«Αποφάσισα να στήσω στην περιοχή ένα πρόχειρο αντίσκηνο με σεντόνια, που τα συνόδεψα με βούρλα, για να περάσω ανέξοδα το καλοκαίρι, καθώς δεν υπήρχαν χρήματα. Έτρωγα ντομάτες απ’ τον μπαξέ ενός Κεφαλλονίτη, που μου είχε δώσει το ελεύθερο, έβγαζα σωλήνες με τη σωληνόβεργα, μαγείρευα με ξύλα που τα είχε ξεβράσει το κύμα…», γράφει ο Κάρολος Τσίζεκ. (Φωτογραφία: Γιάννης Βανίδης – πηγή: περιοδικό Εντευκτήριο).

[…[ Κάποτε ο πόλεμος τελείωσε. Αλλά πριν ακόμα τελειώσει, ο πατέρας μου είχε αρχίσει να αρρωσταίνει. Σχεδόν δεν μπορούσε πια να δουλέψει και φυσικά ούτε να κυνηγήσει. Το προσωπικό του εργοστασίου των αδελφών Μοδιάνο, που αποτελούνταν αποκλειστικά από Εβραιοπούλες εργάτριες και μερικούς Εβραίους διοικητικούς υπαλλήλους, που ήταν και οικογενειακοί μας φίλοι, είχε χαθεί στα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου εκτός από τους τρεις αδελφούς ιδιοκτήτες. Άδικα τους είχε προειδοποιήσει ο πατέρας μου να μην εμπιστεύονται τους Γερμανούς.

Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο βάλτος και η λιμνοθάλασσα της Γεωργικής Σχολής, όπου είχα καιρό να πάω, είχαν εξαφανιστεί. Τα είχαν αποξηράνει. Ένα αντλιοστάσιο, σε επιλεγμένο σημείο, διοχέτευε τώρα τα νερά που είχαν απομείνει, κόκκινα από την αλμυρήθρα, στη θάλασσα. Τα φύλαγε ένας γέρος, με επιλήψιμο κατοχικό παρελθόν, όπως παραδεχόταν και ο ίδιος, αλλά μετανιωμένος κι έξυπνος, που τα βράδια, αδιαφορώντας για τις υποχρεώσεις του, πήγαινε γιαλό γιαλό να κοιμηθεί, για περισσότερη άνεση, στο σπίτι του, στην Καλαμαριά. Καθώς σε εκείνο το σημείο εκβάλλει, ακόμα και σήμερα, ένα ποταμάκι που τα νερά του έρχονται απ’ την περιοχή του Σέδες, έπιανε κεφαλόπουλα, στήνοντας στις εκβολές ένα μικρό κάθετο δίχτυ και δίπλα του ένα οριζόντιο. Τα ψάρια που πάσχιζαν να μπουν στο ρυάκι πηδούσαν στο κάθετο δίχτυ και παγιδεύονταν στο οριζόντιο.

«Όταν φυσούσε βαρδάρης, έριχνα το αντίσκηνο καταγής, για να μην παρασυρθεί, και κούρνιαζα πίσω απ’ το μισογκρεμισμένο τοιχάκι του καφενείου».

Σε κάποια απόσταση, στην ολότελα έρημη ακρογιαλιά, υπήρχε μια ψαράδικη καλύβα. Εκεί έμενε ένας ψαράς, από την Επανομή, αν θυμάμαι καλά, μαζί με την οικογένειά του και τον συνέταιρό του. Λεγόταν Δημήτρης Αγρίμης. Και σ’ ένα άλλο σημείο, δίπλα στις τσιμεντένιες κολόνες ενός κτίσματος που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, ένα πρόχειρο καφενεδάκι που το είχε ένας Καπουτζιδιανός, πρώην τσαγκάρης, ο Χρήστος Κυρλαγκίτσης. Το δούλευε με τη γυναίκα του Γιαννούλα κι έναν βοηθό, που πιθανόν να λεγότανε Καμπούρης.

Ο Κάρολος Τσίζεκ ήταν ζωγράφος, γραφίστας, μεταφραστής, ποιητής και πεζογράφος. Γεννήθηκε το 1922 στην Μπρέσια της Ιταλίας από Τσέχους γονείς, οι οποίοι το 1929 εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Το 1987 απέκτησε την ελληνική ιθαγένεια. (Φωτογραφία: Άρις Γεωργίου).

Ύστερα από μία ή δύο επισκέψεις αποφάσισα να στήσω στην περιοχή ένα πρόχειρο αντίσκηνο με σεντόνια, που τα συνόδεψα με βούρλα, για να περάσω ανέξοδα το καλοκαίρι, καθώς δεν υπήρχαν χρήματα. Έτρωγα ντομάτες απ’ τον μπαξέ ενός Κεφαλλονίτη, που μου είχε δώσει το ελεύθερο, έβγαζα σωλήνες με τη σωληνόβεργα, αγόραζα ψωμί, τυρί και ούζο απ’ το καφενεδάκι, προμηθευόμουνα κονσέρβες, κυρίως γάλα και ψαρικά, από ένα περίπτερο της Γεωργικής Σχολής, μαγείρευα με ξύλα που τα είχε ξεβράσει το κύμα, καθάριζα τους μαυρισμένους τεντζερέδες με φύλλα συκιάς, και φυσικά χαιρόμουνα τη μοναξιά και τη θάλασσα. Τις σωλήνες τις έβραζα ψιλοκομμένες για να φεύγει ευκολότερα η άμμος, δίχως το κέλυφος και δίχως το ρύζι, και οι Καπουτζιδιανοί με κορόιδευαν: «Ο Κάρολος έφκιασε πατσά».

Όταν έβρεχε, τα μουσκεμένα σεντόνια αδιαβροχοποιούνταν· όταν φυσούσε βαρδάρης, έριχνα το αντίσκηνο καταγής, για να μην παρασυρθεί, και κούρνιαζα πίσω απ’ το μισογκρεμισμένο τοιχάκι του καφενείου· με μέτριο άνεμο ενίσχυα τα πάνινα τοιχώματα με μια αναποδογυρισμένη καρέκλα· όταν έκανε κρύο, κοιμόμουνα με το παλτό. Στις ελώδεις περιοχές το κλίμα είναι βαρύ. Γι’ αυτό πρέπει να τρως καλά, όπως έλεγαν οι Καπουτζιδιανοί, που δεν είχαν ακόμα προβιβαστεί σε Πυλαιώτες – ήταν συντηρητικοί στις αντιλήψεις τους και μερικά πράγματα που έκανα τους ξένιζαν ή τα έβρισκαν αστεία.

«Με γοήτευε η ερημιά και η ησυχία του τοπίου. Αυτή η μοναξιά βοηθούσε στην περισυλλογή και μου έδινε ένα αίσθημα ευφορίας».

Ένα αγοράκι που ερχόταν κάθε κάθε Σαββατοκύριακο με τους γονείς του είχε ονομάσει αυτή την απόμερη γωνιά, που όμως δεν απείχε πολύ απ’ τον δημόσιο δρόμο, «καράκοβα πλαζ». Κατέβαινε πάντα απ’ το αυτοκίνητο χοροπηδώντας απ’ τη χαρά του και τραγουδώντας ένα ρυθμικό λατινοαμερικάνικο τραγούδι της μόδας. Αυτοί βέβαια, αφού έστηναν ένα πρόχειρο κατάλυμα για τη νύχτα, ψήνανε στη σχάρα άφθονα κρεατικά ή ψάρια, καθώς για τον Νεοέλληνα εκδρομή σημαίνει κυρίως φαγοπότι, ει δυνατόν κοντά σε μια πηγή με χωνευτικό νερό. Εγώ, αντίθετα, δεν νοιαζόμουν για το φαγητό. Με γοήτευε η ερημιά και η ησυχία του τοπίου. Γύρω μου υπήρχαν ελάχιστες λεύκες, ακακίες, συκιές και λυγαριές και προπαντός άφθονα βούρλα. Από ένα σημείο και πέρα, ύστερα από μια κάπως απότομη καμπύλη, εκτεινόταν χωρίς ίχνος βλάστησης και ανθρώπινης παρουσίας ο κόλπος μέχρι το αεροδρόμιο. Αυτή η μοναξιά, που σ’ έκανε κατά κάποιον τρόπο κυρίαρχο στη γη του κανενός, βοηθούσε στην περισυλλογή και μου έδινε ένα αίσθημα ευφορίας.

Το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί σχέδιο του Κ. Τσίζεκ από το έργο του «Οκτώ σχέδια πουλιών» (δεκαετία 1950, Μόνιμη Συλλογή του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης).

Στην απομόνωσή μου αυτή είχα ωστόσο, πράγμα που μου φαίνεται κάπως περίεργο σήμερα, όταν το αναλογίζομαι, αρκετές επισκέψεις. Καταρχήν, πότε πότε έρχονταν οι γονείς μου, με τους οποίους μοιραζόμουνα τις ελάχιστες προμήθειες που είχα. Δεν μου ήταν πάντα εύκολο να τις ανανεώνω. Στην ερημιά ακόμα κι ένα κρεμμύδι που το βρήκες πεταμένο στην άκρη του δρόμου είναι δώρο Θεού. Το βράδυ ερχόταν καμιά φορά έφιππη και λίγο αγέρωχη απ’ το αγρόκτημα του Πανεπιστημίου, όπου διέμενε, η Ζωή Καρέλλη. Ίσως να διακατεχόταν από κάποια ρομαντική διάθεση που δεν τη συμμεριζόμουνα. Ο συνέταιρος του Αγρίμη, ο Ντόγκας, ένας γέρος ψαράς, συνήθως πιωμένος εκείνη την ώρα, εντυπωσιαζόταν απ’ την παρουσία της και την καλούσε φορτικά να ξεπεζέψει για να πιουν ένα ποτηράκι. Για να τον ξεφορτωθεί, η έφιππος ποιήτρια αναγκαζόταν να επιστρατεύσει όλη την ακαταδεξιά της. Υπήρχε εξάλλου πάντα κάτι το αγκαθερό στο παρουσιαστικό της, όπως και σε μερικούς από τους στίχους της, που σε έκανε επιφυλακτικό στο πλησίασμα. […]

Θεσσαλονίκη, Απρίλιος 2003

 

// Το απόσπασμα που φιλοξενεί η στήλη είναι από το βιβλίο του Κάρολου Τσίζεκ «Η λιμνοθάλασσα της Γεωργικής Σχολής και άλλες αφηγήσεις». Επίμετρο: Αλέξης Ζήρας. Εκδόσεις Κίχλη, 2013.

 

* Ο Κάρολος Τσίζεκ το 1940 γνωρίστηκε με τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη και υπήρξε βασικός συνεργάτης του ιστορικού περιοδικού της Θεσσαλονίκης «Κοχλίας» (1945-1948). Η συνεργασία του με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, στην τυποτεχνική και καλλιτεχνική επιμέλεια του περιοδικού «Διαγώνιος» (1958-1983) αρχικά και των Εκδόσεων της Διαγωνίου λίγο αργότερα (1962-1998), υπήρξε η απαρχή μιας λαμπρής καριέρας στον σχεδιασμό και την επιμέλεια εκδόσεων. Το 2002 βραβεύτηκε από το τσεχικό κράτος για το μεταφραστικό του έργο, ενώ το 2004 αναγορεύτηκε επίσημος διδάκτωρ του ιταλικού τμήματος του ΑΠΘ.

** Η ερημική παραλία της αρχαίας Θέρμης όπου πέρασε εκείνο το καλοκαίρι του ο Κ. Τσίζεκ –διαβάζουμε στο επίμετρο του Αλέξη Ζήρα– βρισκόταν στα όρια της αποξηραμένης αμέσως μετά τον πόλεμο λιμνοθάλασσας της Γεωργικής Σχολής.

 

Διαβάστε ακόμα: Γιώργος Σκαμπαρδώνης – «Φτωχοί και έφηβοι στη Θεσσαλονίκη».

 

 

 

 

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top