Λάτιν κάλλος και ποδοσφαιρικό πάθος (φωτογραφία: Sooc).

Μόλις τελείωσε το πρώτο ημίχρονο, έφυγα από το σπίτι και πήγα στα Άνω Πετράλωνα, σε ένα μαγαζί που θα έβλεπαν τον τελικό οι αργεντίνοι της Αθήνας. Η Αλμπισελέστε είχε μπει στο γήπεδο με το μαχαίρι στα δόντια, πραγματικοί πολεμιστές, απέναντι σε μια ομάδα που δεν είχε συνδεθεί στο ματς. 2-0, θα προλάβαινα το πάρτι.

Όταν έφτασα, επικρατούσε ησυχία. Στο πεζοδρόμιο στεκόταν σβηστή μια ψησταριά, και οι μπύρες γύρω της σχημάτιζαν πύργους. Μέσα στην αίθουσα του τάνγκο, ο κόσμος παρακολουθούσε τον τελικό ηλεκτρισμένος. Ψάχνοντας λίγο χώρο για να κάτσω, είδα ελληνοαργεντίνους όλων των ηλικιών, μαμάδες με μωρά, ηλικιωμένους που είχαν πανηγυρίσει τα δυο προηγούμενα το ‘78 και το ‘86, νέα αγόρια και κορίτσια παντού. Δεν κοιτούσα την εξέλιξη του ματς στην διαδρομή, έτσι δεν είχα καταλάβει πότε το ματς πρόλαβε να γίνει 2-2.

«Έχουμε κατάρα» ψιθύριζαν μεταξύ τους, «είμαστε αυτοκτονική ομάδα» έλεγαν άλλοι από τους συγκεντρωμένους.

Εχουμε τόσους Αργεντινούς στην Αθήνα; Κι όμως, ναι (φωτογραφία: Sooc).

Δεν ένιωσα να κομίζω καλούς οιωνούς, κι αν κάποιοι τύποι στον κόσμο είναι προληπτικοί, ο Κορτάσαρ μας έχει μάθει ότι είναι οι λατινοαμερικάνοι. «Έχουμε κατάρα» ψιθύριζαν μεταξύ τους, «είμαστε αυτοκτονική ομάδα» έλεγαν άλλοι. Την ίδια στιγμή, οι Γάλλοι επέλαυναν στα τελευταία λεπτά της κανονικής διάρκειας, και υπό το βάρος που είχα ανακαλύψει ότι έριχνε η μοίρα στους Αργεντίνους, φοβήθηκα πως θα λυγίσουν. Σε κάθε σωτήρια επέμβαση, σε κάθε σκληροτράχηλο τάκλιν, οι ελληνοαργεντίνοι πανηγύριζαν αυθόρμητα, σαν γκολ.

Τα αμήχανα χαμόγελα στην αρχή έγιναν διάπλατα στο τέλος (φωτογραφία: Sooc).

Κάποιοι, τους είδα με τα μάτια μου, δεν μπορούσαν να ανασάνουν από το σασπένς που έκρυβε ο έξτρα χρόνος.

Τελικά, οι αργεντίνοι παίκτες άντεξαν και το ματς οδηγήθηκε στην παράταση. Γρήγορα, νέες προμήθειες με μπύρες από τα γύρω περίπτερα των Πετραλώνων, πιτσιρικάδες που έκαναν τα πρώτα τους τσιγάρα, αγωνία. «Θα το χάσουμε στα πέναλτι», μου έλεγαν, με γερή δόση μακαβριότητας. Κάποιοι, τους είδα με τα μάτια μου, δεν μπορούσαν να ανασάνουν από το σασπένς που έκρυβε ο έξτρα χρόνος. Είχαν αγκαλιάσει σχεδόν με τα δύο χέρια το χρυσό αγαλματάκι, σαν το κυκλαδίτικο ειδώλιο, και ο κύριος Μπαπέ τον οποίο είχαν στολίσει, ένεκα των ημερών, πήγαινε -με το έτσι θέλω- να το κλέψει.

Ε ναι, το σηκώνεις στα ουράνια τον μπόμπιρα (φωτογραφία: Sooc).

Το είχαν ξαναδεί το έργο, δεν είχαν εμπιστοσύνη στη μοίρα τους, μόνο το ματς στα προημιτελικά με την Ολλανδία, που είχε πάρει την ίδια ακριβώς τροπή λειτουργούσε σαν προληπτική άγκυρα. Οι ελπίδες όλων στηρίζονταν στον κοντό θρύλο, κάθε φορά που έπαιρνε τη μπάλα στα πόδια, φώναζαν ευλαβικά το όνομα του. Η τραχύτητα της φωνής των αποδοκιμασιών, έπαιρνε αμέσως μια λυρική, μυστηριακή διάσταση. Μέσι, Μέσι, Μέσι. Εκείνος τους έκανε το χατίρι, σκόραρε, και το δωμάτιο εξερράγη. Ήταν πολύ κοντά, ήταν σχεδόν δικό τους.

Σημαίες κυματίζουν πάνω από αγκαλιασμένους κάθιδρους ελληνοαργεντίνους, κάτω από τη γέφυρα που περνάει το τρένο, αλλά δεν καταφέρνει να σκεπάσει τις ιαχές τους.

Και αμέσως μετά, πάλι ο Εμπαπέ, πάλι μοίρα καταδικασμένη, σχεδόν σιωπή και 3-3. Τα λεπτά που ακολούθησαν, ήταν το κρεσέντο μιας ποδοσφαιρικής ελεγείας, η αλεγκρία συναντούσε ταχυδυναμικά υπερόπλα, οι τερματοφύλακες τέντωσαν τα κορμιά τους, σαν μπαλαρίνες για να στείλουν το ματς στα πέναλτι. Άλλωστε, ποιος μπορεί να σε κατηγορήσει αν δεν πιάσεις ένα πέναλτι, όλοι τα βάζουν με αυτόν που το χάνει. Τουναντίον, οι τερματοφύλακες μόνο ήρωες μπορούν να γίνουν, καμία αγωνία δεν έχουν, ο Πέτερ Χάντκε δεν ήξερε τι έλεγε.

H αγωνία έχει χτυπήσει κόκκινο (φωτογραφία: Sooc).

Ο Μαρτίνες, ο αργεντίνος τερματοφύλακας πιάνει ένα, βλέπει το επόμενο να πηγαίνει έξω και αρχίζει να χορεύει, οι Αργεντίνοι δε λαθεύουν, δε μπορούν να αστοχήσουν και να στερήσουν αυτό το κύπελλο από τον Μέσσι. Νιώθεις πως όλοι έπαιζαν για εκείνον, το παιδικό τους ίνδαλμα, αν μπορούσαν θα του έπλεναν και τα πόδια.

Όλοι πια τρέχουν στο δρόμο, ξεκινάει το πάρτι. Σημαίες κυματίζουν πάνω από αγκαλιασμένους κάθιδρους ελληνοαργεντίνους, κάτω από τη γέφυρα που περνάει το τρένο, αλλά δεν καταφέρνει να σκεπάσει τις ιαχές τους. Το τύμπανο παίρνει τη θέση του στο κέντρο, τα αγόρια παίρνουν τις κοπέλες στους ώμους, οι μαμάδες τα μωρά στην αγκαλιά, οι ηλικιωμένοι κάνουν λίγα, μικρά χορευτικά βήματα. Φωνάζουν συνθήματα και χορεύουν σα δαιμονισμένοι, γιορτάζουν.

Αγκαλιές και επιφωνήματα (φωτογραφία: Sooc).

Η απονομή τελείωσε, οι ελληνοαργεντίνοι γύρω μου είναι μεθυσμένοι από αυτό που ζουν, θέλω κι εγώ λίγο από αυτό που πίνουν.

“De la mano de Leo Messi toda la vuelta vamos a dar”, δηλαδή θα πάμε ως το τέλος χέρι χέρι με τον Μέσι, και πράγματι ο κοντός τα κατάφερε. Θα αργήσουμε να μάθουμε γιατί συναίνεσε στον εργοδότη του, τον εμίρη του Κατάρ και ιδιοκτήτη της PSG, να φορέσει το bisht, τον μαύρο μανδύα της Καταριανής high society. Ακόμα κι αν η κίνηση προβάλλεται ως ένδειξη εκτίμησης, ο συμβολισμός ήταν έντονος και αποκρουστικός. Έχουμε τους καλύτερους, αγοράζουμε ό,τι θέλουμε, η νεόπλουτη ξετσιπωσιά στα χειρότερα της, η Υποταγή του Ουελμπέκ στους δέκτες δισεκατομμυρίων.

O τελικός έχει ολοκληρωθεί. Το πανηγύρι μόλις έχει ξεκινήσει (φωτογραφία: Sooc).

Η απονομή τελείωσε, οι ελληνοαργεντίνοι γύρω μου είναι μεθυσμένοι από αυτό που ζουν, θέλω κι εγώ λίγο από αυτό που πίνουν. Οι κάμερες γύρω μας προσπαθούν να απαθανατίσουν κάτι που θα μοιάζει με εορτασμός καρναβαλιού, ενώ αυτοί οι τύποι έχουν για λίγο τρυπήσει το ταβάνι της ευτυχίας, δεν ξέρω πόσες μέρες θα τους πάρει να κοιμηθούν.

Πάνε πια προς το Σύνταγμα, ο κόσμος τους ανήκει, εγώ παίρνω το δρόμο για το σπίτι μου, ξανά και για λίγο, σίγουρος πως το ποδόσφαιρο καλύπτει την απουσία νοήματος.

 

Διαβάστε ακόμα: O Γιάννης είναι τόσο Έλληνας όσο και Νιγηριανός. Μας πειράζει;

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top