούς τους θορύβους σπασμένων γυαλικών η σαγηνευτική φωνή του Κοκτώ να αντηχεί πάνω από τα τραπέζια».
Τι απομένει απ’ αυτά τα Δεκαήμερα; Μια όρεξη για dry martini, οι ριγέ τέντες της πλαζ του Juan-les-Pins στη γαλλική Ριβιέρα, τα ημίγυμνα κορμιά των πρώτων γυναικών που τολμούν να επιδοθούν στο μαύρισμα στο ρυθμό του The Man I Love ή του Breezin’ along with the Breeze. Μέσα σ’ όλους αυτούς, ο δικός μου Κοκτώ είναι ο τελευταίος μετά τον Προυστ.
Στην Côte d’Azur
Ο Κοκτώ είναι πάνω απ’ όλα μια αισθητική. Με το πορτρέτο της Côte d’Azur χαραγμένο στη χούφτα. Μιας καρτ-ποστάλ όπου «όλα είναι ξανθά, από φως και μέλι», αναστενάζει ο Ζαν Μαραί. Ήταν η εποχή πριν από το μπετόν και τους αυτοκινητόδρομους. Κάθε καλοκαίρι, η γαλλική ιντελιτζένσια σκαλφάλωνε στο Train bleu ή σε τετράτροχες βολίδες που όρμαγαν με 60 χλμ. την ώρα για να λιάσουν την κοσμικότητά τους σε μεγαλοπρεπείς επαύλεις.
Μεταξύ εκείνων που επινόησαν την Côte d’Azur ήταν κι αυτός ο διεκδικητής της Μεσογείου. Από τα 20 του βολόδερνε εκεί όπου ανθούσαν τα μπουρδέλα όλων των φύλων και φυλών, τόποι φιλικοί για οπιοφάγους. Έδωσε μάλιστα το όνομά του σ’ ένα μικρό σιρκουί, πέρα από το Μονακό όπου διέμενε την περίοδο των Ρωσικών Μπαλέτων.
Το 1925 τον βρίσκει στη Νίκαια, «κάτω από τον ήλιο, σ’ ένα μπαλκόνι περιτριγυρισμένο από θάλασσα και τζιτζίκια», τετ-α-τετ με μια θάλασσα καμωμένη από «κοβάλτιο, ζαφείρια και τυρκουάζ». Αυτός ο τόπος υπάρχει ακόμα: είναι το δωμάτιο 23 του Ηôtel Welcome (νοίκιαζε και το διπλανό, καθαρό από όπιο, για τους περίεργους πολισμάνους). Διαλυμένος από το θάνατο του Ραντιγκέ, ήρθε εδώ να πνίξει τη θλίψη του. Συμπαραστάτες ο Πικάμπια, η Σανέλ κι ο Στραβίνσκι φυσικά, ο ωραίος Jean Bourgoint που του ενέπνευσε Τα Τρομερά Παιδιά, ο Μαξ Ζακόμπ, ο Τζόζεφ Κέσελ.
Είναι πια το 1950. Ο άνθρωπος που αποτέλειωσε το 19ο αι. με την Parade, βλέπει το έδαφος της μοντερνικότητας να χάνεται κάτω από τα πόδια του: η μόδα θέλει σουρεαλιστές (τους παλιούς εχθρούς), σαρτρικούς… Ωστόσο, ανοίγονται νέοι δρόμοι, αφήνοντας να ηχήσουν και πάλι οι χορδές της λύρας του. Μετά από πρόσκληση της Francine Weisweiller, νεαρής και όμορφης ξαδέλφης των Ρότσιλντ, ο Κοκτώ, αδέκαρος, 60χρονος πλέον, μετακομίζει στη βίλα Santo Sospir, με ένα σχόλιο: «Τα έργα μου μεταφράστηκαν στα τσέχικα, αλλά θα τα προτιμούσα να έχουν γίνει τσεκ».
Στον κήπο, στήνουν το ατελιέ του. Μέσα από τα σύννεφα του οπίου αναδύονται απίστευτα φρέσκα στους τοίχους, τα ταβάνια, τις πόρτες ώς και τα εσωτερικά των ντουλαπιών. Ένας Τζιότο, με την τέμπερα να σου κόβει την ανάσα, την ακρίβεια της γραμμής, τη φρεσκάδα, τη ζώσα ρευστότητα. Μια μυστηριακή χάρη να βγαίνει από τα μυθολογικά όντα του, νύμφες και κενταύρους.
Ζει εκεί μέσα 13 χρόνια, φορώντας λευκό μπουρνούζι, τυλιγμένος με κίτρινη εσάρπα, να γράφει κάτω από τη σκεπαστή βεράντα, μπροστά σ’ αυτήν τη θάλασσα που του μύριζε Ελλάδα («Αυτό το πτώμα που το έχουν καταφάει οι μύθοι του»). Όταν έλειπε ο Ζαν Μαραί, με τον οποίο μοιράστηκε τη ζωή του ώς το τέλος, αγαπούσε να μιλάει για τα πάντα: τη λατρεμένη του τζαζ, τους εξωγήινους… Βαφτισμένο Orphée II, το κατακόκκινο γιοτ τσέπης της Francine τον πηγαίνει στο Μονακό, στην Αντίμπ όπου ζούσε ο Πικάσο, στις Κάννες όπου προήδρευσε του πρώτου φεστιβάλ. Ο Βάκχος, το Ρέκβιεμ, πολλά φιλόδοξα κείμενα γράφτηκαν στη βίλα Santo Sospir.
Eίτε με μαρινιέρα στο Saint-Tropez είτε με φράκο στο Μονακό, ο γοητευτικός γηραιός κύριος με το λέιζερ βλέμμα είναι μια προσιτή διασημότητα, γιατί του αρέσει να τον αγαπάνε. Προώθησε τον Ραϊμόν Ραντιγκέ, την Εντίθ Πιάφ (γνωρίστηκαν το 1940 όταν η Πιάφ ερμήνευσε αλησμόνητα τον Ωραίο αδιάφθορο, που ο Κοκτώ είχε γράψει ειδικά για κείνη), τον Ζαν Ζενέ, τον Ζαν Μαραί (τον οποίο συνάντησε το 1937, σε μια ακρόαση για τον Βασιλιά Οιδίποδα). Βοήθησε τον Λυσιέν Κλεργκ και τον Φρανσουά Τρυφώ. Όταν συνεργάζεται με τον Πικάσο, το κοινό νιώθει πως ζει ιστορικές στιγμές.
Το Παρεκκλήσι του Αγίου Πέτρου, απέναντι από το ξενοδοχείο Welcome, τον βασάνιζε εδώ και τριάντα χρόνια. Μετά από διαπραγματεύσεις με τους ψαράδες, θα χρειαστεί μια τριετία να το καλύψει με τοιχογραφίες, προσθέτοντας τη μια μέρα έναν κόκορα, την άλλη ένα πρόσωπο. Τίποτα πιο χαριτωμένο απ’ αυτά τα πρωτεϊκά μοτίβα, ελάχιστα χρωματισμένα, που συνθέτουν μια κοσμογονία γλυκιά και αναζωογονητική. Μια ποίηση γραφιστική, όπου συναντώνται τα διακοσμητικά στοιχεία της Belle Epoque, τα δάνεια από την αφρικανική τέχνη και, κυρίως, το μινωικό στυλ της Κνωσσού.
Μετά από πρόσκληση του δημάρχου, ζωγραφίζει με φωτεινά παστέλ την αίθουσα τελετών του Menton με φιγούρες εμπνευσμένες από την Ελλάδα και το Νότο. Διακοσμεί επίσης τα μωσαϊκά του Bastion, ενός καστελιού στο λιμάνι, όπου σήμερα μπορείς να θαυμάσεις τα κεραμεικά του. Ευγνωμονούσα, η πόλη των λεμονιών, το Menton, του έχτισε πριν από 10 χρόνια ένα μουσείο. Στεγάζει την πιο πλούσια συλλογή αντικειμένων που αφιερώθηκαν στον Κοκτώ.
Ο «Άστατος Πρίγκιπας» είναι σύγχρονός μας. Εκεί στο Νότο τιμούν πάνω απ’ όλα τις ταινίες και τα σχέδιά του. Αυτός ο πολυτάλαντος, προικισμένος ντιλετάντης, που τόσο θαύμαζε ο Γουόρχολ, περνιέται σχεδόν για προπάτορας της τέχνης των πολυμέσων. Το τρομερό παιδί ακόμα σέρνει το χορό. Έγινε αυτό που ονειρευόταν: Ο Παγκανίνι του βιολιού του Ενγκρ.
Διαβάστε ακόμα: Ερίκ Σατί (1866-1925). «Σαν ένα χελιδόνι που υποφέρει από πονόδοντο».