Ποτέ δεν είναι αργά να δοκιμάσετε την πισίνα (Φωτογραφία από την ταινία Swimming With Men).

    Αγαπώ τα σπορ. Αλλά όχι την άθληση. Ένα από τα μεγαλύτερα παιδικά μου όνειρα ήταν να γίνω αθλητικογράφος. Εκτός από μια μικρή περίοδο στα 8-9, που παρασυρμένος από τον Τερματοφύλακα-Γιατρό, ονειρευόμουν να κάνω ποδοσφαιρική καριέρα, ποτέ άλλοτε δεν είχα σοβαρές σκέψεις αθλητικού μέλλοντος.

    Έπαιξα τερματοφύλακας σε τοπικό πρωτάθλημα ως έφηβος, έσκισα γόνατα σε ξερά γήπεδα, έκανα προετοιμασία στο όρος Αιγάλεω έναν καυτό Αύγουστο στα 16 μου, δοκίμασα προπονήσεις με ομάδες μπάσκετ, βόλεϊ, χάντμπολ, έχω παίξει πινγκ πονγκ, χόκεϊ επί χόρτου σε κάτι απίθανα δοκιμαστικά σε κάτι γηπεδάκια πίσω από το ΣΕΦ, έχω ρίξει δέκα μπαλιές σε γήπεδα τένις για να νιώσω στο πετσί μου πόσο εξωφρενικά δύσκολα είναι όλα όσα βλέπουμε στην τηλεόραση, κι όλα αυτά πριν καν αρχίσω να γράφω για αθλητές και επιδόσεις σε εφημερίδες, αθλητικά σάιτς (από το τρομερά μακρινό 1996 για κάποιον απίθανο λόγο), περιοδικά, κι ότι άλλη έκδοση αθλητικού περιεχομένου μπορεί κανείς να φανταστεί.

    Εχω κάνει και γιόγκα κάποτε, μαζί με μια φίλη και συνάδελφο τότε, πριν γεμίσει ο κόσμος γιόγκι και στρωματάκια, όταν πρέπει να υπήρχαν λιγότερα από 10 δασκάλες σ’ όλη την Αθήνα.

    Έχω παρακολουθήσει σε γήπεδο μπέιζμπολ και σόφτμπολ (και σε Ολυμπιακούς αγώνες καλή ώρα), έχω περιγράψει γαλλικό ράγκμπι στην ελληνική τηλεόραση (!), έχω βρεθεί σε αγώνες ενόργανης και ρυθμικής γυμναστικής, άρσης βαρών, πρωταθλήματα και ημερίδες στίβου, κύπελλα άνοιξης γυνακείου βόλεϊ, πρωταθλήματα ιστιοπλοΐας, κανόε-καγιάκ, γουίντ σερφ, σκοποβολής, τοξοβολίας, κωπηλασίας, κολύμβησης, πόλο, καταδύσεων, ευρωπαϊκά και παγκόσμια πρωταθλήματα παίδων, εφήβων και ότι άλλη διοργάνωση μπορεί κανείς να φανταστεί, πάλη, τάε κβον ντο, κάτι απίθανους αγώνες επίδειξης BMX σε κλειστά γήπεδα, κι αν ψάξω λίγο τα κουτιά με τα εισιτήρια και τις διαπιστεύσεις στο πατρικό μου, θα ανακαλύψω σίγουρα και ξεχασμένες στιγμές από ακόμα πιο βαρετές μέρες και νύχτες σε μακρινά γήπεδα με απίθανες διοργανώσεις και περίεργα σπορ.

    Αρνούμαι όμως πεισματικά να αθληθώ. Για δεκαετίες οι φίλοι μου, είτε στις παρέες είτε στη δουλειά, με καλούσαν να παίξω κατά καιρούς σε πρωταθλήματα Τύπου, ή σε μικρά διαλείμματα 5Χ5, «μπασκετάκι», ποδόσφαιρο σε μεγάλο γήπεδο, τένις, πινγκ-πονγκ, και όσο περνούσαν τα χρόνια, και πιο «σοφιστικέ» επιλογές, όπως σκουός, αναρρίχησή, ή τελευταία SUP. Σχεδόν όλα αυτά τα δοκίμασα. Έστω μια φορά. Αλήθεια, έχω κάνει και γιόγκα κάποτε, μαζί με μια φίλη και συνάδελφο τότε, πριν γεμίσει ο κόσμος γιόγκι και στρωματάκια, όταν πρέπει να υπήρχαν λιγότερα από 10 δασκάλες σ’ όλη την Αθήνα. Το λάτρεψα το μάθημα. Και την δασκάλα επίσης. Η φίλη μου έπαθε πλάκα. Μετά από τόσα χρόνια, είναι διάσημη δασκάλα της γιόγκα κι η ίδια. Εγώ δεν ξαναπήγα ούτε δεύτερη φορά σε μάθημα.

    Ο Τσώρτσιλ έλεγε πως το μυστικό της μακροζωίας του ήταν «πως δεν αθλήθηκα ούτε μια μέρα στη ζωή μου».

    Η άρνηση μου να εμπλακώ σε οποιαδήποτε φυσική δραστηριότητα είχε φυσικά περισσότερους από έναν λόγους – πέρα απ’ τον απολύτως προφανή, την τεμπελιά. Κάθε φορά που κάποιος φίλος μου επιβεβαίωνε την στατιστική, και εμφανιζόταν με κάποιον τραυματισμό που απέκτησε αθλούμενος, εγώ αρεσκόμουν να «παίζω το χαρτί του Τσώρτσιλ».

    Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, τους θύμιζα, κάθε φορά και πιο προκλητικά, έζησε 90 χρόνια, πίνοντας ένα νεροπότηρο ουίσκι κάθε πρωί, τρώγοντας καμένο μπέικον για πρωινό, και καπνίζοντας ασταμάτητα μέχρι να πεθάνει. Το μυστικό της μακροζωίας του, έλεγε σύμφωνα με έναν από τους πάμπολλους μύθους που τον ακολουθούν, ήταν «πως δεν αθλήθηκα ούτε μια μέρα στη ζωή μου». Η στρεβλή μου αντιμετώπιση περί υγείας και ανθυγιεινών συνηθειών, ήταν προφανώς μια πραγματικότητα με ημερομηνία λήξης.

    Φτάνοντας στην μέση ηλικία, και ζώντας μια σειρά από κρίσεις τριγύρω μου, ήταν απολύτως αναμενόμενο να δω τα μικρά και τα μεγάλα της ζωής, αλλιώς. Πέρυσι λοιπόν, έχοντας περάσει μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια ένα τρομακτικό burn out, τον θάνατο του πατέρα μου, μια συγκλονιστικά μεγάλη διαδικασία αναθεώρησης καριέρας, επαγγελματικής διαδρομής, επανεξέτασης και ενδοσκόπησης, μεταξύ οικονομικής κρίσης, παγκόσμιας πανδημίας και πρώτης καραντίνας, και φυσικά, μιας οικογενειακής ζωής με δύο μικρά παιδιά με όλα τα συνεπικουρούμενα της, αποφάσισα πως ήρθε η ώρα να αρχίσω να προσέχω κάπως το σώμα μου, που παρά τα αντιθέτως «προγραμματισμένα» συνέχιζε να με κρατάει υγιή και όρθιο.

    Μια από τις καλύτερες, και πιο υποτιμημένες συνήθειες που οι άνθρωποι θα «έπρεπε» να δοκιμάζουν να αποκτήσουν στη μέση ηλικία είναι το κολύμπι.

    Με τον ενθουσιασμό κάθε νέου μου ξεκινήματος λοιπόν, άρχισα να τρέχω. Όχι «στα κουτουρού», αλλά με ένα μικρό πρόγραμμα. Είχα διαβάσει, είχα ρωτήσει, είχα μελετήσει τι θέλω να κάνω, και πως, και ονειρευόμουν πως θα έφτανα να τρέξω έναν μαραθώνιο σε έναν χρόνο. Όχι, δεν είχα ξανατρέξει ποτέ στη ζωή μου. Έτρεξα μια εβδομάδα. Κάθε μέρα. Για μια ώρα το πρωί. Την όγδοη μέρα ένιωσα το δεξί μου γόνατο να «φεύγει». Γύρισα σπίτι, έβαλα πάγο, το έδεσα, το ξεκούρασα, το πρόσεξα, και την επόμενη μέρα αποφάσισα να μην το ταλαιπωρήσω, αφού ήταν εμφανές πως το «είχα παρακάνει» για αρχή, και περίμενα να υποχωρήσει ο πόνος για να συνεχίσω το τρέξιμο. Δύο εβδομάδες και περισσότερο πόνο απ’ όσο είχα ζήσει σε ολόκληρη τη ζωή μου σε ένα σημείο, ο γιατρός μου ανακοίνωσε πως είχα μια «κάκωση έσω πλάγιου συνδέσμου». Συνηθισμένο και ελαφρύ. Αλλά απαγορευτικό για να τρέχω μέχρι να επανέρθει το γόνατο.

    Δεν με πείραξε ούτε το «κρεβάτωμα» για λίγες μέρες, ούτε τα χάπια, ούτε καν η ακινησία για δυο μερόνυχτα. Με κατέστρεψε όμως η λευκή αντιθρομβωτική κάλτσα. Την οποία δεν την συνέδεσα με όσα φοράνε τόσοι και τόσοι αθλητές σε προπονήσεις και αγώνες. Αλλά μου θύμισε αυτόματα την κάλτσα που φορούσε ο πατέρας μου σε κάθε ένα από τα μπάι-πας που έκανε, αφού έβγαινε από τα χειρουργεία. Διόλου «γλυκιά ανάμνηση» για ένα καλοκαίρι γεμάτο σκέψεις επανεξέτασης μιας ζωής ολόκληρης. Κάπου εκεί, τις πρώτες ώρες που πέρασα στο κρεβάτι βλέποντας το πόδι μου με την κάλτσα που θα μπορούσε να με κάνει να νιώθω λίγο πιο Λεμπρόν Τζέιμς, αλλά με έκανε να νιώθω λίγο πριν την στεφανιαία νόσο, αποφάσισα πως το τρέξιμο είχε τελειώσει οριστικά για εμένα.

    Μιλώντας λίγους μήνες αργότερα με έναν ψυχολόγο και σε μια άσχετη συζήτηση περί του τι είναι η μέση ηλικία, και τι ευκαιρίες προσφέρει στους ανθρώπους, μου επεσήμανε πως μια από τις καλύτερες, και πιο υποτιμημένες συνήθειες που οι άνθρωποι θα «έπρεπε» να δοκιμάζουν να αποκτήσουν ή καλύτερα να επιβάλουν στον εαυτό τους, για να βελτιώσουν την ζωή τους σε αυτή την ηλικία, ήταν το κολύμπι.

    «Είναι τρομερή αερόβια γυμναστική, αλλά σε αντίθεση με οτιδήποτε άλλο μπορείς να αρχίσεις να δοκιμάζεις, δεν έχει κίνδυνο τραυματισμού. Και είναι εξαιρετικά βοηθητικό και ως αγχολυτικό, και ως στοχοθετική διαδικασία οροσήμων, που είναι μια από τις πλέον βασικές ‘ασκήσεις’ που βάζουμε τους ανθρώπους να κάνουν σε αυτές τις περιπτώσεις» μου εξήγησε. Όλα μου έμοιαζαν τόσο δραματικά απλά, αλλά όσο κι αν τα ανέλυσα, δεν έβρισκα κανένα «κενό» στην εξήγηση του. Η απόφαση είχε ήδη ληφθεί.

    Αγαπώ την θάλασσα, λατρεύω να είμαι στο νερό, περισσότερο κι απ’ το να ξαπλώνω στην παραλία, αλλά η διαδικασία της πισίνας είναι μια εντελώς διαφορετική υπόθεση.

    Λίγες ημέρες μετά, πήγα στο κλειστό κολυμβητήριο που απέχει λιγότερο από δέκα λεπτά περπάτημα από το σπίτι, εκεί που μέχρι πριν τις καραντίνες πήγαινα και τα δυο μου κορίτσια για να κολυμπούν με «μακαρόνια» και σανίδες, και εγγράφηκα ως δημότης για να μπορώ να κολυμπάω στην πισίνα, τις αρκετές κάθε μέρα, ώρες για το κοινό.

    Στα 43 μου, δεν είχα ποτέ πριν κολυμπήσει τόσο πολύ. Αγαπώ την θάλασσα, λατρεύω να είμαι στο νερό, περισσότερο κι απ’ το να ξαπλώνω στην παραλία, αλλά η διαδικασία της πισίνας είναι μια εντελώς διαφορετική υπόθεση. Προφανώς και έχοντας «τικάρει» σχεδόν κάθε κουτάκι σε όλα τα τεστ για burn out, ψυχολογική εξάντληση, κρίση μέσης ηλικίας και μιας σειράς άλλων, λίγο ή πολύ, ανησυχητικών αντίστοιχων, η αναγκαιότητα για να αδειάζει το μυαλό μου από σκέψεις και προβληματισμούς μέσα στη μέρα ήταν δραματικά σημαντική.

    Το κολύμπι τα λύνει όλα. Δεν έχει σημασία αν ξέρεις να κολυμπάς καλά, γρήγορα, αργά ή ύπτιο. Δεν έχει σημασία να ασχοληθείς να «μετράς πλακάκια». Θα βρεις πότε βολεύει καλύτερα με το στρόουκ σου, να αναπνέεις. Συνήθως, για τους περισσότερους, είναι κάθε τρίτη χεριά. Αν ζητήσεις από κάποιον κολυμβητή/δάσκαλο λίγες συμβουλές, θα μάθεις κι από νωρίς πως να λυγίζεις τον αγκώνα σου όταν φτάνεις στην επόμενη χεριά, σαν να «τραβάς» το χέρι σου από την πλευρά του κορμού σου. Θα δοκιμάσεις διάφορα στυλ και θα «οραματιστείς» πως τα χέρια σου είναι ανεμόμυλοι, κουπιά, κεραυνοί, σφυριά, ό,τι μπορεί να φανταστεί το μυαλό σου στην πραγματικότητα, μέχρι να βρεις την πνευματική εικόνα και τον αυτοματισμό που βολεύουν το σώμα και το μυαλό σου καλύτερα.

    Θα βάλεις στόχο γρήγορα. Μπορεί να είναι δέκα «πάνω-κάτω». Μπορεί να είναι το πρώτο σου χιλιόμετρο στην πισίνα (20 διαδρομές στην 50άρα δηλαδή). Μετά θα βάλεις στόχο 30 διαδρομές. Ή πιο γρήγορο χιλιόμετρο. Θα πάρεις μαγιό που να σε κάνει να νιώθεις κολυμβητής. Σκουφάκι που να αρέσει στα πιτσιρίκια σου. Γυαλάκια που να ταιριάζουν με αυτά. Θα αρχίσεις να ξεχνάς τα προβλήματα για περισσότερη ώρα. Θα μυρίζεις το χλώριο και θα νιώθεις ανακούφιση. Χαρά. Ηρεμία. Θα βλέπεις γαλάζιο αρκετή ώρα είτε έχει συννεφιά, είτε έξω έχει 45 βαθμούς. Και θα κολυμπάς, όσο συχνά συμφωνήσεις με τον εαυτό σου. Είτε έχεις ακόμα μια κρίση να διαχειριστείς, είτε οι άνεμοι της ζωής σου είναι ούριοι αυτή την περίοδο. Γιατί πλέον, δεν χρειάζεται να «σκάσεις» και να κολυμπήσεις. Θα κολυμπάς και θα ξεσκάς. Κάθε φορά.

     

    Διαβάστε ακόμα: Γιατί δεν γράφονται βιβλία για τα εγκλήματα στην Ελλάδα;

     

     

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top