«Να ζητάμε όμως συμπόνια από το κορμί μας είναι σαν να συζητάμε μ’ ένα χταπόδι για το οποίο τα λόγια μας δεν έχουν περισσότερο νόημα από τον ήχο της θάλασσας».

– Άσθμα

Οι κρίσεις αρχίζουν όταν είναι δέκα ετών και συνεχίζονται σε όλη τη ζωή του. Είναι οξύτατες και διαρκούν πάνω από μία ώρα, ως και δέκα ημερησίως. Επειδή εκδηλώνονται συχνότερα την ημέρα παρά τη νύχτα, ο Προυστ γίνεται νυχτερινός τύπος – πέφτει για ύπνο στις επτά το πρωί και ξυπνά στις τέσσερις ή πέντε το απόγευμα. Πολύ συχνά δεν είναι σε θέση να βγει έξω, ιδίως το καλοκαίρι, κι όταν δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, καλεί πάντα ταξί, το οποίο κρατά θεόκλειστο. Τα παράθυρα και οι κουρτίνες του διαμερίσματός του παραμένουν μονίμως κλειστά, δε βλέπει ποτέ τον ήλιο, δεν ανασαίνει καθαρό αέρα ούτε ασκείται.

Διατροφή

Σταδιακά φτάνει στο σημείο να μην μπορεί να καταναλώσει πάνω από ένα γεύμα ημερησίως, που κι αυτό του πέφτει βαρύ· έτσι πρέπει να του σερβίρουν τουλάχιστον οκτώ ώρες πριν πέσει για ύπνο. Όταν περιγράφει ένα χαρακτηριστικό τέτοιο γεύμα στο γιατρό του, το μενού περιλαμβάνει δύο αυγά με κρέμα, μια φτερούγα ψητού κοτόπουλου, τρία κρουασάν, ένα πιάτο τηγανητές πατάτες, λίγο σταφύλι, λίγο καφέ κι ένα μπουκάλι μπύρα.

– Πέψη

«Πηγαίνω συχνά – και βεβιασμένα – στην τουαλέτα» αναφέρει στον ίδιο γιατρό, χωρίς να προκαλεί έκπληξη. Πάσχει σχεδόν μόνιμα από δυσκοιλιότητα και ανακουφίζεται μόνο χάρη στη λήψη ισχυρού καθαρτικού ανά δεκαπενθήμερο, το οποίο συνήθως του προκαλεί στομαχικούς σπασμούς. Ουρεί εξίσου δύσκολα, με έντονο κάψιμο που συχνά τον εμποδίζει – η ανάλυση δείχνει περίσσεια ουρίας και ουρικού οξέως: «Να ζητάμε όμως συμπόνια από το κορμί μας είναι σαν να συζητάμε μ’ ένα χταπόδι για το οποίο τα λόγια μας δεν έχουν περισσότερο νόημα από τον ήχο της θάλασσας».

– Εσώρουχα

Πρέπει να τον τυλίγουν σφιχτά γύρω από το στομάχι, για να έχει κάποια ελπίδα ότι θα μπορέσει ν’ αποκοιμηθεί. Χρειάζεται, μάλιστα, να συνδέονται με ειδική παραμάνα, χωρίς την οποία μένει ξύπνιος όλο το εικοσιτετράωρο, όταν μια φορά τη χάνει κατά λάθος στο λουτρό.

Αριστερά: «Οι κρίσεις άσθματος αρχίζουν όταν είναι δέκα ετών και συνεχίζονται σε όλη τη ζωή του. Είναι οξύτατες και διαρκούν πάνω από μία ώρα, ως και δέκα ημερησίως». (Φωτογραφία: Ο Μαρσέλ Προυστ –δια χειρός Paul Nadar– το 1887). Δεξιά: «Κάθε φορά που ενημερώνει κάποιον για την κατάσταση της υγείας του, άπτεται της ευκαιρίας να δηλώσει ετοιμοθάνατος – το ανακοινώνει με ακλόνητη πεποίθηση και τακτικά στα τελευταία δεκαέξι χρόνια της ζωής του». (Φωτογραφία: Ο Προυστ το 1885).

– Ευαίσθητο δέρμα

Δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει σαπούνι, κρέμα ή κολόνια. Αναγκάζεται να πλένεται με φίνες, υγραμένες πετσέτες, κι ύστερα να σκουπίζεται πιέζοντας ελαφρά το δέρμα του με καθαρά λινά [κατά μέσο όρο χρειάζεται είκοσι πετσέτες για το μπάνιο του, οι οποίες, όπως αναφέρει, είναι απαραίτητο να πλένονται στο μοναδικό καθαριστήριο όπου χρησιμοποιούν απορρυπαντικό που δεν του προκαλεί ερεθισμό, το Λευκαντήριον Λαβίν, όπου στέλνει την μπουγάδα του και ο Ζαν Κοκτό]. Διαπιστώνει ότι τα παλιωμένα ρούχα δεν τον ενοχλούν όσο τα καινούρια και συνάπτει θερμή σχέση με τα παλιά παπούτσια και τα μαντίλια του.

– Ποντίκια

Τα τρέμει. Όταν το 1918 οι Γερμανοί βομβαρδίζουν το Παρίσι, ανακαλύπτει ότι τα φοβάται περισσότερο απ’ όσο τα κανόνια.

– Κρυολόγημα

Ο Προυστ είναι διαρκώς κρυωμένος. Ακόμη και μες στο κατακαλόκαιρο φοράει πανωφόρι και τέσσερις σκελέες, αν υποχρεωθεί να βγει από το σπίτι. Στα δείπνα, συνήθως, δε βγάζει το γούνινο παλτό του. Κι όμως εκείνοι που τον χαιρετούν εκπλήσσονται από το πόσο κρύα είναι τα χέρια του. Φοβούμενος τις επιπτώσεις του καπνού, δεν επιτρέπει να θερμαίνουν το δωμάτιό του όσο χρειάζεται και, για να μην κρυώνει, χρησιμοποιεί κυρίως θερμοφόρες και πουλόβερ. Αυτό σημαίνει ότι κρυολογεί συχνά, ιδίως με καταρροή. Στο τέλος μιας επιστολής προς τον Ρεϊνάλντο Αν, σχολιάζει ότι φύσηξε τη μύτη του ογδόντα τρεις φορές από τη στιγμή που άρχισε να τη γράφει. Η επιστολή έχει έκταση τριών σελίδων.

– Ευαισθησία στο υψόμετρο

Επιστρέφοντας στο Παρίσι ύστερα από μια επίσκεψη σ’ ένα θείο του στις Βερσαλλίες, νιώθει εξάντληση και αδυνατεί ν’ ανεβεί τη σκάλα ως το διαμέρισμά του. Γράφοντας προς το θείο του, αργότερα, αποδίδει το πρόβλημα στην υψομετρική διαφορά των Βερσαλλιών από το Παρίσι – ογδόντα τρία μέτρα όλα κι όλα.

– Βήχας

Ηχηρότατος. Περιγράφει μια κρίση το 1917: «Οι γείτονες, ακούγοντας τη διαρκή βροντή και το σπασμωδικό γάβγισμα, θα νομίζουν ότι αγόρασα εκκλησιαστικό όργανο ή σκύλο,  ίσως ακόμη και ότι μέσω μιας ανήθικης σχέσης με κυρία (αποκύημα καλπάζουσας φαντασίας) απέκτησα παιδί που τυγχάνει να έχει κοκίτη».

«Ο Προυστ λατρεύει το κρεβάτι του, περνά σε αυτό τον περισσότερο χρόνο του και το μετατρέπει σε γραφείο. Του προσφέρει προστασία από το σκληρό κόσμο που βρίσκεται έξω».

– Ταξίδια

Ευαίσθητος σε κάθε αναστάτωση της ρουτίνας ή των συνηθειών του, ο Προυστ πάσχει διαρκώς από νοσταλγία και φοβάται ότι το παραμικρό ταξίδι θα τον οδηγήσει στο θάνατο. Εξηγεί ότι τις πρώτες ημέρες σε κάποιο καινούριο μέρος είναι τόσο δυστυχής όσο ορισμένα ζώα όταν πέφτει η νύχτα [ασαφές σε ποια αναφέρεται]. Διατυπώνει μια επιθυμία, να ζούσε σε ιστιοφόρο και να μπορούσε να ταξιδεύει χωρίς να σηκώνεται από το κρεβάτι. Προτείνει την εξής ιδέα στην καλοπαντρεμένη κυρία Στρος: «Θα θέλατε να ενοικιάσουμε ένα σκάφος στο οποίο δεν θα υπάρχει καθόλου θόρυβος και από το οποίο θα μπορούσαμε να δούμε τις ωραιότερες πόλεις του σύμπαντος να παρελαύνουν μπροστά μας στην ακτή, χωρίς εμείς να σηκωνόμαστε από το κρεβάτι μας (τα κρεβάτια μας);» Η πρόταση δε γίνεται δεκτή.

– Κρεβάτια

Λατρεύει το δικό του, περνά σε αυτό τον περισσότερο χρόνο του και το μετατρέπει σε γραφείο. Του προσφέρει προστασία από το σκληρό κόσμο που βρίσκεται έξω: «Όταν είσαι θλιμμένος, είναι υπέροχο να ξαπλώνεις στη ζεστασιά του κρεβατιού σου και, εκεί, με την προσπάθεια και τον αγώνα να παύουν εντελώς, ίσως ακόμη και με το κεφάλι κάτω απ’ τα σκεπάσματα, να παραδίνεσαι ολοκληρωτικά στους λυγμούς, σαν κλαρί στον φθινοπωρινό άνεμο».

Η μετάφραση του βιβλίου στα ελληνικά κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πατάκη το 2002.

–  Θόρυβος γειτόνων

Η ευαισθησία του προς αυτόν αγγίζει τα όρια της μανίας. Η ζωή σε μια παριζιάνικη πολυκατοικία είναι σκέτη κόλαση, ιδίως όταν κάποιος στο επάνω όροφο εξασκείται στη μουσική. «Υπάρχει ωστόσο κάτι που έχει την ικανότητα να γίνεται εξοργιστικό με τρόπο που δεν θα το κατορθώσει ποτέ ένας άνθρωπος: το πιάνο». Τα νεύρα του λίγο έλειψε να τον οδηγήσουν στο θάνατο την άνοιξη του 1907, όταν άρχισε η ανακαίνιση του διπλανού διαμερίσματος. Εξηγεί το πρόβλημά του στην κυρία Στρος: Οι εργάτες έρχονται στις επτά το πρωί και «επιμένουν να διατυμπανίζουν το πρωινό τους κέφι, σφυροκοπώντας με αγριότητα και πριονίζοντας δίπλα στο κρεβάτι μου – έπειτα κάνουν διάλειμμα μισής ώρας, κι αρχίζουν πάλι το άγριο σφυροκόπημα, ώστε μου είναι αδύνατο να ξανακοιμηθώ… έχω φτάσει στα όρια της αντοχής μου και ο γιατρός μου με συμβουλεύει να φύγω, διότι η κατάστασή μου είναι ιδιαιτέρως σοβαρή, για να εξακολουθήσω να υπαβάλλομαι σε τέτοια δοκιμασία». Και το κυριότερο: «(Μετά συγχωρήσεως, κυρία μου!) ετοιμάζονται να εγκαταστήσουν τουαλέτα με νιπτήρα και λεκάνη στο χώρο ακριβώς δίπλα στην κρεβατοκάμαρά μου!». Και σαν τελευταία πινελιά: «Υπάρχει κι ένας άλλος κύριος που μετακομίζει στον τέταρτο όροφο του ίδιου κτιρίου, από τον οποίο ακούγεται το παραμικρό, σαν να συμβαίνει στην κρεβατοκάμαρά μου!». Πέφτει στο επίπεδο να αποκαλέσει αγελάδα τη γειτόνισσά του, κι όταν οι εργάτες αλλάζουν τρεις φορές λεκάνη, ο Προυστ υπαινίσσεται προσβλητικά ότι ο θεόρατος πισινός της δε βολεύεται. Είναι τέτοιος ο θόρυβος, καταλήγει, ώστε η ανακαίνιση θα πρέπει να έχει λάβει φαραωνικές διαστάσεις, και καθώς η κυρία Στρος ασχολείται εμβριθώς με την αιγυπτιολογία, της γράφει: «Δώδεκα εργάτες κάθε μέρα να σφυροκοπούν με τέτοια φρενίτιδα επί τόσους μήνες, θα έπρεπε να είχαν υψώσει κάτι μεγαλειώδες, σαν την πυραμίδα του Χέοπος, κάτι που οι περαστικοί θα έμεναν άναυδοι βλέποντάς το ανάμεσα στο Πριντάν και στο Σαιν Ογκυστέν».

–  Άλλες παθήσεις

«Θα περίμενε κανείς ότι οι άνθρωποι που είναι μονίμως ασθενείς δεν υποφέρουν από τις κοινές παθήσεις» αναφέρει στον Λυσιέν Ντοντέ «μα δεν είναι έτσι». Στην ομάδα αυτή εντάσσει πυρετούς, κρυολογήματα, κακή όραση, αδυναμία κατάποσης, πονόδοντο, πόνο των αρθρώσεων και ιλίγγους. […]

– Θάνατος

Κάθε φορά που ενημερώνει κάποιον για την κατάσταση της υγείας του, άπτεται της ευκαιρίας να δηλώσει ετοιμοθάνατος – το ανακοινώνει με ακλόνητη πεποίθηση και τακτικά στα τελευταία δεκαέξι χρόνια της ζωής του. Στη συνήθη κατάστασή του, όπως περιγράφει, αιωρείται «μεταξύ καφεΐνης, ασπιρίνης, άσθματος, στηθάγχης και γενικώς μεταξύ ζωής και θανάτου επί έξι μέρες στις επτά».

 

 

// Από το βιβλίο του Αλαίν Ντε Μποττόν «Πώς ο Προυστ μπορεί να αλλάξει τη ζωή σου» (απόσπασμα από το κεφάλαιο «Πώς να υποφέρεις με επιτυχία»). Μετάφραση: Ιωάννης Ανδρέου. Εκδόσεις Πατάκη, 2002.

 

 

 Διαβάστε ακόμα: Γι’ αυτό ο Κάφκα δεν παντρεύτηκε την Φελίτσε.

 

 

 

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top