Αριστερά: ο κομψότατος Αντώνης Μπενάκης διά χειρός Κωνσταντίνου Παρθένη. Δεξιά: η γυναίκα του ζωγράφου, Ιουλία Παρθένη. Έργο του ιδίου (Φωτογραφία: nationalgallery.gr).

Εισηγητής «καινών δαιμονίων» στην ελληνική ζωγραφική. Λιτός και αυστηρός στις γραμμές του, αλλά με έντονη πλαστικότητα και μουσικότητα. Κοσμοπολίτης, αλλά και με ζέση για την αναζήτηση της ελληνικότητας. Ακραιφνής βενιζελικός και στη συνέχεια κοντινός του Μεταξά. Βυζαντινός και συνάμα αρχαιοπρεπής. Ο Κωνσταντίνος Παρθένης που γεννήθηκε σαν σήμερα (10 Μαΐου 1878) στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, είναι μια χαρακτηριστική μορφή των εικαστικών τεχνών της ημεδαπής.

Τούτος ο πνευματώδης και αισθησιακός καλλιτέχνης, γνώστης των νέων ρευμάτων που έρχονταν από διάφορα μέρη της Εσπερίας κατά τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, θεωρείται δικαίως ένας από τους θεμελιωτές της ελληνικής ζωγραφικής. Καίτοι έγινε δεκτός από λίγους, λόγω των νεωτερισμών που εισάγαγε στους πίνακές του, το ευρύ καλλιτεχνικό κύκλωμα τον θεωρούσε «ανορθογραφία» ενώ κάποιοι συνάδελφοί του και ακαδημαϊκοί της εποχής τον πολέμησαν και τον υπέσκαψαν με κάθε τρόπο, ο ίδιος υπεραμύνθηκε το καλλιτεχνικό του όραμα έως το τέλος.

Ο Κωνσταντίνος Παρθένης γεννήθηκε σαν σήμερα (10 Μαΐου 1878) στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Υπήρξε κορυφαίος ζωγράφος και καλοντυμένος εστέτ της εποχής του.

Η καλλιτεχνική μορφή του έμελλε να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά και να κατανοήσει με τον πληρέστερο τρόπο τις νεωτερικές καλλιτεχνικές κατακτήσεις, από τον ιμπρεσιονισμό μέχρι τον κυβισμό.

Σπουδασμένος στη Βιέννη, από το 1909-1911 παραμένει στο Παρίσι όπου μελετάει πρωτοπόρους καλλιτέχνς όπως ο Σεζάν. Το 1923, βραβευμένος στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, πείθεται να υποβάλει υποψηφιότητα για τη θέση καθηγητή στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας.

Η τέχνη του θα γίνει αποδεκτή από μια προοδευτική κοινωνική μερίδα, θα βρει θερμούς υποστηρικτές στους κύκλους των Φιλελευθέρων.

Γνωρίζοντας τι επικρατεί στους συντηρητικούς καλλιτεχνικούς κύκλους, ο Παρθένης αποκηρύσσει τον φουτουρισμό. Ένας όρος που για τους συντηρητικούς της εποχής ήταν ταυτόσημος με τους λογής νεωτερισμούς, αλλά με υποτιμητικό τρόπο.

Το σκεπτικό της τελικής απόρριψής του από τη Σχολή το περιγράφει γλαφυρά στην εισηγητική έκθεση ο Γεώργιος Ιακωβίδης. Αφού του αναγνωρίζει και την υπερτερούσα σύνθεση και τον χρωματισμό και τα προσόντα έμπνευσης σε σχέση με τους άλλους δύο υποψήφιους γράφει ότι: « … ελευθεριάζουσιν υπό όλως νεωτεριστικήν αντίληψιν μη συνάδουσαν απολύτως προς τας ακαδημαϊκάς παραδόσεις».

Και έτσι αποφασίζεται ο διορισμός του Νικόλαου Λύτρα, γιος του συναδέλφου τους και πιστός στις σπουδές του Μονάχου, μεγάλος ζωγράφος, ο οποίος όμως σημειωτέον δεν παρέμεινε ούτε αυτός αδιάφορος στις νεωτερικές τάσεις.

Ο πίνακας «Το μικρό εκκλησάκι της Κεφαλονιάς» (Κληροδοσία αντί Φόρου Κληρονομίας Νικολάου Παρθένη, Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου).

Για να κατανοήσουμε καλύτερα τον Παρθένη και τη τομή που κάνει στην ελληνική ζωγραφική θα πρέπει να δούμε πρώτα τα αιτήματα της νεωτερικότητας και τις κοινωνικές – πνευματικές ζυμώσεις της εποχής. Το βασικό ζητούμενο της εποχής είναι η αστική αλλαγή της κοινωνίας. Κυρίως όσοι τάσσονται με τον Βενιζέλο αντιλαμβάνονται πως η υιοθέτηση της νεωτερικότητας είναι συνώνυμη με τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους.

Αυτές τις γόνιμες ανησυχίες θα εκφράσει ο Παρθένης γι’ αυτό και η τέχνη του θα γίνει αποδεκτή από μια  προοδευτική κοινωνική μερίδα, θα βρει θερμούς υποστηρικτές στους κύκλους των Φιλελευθέρων, ακόμη και στον ίδιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Η κυβέρνησή του με ειδικό νόμο που επεξεργάστηκε ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, κορυφαίος τότε κριτικός, θα τον διορίσει τελικά το 1929 καθηγητή στη Σχολή Καλών Τεχνών. Σημαντικό ρόλο θα παίξει η φιλία του με τον δημοκρατικό πολιτικό Αλέξανδρο Παπαναστασίου.

Η συρροή καλλιτεχνών στο εργαστήριο του Παρθένη, οι οποίοι  θα αφομοιώσουν ο καθένας διαφορετικά τα διδάγματα του δασκάλου τους (Γιάννης Τσαρούχης, Νίκος Εγγονόπουλος, Διαμαντής Διαμαντόπουλος, Παναγιώτης Τέτσης κ.ά)  δεν θα αρέσει φυσικά στους ακαδημαϊκούς καλλιτέχνες, που φοβούνταν μη διαταραχθεί το status quo και απωλέσουν την κυριαρχία τους στην αγορά της τέχνης.

Ο πίνακας «Θέατρο Ηρώδου Αττικού» (Δωρεά Σοφίας Παρθένη, Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου).

Ο Παρθένης κατάφερε να αφομοιώνει όλα τα στοιχεία των καλλιτεχνικών κινημάτων μέσα σε ένα προσωπικό καλλιτεχνικό ιδίωμα, δίνοντας μεγαλύτερο βάρος στον μυστικισμό των συμβολιστών. Ενδιαφέρεται έντονα για την ελληνικότητα, όπως όλοι οι σημαντικοί δημιουργοί της γενιάς του. Οι πίνακές του αποπνέουν ένα αιθέριο ρομαντισμό που συνδυάζεται με μιαν ανάλαφρη, λιτή, αυστηρή τεχνική και ένα εξαϋλωμένο μουσικό χρώμα.

Υπήρξε μια μορφή αστικής ευγένειας, καλών τρόπων και προσωπικού στυλ στο ντύσιμο.

Η αστική τάξη του Μεσοπολέμου, έστω και αν δεν μακροημέρευσε, εκφράστηκε αυθεντικά από τον Παρθένη. Η έμφυτη κομψότητά του θα εκφραστεί και στους πίνακές του. Δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη γραμμή, τον λυρισμό και το έντονο στιλιζάρισμα. Είναι ο ζωγράφος που θα πει κάποια στιγμή: «Ω ομορφιά που σ’ έχουν πάντα στα χείλη τους οι άνθρωποι, άραγε σ’ έχουν πάντα και μέσ’ στη ψυχή τους;».

Υπήρξε μια μορφή αστικής ευγένειας, καλών τρόπων και προσωπικού στυλ στο ντύσιμο, το οποίο ήταν πάντοτε προσεγμένο και παρέπεμπε στα μέλη της αστικής τάξης που είχε αποκτήσει πολιτικό βάθος και οικονομική ισχύ στην Ευρώπη. Ονομαστές έμειναν άλλωστε οι βεγγέρες -οι κοσμικές βραδιές- στο σπίτι του.

Ονομαστές ήταν βεγγέρες στο σπίτι του. Αριστερά: Το βλέμμα του μαιτρ. Δεξιά: ο πίνακας «Ευαγγελισμός» (Δωρεά Μπέρτας Αθανασίου Ζωγράφου, Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου).

Καμία σχέση με τον χύδην αστικό καμβά που μεγάλωσε στη συνέχεια στη χώρα μας και προσπαθούσε να οικειοποιηθεί άκριτα τα σήματα του ευρωπαϊκού τρόπου. Ο Παρθένης, όπως και στη ζωγραφική του έτσι και στο στυλ του, ήταν ιδιαίτερος, ξεχωριστός, λιτός και συνάμα αρχοντικός.

Το 1937 τιμήθηκε με το χρυσό βραβείο της Διεθνούς Έκθεσης του Παρισιού για το έργο του Ο Ηρακλής μάχεται με τις Αμαζόνες. Το 1938, στην Μπιενάλε της Βενετίας, η κυβέρνηση της Ιταλίας αγόρασε έναν πίνακα του ζωγράφου με θέμα τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.

Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940, ο Κωνσταντίνος Παρθένης μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την έκκληση των Ελλήνων διανοουμένων προς τους διανοούμενους ολόκληρου του κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριαζόταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για έναν κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.

Το 1947 παραιτήθηκε από την καθηγητική έδρα μη μπορώντας να ανεχθεί τον συντηρητισμό της Σχολής. Δεν επικοινωνούσε πλέον με κανένα.

Ο Παρθένης προβάλλει μια ιδεαλιστική εκδοχή του αυθεντικά ελληνικού με μιαν αντίληψη ρομαντικονεοκλασική.

Παρά την αναγνώρισή του, ο Παρθένης οδηγήθηκε σταδιακά στην απομόνωση και τη σιωπή. Το 1947 παραιτήθηκε από την καθηγητική έδρα μη μπορώντας να ανεχθεί τον συντηρητισμό της Σχολής. Δεν επικοινωνούσε πλέον με κανένα. Αυτοέγκλειστος στο περίφημο Bauhaus σπίτι του κάτω από την Ακρόπολη που κατεδαφίστηκε μετά τον θάνατο του, ζώντας με τη γυναίκα του και την κόρη του, αφοσιώθηκε εξ ολοκλήρου στη ζωγραφική και στους στοχασμούς του.

Προς το τέλος της ζωής του,  έπαθε παράλυση και σταμάτησε κάθε δραστηριότητα. Τον Απρίλιο του 1967 -ένα χρόνο νωρίτερα είχε πεθάνει η γυναίκα του- το δικαστήριο έθεσε τον Παρθένη υπό δικαστική απαγόρευση. Στις 25 Ιουλίου του 1967, ο Παρθένης άφησε την τελευταία του πνοή, σε συνθήκες σχτικής ένδειας και απομόνωσης, ενώ η κόρη του Σοφία (1908-1982) και ο γιος του Νίκος (πεθ. 1999) είχαν ήδη εμπλακεί σε δικαστική διαμάχη για την κηδεμονία του παράλυτου πατέρα τους. Η Σοφία μάλιστα πέθανε έπειτα από πυρκαγιά στο σπίτι που διέμενε, εντελώς μόνη, στις 8 Δεκεμβρίου 1982.

Είχε προηγηθεί και άλλη πυρκαγιά στο σπίτι της που την οδήγησε στην απόφαση να δωρίσει όλα τα έργα του πατέρα της στην Εθνική Πινακοθήκη. Ο Μαρίνος Καλλιγάς, διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης, είπε μεταξύ άλλων στον επικήδειο που εκφώνησε: «Ο Παρθένης άνοιξε τα μάτια μας σε μια ακόμη -έως τότε άγνωστη- μορφή του τόπου μας. Απεκάλυψε μια κρυμμένη έκφρασή της. Άλλαξε την πορεία της καλλιτεχνικής μας όρασης. Σφράγισε με την προσωπικότητά του μια κρίσιμη εποχή».

Ήταν ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους ενός οικουμενικού Ελληνισμού.

Ήταν ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους ενός οικουμενικού Ελληνισμού (γεννημένος ας μην ξεχνάμε στην Αλεξάνδρεια) που γεφύρωνε το παρελθόν με το μέλλον: έφερε μέσα του το αρχαίο δαιμόνιο, ανανέωσε στην τέχνη του το βυζαντινό ιδίωμα, αλλά και πρότεινε το δικό του αισθητικό όραμα για τη νεωτερική Ελλάδα.

 

Διαβάστε ακόμα: Το ριψοκίνδυνο στύλ του Παναγιώτη Ποταγού (1838-1904).

 

 

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top