«Θα πρέπει να την είδαμε μαζί ο ήλιος κι εγώ, καθώς την είχαμε ανάμεσά μας… Το κορίτσι μόλις είχε ξυπνήσει και πραγματικά την ώρα εκείνη έμοιαζε σαν άγνωστο λουλούδι, που άνοιγε τα πέταλά του με την εμφάνιση του ήλιου. Ή μήπως με την εμφάνιση τη δικιά μου;» (αριστερή φωτογραφία: Αρχείο ΕΡΤ).

Θα πρέπει να την είδαμε μαζί ο ήλιος κι εγώ, καθώς την είχαμε ανάμεσά μας. Γιατί τη στιγμή που έσκανε εκείνος μέσα από τη θάλασσα, έσκανα κι εγώ κεφάλι από τη λαμαρίνα ανεβαίνοντας τη σκάλα του τελευταίου καταστρώματος. Την έβλεπα από το πλάι. Καθόταν πάνω στο μεγάλο άσπρο ντουλάπι, όπου είναι κλεισμένα τα σωσίβια, και φορούσε χακί σορτς και πορτοκαλί πουκάμισο. Καθόταν στις φτέρνες της με το στήθος γερμένο μπροστά και τα χέρια ανασηκωμένα στα μαλλιά της. ‘Εμεινα για λίγο ακίνητος ελπίζοντας ν’ ακινητοποιήσω κι ολόκληρη την εικόνα. Κάτω από τα πόδια της βρισκόταν ένας μισάνοιχτος υπνόσακος, σημάδι πως το κορίτσι μόλις είχε ξυπνήσει και πραγματικά την ώρα εκείνη έμοιαζε σαν άγνωστο λουλούδι, που άνοιγε τα πέταλά του με την εμφάνιση του ήλιου. Ή μήπως με την εμφάνιση τη δικιά μου;

Όταν τελείωσε με τα μαλλιά και κατέβασε τα χέρια, ανέβηκα κι εγώ τα τελευταία σκαλοπάτια. Απέφυγα τους πάγκους και κάθισα σε μια πλαστική πολυθρόνα, ώστε να μπορώ να τη μετακινώ ανάλογα με τη θέση του ήλιου και τη στάση του κοριτσιού, όπως στις πινακοθήκες. Την είδα να πιάνει από δίπλα ένα μεγάλο ψάθινο καπέλο και να το φοράει προσεκτικά σαν να κοιτιόταν στον καθρέφτη προτού βγει στο δρόμο. Ξαναφρόντισε τα μαλλιά της. Πιθανώς τα ξανθά της μαλλιά εκεί που ζούσε να ήταν το τελευταίο της μέλημα, εδώ στο Αιγαίο όμως είχε γίνει το πρώτο. Όταν στερέωσε το καπέλο όπως ήθελε, γύρισε και με κοίταξε. Μου χαμογέλασε. Όχι αυτάρεσκα, όχι ντροπαλά, όχι ερωτικά, μου χαμογέλασε όπως χαμογελάμε στον πρώτο άνθρωπο που βλέπουμε κοντά μας, όταν ξυπνάμε κάπου ευτυχισμένοι. Έπειτα στράφηκε προς τον ήλιο, καθισμένη πάντα στις φτέρνες της, και τώρα την έβλεπα πια από πίσω. Εξακολουθούσε να έχει το σώμα γερμένο μπροστά σαν να προσεύχεται. Μετά από ώρα σκέφτηκα ότι αυτό κάνει, προσεύχεται, ίσως για να φέρει τον ήλιο στο σημείο που εκείνη θέλει.

«Μου χαμογέλασε όπως χαμογελάμε στον πρώτο άνθρωπο που βλέπουμε κοντά μας, όταν ξυπνάμε κάπου ευτυχισμένοι».

Είχα μπει ξημερώματα στο «Μιαούλης» από την Τήνο με προορισμό τη Θεσσαλονίκη. Με το «Μιαούλης» όμως ποτέ δεν ήμουν σίγουρος. Συνήθως γι’ αλλού πήγαινα κι αλλού βρισκόμουν. Το αγαπούσα αυτό το βαπόρι. Όταν πριν από χρόνια είχε εγκαινιάσει τη γραμμή Θεσσαλονίκη – Κρήτη, ήμουν ο πρώτος επιβάτης που μπήκε και ο μοναδικός σ’ αυτό το ταξίδι. Ο καπετάνιος με κάλεσε στο τραπέζι του και, καθώς πίναμε, με ρώτησε αν είμαι γουρλής κι αν έχω καλό ποδαρικό. Δεν ξέρω αν έφερα τύχη στο πλοίο, αυτό όμως έφερε σίγουρα σε μένα. Μου θύμιζε λίγο τον εαυτό μου. Δεν ξέρω γιατί. Σήμερα, αν δεν σαπίζει σε κανένα νεκροταφείο πλοίων, μπορεί και να κυκλοφορεί σαν γιαπωνέζικο αλιευτικό.

«Τώρα την έβλεπα πια από πίσω. Εξακολουθούσε να έχει το σώμα γερμένο μπροστά». (Alex Colville, «To Prince Edward Island», 1965).

Κάποια στιγμή το κορίτσι σηκώθηκε και περπάτησε ξυπόλητη μέχρι την κουπαστή. Στηρίχτηκε με το ένα χέρι πάνω της και καθώς στήριζε με το άλλο το καπέλο, χαμογέλασε στη θάλασσα. Είχε μεσημεριάσει. Πήγα στο εστιατόριο και πήρα ένα μπουκάλι άσπρο κρασί και δυο ποτήρια. Έπειτα κάθισα πάνω στον πάγκο με τα σωσίβια και την περίμενα υπομονετικά σαν να ζούσαμε αυτή την κατάσταση κάθε μέρα. Σήκωσε το βλέμμα και το χαμόγελό της απ’ τη θάλασσα και τα έστρεψε σε μένα και στο μπουκάλι. Με τον ίδιο βηματισμό που είχε πάει στην κουπαστή επέστρεψε πάλι στον πάγκο και κάθισε.
– Θα πιεις ένα ποτήρι μαζί μου; Σήμερα έχω γενέθλια.

Πριν από ένα μήνα είχα γενέθλια, όμως αισθανόμουν πως δεν έλεγα ψέματα. Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να είχε ξαναγεννηθεί, αν είχε δει αυτό που είδα εγώ πρωί πρωί. Δεν έπαψε να χαμογελά ούτε όταν άδειασε το ποτήρι ούτε όταν της το ξαναγέμισα.
Την έλεγαν Χάριετ.
– Πώς; ρώτησα πάλι για να ξανακούσω το όνομά της.
– Χάριετ, επανέλαβε σαν να ’ταν αυτό κάτι πολύ φυσικό.

«Κάθισα σε μια πλαστική πολυθρόνα, ώστε να μπορώ να τη μετακινώ ανάλογα με τη θέση του ήλιου και τη στάση του κοριτσιού».

Δεν μπορούσα να σκύψω και να τη μυρίσω, γι’ αυτό άπλωσα το χέρι και της χάιδεψα το πρόσωπο. Ξαφνικά το χαμόγελο έσβησε και το πρόσωπο σοβάρεψε.
– Πάω να φέρω κρασί, είπα και την άφησα ήσυχη ν’ αποφασίσει.
– Πού θα κοιμηθείς; με ρώτησε όταν άρχισε να νυχτώνει. Δεν βλέπω να έχεις σλίπινγκ-μπακ.
– Θα πάρω καμπίνα. Έλεγα να καλέσω κι εσένα, να σε φιλοξενήσω. Συνηθίζεται στην Ελλάδα.
– Προτιμώ εδώ, είπε γελώντας. Μ’ αρέσει να βλέπω τ’ αστέρια, δεν ήξερα ότι υπάρχουν τόσα πολλά. Γιατί δεν κοιμάσαι κι εσύ εδώ; ρωτάει ξαφνικά δείχνοντας τον υπνόσακο. Θα σε φιλοξενήσω.

Μπήκαμε κι οι δυο μέσα κι ανέβασα το φερμουάρ μέχρι εκεί που ανέβαζα και το φερμουάρ του παντελονιού μου. Η Χάριετ ξαπλωμένη ανάσκελα, για να βλέπει τ’ άστρα, εγώ στο πλάι για να βλέπω αυτήν.
– Τι δουλειά κάνεις; ρωτάει σε λίγο χωρίς μεγάλο ενδιαφέρον.
– Τίποτα.
– Σου φαίνεται. Η τελευταία δουλειά που έκανες τι ήταν;
– ‘Εγραψα μερικά βιβλία.
– Συγγραφέας, λοιπόν. Σου φαίνεται. Είσαι καλός συγγραφέας;
– Αυτό δε μου φαίνεται; ρώτησα γελώντας.
Γύρισε και με κοίταξε.
– Τόσο καλός, ώστε να πάρεις κάποτε το Νόμπελ; Ρωτάω, γιατί αν το πάρεις, θα πρέπει να ’ρθεις στη Σουηδία, οπότε θα ιδωθούμε. Θα σε φιλοξενήσω πάλι.

«Πραγματικά, το ηλιοβασίλεμα στο λιμάνι της Νάξου ήταν από τα ωραιότερα που είδα πάνω στη Γη. Το βλέπαμε από το μπαλκόνι ενός καφενείου κι είχε τη γεύση από ούζο και λιαστό χταπόδι. Κι από Χάριετ». (Πάρις Πρέκας, «Νάξος»).

Σταματώντας να κοιτάει τ’ άστρα ξάπλωσε στο αριστερό πλευρό και τώρα έβλεπε μόνο εμένα. ‘Ενιωθα στ’ αλήθεια σαν αστέρι. Κοιμηθήκαμε ο ένας μέσα στον άλλο, κι έτσι σαν συστημένο πακέτο φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη. Πήγαμε απέναντι από το λιμάνι και φάγαμε μπουγάτσα με κρέμα και γάλα.
– Θα θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή το ηλιοβασίλεμα στη Νάξο… λέει η Χάριετ, όταν τελειώσαμε. 
Το είπε με νοσταλγία σαν να είχε τελειώσει σ’ αυτό το σημείο το ταξίδι της. 
– Το έχεις δει; συνέχισε.
Κούνησα αρνητικά το κεφάλι.
– Δεν έχεις δει το ηλιοβασίλεμα ανάμεσα από τους στύλους του ναού του Απόλλωνα; ρωτάει έκπληκτη και τρομαγμένη.
Συνέχισα να κουνάω αρνητικά το κεφάλι.
– Πρέπει να το δεις! Πρέπει να το δεις, για να το γράψεις και να το δουν έτσι κι αυτοί που δε θα πάνε στη Νάξο.
– Θα το δω κάποτε, της υποσχέθηκα.
– Ναι, αλλά πότε; έκανε ανήσυχη σαν να ήταν κάτι που αφορούσε αυτή κι όχι εμένα.
Πιο πολύ αναρωτιόταν, παρά ρωτούσε.
– Ο ήλιος θα υπάρχει πάντα. Και οι στύλοι θα υπάρχουν πάντα, την καθησύχασα.
– Θα ’θελα να ’μαι εγώ αυτή που θα σου το ’δειχνε… είπε σιγά βάζοντας το χέρι της πάνω στο δικό μου. Πάμε πίσω;

«Ξαναφρόντισε τα μαλλιά της. Πιθανώς τα ξανθά της μαλλιά εκεί που ζούσε να ήταν το τελευταίο της μέλημα, εδώ στο Αιγαίο όμως είχε γίνει το πρώτο».

Το «Μιαούλης» έφευγε σε λίγες ώρες. Αυτή τη φορά τη φιλοξένησα εγώ στην καμπίνα. Πραγματικά, το ηλιοβασίλεμα στο λιμάνι της Νάξου ήταν από τα ωραιότερα που είδα πάνω στη Γη. Το βλέπαμε από το μπαλκόνι ενός καφενείου κι είχε τη γεύση από ούζο και λιαστό χταπόδι. Κι από Χάριετ.
– ‘Εχεις δει την ανατολή του ήλιου στη θάλασσα του Αγίου Όρους; τη ρώτησα όταν ο ήλιος χάθηκε.
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
– Πάμε να σου τη δείξω;

Όταν ανηφόριζε το «Μιαούλης», μπήκαμε πάλι μέσα και από τη Θεσσαλονίκη με λεωφορείο φτάσαμε κάποτε στην Ουρανούπολη. Η ανατολή είχε γεύση από καφέ, φρέσκο ψωμί κι από θυμαρίσιο μέλι Χαλκιδικής. Κι από Χάριετ, βέβαια.
– Έχεις δει το ηλιοβασίλεμα στην Πάρο; ρώτησε η Χάριετ, όταν ο ήλιος είχε ανέβει πια ψηλά και της χρύσωνε το χαμόγελο.
Το είχα δει, αλλά κούνησα αρνητικά το κεφάλι.

 

// Το αφήγημα του Αντώνη Σουρούνη που φιλοξενεί η στήλη περιλαμβάνεται στο βιβλίο του «Μισόν αιώνα άνθρωπος». (Ο τίτλος του στο βιβλίο είναι «Χάριετ», σελ. 50-55.) Εκδόσεις Καστανιώτη, 1996.

 

Διαβάστε ακόμα: Οι ποιητές μας για το πλοίο.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top