1-1190

« Όπως ο Λογοθετίδης πριν από αυτόν, Κωνσταντινούπολης εύθυμης αλλά κι ουσιαστικής, ουσιαστικότατης, Τέχνης μας προαιώνιας, με το ταλέντο του κι εκείνος νόμιμος, λαμπρός, υπέρλαμπρος κληρονόμος»…

Ομολογώ πως μέμφομαι τον εαυτό μου. Δεν μου συγχωρώ που δεν προσπάθησα, όταν είχα τον τρόπο και το χώρο στα διάφορα έντυπα, να τον βρω, να του πάρω μια συνέντευξη, όπως πήρα από τον Σταυρίδη, τον Χατζηχρήστο, τη Ρένα Βλαχοπούλου μια φορά κι έναν καιρό, τον Αλέκο Σακελλάριο, και βέβαια από τον πολυαγαπημένο μου Θανάση Βέγγο.

(Για τη Σαπφώ Νοταρά, πάλι μια φορά κι έναν καιρό, προσπάθησα, το ραντεβού μας κλείστηκε τη βοηθεία του Ματθαίου Μουντέ και του Γιώργου Μανιώτη στο «Greek House» θυμάμαι για ένα μεσημέρι μιας Παρασκευής, αλλά εκείνη πήγε Πέμπτη εκεί, την παραμονή, και με περίμενε, κι ύστερα θύμωσε, και μου τηλεφώνησε εξοργισμένη, κι έτσι το πράγμα χάλασε. Κρίμα, γιατί αν ήταν σήμερα, μ’ όση πείρα έχω πια αποκτήσει, θα τα ’χα καταφέρει νομίζω να τη μεταπείσω, να την ξαναβρώ)…

2-1190

«Με της Δύσης πιο πολύ τα όπλα και την ευγενική διακριτικότητα ο Ηλιόπουλος. Αλλά χαμένης πατρίδας ελληνοπρεπέστατος μαθητής και δάσκαλος, της Αλεξάνδρειας, της Μασσαλίας, ο Ηλιόπουλος Σχολή».

Ο Ηλιόπουλος όμως! Βέβαια πάλι καμιά ανάγκη δεν θά ’χε το μέγιστο ταλέντο του από μια συνομιλία επιπλέον μαζί μου, για μένα όμως θα το ’θελα πολύ, να τον έβλεπα κι από κοντά για λίγο, ακόμα και στην προχωρημένη ηλικία που έπαιζε εδώ κοντά μου, στο θέατρο Ιλίσια. Ποιος ξέρει γιατί δεν τό ’κανα, ποια συγκυρία δεν το επέτρεψε, να γινόταν από την πλευρά μου και γι’ αυτόν ό,τι έπρεπε νά ’χει γίνει.

Διαβάστε ακόμα: Κυνηγώντας τον Βέγγο!

3-1190

«Ήρωας ο Ηλιόπουλος και των ελάχιστων ακόμα κινήσεων του σώματός του και των χεριών, χορευτής πέρα κι από τους χορούς του στα φιλμ τους απολαυστικούς, χορευτής ολόψυχος με λάμψη του ολόγυρα τον εαυτό του τον πλήρη»…

Τα λέω όλ’ αυτά τώρα που έχω ξαναδιαβάσει την υποδειγματική του αυτοβιογραφία με το προσωπικό του άγγιγμα παντού, με την προσπάθειά του και για χιούμορ επιπλέον του τόσου που επί τόσα χρόνια ο Ντίνος Ηλιόπουλος εντυπωσιακά διαχειρίστηκε και ξόδεψε υπέρ ημών. Όπου, στην αυτοβιογραφία αυτή τα πάντα διάφανα, σαν πίσω από αόρατο κρύσταλλο οι σκηνές της ζωής του, οι αναμνήσεις του οι ποικίλες, οι περιγραφές του οι υπέροχες, τα λόγια του τα συγκινητικά.

Όπου καρδιά πάλλουσα ανθρώπου εκλεκτού, την Ελλάδα την πληγωτική και πάντα σχεδόν μητριά μας υπεραγαπούσε, λάτρευε. Όπου οι χαμένες πια μες στους μύθους τους μορφές της Μαρίκας Κοτοπούλη και της κυρίας Κατερίνας ολοζώντανες, δίπλα μας κι αυτές ξαφνικά χωρίς σινεμά, οι πριν από πολλά χρόνια του θεάτρου μας ηγερίες και κορυφαίες, οι βασίλισσες.

 

ntinos1

«Πάντοτε το έργο τελικά αυτός, στις δικές του λιγνές πλάτες κόσμος ολόκληρος κρατημένος. Από τον “Θανασάκη τον Πολιτευόμενο’’ ως τον “Ατσίδα’’ κι από τον Κούνδουρο και τον Σακελλάριο ως τον Δημόπουλο κι όλους μετά»…

Μέμφομαι τον εαυτό μου. Δεν μου συγχωρώ που δεν προσπάθησα όταν είχα τον τρόπο και το χώρο στα διάφορα έντυπα να τον βρω, να του πάρω μια συνέντευξη.

(Την κυρία Κατερίνα, τη μοναδική Κατερίνα Ανδρεάδη, εγώ την είδα μικρός στη σκηνή, στη «Χαρτοπαίκτρα», με τη Σαπφώ Νοταρά μάλιστα στον ίδιο ρόλο της υπηρέτριας που έπαιξε και με τη Βλαχοπούλου στην ταινία, και παραήτανε καλή η αστική της χυμώδης γελοιογραφία, άλλου είδους τελείως από της Βλαχοπούλου την έντονη ταυτόχρονα και γλυκά διάχυτη λαϊκότητα).

5-1190

«Τι θαύμα κι αυτό, να είναι παντού, μα παντού καλός, και σ’ έργα ασήμαντα και κακογυρισμένα. Είναι και σ’ αυτά φωτεινό ακρόπλωρο σε θάλασσες ενάντιές του και σε ανέμους κόντρα και συγκεχυμένους»…

6-1190Ο Ηλιόπουλος! Τι θαύμα κι αυτό, να είναι παντού, μα παντού καλός, και σ’ έργα ασήμαντα και κακογυρισμένα. Είναι και σ’ αυτά φωτεινό ακρόπλωρο σε θάλασσες ενάντιές του και σε ανέμους κόντρα και συγκεχυμένους, χαρακτήρας ακριβής, σαν του Αυλωνίτη, σαν του Σταυρίδη, σαν της Βασιλειάδου, σαν του Παπαγιαννόπουλου, πάντα και παντού παραπάνω, πάντοτε το έργο τελικά αυτός, στις δικές του λιγνές πλάτες κόσμος ολόκληρος κρατημένος. Από τον «Θανασάκη τον Πολιτευόμενο» ως τον «Ατσίδα» κι από τον Κούνδουρο και τον Σακελλάριο ως τον Δημόπουλο κι όλους μετά, ήρωας ο Ηλιόπουλος και των ελάχιστων ακόμα κινήσεων του σώματός του και των χεριών, χορευτής πέρα κι από τους χορούς του στα φιλμ τους απολαυστικούς, χορευτής ολόψυχος με λάμψη του ολόγυρα τον εαυτό του τον πλήρη, ακόμα πιο πολύ εύστοχο, ακόμα πιο πολύ κάθε φορά προχωρημένο.

Παντού καλός! Σε αριθμό ταινιών αμέτρητο, σε παρουσίες οπουδήποτε τη μία καλύτερη από την άλλη. Και με τον Λόγο, όπως οι πιο επίσημοι κωμικοί, κατακάθαρο, με τις λέξεις του μία-μία της Ποίησης παιδιά, τις φράσεις του, τους τονισμούς του. Του Κλόουν αυτού του πολύ δικού μας φτερά του Ερμή πάνω του, τραγούδια και χωρίς μουσικές καλλίφωνα, γοητευτικά, με τη φωνή του κάθε στιγμή τέλεια.

Ναι. Με της Δύσης πιο πολύ τα όπλα και την ευγενική διακριτικότητα ο Ηλιόπουλος. Αλλά χαμένης πατρίδας ελληνοπρεπέστατος μαθητής και δάσκαλος, της Αλεξάνδρειας, της Μασσαλίας, ο Ηλιόπουλος Σχολή. Όπως ο Λογοθετίδης πριν από αυτόν, Κωνσταντινούπολης εύθυμης, αλλά κι ουσιαστικής, ουσιαστικότατης, Τέχνης μας προαιώνιας, με το ταλέντο του κι εκείνος νόμιμος, λαμπρός, υπέρλαμπρος κληρονόμος.

Δείτε εδώ: Ντίνος Ηλιόπουλος, «Οι Κυρίες της Αυλής» (1966).

Διαβάστε ακόμα: Η Despo του Μπρόντγουεϊ και του σινεμά 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top