To νέο βιβλίο του Κώστα Μαυρουδή «To αλάτι του Bad Ischl» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη.

Κάθε ανάγνωση θυμάται μιαν άλλη. Συχνά, ωστόσο, απολύτως διαφορετικά βιβλία συνδέονται μεταξύ τους χάρις στη συγκυρία να διαβαστούν ταυτόχρονα. Το Δέρμα του Μαλαπάρτε περιέχει το κεφάλαιο που τιτλοφορείται «Σάρκινα ρόδα». Είναι ένας εκθαμβωτικός υφολογικά λίβελος, με στόχο τις «ηδυπαθείς στρατιές ομοφυλοφίλων που σπεύδουν απ’ όλη την Ευρώπη στη μόλις καταληφθείσα (1943) από τους Αμερικανούς Νάπολη». Διάβασα το Δέρμα παράλληλα με το βιβλίο του Κοστάντσο Κοσταντίνι Συζητήσεις με τον Φεντερίκο Φελίνι, αναδρομή στη ζωή του σκηνοθέτη. Το 1953, προετοιμάζοντας τους Βιτελόνι, ο Φελίνι προτείνει στον Βιτόριο Ντε Σίκα τον ρόλο ενός υπερήλικα, ομοφυλόφιλου ηθοποιού που περιοδεύει με ένα παρακμιακό μπουλούκι την επαρχία. Ο Ντε Σίκα δεν θα δεχτεί. Ένα κεφάλαιο ηθικής αδιαλλαξίας συμπλέει με το βελούδινο σκώμμα του Φελίνι, η αφηγηματική χάρη του είρωνα συναντά τον αφ’ υψηλού χλευασμό.

Ο β λ ο σ υ ρ ό ς (Κούρτσιο Μαλαπάρτε): «Όσοι είχαν συρρεύσει στη Νάπολη, απ’ όλες τις χώρες της Ευρώπης, αναγνωρίζονταν μεταξύ τους από τη μυρωδιά, έναν τόνο φωνής, κάποιο βλέμμα. Με μια δυνατή κραυγή χαράς έπεφταν οι μεν στην αγκαλιά των δε, όπως ο Βιργίλιος και ο Σορδέλλος στην Κόλαση του Δάντη, κάνοντας τους δρόμους της Νάπολης να αντηχούν από τις απαλές, κάπως βραχνές γυναικείες φωνές τους. […] Λυσσομανούσε η μάχη στο Μόντε Κασίνο, τάγματα σκαφτιάδων άνοιγαν τάφους νυχθημερόν στα πολεμικά νεκροταφεία, και στους δρόμους της Νάπολης οι ευγενείς στρατιές των ναρκίσσων περπατούσαν σεινάμενοι κουνάμενοι. […] Ήταν το άνθος της ευρωπαϊκής φινέτσας, η αριστοκρατία του απαγορευμένου έρωτα, του σεξουαλικού σνομπισμού, και μαρτυρούσαν ό,τι πιο εκλεκτό και έκτακτο έσβηνε στην τραγική παρακμή του ευρωπαϊκού πολιτισμού».

O ιταλός σκηνοθέτης Φεντερίκο Φελίνι (φωτογραφία: italiani.it).

Ο ε ύ χ α ρ ι ς (Φεντερίκο Φελίνι): «Πήγα να συναντήσω τον Ντε Σίκα, που γύριζε τότε (1953) το Stazione Termini. Είχαμε κλείσει ραντεβού μετά τα μεσάνυχτα σε ένα βαγόνι, πάνω σε μια εκτός λειτουργίας σιδηροτροχιά. Ο άνθρωπος που με οδηγούσε, προχωρούσε μιλώντας μου χωρίς να γυρίζει πίσω, λες και με πήγαινε στον πάπα. Ο Ντε Σίκα ήταν ξύπνιος στο μισοσκόταδο του βαγονιού και μου έκανε νόημα να περάσω. […] Διατηρούσε εκείνη τη διάφανη ιδιότητα που σε κάνει να βλέπεις ορισμένα ανθρώπινα όντα σαν μέσα από μαγικό καθρέφτη, κάτι το παραμυθένιο και άπιαστο. Tου διηγήθηκα σε μιαν ατμόσφαιρα φανταστική τον ρόλο: “ Ένας γνωστός δραματικός ηθοποιός, υπήρξε διάσημος, αλλά παίζει πια σε περιοδεύοντες θιάσους. Σε μιαν επαρχιακή πόλη, κάποιος νεαρός, φορτωμένος λόξα και όνειρα, του ζητάει να ακούσει μια κωμωδία που γράφει και ο ηθοποιός δέχεται”. Ο Ντε Σίκα χαμογελούσε με συγκατάβαση και μουρμούριζε κάτι για τη νεολαία. Πήρα κουράγιο και συνέχισα μέχρι τη σκηνή που ο πορνόγερος εκδηλώνει τις διαθέσεις του στον νεαρό συγγραφέα. Ο Ντε Σίκα, που μπορεί να κοιμήθηκε κάποια στιγμή, εξακολουθούσε να χαμογελά».

Ο β λ ο σ υ ρ ό ς: «Ήταν σαν τους θεούς του Ολύμπου, τοποθετημένοι εκτός φύσεως, αλλά όχι εκτός Ιστορίας. Ήταν οι όψιμοι γόνοι εκείνων των υπέροχων ναρκίσσων από την εποχή της βασίλισσας Βικτωρίας, που με τα αγγελικά τους πρόσωπα, τους λευκούς βραχίονες και τους μακρείς μηρούς τους είχαν ρίξει μιαν ιδανική γέφυρα ανάμεσα στον προραφαηλιτισμό του Ροσέτι και του Μπερν Τζόουνς, τις καινούργιες αισθητικές θεωρίες του Ράσκιν και του Ουώλτερ Πέητερ. […] Η γλώσσα που μιλούσαν με θαυμαστή γλυκύτητα και λεπτεπίλεπτους κυματισμούς στη φωνή δεν ήταν τα οξφορδιανά αγγλικά, σε παρακμή πλέον, […] ούτε εκείνο το ιδίωμα που αντηχεί σαν αρχαία μουσική στους στίχους του Ουώλτερ ντε λα Μέαρ και του Ρούπερτ Μπρουκ. […] Ήταν τα αγγλικά της εδουαρδιανής Αγγλίας, ήταν τα ελισαβετιανά αγγλικά των Σονέτων, τα ίδια που μιλούσαν ορισμένοι ήρωες του Σαίξπηρ. Τα μιλούσε ο Θησέας στην έναρξη του Ονείρου καλοκαιρινής νύχτας, όταν θρηνεί τον αργό θάνατο της παλιάς σελήνης».

Ο ε ύ χ α ρ ι ς: «Ξαφνικά ο Ντε Σίκα έδειξε πως κατάλαβε, με κοίταξε απορημένος και είπε: “Θες να πεις ότι σκόπευε κάπου αλλού ο ηθοποιός;”. Έπειτα, διαλύοντας έναν μικρό δισταγμό, και με χαμηλή φωνή, ρώτησε: “Αδελφή;”. Έκανα ναι, με το κεφάλι, λίγο αμήχανα. Έπεσε βαθιά σιωπή. Ο Ντε Σίκα κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο. Δεν ακουγόταν τίποτε. Στρέφοντας το βλέμμα του σε μένα, είπε σοβαρά: “Ανθρώπινος όμως;”. “Πολύ ανθρώπινος”, βιάστηκα να απαντήσω. Ο Ντε Σίκα κουνούσε πέρα δώθε το κεφάλι δαγκώνοντας τα χείλη του. Έπειτα, με τη μελωδική φωνή του, βεβαίωσε: “Διότι μπορεί να υπάρχει πολλή ανθρωπιά στους πούστηδες, πολύ περισσότερο απ’ όσο υποψιαζόμαστε. […] Mου αρέσει, κλείστε ραντεβού με τον δικηγόρο μου. Όμως να θυμάστε, παρακαλώ, ανθρώπινος”. Για λόγους που αγνοώ, ο Ντε Σίκα δεν στάθηκε δυνατόν να παίξει τον ρόλο».

O ιταλός σκηνοθέτης και ηθοποιός Βιττόριο Ντε Σίκα (φωτογραφία: Archivio Cameraphoto Epoche).

Ο β λ ο σ υ ρ ό ς: «Παραφωνούσαν στα γαλλικά, όπως παραφωνούμε στον ύπνο. Ακουμπούσαν τον τόνο ανάμεσα στη μία λέξη και στην άλλη, ανάμεσα στη μία νότα και την άλλη, όπως κάνουν ο Προυστ, ο Ζιρωντού, ο Βαλερύ. […] Μερικές φορές υπήρχε σκληρότητα στον τόνο τους, μια δόση υπερηφάνειας, εφόσον αληθεύει ότι το ιδιαίτερο καμάρι των ομοφυλοφίλων δεν είναι παρά η άλλη όψη του εξευτελισμού. Αψηφούν ανενδοίαστα την ταπεινωμένη, εύθραυστη θηλυκή τους φύση. Έχουν τη σκληρότητα της γυναίκας, αυτό το παθητικό, συναισθηματικό, γλυκό και ψεύτικο στοιχείο που η γυναίκα εισάγει κρυφά στην ανθρώπινη φύση. Δεν αρκούνται να είναι μέσα στη φύση ήρωες εξεγερμένοι ενάντια στους θείους νόμους. Έχουν την αξίωση να είναι κάτι παραπάνω. Ήρωες μεταμφιεσμένοι σε ήρωες».

Η ομοφυλοφιλία είναι συνθήκη ριζοσπαστική, με την έννοια ότι ο θιασώτης της κατά κανόνα είναι ο τελευταίος κρίκος μιας συνέχειας. «Αν η σχέση των δύο φύλων είναι ήδη υπέρβαση, τότε τι συμβαίνει με τον έρωτα του άνδρα προς τον άνδρα;», διάβασα κάποτε. Για τον Ιταλό συγγραφέα, ωστόσο, στα μυθιστορήματα του οποίου ο άνθρωπος διψά για το κακό και τη βία, ο ανορθόδοξος ερωτισμός δεν είναι απλώς παραλλαγή• παραβιάζει ένα αξιακό σύστημα, έχει αντιαισθητικό χαρακτήρα, είναι αδιανόητος. Πολλά χρόνια πριν συζητηθεί η «ταυτότητα φύλου», ο Κορυντόν, βιβλίο του Ζιντ με τέσσερις επινοημένους διαλόγους (1911), προσπάθησε με παραδείγματα απ’ τη βιολογία να πει ότι είναι αμφίβολες οι βεβαιότητες για τις σχέσεις, ότι όσα συμβαίνουν στη φύση προέρχονται απ’ τη συνήθεια, κι ακόμα ότι δεν υπάρχει τίποτε που να μην κάνουμε φυσικά.

Έχω υπογραμμίσει αυτή τη φράση, αγνοώντας ότι θα τη συναντήσω κάποτε στις Σκέψεις του Πασκάλ: «Οι φυσικές ροπές είναι οι καθ’ έξιν ροπές μας». Πιο ενδιαφέρον, ωστόσο, μου είχε φανεί πως, εκτός απ’ το να προφητεύει την ερωτική ελευθερία, ο Ζιντ μιλούσε για κάτι άλλο: «Σε είκοσι χρόνια θα είναι αδύνατο να πάρει κανείς στα σοβαρά τις λέξεις “αφύσικος” και “διεστραμμένος”. Ένα μόνο πράγμα είναι αφύσικο στον κόσμο: το έργο τέχνης. Όλα τα υπόλοιπα ανήκουν στη φυσική τάξη». Ο Ζιντ αναφέρεται σε κείμενα αρχαία και αναγεννησιακά (δεν τα περιέλαβε στην ελληνική μετάφραση του 1965 ο Νίκος Σπάνιας), στον Μοντεσκιέ, στον Βοκκάκιο, στον Δάντη και τη συνάντησή του στην Κόλαση με τον τιμωρημένο για το συγκεκριμένο αμάρτημα φιλόσοφο (και δάσκαλό του) Μπρουνέτο Λατίνι («Κι εσείς εδώ, Μπρουνέτο;», Κεφ. IV). Συνδέει την ακμή της τέχνης με τον ανδροκεντρισμό (η εξιδανίκευση του γυναικείου σώματος ανήκει, θεωρεί, σε εποχές παρακμής), σχολιάζει τεχνάσματα των φυτών για να γονιμοποιηθούν, ήθη αρχαίων λαών (να μην ξεχάσω μια σειρά επιχειρημάτων απ’ την εντομολογία), αλλά όλα μοιάζουν βεβιασμένα σ’ αυτό το μικρό βιβλίο που ο συγγραφέας του το θεωρούσε –δεν ξέρω γιατί– το σημαντικότερο έργο του.

O ιταλός συγγραφέας Κούρτσιο Μαλαπάρτε (φωτογραφία: swr.de).

Η ομοφυλοφιλία για τον Μαλαπάρτε, όπως για τον Ρεμύ ντε Γκουρμόν («παρεκκλίνουσα ερωτική παράκρουση»), με τα «μασκαρεμένα χαρακτηριστικά των φύλων», είναι γκροτέσκα εκτροπή, ασέλγεια, αλλά και κανονιστική αθέτηση. Βρέθηκαν αντικριστά δύο αναγνώσεις μου. Η ιλαρότητα του Φελίνι μού έκλεινε το μάτι για τον Ντε Σίκα, με έστειλε μάλιστα (συνειρμικά) στις Βενετίες του Πωλ Μοράν, δεξιού κομφορμιστή και ασύγκριτου στιλίστα: «Φορτωμένοι δαχτυλίδια και γουργουρίζοντας σαν τα περιστέρια του Αγίου Μάρκου, περνούσαν οι ομοφυλόφιλοι. Η Βενετία τούς είχε πάντοτε αποδεχτεί. Έβλεπα στην πλατεία έναν δαχτυλοδεικτούμενο, τον περίφημο Φέρσεν. “Δεν σφίγγω το χέρι ενός κίναιδου”, έλεγε ο πατέρας μου, χωρίς να του περνάει απ’ το μυαλό ότι όλη τη μέρα αυτό έκανε».

Κάποτε η παρωδία κινείται αντίθετα, σκοπεύει την άλλη πλευρά. Θυμάμαι τον αυτοβιογραφούμενο Κλάους Μαν να διαβάζει σε οικογενειακό ακροατήριο ένα διήγημά του. Αφορά δύο κορίτσια, και η θεία του παραξενεύεται με τη στενή σχέση μεταξύ τους. Ο παρών Τόμας Μαν παρεμβαίνει. Δεν ξέρουμε πόσο για να διευκολύνει τον γιο του, για να σαρκάσει την ερώτηση ή για να δείξει στωικός. Ιδού το σχόλιο του νεαρού συγγραφέα: «Επικράτησε μια κάπως στενόχωρη σιωπή• η θεία Λούλα, πολύ ευθύς τύπος, με μαζεμένους τους ώμους λες και κρύωνε στον καναπέ, ξερόβηξε νευρικά. “Αυτές οι δύο κοπέλες”, είπε με ανήσυχο χαμόγελο, “φαίνονται τόσο πολύ… πώς να το πω, τόσο εξαρτημένες η μία από την άλλη. Γιατί εξαρτώνται τόσο πολύ η μία από την άλλη, αγαπητέ Κλάους;”. “Αυτά συμβαίνουν”, απάντησε ο πατέρας αντί για μένα. “Ένας συναισθηματικός δεσμός απ’ το σχολείο, κάπως έτσι πρέπει να το καταλάβουμε. Έτσι δεν είναι, Κλάους;”». Η θεία αγνοούσε τα τεκμήρια της μεγάλης τέχνης. Δεν φανταζόταν πως τα αναγεννησιακά σώματα υποδηλώνουν ακόμα και τον ερωτισμό του ζωγράφου: «Τα φύλα στην Καπέλα Σιστίνα έχουν αναμειχθεί, εξαρτώνται από ένα καπρίτσιο. Τα μυώδη Χερουβείμ του Μικελάντζελο είναι γεμάτα υποσχέσεις». Στα «Σάρκινα ρόδα» μιλά ένας συγγραφέας με ταξικές αφοσιώσεις, άκαμπτη ιεραρχία στις ιδέες, θυμωμένος, ανάμεσα σε πολλά άλλα, για την ύβρη απέναντι στη «φυσικότητα».

Λίγες σελίδες μετά πιστοποιεί κάτι επιπλέον: «Οι ρίζες αυτού του κακού φτάνουν μέχρι τα λαϊκά στρώματα». Τα σκούρα και λαμπερά μάτια, τα κατάμαυρα σγουρά μαλλιά (εικόνα-κλισέ των λαϊκών αγοριών) τολμούν πια να συνοδεύονται από τους ευγενείς ναρκίσσους που έσπευσαν το 1943 στα απελευθερωμένα εδάφη της νότιας Ιταλίας. Η προλεταριακή ομοφυλοφιλία είναι νέο εδάφιο εκτροπής! Οι επαφές των δύο τάξεων γκρεμίζουν τα προσχήματα σεβασμού που «οι αρσενοκοίτες της αριστοκρατίας παριστάνουν ότι έχουν στα ήθη τους». Εκφραστής του ετοιμοθάνατου κόσμου του, ο αισθητής Μαλαπάρτε έχει ακόμα την απορία γιατί και πώς μια τάξη –αυτή δείχνει να τον αφορά– που είχε ζητήσει στη μεγάλη τέχνη (Νοβάλις, Ουάιλντ, Ντιαγκίλεφ, Ζιντ, Κοκτώ, Προυστ) «τα αίτια για την εξουθένωση του αστικού αισθητισμού, ανακατεύει στα πόδια της ένα έτοιμο για διαφθορά προλεταριάτο και δανείζεται τον νέο της αισθητισμό από τον Μαρξ, τον Στάλιν και τον Σοστακόβιτς»! Η εμπλοκή δύο κοινωνικών αντιθέτων, λες και ήταν κάτι νέο, κάνει το σκάνδαλο ακόμα πιο ανάρμοστο για τον συγγραφέα: «Όλοι εκείνοι της fairy band των αρσενοκοιτών, από εχθροί της φύσεως έγιναν εχθροί του καπιταλισμού. Ποιος θα πίστευε ποτέ ότι μια απ’ τις συνέπειες αυτού του πολέμου θα ήταν η μαρξιστική παιδεραστία;».

Συναντήσαμε γοητευτικά κεφάλαια μυθιστορημάτων: το κεφάλαιο για την αρχιτεκτονική στην Παναγία των Παρισίων• το τέταρτο μέρος από τον «Πόλεμο» (Το μοναστήρι της Πάρμας), σαρκασμό της ιστορικής αυτοψίας, όπου ο νεαρός Φαμπρίτσιο ντελ Ντόνγκο, φανατικός βοναπαρτιστής, φτάνει πεζοπορώντας μέχρι το Βατερλώ, παρακολουθεί τη μάχη (τρώει μάλιστα ένα σάντουιτς από κινητή γαλλική καντίνα), αλλά απομακρύνεται απ’ το θέατρο του πολέμου χωρίς να έχει υποψιαστεί ούτε τι είδε, ούτε τι έχει συντελεστεί στην ευρωπαϊκή Ιστορία. Διαβάσαμε το «Operationes spirituales» στο Μαγικό βουνό, όπου, καθώς λέει ο ιησουίτης, μανιώδης συζητητής Νάφτα, «η φύση θα έπρεπε να έχει τύψεις μπροστά στο πνεύμα». Μας σταμάτησε το έβδομο κεφάλαιο του Γατόπαρδου (Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα), με τον θάνατο του Ντον Φαμπρίτσιο σε ένα ξενοδοχείο του Παλέρμο (ο πιο ελεγειακός λογοτεχνικός θάνατος που θυμάμαι), εκεί όπου «όλα τα παρελθόντα και τα προσεχή φαίνονται ξαφνικά ασήμαντα», το κεφάλαιο (τριακοστό τρίτο) για τον Μιχαήλ Άγγελο από την Ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος του Κανελλόπουλου, και, ασφαλώς, τα κεφάλαια «Ο κόσμος της βεβαιότητας» και «Επιστροφή στην Αυστρία» (πρώτο και δωδέκατο, αντίστοιχα) από τον Κόσμο του χθες του Στέφαν Τσβάιχ. Ο λίβελος του Μαλαπάρτε έχει ξεχωριστή θέση ανάμεσά τους. Επιθετικός, μνησίκακος, θησαυρός διακειμενικότητας, είναι μνημείο οργής, φινάλε ενός κόσμου ηττημένων αρχών, λαμπερή αδιαλλαξία ενός «τελευταίου».

 

//Το βιβλίο του Κούρτσιο Μαλαπάρτε είναι μεταφρασμένο από τον Παναγιώτη Σκόνδρα και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Το βιβλίο του Κοστάντσο Κοστατίνι είναι μεταφρασμένο από την Τούλα Τόλια και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Εξάντας. 

 

Διαβάστε ακόμα: Φερνάντο Πεσσόα. «Ο αυνανιστής δεν προσποιείται μήτε κοροϊδεύει τον εαυτό του».

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top