Ο Γιάννης Ευσταθιάδης έχει εκδώσει ποίηση, πεζά, μικρά δοκίμια για τη μουσική και, με το ψευδώνυμο «Απίκιος», γαστρονομικά κείμενα.

1. 

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΝΤΥΠΕΣ περί τροφής μαρτυρίες ήρθαν με το Αναγνωστικό της πρώτης Δημοτικού. Εκεί πρωτοείδα τον πρασινοκόκκινο καρπό στα χέρια μικρών ηρώων:
«Έλλη, να ένα μήλο.
 Λόλα, να ένα άλλο.
 Έλα, Μίμη, έλα.
 Έλα, μήλα, μέλι»
Εκεί γνώρισα, εν συνεχεία, το παπί («πα, πα, πι, πι»), αλλά και την κότα («κα, κα, κα, η κότα»), μαζί με το αβγό της («σπάζω ασήμι, βρίσκω μάλαμα· τι είναι;»).
Εκεί πρωτοδοκίμασα το γάλα μέσα από τις λέξεις («καλό γάλα, ελάτε»), εκεί γεύτηκα το συντακτικό των σύκων («έχω σύκα μέλι, έλα, πάρε, Άννα»), εκεί άκουσα με σαφήνεια τον τρόπο μαγειρέματος των ψαριών («έχω ψάρια για ψητά, ψάρια για τηγανητά», όπως έλεγε ο Σταμάτης ο ψαράς).
Το σημερινό εσωτερικό μου οπλοστάσιο δεν έχει αλλάξει ακόμα και τώρα σε ό,τι αφορά στις (πρώτες) γαστρονομικές λέξεις μου· απλώς, όλες έχουν πια μικρότερες συναισθηματικές αντιθέσεις ή αποκτούν περισσότερη λελογισμένη αξιολόγηση (ξέρω, π.χ., να διαλέξω ένα καλό μήλο, μπορώ να διακρίνω το φρέσκο ψάρι, γνωρίζω την γκάμα των ηδονών του αβγού).
Όμως, καμιά φορά, μπροστά σ’ ένα ποτήρι γάλα (βράδυ, κυρίως), βλέπω να συνωθούνται απαράλλαχτοι η Έλλη, ο Μίμης και η Λόλα, και να παρακολουθούν ειρωνικά την αργή κατάποση.
Το πίνω, ξέροντας εκ των προτέρων το τίμημα που όφειλα να τους καταβάλω: γι’ αυτή την έμμετρη επί χάρτου γνώση, ανέλαβα εγώ μόνος να εξαργυρώσω τον χρόνο τους που έχει διαρρεύσει.

 

2. 

Η ΘΕΙΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑ έκανε κάθε χρόνο ένα γλυκό σταφύλι από ροζακί.
Η ρώγα ήταν μεγάλη, και το χρώμα, κίτρινο διάφανο, με κάποιες αποχρώσεις από το μελί, σαν μικρό συμμετρικό φαναράκι που μέσα του έκαιγε φλόγα (έβγαζε με φουρκέτα των μαλλιών το κουκούτσι από καθεμιά).
Στο στόμα ήταν κρουστή και κρατούσε ακέραιο το σχήμα της, αλλά, όταν τη δάγκωνες, απελευθέρωνε εκρηκτικά μια γεύση που στοχαστικά επανέρχεται και σήμερα – σαν επηρμένη καλλονή.
Χρόνια πολλά από τον θάνατό της, δοκιμάζω δεκάδες σταφύλια (τυποποιημένα ή χειροποίητα), με την ελπίδα ότι κάποιο θα μοιάσει στο δικό της.
Παντού το σκουροκόκκινο πετιμέζι με τις ζαχαρωμένες σταφίδες κάνει το κουτάλι να πλήττει.
Την αγαπούσα για πολλά. Αλλά τώρα που η μορφή και η φωνή της δεν αφήνουν πια μέσα μου ίχνη, τη θυμάμαι μόνο απ’ αυτό.

 

3.

 ΨΩΜΙ ΜΕ ΖΑΧΑΡΗ… Μια μεγάλη φέτα, λίγο βούτυρο, κι από πάνω, πασπαλισμένη μπόλικη ζάχαρη.
Αυτή η καμπύλη επιφάνεια με τις μικρές ανταύγειες των κρυστάλλων που τραγάνιζε στο στόμα καθώς έσπαγαν οι μικροί κόκκοι, μοιάζει σήμερα με ασπρόμαυρη ταινία.
Άσπρο: το ψωμί, το βούτυρο η ζάχαρη.
Μαύρο: όλα τα υπόλοιπα· οι παρέες, οι φυσιογνωμίες, ο παρελθών χρόνος, ο τόπος της συντελεσμένης ηδονής.
Δεν μπορώ να θυμηθώ φωτογραφικά, δεν μπορώ να εμβαθύνω. Θυμάμαι μόνο, μικροσκοπώντας τον ουρανίσκο, εκείνη τη γεύση.
Σαρανταπέντε χρόνια από τότε που δοκίμασα την τελευταία μπουκιά, κι αυτή με τρέφει ακόμα.

Οι συγκεντρωτικές εκδόσεις του Γιάννη Ευσταθιάδη «Μικρά πεζά 2002-2013» και «Διηγήματα 1993-2020» κυκλοφόρησαν τον Μάιο του 2022 από τις Εκδόσεις Μελάνι.

 

4.

ΧΤΥΠΑΓΕ Τ’ ΑΒΓΑ. Έχυνε –ιεροτελεστικά σχεδόν– το γάλα. Άνοιγε κι έριχνε τη βανίλια. Σιγόκαιγε τη ζάχαρη.
Έπιανε αργά τη φόρμα και ανάδευε την καμένη ζάχαρη σε ασύμμετρα καμπυλοειδή σχήματα για να κάτσει ομοιόμορφα. Μετά, άδειαζε το λευκοκίτρινο μίγμα και το έβαζε στο φούρνο.
Ήταν το μόνο γλυκό που έκανε η μάνα μου: κρεμ καραμελέ.
Θυμάμαι πάντα, καθώς κρατούσε το σκεύος, τις φλέβες των χεριών της.

 

5.

ΟΙ ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΜΟΥ ΤΣΕΠΕΣ, όταν τα βράδια, πριν κοιμηθώ, τις έφερνα το μέσα έξω, είχαν μικρές κλωστές, κάποιο πεσμένο κουμπί, κανένα μαυρισμένο νόμισμα και, σχεδόν πάντα, ψίχουλα, υπολείμματα από φέτες ψωμιού που τις κουβαλούσα τ’ απογεύματα και τις έτρωγα ιδρωμένος με βουλιμία μετά το παιχνίδι.
Σήμερα πια έχουν αντικατασταθεί από τριμμένα χαρτομάντιλα, και οι μικρές, λευκές ίνες ανακατεύονται αρμονικά με τις γκρίζες μπαλίτσες του μαλλιού από τη ραφή του υφάσματος.
Που μπορεί να σημαίνει πως η διαδικασία της ωρίμανσης του σώματος έδωσε τη θέση της στην ωρίμανση των συναισθημάτων, και μέσα στο τετραγωνικό χιλιοστό του χαρτιού συμπυκνώνεται εξαερωμένη μια ελάχιστη σταγόνα δάκρυ.
Όμως, καμιά φορά, στα καλά εστιατόρια, όταν, μετά το δείπνο, ένας ευγενικός σερβιτόρος μαζεύει με το κομψό ασημένιο μαχαιράκι τα ψίχουλα από το τραπέζι, καθώς περνά το χέρι του από μπροστά μου, όλο νομίζω πως θα τα αδειάσει εκεί, στη δεξιά μου τσέπη, επαναφέροντάς με για δευτερόλεπτα σε εποχές αδάκρυτης αθωότητας.

 

// Από το βιβλίο «Με γεμάτο στόμα» (εκδ. Ύψιλον, 2002), το οποίο περιλαμβάνεται και στη συγκεντρωτική έκδοση Γιάννης Ευσταθιάδης, «Μικρά πεζά», Εκδόσεις Μελάνι, 2022.

 

Διαβάστε ακόμα: Απίκιος. «Η μαγειρική της μάνας – θαλπωρή της περασμένης ευτυχίας».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top