«Χωρίς αυτήν δεν θα ζούσα ή τουλάχιστον δεν θα ήμουν αυτό που είμαι. Τόσο τρελός, τόσο δυστυχισμένος και συγχρόνως ευτυχισμένος». (Ο Μπέρνχαρντ για την, κατά 38 χρόνια πρεσβύτερη, σύντροφο της ζωής του, Χέντβικ Σταβιανίτσεκ).

Ο Τόμας Μπέρνχαρντ έζησε επί τριάντα πέντε χρόνια με την, κατά τριάντα οκτώ χρόνια πρεσβύτερη, σύντροφο της ζωής του, Χέντβικ Σταβιανίτσεκ ή Χέντι ή Χέντε ή «θεία», όπως την αποκαλούσε. Γνωρίστηκαν στα λουτρά του Γκράφενχοφ το 1949, όπου ο Μπέρνχαρντ ανάρρωνε ύστερα από ένα βαρύ κρυολόγημα το οποίο εξελίχθηκε σε πλευρίτιδα και αφού είχε μεταφερθεί εκεί από το σανατόριο Γκροσγκμάιν, όπου τον είχαν ξεγραμμένο, όταν κατά αραιά διαστήματα και μόνο εμφανιζόταν η νοσοκόμα για να πάρει τον σφυγμό του και να διαπιστώσει εάν ζει, όπως περιγράφει στο αυτοβιογραφικό του αφήγημα: Η ανάσα. Λίγο πριν είχε πληροφορηθεί ότι ο αγαπημένος του παππούς, Γιοχάνες Φροϊμπίχλερ, πέθανε από καρκίνο. Η Χέντε θα τον πάρει υπό την προστασία της στη Βιέννη. «Δύο άνθρωποι μ’ επηρέασαν» γράφει, «ο παππούς μου και μια γυναίκα που γνώρισα ένα χρόνο πριν πεθάνει η μητέρα μου. Ό,τι με συγκινούσε, είχε σχέση με αυτή τη γυναίκα. Απ’ αυτήν έμαθα τα πάντα. Στην αρχή ήταν μια φιλία και μια πολύ έντονη σχέση, αν και ήταν πολύ μεγαλύτερή μου. Είχα πάντα πολύ μεγάλη ανάγκη από προστασία, κάτι που βρήκα κοντά στη φίλη μου. Εκείνη μ’ έσπρωχνε πάντα να δουλέψω. Ήταν ευτυχισμένη όταν μ’ έβλεπε να δουλεύω. Ταξιδέψαμε. Έπρεπε να κουβαλώ τις βαριές της βαλίτσες, αλλά είδα τόσα πράγματα. Στη Σικελία, όταν ήμουν δεκαεννέα χρόνων, μου έδειξε το σπίτι όπου γεννήθηκε ο Πιραντέλο. Δίχως να με μπουκώσει με γνώσεις, όπως κάνουν τα πολύ καλλιεργημένα άτομα. Όλα αυτά ήταν μάλλον δευτερεύοντα. Πήγαμε στη Ρώμη, στο Σπλιτ –τα ταξίδια όμως που κάναμε μέσα μας εκείνη την περίοδο ήταν πολύ πιο σημαντικά. Μέναμε κάπου στην εξοχή ζώντας πολύ απλά. Εκεί τη νύχτα χιόνιζε πάνω στο κρεβάτι μας. Οι αγελάδες ήταν στον αχυρώνα, ακριβώς δίπλα στο χώρο όπου κοιμόμαστε και περνούσαμε τη μέρα μας, εκεί όπου τρώγαμε τη σούπα μας, περιτριγυρισμένοι από πλήθος βιβλία. Χωρίς αυτήν δεν θα ζούσα ή τουλάχιστον δεν θα ήμουν αυτό που είμαι. Τόσο τρελός, τόσο δυστυχισμένος και συγχρόνως ευτυχισμένος». Όταν η «θεία» πέθανε το 1984, σε ηλικία ενενήντα ενός ετών, ο Μπέρνχαρντ θέλησε να την ακολουθήσει, αλλά εντέλει θα πεθάνει πέντε χρόνια αργότερα, το 1989, σε ηλικία πενήντα οκτώ ετών. Σύμφωνα με την επιθυμία του, θάβεται μαζί με την αγαπημένη του Χέντβικ Σταβιανίτσεκ.

Εξώφυλλο: Bas Jan Ader, Primary Time, 1974 (video still)

 

*Η λέξη είναι επινόηση του Τόμας Μπέρνχαρντ για τον άνθρωπο της ζωής του.

 

(Από το βιβλίο του Θάνου Σταθόπουλου «Το αυτόματο», Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2013)

 

 

 

 

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top