Η ύπαρξη, η προδοσία, η αθανασία. Ο Μίλαν Κούντερα δεν υπήρξε ποτέ ένας συγγραφέας που του αρκούσε να διηγηθεί (μόνο) ιστορίες ανθρώπων. Η ψίχα της ανθρώπινης κατάστασης ήταν αυτή που τον δονούσε. Το αθέατο, το υπερβατικό (αλλά όχι με όρους μεταφυσικής), το ά-λογο και το αστείο του όντος.
Τον χάσαμε σήμερα (12/7) σε ηλικία 94 ετών και στην ουσία χάνουμε έναν από τους τελευταίους σημαντικούς πυλώνες της κεντροευρωπαϊκής λογοτεχνικής παράδοσης. Προφανώς, θα έρθουν κι άλλοι, η λογοτεχνία δεν σταματάει ποτέ, ωστόσο η σπουδαιότητα του Κούντερα δύσκολο θα αναπληρωθεί.
Πάνω από μισό αιώνα διερεύνησε την ανθρώπινη περίπτωση με τα γραπτά του. Ποιήματα, θεατρικά έργα, δοκίμια και μυθιστορήματα. Η Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι έγινε, σχεδόν, ποπ. Κάποια εποχή (εκεί γύρω στα 80’s) αποτελούσε ασύγγνωστη αμέλεια να μην το έχεις διαβάσει.
Ένας άνθρωπος που έζησε σε δύο πατρίδες που η καρδιά του χτυπούσε για το μέλλον της Ευρώπης και που το ασίγαστο πάθος του για την ελευθερία της έκφρασης τον μετέτρεπε στα μάτια όλων σε φάρο ελπίδας. Αναγκάστηκε να φύγει άρον άρον από την τότε Τσεχοσλοβακία το 1975, όταν αποβλήθηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα της χώρας του για «αντικομμουνιστικές δραστηριότητες».
Εζησε εξόριστος στο Παρίσι για 40 συναπτά χρόνια έπειτα από την ανάκληση της τσεχικής υπηκοότητάς του το 1979. Εκεί, στα γαλλικά βουλεβάρτα, έγραψε τα διάσημα βιβλία του, ενώ συν τω χρόνω αγκάλιασε τη γαλλική γλώσσα με αποτέλεσμα τα τελευταία βιβλία του να τα γράψει σ’ αυτήν.
Γεννημένος την 1η Απριλίου 1929 στο Μπρνο, ο Κούντερα σπούδασε μουσική ακολουθώντας το παράδειγμα του πατέρα του που ήταν διάσημος πιανίστας και μουσικολόγος. Πριν αποφασίσει να σκύψει στα δικά του γραπτά πρόλαβε να γίνει λέκτορας παγκόσμιας λογοτεχνίας στην Ακαδημία Κινηματογράφου της Πράγας το 1952.
Από την αρχή κιόλας της συγγραφικής πορείας του έδειξε πως δεν ήταν φτιαγμένος από «εύπλαστο» υλικό. Τη στιγμή που σχεδόν όλοι οι συγγραφείς της γενιάς του συντάσσονταν με τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, ο Κούντερα τον απέρριψε ρητά και κατηγορηματικά.
Τούτο όχι μόνο δεν έπληξε τη λογοτεχνική του φήμη, αλλά του προσέδωσε, εκεί στα δύσκολα 50’s, και μια αντικαθεστωτική δυναμική που σίγουρα δεν την αποζήτησε. Οταν το 1955 δημοσιεύει το ποίημα Ο τελευταίος Μάιος, μια ωδή στον κομμουνιστή ήρωα Julius Fučík, αίφνης το κατεστημένο (αλλά και οι αναγνώστες) άρχισαν να τον προσέχουν.
Καίτοι υπήρξε αρχικά ενθουσιώδες μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος στα νιάτα του, ο Κούντερα εκδιώχθηκε από το κόμμα δύο φορές, μία μετά από «αντικομμουνιστικές δραστηριότητες» το 1950 και ξανά το 1970 κατά τη διάρκεια της καταστολής που ακολούθησε την Άνοιξη της Πράγας του 1968, στην οποία ήταν ένας από τους οι ηγετικές φωνές, που ζητούν δημόσια ελευθερία του λόγου και ίσα δικαιώματα για όλους.
Το πρώτο του μυθιστόρημα, το 1967, Το αστείο, είναι αποτέλεσμα εκείνης της ταραγμένης περιόδου για τη χώρα του. Ηταν η πρώτη μεγάλη επιτυχία του. Πρόκειται για μια πολυφωνική εξέταση της μοίρας και του ορθολογισμού με αφορμή ένα αστείο για τον Τρότσκι που γράφει ένας μαθητής για να εντυπωσιάσει ένα κορίτσι. Τι παράξενο, το βιβλίο απαγορεύτηκε από τα βιβλιοπωλεία όταν τα ρωσικά τανκς μπήκαν στην πλατεία Wenceslas.
Αίφνης, ο Κούντερα έγινε «μαύρο» πρόβατο, απολύθηκε από τη δουλειά του ως καθηγητής και αναγκάστηκε να δουλέψει σε καμπαρέ μικρών πόλεων ως τρομπετίστας της τζαζ. Το παράδοξο της περίπτωσή του εκείνη την περίοδο ήταν είχε βρει με «ανάποδο» τρόπο την καλλιτεχνική ελευθερία που επιδίωκε. Το γεγονός ότι αδυνατούσε να δημοσιεύσει έστω και μια αράδα, έπαιρνα από πάνω του το βάρος της λογοκρισίας.
Αφού έχασε την ελπίδα ότι η Τσεχοσλοβακία θα μεταρρυθμιστεί ποτέ, μετακόμισε στη Γαλλία το 1975, έχασε την τσεχική του υπηκοότητα το 1979 και έγινε Γάλλος πολίτης το 1981. Τρία χρόνια μετά γίνεται παγκόσμια γνωστός με την Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι, με τον Φίλιπ Ροθ να τον κάνει ευρύτερα γνωστό στην άλλη άκρη του Ατλαντικού.
Ως βασικός εισηγητής της σειράς «Φωνές από την Άλλη Ευρώπη» του εκδοτικού οίκου Penguin, θα βοηθήσει να μεταφραστεί το συγκεκριμένο βιβλίο και να γίνει ευρύτερα γνωστό. Τοποθετημένο στη μεθυστική ατμόσφαιρα της Πράγας το 1968, το μυθιστόρημα ακολουθεί δύο ζευγάρια καθώς παλεύουν με την πολιτική και την απιστία, εξετάζοντας την ένταση μεταξύ ελευθερίας και ευθύνης.
Η κινηματογραφική μεταφορά του Φίλιπ Κάουφμαν το 1988, με πρωταγωνιστές τους Ντάνιελ Ντέι Λιούις και Ζιλιέτ Μπινός, εξασφάλισε την άνοδο του Κούντερα στη λογοτεχνική στρατόσφαιρα. Αν χάρηκε για όλη αυτή τη δημοσιότητα; Στην πραγματικότητα δεν χάρηκε ούτε για την ταινία.
Πώς αλλιώς; Ο Κάουφμαν «κατάφερε» να υπεραπλουστεύσει ένα εξόχως πολυεπίπεδο μυθιστόρημα και να του φορέσει ένα ελαφρύ κοστούμι που δεν είναι καν… κουντερικό. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κούντερα έγινε εσωστρεφής με τον καιρό. Εδινε σπάνια συνεντεύξεις και μάλιστα εξηγούσε τη δυσπιστία του προς τα ΜΜΕ ως εξής: «Ένας συγγραφέας που αναφέρεται από έναν δημοσιογράφο, δεν είναι πλέον κύριος του λόγου του… Και αυτό, φυσικά, είναι απαράδεκτο».
Μιλώντας στον Ροθ το 1980 στους New York Times, ο Kούντερα θρηνούσε για το γεγονός ότι «το μυθιστόρημα δεν έχει θέση» στον κόσμο, λέγοντας ότι «ο ολοκληρωτικός κόσμος, είτε βασίζεται στον Μαρξ, είτε στο Ισλάμ ή οτιδήποτε άλλο, είναι ένας κόσμος απαντήσεων και όχι ερωτήσεων».
«Μου φαίνεται ότι σε όλο τον κόσμο οι άνθρωποι σήμερα προτιμούν να κρίνουν παρά να καταλαβαίνουν, να απαντούν παρά να ρωτούν», συνέχισε τότε, «έτσι που η φωνή του μυθιστορήματος δύσκολα μπορεί να ακουστεί πάνω από τη θορυβώδη ανοησία των ανθρώπινων βεβαιοτήτων».
Η Αθανασία, το τελευταίο μυθιστόρημα του Κούντερα γραμμένο στα τσέχικα, εκδόθηκε το 1988. Αυτό το φιλοσοφικό μυθιστόρημα ιδεών άνοιξε το δρόμο για τρία μικρά μυθιστορήματα γραμμένα στα γαλλικά – Η βραδύτητα (1995), Η ταυτότητα (1998) και Η άγνοια ( 2000) – ένας σπάνιος στοχασμός για τη νοσταλγία, τη μνήμη και τη δυνατότητα επιστροφής στα πατρώα εδάφη.
Στις 13 Οκτωβρίου του 2008 η τσέχικη εβδομαδιαία εφημερίδα Respekt δημοσίευσε έρευνα που διεξήγαγε το “Τσέχικο Ινστιτούτο Σπουδών Ολοκληρωτικών Καθεστώτων”, η οποία έφερε τον Μίλαν Κούντερα ως καταγγέλλοντα στην αστυνομία έναν νεαρό πιλότο, τον Μίροσλαβ Ντβοράτσεκ.
Η έρευνα βασίστηκε σε αστυνομικό αρχείο του 1950 (!) το οποίο ανέφερε ως πληροφοριοδότη τον “Μίλαν Κούντερα, γεννηθέντα 1.4.1929. Ως θύμα της επακόλουθης σύλληψης υποδεικνυόταν ο Μίροσλαβ Ντβοράτσεκ, ο οποίος φερόταν να άφησε την Τσεχοσλοβακία κατόπιν εντολής να καταταγεί στο πεζικό απαλλασσόμενος από τα καθήκοντά του στην Αεροπορική Ακαδημία και επέστρεψε στην Τσεχοσλοβακία ως δυτικός κατάσκοπος.
Τότε, ο Κούντερα έσπασε τη σιωπή του προς τα ΜΜΕ και διέψευσε το δημοσίευμα κάνοντας λόγο για προσπάθεια «δολοφονίας ενός στγγραφέα». Μια ανοιχτή επιστολή υπογεγραμμένη από τους Roth, Salman Rushdie, JM Coetzee και άλλους διαπρεπείς συγγραφείς σημείωσε ότι παρά τους ισχυρισμούς του περιοδικού που δημοσίευσε την κατηγορία, υπήρχε μια μαρτυρία ενός διαπρεπούς επιστήμονα της Πράγας που απάλλασσε τον Κούντερα από κάθε ενοχή.
Μετά από 40 χρόνια μακριά από την πατρίδα του, εκτός από σύντομες επισκέψεις, η τσεχική υπηκοότητα του Κούντερα και της συζύγου του, Βέρας, αποκαταστάθηκε τελικά το 2019, ένα χρόνο μετά τη συνάντησή τους με τον Τσέχο πρωθυπουργό Αντρέι Μπάμπις, ο οποίος περιέγραψε τη συνάντηση ως « μεγάλη τιμή».
Ένα χρόνο αργότερα, ο Πετρ Ντρούλακ, πρεσβευτής της Τσεχικής Δημοκρατίας στη Γαλλία, παρέδωσε το πιστοποιητικό υπηκοότητας του Κούντερα, περιγράφοντάς τη στιγμή ως «μια σημαντική συμβολική χειρονομία, μια συμβολική επιστροφή του μεγαλύτερου τσέχου συγγραφέα στην Τσεχία».
Για τη Σουηδική Ακαδημία, ο Κούντερα δεν ήταν όσο έπρεπε… σημαντικός για να λάβει το Βραβείο Νόμπελ, καίτοι κάθε χρόνο το όνομά του ήταν μεταξύ των επικρατέστερων. Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες, αν και τη συγκεκριμένη δεν την λες και «καλύτερη».
Σε επίπεδο πρωτοτυπίας (αν μπορεί να νοηθεί τέτοιος όρος στην τέχνη), ο Κούντερα είναι βασικός εισηγητής μιας στοχαστικής λογοτεχνίας από την οποία πολλές φορές το πολιτικό στοιχείο εκλείπει. Μπορεί ο ίδιος να διατεινόταν πως ταυτιζόταν περισσότερο με τον Θερβάντες, εντούτοις στα έργα του δεν γίνεται να μην διακρίνεις απόηχους από τον Μούζιλ, τον Γκομπρόβιτς, τον Μπροχ, τον Κάφκα (δικαίως θεωρείται ο τελευταίος Καφκικός), αλλά και φιλοσόφους όπως ο Νίτσε και ο Χάιντεγκερ.
Mπορεί ο Κούντερα να αναδύθηκε και να λειτούργησε μέσα σε ένα συγκεκριμένο zeitgeist, εντούτοις τα έργα του αποδείχθηκαν περισσότερο συνεκτικά και στιβαρά από τις εποχές που έρχονταν και παρέρχονταν. Σαφώς, η φήμη του στηρίζεται εν πολλοίς στα τρία μεγάλα μυθιστορήματα της μεσαίας περιόδου του, εντούτοις όλα κρίνονται στη βάση του συνόλου.
Για τον Κούντερα δεν υπάρχει διαχωρισμός μορφής και περιεχομένου. Αυτό θα έλεγε κανείς πως ήταν το βασικό συγγραφικό χαρακτηριστικό του. Δεν είναι η αισθητή ζωή που αναζητεί κανείς στα βιβλία του, αλλά η συμπάγεια του πνεύματος που τα κανοναρχεί.
Αν υπήρξε μισογύνης; Ναι, δέχθηκε και τέτοια κατηγορία από φεμινίστριες συγγραφείς που είδαν στα έργα του μια έντονη αντρική ματιά που αδυνατεί να συμπεριλάβει τις γυναίκες ή όταν το κάνει, το αποτέλεσμα είναι χλευαστικό για το άλλο φίλο. Μια πτυχή του έργου που δεν πρέπει να αποσιωπηθεί, αλλά που δεν είναι ικανή να μειώσει την αξία του. Είτε έτσι είτε αλλιώς, ο Κούντερα θα ανήκει στους μεγάλους και σημαντικούς της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
//Ολα τα βιβλία του κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Εστία.
Διαβάστε ακόμα: Αλαίν ντε Μποττόν. «Αυτά τα σωματικά δεινά ταλάνιζαν τον Προυστ».