O Nτέιβιντ Στερν παραδίδει το χρυσό τρόπαιο στον Μάικλ Τζόρνταν (φωτογραφία: worldwideentertainmenttv.com).

    Στις 20 Ιουνίου συμπληρώθηκαν τριάντα χρόνια από την ημέρα που ο Μάικλ Τζόρνταν και οι Σικάγο Μπουλς πέτυχαν το πρώτο τους «θρι-πιτ» το 1993, χάρη σε ένα τρίποντο του Τζον Πάξον 3.9 δευτερόλεπτα πριν από το τέλος του έκτου τελικού με τους Φοίνιξ Σανς.

    Στο τέλος ενός από τα χειρότερα δωδεκαλέπτα που έπαιξε ποτέ ομάδα σε τελικό ΝΒΑ, στο οποίο σημείωσαν συνολικά μόλις 12 πόντους, οι Μπουλς είχαν ολοκληρώσει τον ιστορικό άθλο της κατάκτησης τριών συνεχόμενων πρωταθλημάτων, κάτι που συνέβαινε για πρώτη φορά έπειτα από 27 χρόνια. Σε εκείνα τα δραματικά 12 λεπτά, η ομάδα του Σικάγο είχε αποφύγει την ολική κατάρρευση μόνο χάρη σε 9 πόντους του Τζόρνταν από ατομικές ενέργειες και την πιεστική της άμυνα.

     

    Ο θρύλος των Σικάγο Μπουλς ταυτίστηκε στην πορεία των χρόνων περισσότερο με την ομάδα που πέτυχε το δεύτερο θρι-πιτ της δυναστείας.

    Ο θρύλος των Σικάγο Μπουλς ταυτίστηκε στην πορεία των χρόνων περισσότερο με την ομάδα που πέτυχε το δεύτερο θρι-πιτ της δυναστείας κατακτώντας τους τίτλους του 1996, 1997 και 1998, και έφτασε για πρώτη φορά στην ιστορία του ΝΒΑ τις 70 νίκες σε μια κανονική περίοδο – όταν στους Μάικλ Τζόρνταν και Σκότι Πίπεν είχαν προστεθεί οι Ντένις Ρόντμαν, Τόνι Κούκοτς, Ρον Χάρπερ, Λουκ Λόνγκλεϊ, Στιβ Κερ. Εντύπωση που ενισχύθηκε περαιτέρω χάρη στη blockbuster σειρά-ντοκιμαντέρ «The Last Dance» του 2020, με αφορμή την οποία είχα γράψει ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε τότε στο Andro.

    Το δείχνει για να μην έχουμε καμία αμφιβολία (φωτογραφία: essentiallysports.com).

    Ωστόσο, οι Σικάγο Μπουλς είχαν αναδειχθεί ως μία από τις μεγαλύτερες και πιο αγαπημένες ομάδες του μπάσκετ και του αθλητισμού γενικότερα ήδη  από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Τότε, η έδρα τους δεν ήταν ακόμη το υπερσύγχρονο United Center αλλά το παλαιακό Chicago Stadium, που χτίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και κατεδαφίστηκε τους πρώτους μήνες του 1995.

    Ακόμη περισσότερο, τότε δεν αποτελούσαν ένα πανίσχυρο σύνολο που χαρακτηριζόταν από μια «διάχυτη αύρα αθώου αυτοθαυμασμού», όπως γράφει για τους Μπουλς των ετών 1995-98 ο προπονητής τους Φιλ Τζάκσον στο βιβλίο «Έντεκα Δαχτυλίδια», αλλά μια ομάδα που είχε ακόμη πολλά να αποδείξει. Μια ομάδα νέων και βετεράνων παικτών που δεν είχαν ομαδικούς και ατομικούς τίτλους, χτισμένη γύρω από τον νέο σούπερ σταρ του αθλήματος.

     

    Όταν ο Μάικλ Τζόρνταν επιλέχθηκε από τους Μπουλς στο ντραφτ του 1984, το Σικάγο κειτόταν στον βυθό της μπασκετικής ανυποληψίας.

    Όταν ο Μάικλ Τζόρνταν επιλέχθηκε από τους Μπουλς στο ντραφτ του 1984, έχοντας προηγουμένως κατακτήσει το κολεγιακό πρωτάθλημα και δύο χρυσά μετάλλια με την εθνική ομάδα των ΗΠΑ, το Σικάγο κειτόταν στον βυθό της μπασκετικής ανυποληψίας. Κατά τη διάρκεια των επόμενων ετών, κερδίζοντας κάθε δυνατή ατομική διάκριση και βραβείο, ο νεαρός Τζόρνταν θα την οδηγούσε σε μια σταδιακή ισχυροποίηση.

    Ωθώντας και πιέζοντας τους άσημους συμπαίκτες του να βελτιωθούν μέσω του παράδειγματός του αλλά ενίοτε και συμπεριφορών που δεν αρέσουν πολύ στην υπερευαίσθητη εποχή μας, αναβάθμισε τους Μπουλς σε διεκδικητές του τίτλου. Όταν στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ’90 ο Σκότι Πίπεν ξέφυγε από τη μετριότητα ανεβάζοντας το παιχνίδι του σε επίπεδο All-Star και παράλληλα ο Χόρας Γκραντ εξελίχθηκε σε έναν αξιόπιστο πάουερ φόργουορντ, οι Μπουλς ήταν έτοιμοι να κατακτήσουν το πρωτάθλημα.

    Ο Τζον Πάξον προσπαθώντας να δώσει συνέντευξη (φωτογραφία: Nathaniel S. Butler/NBAE).

    Οι back-to-back τίτλοι του 1991 και του 1992 θα έφερναν την πόλη και την ομάδα του Σικάγο για πρώτη φορά στην κορυφή του ΝΒΑ και του παγκόσμιου μπάσκετ, και θα ανέβαζαν τον Air Τζόρνταν σε πρωτοφανή ύψη καθολικού θαυμασμού, που ξεπερνούσαν τα όρια του αθλήματος και συνολικά του αθλητισμού. Η κατάκτηση ενός τρίτου συνεχόμενου τίτλου συνιστούσε την υπέρτατη πρόκληση, καθώς κάτι τέτοιο είχε επιτευχθεί μόνο στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, και πολλοί ειδικοί θεωρούσαν ότι ήταν σχεδόν αδύνατο να συμβεί στο σύγχρονο ΝΒΑ.

     

    Πάνω από το Σικάγο βρίσκονταν δύο ισχυρότατοι διεκδικητές: οι Νιου Γιορκ Νικς και οι Φοίνιξ Σανς, πρώτοι στην Ανατολική και Δυτική Περιφέρεια αντίστοιχα.

    Εκείνη του 1992-93 θα αποδεικνυόταν πράγματι η πιο δύσκολη σεζόν συνολικά για τη δυναστεία των Μπουλς, καθώς αποτέλεσε τη μόνη στην οποία η ομάδα ολοκλήρωσε την κανονική περίοδο με λιγότερες από 60 νίκες, τερματίζοντας δεύτερη στην Ανατολική Περιφέρεια και τρίτη συνολικά. Πάνω από το Σικάγο βρίσκονταν δύο ισχυρότατοι διεκδικητές: οι Νιου Γιορκ Νικς και οι Φοίνιξ Σανς, πρώτοι στην Ανατολική και Δυτική Περιφέρεια αντίστοιχα.

    Η σύγκρουση με τη Νέα Υόρκη του Πατ Ράιλι, του Πάτρικ Γιούιν και του Τζον Σταρκς στους τελικούς της Ανατολής το 1993, μετά τους δύο πρώτους γύρους των πλέι οφ, συνεχίζει μέχρι και σήμερα να αποτελεί κλασσικό παράδειγμα πολυαναμενόμενης και καυτής σειράς πλέι οφ. Ένα τέλειο δείγμα για την τραχιά και γοητευτική υφή του μπάσκετ που παίχτηκε κατά τη δεκαετία του ’90 ιδίως στη σκληρή Ανατολική Περιφέρεια, αλλά και γενικότερα στο ΝΒΑ.

    Κυρίαρχος των πάντων (φωτογραφία: Associated Press).

    «ΘΑ ΧΥΘΕΙ ΑΙΜΑ» έγραφε στην Ελλάδα το ιστορικό περιοδικό «Τρίποντο» στις 25 Μαΐου 1993, στη γωνιά του εξωφύλλου που ήταν αφιερωμένη στο ΝΒΑ. Από πάνω δύο μικρές φωτογραφίες των Πάτρικ Γιούιν και Μάικλ Τζόρνταν αγριοκοιτάζονταν, ενώ στο πρωτοσέλιδο δέσποζε η μορφή του Ντράζεν Πέτροβιτς, ούτε δύο εβδομάδες πριν τον τραγικό του θάνατο: «Μεταγραφές, άρχισε το μεγάλο κυνήγι» ήταν ο κεντρικός τίτλος, με αναφορά στις τότε μεταγραφικές κινήσεις των ελληνικών ομάδων.

     

    Υπό την καθοδήγηση του μεγάλου Πατ Ράιλι, οι Νικς είχαν εξελιχθεί στην πιο άγρια και συμπαγή ομάδα του ΝΒΑ.

    Υπό την καθοδήγηση του μεγάλου Πατ Ράιλι, οι Νικς είχαν εξελιχθεί στην πιο άγρια και συμπαγή ομάδα του ΝΒΑ, την καλύτερη άμυνα και τον απόλυτο εχθρό των θεαματικών Μπουλς, παραλαμβάνοντας το ξίφος και τα λάβαρα του πολέμου από τους Ντιτρόιτ Πίστονς των προηγούμενων χρόνων. Ο Ράιλι είχε χτίσει την ομάδα της Νέας Υόρκης με γνώμονα την εξουδετέρωση του Τζόρνταν και των Μπουλς, καταφέρνοντας να τους δημιουργήσει πολύ μεγάλα προβλήματα ήδη στα πλέι οφ της προηγούμενης χρονιάς. Βελτιωμένοι, αποφασισμένοι και έχοντας το πλεονέκτημα της έδρας αυτή τη φορά στα χέρια τους, το 1993 οι Νικς φάνταζαν για πολλούς έτοιμοι να εκθρονίσουν τους πρωταθλητές.

    Με την υπεροχή στους ψηλούς, τον δυναμικό τρόπο παιχνιδιού τους και τον Σταρκς σε ρόλο αντι-Τζόρνταν, οι Νικς αρχικά δικαίωσαν τις σχετικές προβλέψεις στο Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν της Νέας Υόρκης, κερδίζοντας τα δύο πρώτα ματς της σειράς και ρίχνοντας τους Μπουλς στα σχοινιά, όπως ποτέ άλλοτε δεν συνέβη στα χρόνια της δυναστείας τους.

    Το 2-0 δεν αποδείχτηκε όμως αρκετό για να γονατίσει τους πρωταθλητές. Οι Μπουλς βρήκαν τους τρόπους να απαντήσουν στην πρόκληση, βασισμένοι στην εξίσου ισχυρή δική τους άμυνα, στην ικανότητα του Τζόρνταν να μεταμορφώνεται από σκόρερ σε ασίστμαν ανάλογα με τη ροή των αγώνων, στη σημαντική συμβολή του Πίπεν στο σκοράρισμα. Κερδίζοντας τέσσερα συνεχόμενα παιχνίδια οι Μπουλς θριάμβευσαν με 4-2 και πήραν την πρόκριση για τους τελικούς.

    Αν οι Νιου Γιορκ Νικς ήταν το καλύτερο δείγμα ενός physical και mentally tough μπάσκετ που τα τελευταία 10-15 χρόνια απουσιάζει από τα γήπεδα του ΝΒΑ, οι Φοίνιξ Σανς αποτελούσαν αντίθετα πρόγονο του σημερινού run and gun ή small ball μπάσκετ, που χαρακτηρίζεται από το μακρινό σουτ και τις μαλακές άμυνες.

    Το Φοίνιξ είχε την καλύτερη επίθεση της σεζόν, με τον Κέβιν Τζόνσον να οργανώνει και να διεισδύει, τον Νταν Μάερλι να βομβαρδίζει από την περιφέρεια και τον MVP της σεζόν και σούπερ σταρ Τσαρλς Μπάρκλεϊ να φέρνει δυναμισμό και πάθος μέσα στη ρακέτα. Οι Σανς ήταν σπουδαία και απολαυστική ομάδα, ιδιαιτέρως για όσους προτιμούν το γρήγορο και επιθετικό μπάσκετ με τα ψηλά σκορ, και έχοντας τερματίσει πρώτοι στην κανονική περίοδο διέθεταν το πλεονέκτημα της έδρας, όπως προηγουμένως και οι Νικς.

    Οι τρεις μεγάλες κεφαλές των Μπουλς (φωτογραφία: breachersports.com).

    Σε αντίθεση όμως με τη Νέα Υόρκη, οι Σανς δεν είχαν καμία απάντηση για τον Μάικλ Τζόρνταν. Οι τελικοί του 1993 εξελίχθηκαν σε μια μοναδική και ανεπανάληπτη παράσταση του MJ, ο οποίος οδήγησε το Σικάγο στο ιστορικό θρι-πιτ έχοντας έναν εξωπραγματικό μέσο όρο 41.0 πόντων, συν 8.5 ριμπάουντ και 6.3 ασίστ, στα έξι παιχνίδια που χρειάστηκαν για να καμφθεί η αντίσταση των μαχητικών Σανς. Οι Πίπεν, Γκραντ και Μπι Τζέι Άρμστρονγκ πρόσθεσαν διψήφιους μέσους όρους πόντων, με τον Τζον Πάξον να πετυχαίνει το τρίποντο που έδωσε τη νίκη με 99-98 στον δραματικό έκτο τελικό μέσα στο Φοίνιξ.

    Η κατάκτηση του τρίτου συνεχόμενου τίτλου ενίσχυσε την αύρα των Μπουλς ως της πλέον φημισμένης ομάδας μπάσκετ και έδωσε μυθικές διαστάσεις σε εκείνη του Μάικλ Τζόρνταν, που κάπου εκεί αποτυπώθηκαν με την οριστική ad hoc άτυπη ανακήρυξή του ως του καλύτερου όλων των εποχών, ουσιαστικά από το σύνολο της μπασκετικής κοινότητας, αλλά και πέραν αυτής. Τα όσα ακολούθησαν στη συνέχεια, με την πρόσκαιρη αποχώρηση του Τζόρνταν, την έλευση άλλων σημαντικών μορφών του μπάσκετ στο Σικάγο, την επιστροφή του Τζόρνταν και την εμφατική επιβεβαίωση της κυριαρχίας των γηρασμένων αλλά πληρέστερων και πάντα θεαματικών Μπουλς στα χρόνια του «repeat three-peat», γιγάντωσαν και παγίωσαν περαιτέρω τον θρύλο.

     

    Ο Μάικλ Τζόρνταν και οι Μπουλς των 90s συνεχίζουν να βρίσκονται στο προσκήνιο, αποτελώντας ένα άχρονο ανώτατο μέτρο σύγκρισης της εκάστοτε νέας γενιάς αστέρων και πρωταθλητών.

    Τριάντα πια χρόνια μετά τις επικές σειρές ενάντια στους Νικς και τους Σανς, και εικοσιπέντε μετά την τελευταία πράξη στη Γιούτα το 1998, ο Μάικλ Τζόρνταν και οι Μπουλς των 90s συνεχίζουν να βρίσκονται στο προσκήνιο, αποτελώντας ένα άχρονο ανώτατο μέτρο σύγκρισης της εκάστοτε νέας γενιάς αστέρων και πρωταθλητών.

    Η πλήρης δε ρήξη που επήλθε ανάμεσα στον Τζόρνταν και τον Πίπεν μετά την κυκλοφορία του «The Last Dance» και τη σχέση ανάμεσα στον γιο του πρώτου και την πρώην σύζυγο του δεύτερου, προσθέτει νέες διαστάσεις σε μια ιστορία που αρχίζει να θυμίζει «δυναστεία» με την κυριολεκτική και όχι απλώς μεταφορική αθλητική έννοια. Οι συχνές αναπάντητες δημόσιες επιθέσεις του Πίπεν εναντίον του MJ, αλλά και εναντίον του Φιλ Τζάκσον, έχουν δικαίως δυσαρεστήσει και εξοργίσει τους οπαδούς των Μπουλς σε όλο τον κόσμο, και γενικότερα φίλους του μπάσκετ.

    Φρενίτιδα…

    Από την άλλη πλευρά, με το βλέμμα του ιστορικού και του συγγραφέα, η συγκεκριμένη εξέλιξη μπορεί να ιδωθεί σαν μια δραματική ανατροπή που απογειώνει περαιτέρω την πλοκή, καθώς κρυμμένα πάθη και εγωισμοί έρχονται στο φως, με τον Πίπεν να μεταλλάσεται από «ο καλύτερος συμπαίκτης» στον μοχθηρό και ζηλόφθονα villain που στρέφεται αδίστακτα ενάντια σε εκείνους που ο ίδιος επί δεκαετίες αποκαλούσε μέντορές του. Όλα αυτά βεβαίως μάλλον δεν απασχολούν ιδιαίτερα τον επιχειρηματία πια Μάικλ Τζόρνταν, που προ ημερών πούλησε τελικά την ιδιοκτησία των Σάρλοτ Χόρνετς στην ικανοποιητική τιμή των τριών δις δολαρίων, δέκα φορές πάνω από όσο την είχε αγοράσει.

     

    Η εξέλιξη της δυναστείας των Μπουλς σε σύγχρονο δράμα ίσως θα ήταν εν τέλει το πιο ταιριαστό για μια ομάδα που ξεπέρασε κάθε αθλητικό όριο.

    Η εξέλιξη της δυναστείας των Μπουλς σε σύγχρονο δράμα ίσως θα ήταν εν τέλει το πιο ταιριαστό για μια ομάδα που ξεπέρασε κάθε αθλητικό όριο. Ωστόσο, ο καλύτερος τρόπος για να κλείσει ένα άρθρο σαν αυτό, θα ήταν αντίθετα η παραπομπή σε ένα πεζό δεδομένο, το οποίο αποτυπώνει ανάγλυφα και αντικειμενικά το μέγεθος της επίδρασης που είχαν ο Τζόρνταν και οι Μπουλς, αλλά και συνολικά εκείνη η ενθουσιώδης χρυσή εποχή του μπάσκετ που χαρακτηρίστηκε από ισχυρές προσωπικότητες και έντονες αντιπαλότητες, τεχνική τελειοποίηση του αθλήματος και εκτόξευσή του σε επίπεδα διεθνούς ενδιαφέροντος που είναι αμφίβολο αν θα απολαύσει ξανά. Το δεδομένο αυτό είναι τα ποσοστά τηλεθέασης των τελικών του ΝΒΑ στις ΗΠΑ μέσα στα χρόνια.

    Οι τελικοί του 1993 ανάμεσα στους Μπουλς και τους Σανς εξακολουθούν μέχρι σήμερα να βρίσκονται στη δεύτερη θέση της τηλεθέασης συνολικά των σειρών τελικών, πίσω μόνο από τους τελικούς του 1998 ανάμεσα στους Μπουλς και τους Γιούτα Τζαζ, που έφεραν το έκτο πρωτάθλημα και το δεύτερο θρι-πιτ στο Σικάγο.

    Ακολουθεί στην 3η θέση το Μπουλς-Τζαζ του 1997, στην 4η το Μπουλς-Σιάτλ Σουπερσόνικς του 1996, στην 5η οι τελικοί του 1987 ανάμεσα στους Λέικερς του Μάτζικ Τζόνσον και τους Σέλτικς του Λάρι Μπερντ, στην 6η το Μπουλς-Λέικερς του 1991, στην 7η και 8η τα Λέικερς-Πίστονς του 1988 και 1989, και στην 9η θέση οι τελικοί του 1992 ανάμεσα στους Σικάγο Μπουλς και τους Πόρτλαντ Τρέιλ Μπλέιζερς. Εν ολίγοις, οι τέσσερις πρώτες σειρές τελικών όλων των εποχών είχαν ως πρωταγωνιστές τον Τζόρνταν και τους Μπουλς, και καμία από τις σειρές τελικών που ακολούθησαν από το 1999 μέχρι και το 2023, δεν έχει φτάσει ούτε τη χαμηλότερη σε τηλεθέαση από τις έξι του Τζόρνταν και των Μπουλς.

     

    //Ο Σωτήριος Φ. Δρόκαλος έχει μεταπτυχιακούς τίτλους στις Διεθνείς Σχέσεις, τη Στρατιωτική Ιστορία και τη Διεθνή Αντιτρομοκρατία, όπως και πτυχίο Νομικών Επιστημών, από το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια και το Πανεπιστήμιο Niccolò Cusano της Ρώμης. Είναι συγγραφέας  βιβλίων και μελετών ιστορίας και θεωρίας διεθνών σχέσεων που έχουν δημοσιευτεί στην ιταλική, ελληνική και αγγλική γλώσσα. www.sotiriosdrokalos.com

     

    Διαβάστε ακόμα: Η μυθική αύρα του Μάικλ Τζόρνταν και των Σικάγο Μπουλς.

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top