«Ως ηθοποιός, έχει τύχει να μου απευθυνθεί σκηνοθέτης με το υποκοριστικό μου, ενώ εγώ δεν έχω αυτό το δικαίωμα».

Η Μαρία είναι ένας άνθρωπος βαθύς. Πολύπλοκος και περίπλοκος και απλός κατά μία έννοια – αυτή της ελιτίστικης προσέγγισης ζωής και πραγμάτων. Θα μπορούσε να είναι φίλη σου – εκπέμπει μία γλύκα από την πρώτη στιγμή που θα σου μιλήσει στο τηλέφωνο. Εχει όμως μία ιδιαίτερη συστολή που θαρρώ πως προκύπτει από τα τόσα που δεν μπορεί να χωρούν μέσα στο κεφάλι της. Το «Ρίττερ, Ντένε, Φος» που σκηνοθετεί φέτος, με καθήλωσε.

Ειλικρινά, πρόκειται για μία παράσταση που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Και μ’ αρέσει πολύ που έρχεται από το χέρι μιας γυναίκας, και μάλιστα μιας τόσο καλής ηθοποιού που ξεπέρασε το φράγμα της υποκριτικής με τέτοια τόλμη. Και παράλληλα, υποδύεται τη Μάρθα, με τόσο fatale τρόπο, που και πάλι, ειλικρινά δεν της το είχα κατά το κοινώς λεγόμενο. Η Μαρία Πρωτόπαππα αξίζει όλη την προσοχή μας που δικαίως έχει κερδίσει άλλωστε εδώ και πολλά χρόνια.

– Και τα δύο έργα με τα οποία ασχολείστε φέτος, το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» ως ερμηνεύτρια και το «Ρίττερ, Ντένε, Φος» ως σκηνοθέτρια, πραγματεύονται υπαρξιακά θέματα. Πιστεύετε ότι τα κοινωνικά θέματα σχετίζονται με τα υπαρξιακά;
Τα έργα του Τόμας Μπέρνχαρντ, ο οποίος έχει γράψει το «Ρίττερ, Ντένε, Φος», πάντα δημιουργούσαν σκάνδαλο στη χώρα του. Παρότι ο ίδιος ήταν εξαιρετικά ελιτιστής, μιλάει συχνά για το οποιοδήποτε είδος φασισμού κρύβει ο άνθρωπος μέσα του, γι’ αυτό και το συγκεκριμένο έργο είναι βαθιά πολιτικό. Από τα γεννοφάσκια του, ο προβληματισμός του αφορούσε πάντα την κοινωνία, καθώς ήταν ένα νόθο παιδί και η μάνα του ξέσπαγε σε εκείνον τα κοινωνικά της απωθημένα. Οπότε έζησε από μικρός μέσα στην άρνηση και την απόρριψη, στη μικρή κοινωνία που μεγάλωσε, χωρίς πατέρα. Ο μόνος άνθρωπος που του στάθηκε ήταν ο παππούς του και γενικά η πορεία της ζωής του ήταν πολύ δύσκολη ακόμη και από άποψη υγείας, με προβλήματα που τον ανάγκαζαν να μπαινοβγαίνει στο σανατόριο. Άρα το υπαρξιακό με το κοινωνικό συνδέονται πολύ στα έργα του Μπέρνχαρντ, απλώς στο «Ρίττερ, Ντένε, Φος» είναι τόσο καλυμμένη αυτή η σύνδεση, που πρέπει να τον μελετήσεις πολύ για να συλλάβεις τα νήματα.

«Μεγαλώνοντας οι κοινωνίες, χάσαμε την μπάλα, γιατί αυτός που καθορίζει την τύχη σου και την ομάδα σου δεν είναι πλέον ορατός».

– Πώς φτάσατε να σκηνοθετήσετε αυτό το έργο;
Η πρώτη επαφή που είχα με τα έργα του Αυστριακού συγγραφέα ήταν από τον φίλο μου, τον Γιάννο Περλέγκα, ο οποίος τού έχει λατρεία και τα δύο πρώτα έργα που σκηνοθέτησε ήταν του Μπέρνχαρντ και μου άρεσαν και μένα πολύ. Όμως ένιωθα ότι εγώ δεν θα μπορούσα να καταπιαστώ με κάτι τέτοιο, γιατί δεν καταλάβαινα καν αυτά που έγραφε -κάτι τεράστια κατεβατά, χωρίς σημεία στίξης, γραμμένα σε στίχο. Χρειαζόταν τρομερή μελέτη. Είχαμε συζητήσει όμως να συνεργαστούμε με τη Λουκία Μιχαλοπούλου και τη Στεφανία Γουλιώτη και μετά από πολλά και διάφορα, καταλήξαμε στο «Ρίττερ, Ντένε, Φος», χωρίς ακριβώς να ξέρω τι με περιμένει.

– Ο Αργύρης Ξάφης, αυτός ο υπέροχος άνθρωπος και ηθοποιός, μπήκε αργότερα στους πρωταγωνιστές του έργου;
Τον Αργύρη τον ήθελα πάρα πολύ και αισθάνθηκα μεγάλη ασφάλεια όταν αποδέχτηκε την πρόταση. Είναι πράγματι ένας πολύ δυνατός ηθοποιός, με φιλοσοφία και με άποψη για τα πράγματα. Εξάλλου το συγκεκριμένο έργο δεν χρειαζόταν απλά έναν καλό ηθοποιό, αλλά έναν άνθρωπο με στάση ζωής, που μπορεί να πάρει και κάποια πρωτοβουλία, να είναι δημιουργικός και να μπορέσει να δέσει και με τα κορίτσια, τα οποία θεωρώ ότι είναι ηθοποιοί υψηλού επιπέδου. Αρχίσαμε λοιπόν όλοι μαζί να σκάβουμε και να σκάβουμε, σε κάθε επίπεδο, από τη μουσική μέχρι τις απόψεις διαφόρων μελετητών του έργου, για να μπορέσουμε να το αποδώσουμε όσο καλύτερα γίνεται.

»Τις προάλλες, βρήκα ένα paper ενός ξένου καθηγητή λογοτεχνίας και λογοτέχνη, το οποίο μίλαγε για μια νουβέλα του Μπέρνχαρντ, τον «Αποτυχημένο», και ήταν ένα πράγμα ασύλληπτο. Είχε κατανοήσει και αποδομήσει όλη την κατασκευή του Αυστριακού συγγραφέα και βρήκε απίστευτες ομοιότητες. Αυτό με βοήθησε να επαληθεύσω πολλά πράγματα στα οποία είχαμε κι εμείς καταλήξει, όσον αφορά το έργο.

«Εγώ κοιτάζω πάντα τον συγγραφέα ενός έργου, γιατί τον ήρωα τον διαμορφώνει ο κάθε ηθοποιός με τον τρόπο του, και φυσικά ο σκηνοθέτης».

– Έχετε ακούσει κριτικές για το έργο ως τώρα;
Ναι, και οι περισσότερες είναι πολύ καλές. Αυτές που ξεχώρισα, ήταν του κ. Μπούρα και του κ. Ιωαννίδη, που είναι κριτικοί θεάτρου, και οι αναλύσεις τους ήταν πολύ ακριβείς. Ήταν σαν να επιβεβαίωναν τις σκέψεις μου για το έργο, δηλαδή ότι η πολιτική του χροιά είναι «θαμμένη» κάτω από το υπαρξιακό θέμα. Ο συγγραφέας εμβαθύνει στα χαρακτηριστικά των τριών προσώπων του έργου, κυρίως στην αλαζονεία της αυτάρκειας και της ανωτερότητας που τους διακρίνει.

»Αυτή η αλαζονεία όμως γεννάει τη βία, την απόσταση και τον διαχωρισμό ανάμεσα στους ανθρώπους. Επίσης μια πονηριά του έργου, που δεν τη βρίσκεις συχνά στη δραματουργία, είναι ότι δεν υπάρχει ιεραρχία ανάμεσα σε αυτά τα τρία πρόσωπα. Είναι ισοδύναμα στον πλούτο και όπως αναφέρεται και στο έργο, αυτό καθιστά όλους τους άλλους άχρηστους. Κι ενώ έχουν ανάγκη τη συναναστροφή και την επικοινωνία, επειδή δεν τη χρειάζονται υλικά, δεν την κυνηγούν.

«Δεν θα έλεγα ότι ο ρόλος μου στο ”Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ” είναι κομμένος και ραμμένος στα μέτρα μου -είμαι πολύ πιο ήπια ως άνθρωπος».

– Η ιεραρχία όμως δεν είναι απαραίτητο συστατικό της λειτουργίας μιας κοινωνίας;
Ναι, είναι, αλλά εξαρτάται και από τον τρόπο που υφίσταται αυτή η ιεραρχία. Τώρα τελευταία διαβάζω πάλι το «Sapiens» του Yuval Noah Harari, ο οποίος έλεγε ότι στους ξαδέλφους μας τους πιθήκους ή στις πρώιμες κοινωνίες, πριν τη γνωσιακή επανάσταση, που ήταν μικρές, η ιεραρχία υπήρχε αλλά ήταν ελεγχόμενη. Αρχηγός γινόταν ο δυνατότερος και ο πιο δημοφιλής, αλλά αυτό άλλαζε με τον καιρό και ερχόταν άλλος αρχηγός. Μεγαλώνοντας όμως οι κοινωνίες, χάσαμε την μπάλα, γιατί αυτός που καθορίζει την τύχη σου και την ομάδα σου δεν είναι πλέον ορατός και τα συμφέροντά του δεν ταυτίζονται απαραίτητα με τα δικά σου. Τώρα πια, με τις πολυεθνικές και τα συστήματα που υπάρχουν στα οικονομικά, δεν υπάρχει πολιτική, την καθορίζει η οικονομία και μόνο.

– Γιατί, πιστεύετε, οι γυναίκες σκηνοθέτριες είναι πολύ λιγότερες από τους άντρες σκηνοθέτες;
Πιστεύω γενικά ότι αυτό οφείλεται στο ότι έτσι έχει επικρατήσει από παλιά, που ο σκηνοθέτης ήταν μόνο αντρικό επάγγελμα, αλλά είναι κάτι που υπάρχει και μέσα μας. Δηλαδή μια γυναίκα είναι πιο δύσκολο να έχει την αυτοπεποίθηση που χρειάζεται. Τουλάχιστον εγώ έχει τύχει να το έχω βιώσει έτσι -όχι εντελώς φανερά αλλά να υπάρχει ενεργειακά το ότι δεν μπορώ να επιβληθώ επειδή δεν υψώνω π.χ. τον τόνο της φωνής. Παρότι αυτός ο τρόπος leadership (ηγεσίας) έχει αλλάξει πλέον παντού και δεν ισχύει ως μέσο επιβολής. Στη σκηνοθεσία, πιστεύω ότι ένας πρέπει να είναι αυτός που επιλέγει, για να μη γίνεται χάος, αλλά θέλω να υπάρχει συνδημιουργία.

»Ως ηθοποιός, έχει τύχει να μου απευθυνθεί σκηνοθέτης με το υποκοριστικό μου, ενώ εγώ δεν έχω αυτό το δικαίωμα. Κανονικά όμως είμαστε συνεργάτες, ο καθένας από το πόστο του. Γενικά υπάρχει ακόμα το κοινωνικό status, που παίζει ρόλο. Οι γυναίκες που παίρνουν «ηγετικούς» ρόλους συνήθως έχουν κάποια ισχύ από πίσω -είτε είναι χρήματα είτε κάποιο πρόσωπο ή το επίθετό τους.

«Πρέπει να αφήσεις γρήγορα το κείμενο από τα χέρια σου ως σκηνοθέτης, για να πάρεις τον ρόλο του ηθοποιού και βρίσκω δύσκολο αυτό τον αποχωρισμό».

– Πώς είναι να παίζετε σε ένα έργο και ταυτόχρονα να παίζεται ένα έργο το οποίο έχετε σκηνοθετήσει; Πού έχετε τον νου σας περισσότερο;
Πρέπει να αφήσεις γρήγορα το κείμενο από τα χέρια σου ως σκηνοθέτης, για να πάρεις τον ρόλο του ηθοποιού και βρίσκω δύσκολο αυτό τον αποχωρισμό. Δεν ξέρω πώς το κάνουν μόνιμα αυτό κάποιοι σκηνοθέτες, απορώ. Γιατί υπάρχει κάτι ανικανοποίητο, ξαφνικά κόβεται ο λώρος με το έργο στο σύνολό του και γίνεσαι ο απέναντι -δεν είναι εύκολο. Και το σκέφτομαι καθημερινά.

– Ο ρόλος σας στο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» νομίζω ότι είναι πολύ κόντρα με εσάς ως προσωπικότητα, έτσι δεν είναι;
Ναι, δεν θα έλεγα ότι είναι κομμένος και ραμμένος στα μέτρα μου -είμαι πολύ πιο ήπια ως άνθρωπος. Ο χαρακτήρας που υποδύομαι είναι πιο «χοντροκομμένος» γενικά -φωνάζει, επιτίθεται, προσβάλλει. Kάτι θα είδε όμως σε μένα ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, ο σκηνοθέτης, για να με επιλέξει. Δεν τον ρώτησα γιατί με προτίμησε – εξάλλου χάρηκα τόσο που το έκανε και το μόνο που ήθελα να με εμπιστευτεί απόλυτα ότι θα τα καταφέρω.

«Νομίζω ότι το θέατρο οφείλει να μην έχει όρια. Η τέχνη πρέπει να πειραματίζεται».

– Τι χαρακτήρας και αυτή τη γυναίκα. Καταφέρατε να τη «συμπαθήσετε»;
Εγώ κοιτάζω πάντα τον συγγραφέα ενός έργου, γιατί τον ήρωα τον διαμορφώνει ο κάθε ηθοποιός με τον τρόπο του, και φυσικά ο σκηνοθέτης. Η ίδια παράσταση με άλλο σκηνοθέτη, θα ήταν διαφορετική. Ακόμη και ο χώρος που ανεβαίνει ένα έργο μπορεί να το αλλάξει, γιατί ο κάθε χώρος έχει ένα στίγμα, που εκ των προτέρων απευθύνεται σε συγκεκριμένο κοινό. Όλα παίζουν ρόλο. Αν, για παράδειγμα, η παράσταση παιζόταν στη Νέα Σκηνή του Εθνικού, ακόμη και με τους ίδιους ηθοποιούς, θα ήταν διαφορετική. Τώρα όσον αφορά τον χαρακτήρα αυτής της γυναίκας, συμφιλιώνομαι με κάποια στοιχεία που την ορίζουν και ακολουθώ τις οδηγίες του Κωνσταντίνου, ο οποίος είχε μια πολύ ξεκάθαρη εικόνα για το πώς θα ήθελε να την αποδώσω.

»Αυτό που προσπαθώ εγώ είναι να «συμπάσχω» με τα δεδομένα της ζωής μιας γυναίκας που έχει παραμείνει με τα απωθημένα της και με τα προβλήματα της συζυγικής της ζωής. Από την άλλη, η δουλειά του ηθοποιού έχει να κάνει και με την τέχνη, την αισθητική, την τεχνική και την προσπάθεια να αποδώσει κρυμμένα νοήματα πίσω από τις λέξεις του συγγραφέα. Στο συγκεκριμένο έργο, τα φίλτρα του Άλμπι είναι πάρα πολλά, έχει χιούμορ, αλληγορίες, μεταφορές, κάτοπτρα από άλλα έργα -δεν είναι ένας αμιγής ρεαλισμός. Το εξωτερικό του περίβλημα, όμως, ο Κωνσταντίνος επέλεξε να έχει ρεαλισμό, για να μπορούν και οι θεατές να ταυτιστούν με τα θέματά του -τις σχέσεις και τις συμπεριφορές των ανθρώπων κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Οπότε, δεν πρόκειται για συμπάθεια ή μη, αλλά περισσότερο για κατανόηση.

«Όταν ήμουν στο λύκειο, ήθελα να σπουδάσω Ιατρική, αλλά τελευταία στιγμή το έστριψα και πήγα 3η Δέσμη για Παιδαγωγικά, γιατί ήθελα να συνδυάσω και το θέατρο».

– Στο σύγχρονο θέατρο πρέπει να υπάρχουν όρια, σε θέματα ρεαλισμού, ας πούμε;
Όχι, νομίζω ότι το θέατρο οφείλει να μην έχει όρια. Η τέχνη πρέπει να πειραματίζεται. Επομένως, πρέπει να γίνουν κάποια πράγματα για να εξελιχθεί κάτι ένα βήμα παραπέρα, ακόμη κι αν υπάρξουν λάθη. Ακόμη και στις επιστήμες ισχύει αυτό: φαντάζεστε πόσα λάθη πρέπει να έγιναν για να φτιαχτεί μια απλή λάμπα που τώρα θεωρούμε τόσο δεδομένη; Επομένως η τέχνη γιατί να μην δοκιμάσει; Για να τέρπει μόνο αυτό που ξέρουμε; Θα ήταν τρομερά βαρετή. Άρα, αν κάποιος νιώθει την ανάγκη να ξεπεράσει τα όρια, νομίζω ότι πρώτα απ’ όλα το οφείλει στον εαυτό του να το κάνει. Εγώ δεν είμαι άνθρωπος των ορίων, αλλά και η τέχνη δεν είναι χειρουργείο, πρέπει να τολμάς.

– Γιατί γίνατε ηθοποιός;
Είναι τόσο πολλοί οι λόγοι. Πρώτα απ’ όλα γιατί νομίζω ότι τα κοινωνικά μας προσωπεία, αυτά που χρησιμοποιούμε ακόμα και στις οικογενειακές μας σχέσεις, από παιδιά, είναι επίκτητα προσωπεία, δεν είμαστε εμείς. Ο βαθύτερος εαυτός μας είναι πολύ πιο ευρύς και οφείλουμε να το ψάξουμε αυτό το κομμάτι, να δούμε μέχρι πού επεκτείνεται. Η τέχνη είναι ένας χώρος που σου δίνει τη δυνατότητα αυτής της επέκτασης.

– Μου δημιουργείτε την αίσθηση πάντως ότι συνειδητά εξαρχής ασχοληθήκατε με αυτό το επάγγελμα…
Ναι, είχα μια σιγουριά από την αρχή. Αλλά δεν το εξετάζω ως επάγγελμα, θα μπορούσα να κάνω πολλά άλλα πράγματα. Όταν ήμουν στο λύκειο, ήθελα να σπουδάσω Ιατρική, αλλά τελευταία στιγμή το έστριψα και πήγα 3η Δέσμη για Παιδαγωγικά, γιατί ήθελα να συνδυάσω και το θέατρο. Και πάλι όμως δεν πήγα στη σχολή που πέρασα ποτέ. Πήγα σε ένα κολέγιο για αγγλομαθείς γραμματείς, μετά πήρα επάρκεια στα Αγγλικά για να μπορώ να διδάξω -που ούτε αυτό έκανα-, κατόπιν έκανα μαθήματα Κοινωνιολογίας στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο και πολλά άλλα!

«Kάτι θα είδε όμως σε μένα ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, ο σκηνοθέτης, για να με επιλέξει στο έργο ”Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ”».

– Είσαστε πλήρως αφιερωμένη σε αυτό που κάνετε;
Ξέρετε, πρόκειται για ένα πεδίο όμως που επειδή ασχολείται πολύ με τον άνθρωπο -με τη βιολογία του, τη συμπεριφορά, την ανθρωπολογία, τη σχέση του με τον λόγο-, είναι πολύ ευρύ και μου κρατάει το ενδιαφέρον και θέλω να το ανακαλύπτω όλο και περισσότερο. Με αυτή την έννοια, με απορροφά αρκετά.

– Στο εξωτερικό θα ζούσατε;
Στο εξωτερικό πήγα για πολύ λίγο, σε μια σχολή στην Πράγα, όπου έκανα σινεμά, όχι υποκριτική. Μου άρεσε πάρα πολύ η τέχνη του μοντάζ αλλά είχα δυσκολία με τα κομπιούτερ. Επίσης, δεν έχω μεγάλη φαντασία και μου αρέσουν οι άνθρωποι που έχουν – πολλές φορές επιδιώκω να επηρεάζομαι από τέτοιους ανθρώπους. Μέχρι κάποιο σημείο έλεγα ότι θα ήθελα πάρα πολύ να ήμουν κι εγώ έτσι, αλλά μετά κατάλαβα ότι δεν χρειάζεται, γιατί εγώ είμαι ένας άλλος άνθρωπος. Σημασία έχει να συνεργαζόμαστε, ο καθένας με τα υλικά που έχει. Για μένα αυτή ήταν η μεγάλη αποκάλυψη της ωριμότητας στη ζωή μου: ότι όλοι είμαστε διαφορετικοί και δεν χρειάζεται να είμαστε αυτάρκεις, αλλά να συμπληρώνουμε ο ένας τον άλλο.

 

//Info:
«Ρίττερ, Ντένε, Φος», Θέατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν»-Υπόγειο, Πεσμαζόγλου 5, Αθήνα, τηλ.: 210 3228 706
«Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ», Θέατρο Αθηνών, Βουκουρεστίου 10, Αθήνα, τηλ.: 210 3312 343

 

Διαβάστε ακόμα: Γιώργος Νούσης – «Ακόμα η ελληνική κοινωνία επιβραβεύει τον γιατρό και τον δικηγόρο».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top