George Pelecanos, auteur de romans policiers dont l'action se deroule a Washington D.C.

Τον Τζορτζ Πελεκάνος, ο Στίβεν Κινγκ τον έχει αποκαλέσει «μεγαλύτερο εν ζωή Αμερικανό συγγραφέα μυστηρίου και εγκλήματος». (Ρhoto credit: REA/IML)

Ο Τζορτζ Πελεκάνος περπατάει σε απόσταση αναπνοής από τον κόσμο που περιγράφει στα βιβλία του. Η φαντασία του είχε συνθηκολογήσει με την πραγματικότητα ήδη από την εποχή που ήταν μαθητής γυμνασίου στην Ουάσινγκτον. Έκτοτε η ζωή και το έργο του Ελληνοαμερικανού αυτού συγγραφέα, τον οποίο (όπως ο εκδότης του δεν παραλείπει ποτέ να θυμίσει) ο Στίβεν Κινγκ έχει αποκαλέσει «μεγαλύτερο εν ζωή Αμερικανό συγγραφέα μυστηρίου και εγκλήματος», έσμιξαν με φόντο μια μεγαλούπολη της οποίας όλες οι εντάσεις, οι αντιφάσεις και οι ατέλειες καραδοκούν πίσω από τη λάμψη του Λευκού Οίκου.

Αν μη τι άλλο, ένας βασανιστικός γρίφος προκύπτει μέσα από τις σελίδες του Πελεκάνου, τόσο άλυτος και επίμονος όσο κι εκείνος της Σφίγγας, που παραλίγο κάποτε να αφανίσει την αρχαία Θήβα: Ποια είναι η σημαντικότερη αλήθεια; Η ύπαρξη του Λευκού Οίκου, ο οποίος, υποτίθεται, έχει μετατρέψει την Ουάσινγκτον σε λίκνο καπιταλισμού, πολιτισμού και εξουσίας, ή η βαθιά τριτοκοσμική φύση της βίαιης αυτής πρωτεύουσας, όπου το καλό και το κακό χαροπαλεύουν σε ένα τοπίο αστικής σήψης, διαρκούς εγκλήματος και ρατσισμού;

Το γεγονός ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού της Ουάσινγκτον αποτελείται από μαύρους ίσως έχει χάσει το νόημά του στις μέρες του Ομπάμα. Αλλά το διατηρεί ατόφιο στις ιστορίες του Πελεκάνου, πολλές εκ των οποίων διαδραματίζονται στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, όπου η φυλετική ένταση σφράγισε τις μνήμες μιας ολόκληρης εποχής. Οι γνωστότεροι ήρωές του, όπως ο αξιαγάπητος και πολύ σέξι Ντέρεκ Στρέιντζ, ένας μαύρος εκπρόσωπος του καλού που πρωταγωνιστεί ως αστυνομικός και αργότερα ως ντετέκτιβ σε αρκετά βιβλία του, είναι μαύροι και λευκοί άντρες που εναλλάσσονται σε μια επική κλίμακα αλητείας και δικαίου.

Όνειρα και Πιστόλια 

Όταν ακόμα έπλενε πιάτα στο εστιατόριο του μπαμπά του, οι περισσότεροι τον φώναζαν «Γιώργο». Έτσι άρεσε στον πατέρα του, αλλά δεν άρεσε στον Γιώργο, ο οποίος με τον καιρό του το έκοψε. Αυτό, βέβαια, καθόλου δεν σημαίνει πως οι πιτσιρικάδες Ελληνοαμερικανοί απαρνούνται την πατρίδα τους και κουραφέξαλα, όπως συχνά γκρινιάζουν οι παππούδες μετανάστες. Έχει απλώς να κάνει με το γεγονός ότι το μόνο μέρος που αναγνωρίζουν ως πατρίδα τους τα βλαστάρια των μεταναστών είναι, πολύ φυσιολογικά, το μέρος όπου γεννήθηκαν – και για τον Τζορτζ Πελεκάνο αυτό το μέρος είναι η Washington DC, USA.

Το 1957 που γεννήθηκε ήταν μια δύσκολη χρονιά στην πρωτεύουσα. Αλλού κατουρούσε ακόμα ο λευκός και αλλού ο μαύρος. Αλλού πήγαινε σχολείο ο ένας, αλλού ο άλλος (αν ο μαύρος κατάφερνε να πάει σχολείο). Ο μπαμπάς Πελεκάνος είχε έρθει στην πρωτεύουσα από τη Σπάρτη όταν ήταν πολύ νέος, πριν από τον πόλεμο. Υπηρέτησε ως Αμερικανός πεζοναύτης στον Ειρηνικό Ωκεανό, στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και αργότερα γνώρισε μια όμορφη κόρη Σπαρτιατών, οικογενειακών φίλων, ταιριάξανε, παντρευτήκανε, έκαναν τον Τζορτζ και έζησαν αξιοπρεπώς με τα λεφτά που τους έδινε το εστιατόριο.

thewire1_1024

Μεταξύ άλλων, ο Τζορτζ Πελεκάνος έχει υπογράψει τα σενάρια των Caught, Whatever και The Wire.

Στην ελληνοαμερικανική κοινότητα της περιοχής τους, οι Πελεκάνοι ήταν αγαπητό και σεβαστό ζευγάρι. Πήγαιναν κάθε Κυριακή στην εκκλησία κρατώντας πάντα από το χέρι τον Τζορτζ, ο οποίος, επίσης, έτρεχε ανελλιπώς στο ελληνικό σχολείο με το που τελείωνε το κανονικό. Άρχισε να δουλεύει από μικρός για το χαρτζιλίκι του στο diner του πατέρα του. Χαρακτήρες όπως ο εστιάτορας Μάικ Τζορτζελάκος και ο γιος του, Μπίλι, σε ένα από τα πιο γνωστά μυθιστορήματά του, τη «Φλεγόμενη Πόλη», υπαγορεύονται κατευθείαν από τις προσωπικές μνήμες του συγγραφέα.

Μαύροι και άσπροι, Ιταλοί και Έλληνες, άντρες και γυναίκες, φτωχοί και πλούσιοι, καλοί και κακοί – όλοι Αμερικανοί στον αγώνα της επιβίωσης, σε μια γη ονείρων και πιστολιών. Η μικρή λεπτομέρεια που ίσως προδίδει τη διακριτική περηφάνια του Πελεκάνου για τους γονείς του και την πολιτιστική κληρονομιά τους είναι ότι οι Έλληνες στα βιβλία του είναι πάντα καλοί. Γιατί, άλλωστε, να μην είναι; Όπως χαριτολογεί μια Ελληνοαμερικανίδα ξαδέρφη μου, που δηλώνει πιστή fan του συγγραφέα, «οι Ελληνοαμερικανοί δεν έβλαψαν ποτέ ούτε μύγα στην Αμερική, με εξαίρεση ίσως τον Spiro Agnew!».

Ο Πελεκάνος δεν ακολουθεί κάποια εμπορική φόρμουλα. Πλάθει μια εντελώς δική του σύνθεση, στην οποία ενυπάρχει η απόγνωση της συνειδητοποίησης ότι τις περισσότερες φορές υπάρχει έγκλημα χωρίς τιμωρία και ότι η ιστορία αγαπάει εξίσου τους κακούς με τους καλούς.

Το 1973, όταν ο Spiro λέκιασε την τιμή των Ελληνοαμερικανών και αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την κυβέρνηση Νίξον μετά από σκάνδαλα διαφθοράς και δωροδοκίας, ο Τζορτζ μόλις είχε μπει στα 15 και δεν ήξερε ακόμα τι θέλει να κάνει στη ζωή του. Δεν τον ενδιέφερε τόσο η πολιτική και οι ατιμίες των ανθρώπων της. Όπως θα παρατηρούσε αργότερα ο ίδιος, τον ενδιέφεραν όλα και τίποτα – και ήταν μέσα από το «τίποτα» της καθημερινότητας που προέκυψε η γραφή.

Όταν έπαψε να είναι λαντζέρης στο οικογενειακό εστιατόριο, έγινε ένα διάστημα μπάρμαν και μετά πωλητής σε κατάστημα με γυναικεία παπούτσια. Δεν είχε τόσο ανάγκη τα λεφτά (οι γονείς του θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν ώσπου να βρει το δρόμο του), είχε όμως περιέργεια. Στα μπαρ, τα εστιατόρια και τα μαγαζιά συναντάς κάθε λογής ανθρώπους και ήταν εκεί, στο μεγάλο παζάρι της ταραγμένης μεγαλούπολης, όπου ο Τζορτζ αντίκρισε για πρώτη φορά τους ήρωες μια ταπεινής καθημερινότητας, που αργότερα θα μεγαλουργούσαν στα μυθιστορήματά του.

Κάπως έτσι ξεκινούν οι συγγραφείς: με περιέργεια και δυσμενείς συνθήκες. Η εφηβεία του Πελεκάνου συνέπεσε με τις μεγάλες φυλετικές διαταραχές, οι οποίες κορυφώθηκαν το 1968, μετά τη δολοφονία του λαοφιλούς Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Όπως διηγήθηκε παλαιότερα, «άρχισα να δουλεύω για τον πατέρα μου από τα δέκα μου. Το καλοκαίρι μετά τις μεγάλες διαδηλώσεις, ήμουν κάθε μέρα στο λεωφορείο, διασχίζοντας εκείνα τα μέρη της πόλης που είχαν εντελώς αποδεκατιστεί και καεί. Αλλά αυτό που έβλεπες στο λεωφορείο ήταν ότι ο κόσμος, μετά τις καταστροφικές διαδηλώσεις, χαμογελούσε. Θυμάμαι γυναίκες να φορούν σκουλαρίκια που έγραφαν «Black is Beautiful». Ξαφνικά όλοι στέκονταν κορδωμένοι και αισιόδοξοι. Παρότι ήμουν μόνο έντεκα ετών, αισθανόμουν ότι κάτι σπουδαίο είχε συμβεί, κάτι περισσότερο από φωτιά και διαδήλωση».

Διαβάστε ακόμα: Ο Μισέλ Ουελμπέκ οικονομολόγος.

Writer George Pelecanos arrives at the GQ Men of the Year party at the Chateau Marmont Hotel on November 18, 2008 in Los Angeles, California. AFP PHOTO / Robyn BECK

18 Νοεμβρίου 2008. Κομψότατος Πελεκάνος σκάει μούρη στο πάρτι του GQ για τον “Men of the Year”, το οποίο έλαβε χώρα στο κολασμένο Chateau Marmont Hotel, στην Καλιφόρνια. (photo credit:AFP PHOTO / Robyn BECK)

Όπως το τοποθετούν σήμερα οι ιστορικοί, οι ταραχές που σφράγισαν την εποχή του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ήταν η απαρχή ενός νέου κεφαλαίου της αμερικανικής ιστορίας, που θα οδηγούσε στις μέρες του Ομπάμα – ο οποίος τότε μπουσουλούσε κάπου στη Χαβάη. Η διαίσθηση του Πελεκάνου δεν πήγε τόσο μακριά. Αυτό που τον τραβούσε πιο πολύ, όπως και τους περισσότερους συγγραφείς, ήταν η πολυτέλεια του να είναι κανείς αυτόπτης μάρτυς σε μια τόσο σημαντική ιστορική σύγκρουση. Όπως παρατήρησε κάποτε ο ίδιος, «με εμπνέουν οι συγκρούσεις και οι μάχες -δεν υπάρχει μεγαλύτερη μάχη από εκείνη της ζωής ενάντια στο θάνατο. Παρότι όμως τα βιβλία μου συχνά ταξινομούνται ως ιστορίες μυστηρίου και εγκλήματος, προσωπικά δεν με εμπνέει το έγκλημα, αλλά οι χαρακτήρες».

Καταχωρημένα στα ράφια των βιβλιοπωλείων ως «αστυνομική λογοτεχνία», τα μυθιστορήματα του Πελεκάνου είναι κάτι παραπάνω από αυτό. Το είδος της αστυνομικής λογοτεχνίας, γενικότερα, αποτελεί δίκοπο μαχαίρι για έναν συγγραφέα: από τη μία είναι ίσως το επικερδέστερο είδος λογοτεχνίας σε μια εποχή όπου οι νέοι διαβάζουν λιγότερο «σοβαρή λογοτεχνία», από την άλλη όμως, αντιμετωπίζεται από τους κριτικούς ως κάτι λιγότερο από λογοτεχνία. Εν ολίγοις, υπερεπιτυχημένοι συγγραφείς ιστοριών εγκλήματος, όπως ο Στίβεν Κινγκ, η Πατρίσια Κόρνγουελ και ο Τζέιμς Έλροϊ, μπορεί να έχουν γίνει εκατομμυριούχοι και να είναι διεθνώς γνωστοί, αλλά δεν θα πάρουν ποτέ το Νόμπελ.

Οι ιστορίες του Πελεκάνου, ωστόσο, παρότι ίσως να μην τον οδηγήσουν επίσης ποτέ στο Νόμπελ, προσφέρουν κάτι ουσιαστικότερο στον αναγνώστη από κλισέ και χάρτινους ήρωες, όπως φερειπείν η Σκαρπέτα, η οποία πρωτοστατεί στις προκάτ ιστορίες της Κόρνγουελ. Ο Πελεκάνος δεν ακολουθεί κάποια εκδοτική εμπορική φόρμουλα ούτε γράφει με σκοπό να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του εκδότη του ή να εντυπωσιάσει τον αναγνώστη του. Αντιθέτως, πλάθει μια εντελώς δική του σύνθεση, στην οποία σμίγουν η ιστορία και η φαντασία, η ουσία και η λεπτομέρεια, η απόγνωση της συνειδητοποίησης ότι τις περισσότερες φορές υπάρχει έγκλημα χωρίς τιμωρία και ότι η ιστορία αγαπάει εξίσου τους κακούς με τους καλούς.

 Στον πεζό κόσμο του Πελεκάνου, υπάρχει μόνο κόλαση, ποτέ παράδεισος, και το επίκεντρο αυτής της κόλασης είναι η Ουάσινγκτον με τις πολλές Κάντιλακ.

Τον έχουν πει «ποιητή του σκοτεινού υποκόσμου της Ουάσινγκτον» – και ίσως το αξίζει. Σε μέρες όπου η ποίηση ανήκει στο παρελθόν, ο Πελεκάνος, στα δεκαπέντε μυθιστορήματά του, επιχειρεί, μέσω μιας σχεδόν δημοσιογραφικής πεζογραφίας, να σκιαγραφήσει (έστω και με πολύ λιγότερη λογοτεχνική μεγαλοπρέπεια!) αυτό που παρουσίασε τον Μεσαίωνα ο Δάντης μέσα από την τριλογία της «Θείας Κωμωδίας» – η οποία ξεκινούσε με την «Κόλαση» και κατέληγε στον «Παράδεισο».

Βεβαίως, στον πεζό κόσμο του Πελεκάνου, υπάρχει μόνο κόλαση, ποτέ παράδεισος, και το επίκεντρο αυτής της κόλασης είναι η Ουάσινγκτον με τις πολλές Κάντιλακ. Γι’ αυτό, μυθιστορήματά του όπως η «Φλεγόμενη Πόλη» (εκδ. Οξύ, Ωμέγα Εκδοτική) ή το «Drama City» (εκδ. Πατάκης) μπορούν να διαβαστούν με το ίδιο ενδιαφέρον από έναν κοινωνιολόγο και από έναν απλό αναγνώστη που θέλει μόνο να ξεχαστεί στο τρένο ή στην παραλία. Ορισμένοι κριτικοί τον έχουν αποκαλέσει «Ζολά της Ουάσινγκτον», ακριβώς επειδή ο Πελεκάνος είδε εκεί όλη την αδιόρθωτη απόγνωση και την αυτοκαταστροφική φιλοδοξία που διέγνωσε τον προπερασμένο αιώνα ο Ζολά στο Παρίσι.

Ακόμα και οι θαυμαστές του, ωστόσο, συμφωνούν: πολλά από τα βιβλία του, αντίθετα από εκείνα του Ζολά, πλατειάζουν και μερικά θα μπορούσαν να είναι ίσως και εκατό σελίδες συντομότερα. Αλλά είναι μέσα από τις αναφορές στις ασήμαντες λεπτομέρειες (οι οποίες καμιά φορά εξελίσσονται σε ολόκληρα κεφάλαια χωρίς ιδιαίτερη σημασία) που ο Πελεκάνος επιχειρεί να παρουσιάσει μια εικόνα ζωής χωρίς τέλος, μια γεύση κρίσης χωρίς περάτωση.

«Μερικοί με ρωτούν, “καλά, δεν το καταλαβαίνεις ότι ο πρώτος φόνος σε αυτό το βιβλίο δεν συμβαίνει ως τη σελίδα 156”;», ομολογεί ο ίδιος. «Βεβαίως και το καταλαβαίνω! Αλλά πρόκειται για μυθιστόρημα και θέλω ο αναγνώστης μου να ενδιαφερθεί περισσότερο για τον ήρωα παρά για το έγκλημα. Η παραδοσιακή συνταγή είναι να έχεις ένα φόνο στο πρώτο κεφάλαιο, ο οποίος θα διαλευκανθεί στο τελευταίο. Πολλοί συγγραφείς μυστηρίου καυχιούνται ότι προσφέρουν κοινωνικό έργο γράφοντας τέτοια βιβλία, διότι στο τέλος τους φέρνουν πίσω τη χαμένη τάξη του κόσμου κι έτσι όλοι οι αναγνώστες μπορούν να αισθανθούν ασφάλεια και ευχαρίστηση. Αλλά εγώ δεν δουλεύω έτσι. Εγώ γράφω βιβλία. Κατά την άποψη μου, δεν υπάρχει αυτό που λέμε διαλεύκανση ενός φόνου. Εκτός αν ο νεκρός σηκωθεί και εξηγήσει ο ίδιος τι έγινε. Από τη στιγμή που κάποιος δολοφονείται, κανείς ποτέ δεν θα μάθει ακριβώς πώς δολοφονήθηκε. Δεν καταλαβαίνω, λοιπόν, τον όρο “περάτωση” και “τέλος”».

Η πεποίθησή του ότι περάτωση δεν μπορεί να υπάρξει στη λογοτεχνία, αφού δεν υπάρχει στη ζωή, του έχει χαρίσει αυτό που λιμπίζονται οι διάφοροι γνωστοί ομότεχνοί του που ακολουθούν την προβλεπόμενη φόρμουλα του είδους. Διόλου τυχαία, μέσα στην τελευταία δεκαετία, ο Πελεκάνος έχει τιμηθεί με τόσα διεθνή λογοτεχνικά βραβεία (ανάμεσά τους, το γαλλικό Grand Prix Du Roman Noir και η διάκριση δύο βιβλίων του από τους Los Angeles Times ως Καλύτερα της Χρονιάς) που λίγοι του είδους του έχουν καταφέρει να αποσπάσουν σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.

Διαβάστε ακόμα: Olafur Eliasson – Ένας άνθρωπος των Φώτων μαγεύει τη Βιέννη στα χειμερινά ανάκτορα.

CAUGHT, Arie Verveen, 1996, (c)Sony Pictures Classics/courtesy Everett Collection

To ερωτικό θρίλερ “Παγιδευμένη”, βασισμένο σε βιβλίο του Τζορτζ Πελεκάνος, του 1996 (Photo credit: Sony Pictures Classics/courtesy Everett Collection)

Παίζοντας με τη φωτιά 

Ο Τζορτζ Πελεκάνος είναι αυτό που στην αργκό της αμερικανικής επιτάχυνσης αποκαλείται late boomer. Ξεκίνησε να γράφει σχετικά αργά: το πρώτο του μυθιστόρημα κυκλοφóρησε τη χρονιά που έκλεινε τα 35. Όπως έχει ομολογήσει ο ίδιος, δεν πήρε ποτέ μαθήματα λογοτεχνίας ή γραφής και το γράψιμο προέκυψε αρχικά ως ένα καταφύγιο. Όταν ήταν έφηβος, έπαιζε συχνά με τη φωτιά. Στα δεκαεπτά του εγκατέλειψε το σχολείο και παραλίγο να πάρει τον κακόφημο δρόμο στον οποίο βαδίζουν πολλοί από τους ήρωές του. Έπαιζε ξύλο για ψύλλου πήδημα στους δρόμους και συχνά κουβαλούσε το όπλο του πατέρα του.

Παίζοντας μια μέρα με αυτό το όπλο πυροβόλησε κατά λάθος στο πρόσωπο ένα φίλο του και τότε «ξύπνησε» από το φόβο και το σοκ. Ο φίλος του ευτυχώς επέζησε και μέχρι σήμερα παραμένει κολλητός του. Μετά από διάφορες δουλειές, κατέληξε να εργαστεί στη διοίκηση της Circle Films, μια ανεξάρτητη κινηματογραφική εταιρεία που χρηματοδότησε τις πρώτες ταινίες των αδελφών Κοέν. Ήταν τότε που ξεκίνησε να γράφει χωρίς πρόγραμμα. Τα βράδια που γύριζε απ’ τη δουλειά καθόταν σε ένα τραπέζι κι έγραφε με στιλό τις ιστορίες του -μετά το δεύτερο βιβλίο του θα έγραφε σε κομπιούτερ.

Στην αρχή πληρωνόταν $ 2.500 για το κάθε του μυθιστόρημα («φραγκοδίφραγκα», δηλαδή, στη γλώσσα των εκδοτών), μετά από τη σταθερή επιτυχία των έξι πρώτων του βιβλίων, όμως. πήρε $ 90.000 για τα επόμενα δύο μυθιστορήματα και έκτοτε το κασέ του ανεβαίνει μαζί με την απήχηση των έργων του. Παρότι ανήκει πλέον στη λίστα με τους συγγραφείς που μάλλον έχουν βγάλει το πρώτο τους εκατομμύριο από τα βιβλία τους, δεν του αρέσει να τον λένε εκατομμυριούχο, παρότι μπορεί και να είναι. «Δεν θα μπορούσα να καθίσω στο γραφείο μου και να γράψω ένα βιβλίο αν ήξερα ότι με πληρώνουν τρία εκατομμύρια δολάρια για να το κάνω», ισχυρίστηκε κάποτε ο ίδιος. «Η ιδέα με τρομοκρατούσε. Είναι μεγάλη η ελευθερία να μπορώ να γράφω τα βιβλία που θέλω χωρίς να σκέφτομαι τα λεφτά».

Δεν διαθέτει διδακτορικό, δεν διδάσκει σε πανεπιστήμιο, δεν έχει άλλους πόρους εισοδημάτων πέρα από τα βιβλία, γι’ αυτό, όπως χαριτολογεί ο ίδιος, δεν σταματάει ποτέ να γράφει: «Γράφω όλη μέρα ως αργά το απόγευμα, και τις υπόλοιπες ώρες ξεκουράζομαι. Επιστρέφω τη νύχτα και ξαναγράφω αυτά που έγραψα τη μέρα. Κι έτσι πάει και η επομένη. Πάντα έτσι ήταν για μένα. Ένας από τους λόγους που συμβαίνει αυτό είναι ότι ποτέ δεν διδάχτηκα πώς να γράψω ένα βιβλίο. Ποτέ δεν πήρα μαθήματα γραφής ούτε πήγα σε σεμινάρια. Οπότε δεν ήξερα να ξεχωρίσω αν αυτό που γράφω είναι σωστό ή λάθος. Κι έτσι το έμαθα».

Τα μυθιστορήματά του είναι καθαρά αντρικές ιστορίες, γραμμένες με το ύφος του «άντρας προς άντρα». Όλο το σασπένς ξεκινάει στους κακόφημους δρόμους και καταλήγει σε ένα μουσκεμένο κρεβάτι.
book

Μια νουβέλα του 2009 για γιους και πατεράδες.

Πέρα από έμπνευση και φαντασία, οι περισσότερες ιστορίες του διαθέτουν, βεβαίως, την αληθοφάνεια του ιστορικά καταρτισμένου συγγραφέα. Όσα χρόνια έχασε στο σχολείο, τα αναπλήρωσε στις διάφορες βιβλιοθήκες της Ουάσινγκτον όπου ακόμα και σήμερα εξακολουθεί να περνά μεγάλο μέρος του χρόνου του, κάνοντας έρευνα και αναζητώντας ιδέες, κλου και γνώση. Ο συνδυασμός της έρευνας και των συνεντεύξεων με ανθρώπους που έχουν ζήσει από κοντά τις περιόδους που περιγράφει, καθώς και με το street life που ακολουθεί ο ίδιος ως μυστικός παρατηρητής για να αισθανθεί την αύρα της παρακμής, είναι η μαγιά (και η μαγκιά) των έργων του.

Αντίθετα από άλλους ομότεχνούς του, όμως, δεν παριστάνει τον Τζέιμς Μποντ. «Ναι, παρακολουθώ από κοντά αυτά που θέλω να περιγράψω στα βιβλία μου», εξηγεί, «αλλά όχι σε σημείο υπερβολικού κινδύνου. Μου τη δίνει όταν οι συγγραφείς παριστάνουν τους ήρωες, φορούν τη στολή του νίντζα και τις νύχτες κάνουν υποτιθέμενες επιδρομές. Ποτέ δεν κινδύνεψε η ζωή μου από κάτι τέτοιο».

Η πιο δύσκολη ίσως στιγμή για τον Πελεκάνο ήταν η ισορροπία του στο τεντωμένο σκοινί της φυλετικής έντασης. Ο ρόλος ενός λευκού συγγραφέα ως αναλυτή, κριτή και κατήγορου ενός λευκοκρατούμενου κατεστημένου έχει κατά καιρούς παρερμηνευτεί, ειδικά σε μέρη με έντονο φυλετικό προβληματισμό, όπως η Νότια Αφρική και η Αμερική. Για τον ίδιο, ωστόσο, αυτό ήταν περισσότερο μια αυθόρμητη παρά μια προσχεδιασμένη κατεύθυνση. Ως μια σχετικά μικρή μεταναστευτική ομάδα, οι Ελληνοαμερικανοί, ειδικά στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, κατά καιρούς πάλεψαν όπως και οι μαύροι στο κοινωνικό περιθώριο, χωρίς ποτέ, ωστόσο, να αδικηθούν ή να καταδιωχτούν όπως εκείνοι που, ειδικά στην εποχή που περιγράφει ο Πελεκάνος στα βιβλία του, τους αποκαλούσαν ακόμα «έγχρωμους».

Στην ερώτηση, λοιπόν, τι στην ευχή είχε κατά νου ένας Ελληνοαμερικανός όταν άρχισε να γράφει ιστορίες για μεσήλικους μαύρους ντεντέκτιβ και αδικημένες μαύρες οικογένειες, απλώς χαμογελάει. «Αυτό κάνουν οι συγγραφείς, βγαίνουν απ’ τα ρούχα τους και γράφουν», απάντησε προ καιρού σ’ έναν Αμερικανό συνάδελφο. «Τι κάνει δηλαδή ο Τζορτζ Λούκας όταν γράφει σενάρια και κάνει ταινίες για το διάστημα, αφού ο ίδιος δεν έχει πάει ποτέ στο διάστημα; Καταλαβαίνετε τι εννοώ;»

Πέρα από την κοινωνική χροιά των έργων του, αυτό που προσφέρει με το παραπάνω στους αναγνώστες του είναι μια αφοπλιστική εκμυστήρευση των μυστικών της αντρικής ψυχής. Τα μυθιστορήματά του είναι καθαρά αντρικές ιστορίες, γραμμένες με το ύφος του «άντρας προς άντρα». Όλο το σασπένς ξεκινάει στους κακόφημους δρόμους και καταλήγει σε ένα μουσκεμένο κρεβάτι. Εκεί, άλλωστε, συνοψίζεται όλη η αγωνία ενός τέτοιου άντρα: η ανάδειξή του στη ζούγκλα με τους πολλούς κακούς και τις πολλές ωραίες, οι οποίες γουστάρουν τους κακούς που το κάνουν καλά. Οι κύριοι χαρακτήρες του είναι συνήθως αντιήρωες, η καθημερινότητα των οποίων καθρεφτίζει μια πραγματικότητα που κάθε άντρας αναγνωρίζει σε παραγράφους όπως αυτή, όπου φωτίζει τις σκέψεις ενός μεσήλικα ντετέκτιβ, του Βον, στην «Φλεγόμενη Πόλη»:

– «Ο Βον γέλασε χαμηλόφωνα. Η Λίντα τον φίλησε γερά στο στόμα και κείνος ένιωσε τα μακριά καστανά μαλλιά της υγρά απ’ τον ιδρώτα.
Δεν ήταν ερωτευμένος μαζί της και δεν ήταν μαζί της μόνο για το σεξ. Σεξ μπορούσε να του προσφέρει τσάμπα και παστρικά κάποια απ’ τις πάμπολλες πόρνες που γνώριζε στο κέντρο. Ο Βον ένιωθε την ανάγκη να γνωρίζει ότι υπήρχε στον κόσμο μια γυναίκα που εξακολουθούσε να τον επιθυμεί… Όχι από συζυγικό καθήκον ή από οίκτο, μα επειδή όταν τον έφερνε στο νου της την έπιανε ζάλη. Σήμαινε ότι ήταν ακόμα στο παιχνίδι και ότι είχε ακόμα πολλή ζωή μέσα του. Σ’ αυτό συνοψίζονταν όλα. Γι’ αυτό γαμούσε μια γυναίκα με την οποία δεν ήταν ερωτευμένος, αντί να μένει πιστός σε εκείνη με την οποία ήταν. Κάθε φορά που βυθιζόταν σ’ εκείνο το μετάξι, κορόιδευε κατάμουτρα τον θάνατο».

Διαβάστε ακόμα: Oscar Niemeyer – Ο αρχιτέκτονας ενός καλύτερου κόσμου. 

WHATEVER, Chad Morgan, Liza Weil (center), 1998, (C)Sony Pictures/courtesy Everett Collection

Μεταφορά του μυθιστορήματός του “WHATEVER” (1998) στον κινηματογράφο με Chad Morgan και Liza Weil. (Photo credit: Sony Pictures/courtesy Everett Collection)

Η Ουάσινγκτον στο αίμα του 

Ακόμα και αν μια τέτοιου είδους αντρική εξομολόγηση διαθέτει αυτοβιογραφική αξία, ο αναγνώστης του Πελεκάνου δεν θα το μάθει ποτέ. Είναι πολλά χρόνια παντρεμένος, με τρία παιδιά, και ο μεγάλος του γιος, ο Νικ, φέτος ετοιμάζεται να πάει στο πανεπιστήμιο. Έστω και αν κάπου μέσα του φτερουγίζει η ανησυχία του Βον, ο ίδιος, ο οποίος έχει ομολογήσει πως είναι ιδιαίτερα συναισθηματικός και ευαίσθητος, ίσως να μην έχει καν πλέον χρόνο να το σκεφτεί.

Ανάμεσα στις οικογενειακές και συγγραφικές του υποχρεώσεις, εδώ και αρκετά χρόνια έχει προστεθεί κι εκείνη του κινηματογραφικού παραγωγού και σεναριογράφου, η οποία ίσως του έχει φέρει περισσότερα χρήματα και φήμη ειδικά στους κύκλους του Χόλιγουντ σε συντομότερο χρονικό διάστημα από ό,τι τα μυθιστορήματά του. Παρότι ξεκίνησε να πειραματίζεται ως παραγωγός το 1996, με το «Caught», η δεύτερη καριέρα του ουσιαστικά απογειώθηκε μετά το 2000 ως συγγραφέα και παραγωγού της φημισμένης και βραβευμένης αστυνομικής σειράς του HBO «The Wire», η οποία του άνοιξε νέες (και μεγαλύτερες πόρτες).

Ο Τζορτζ Πελεκάνος είναι τόσο at home στην προαστιακή Ουάσινγκτον, όπου ζει εδώ και πολλά χρόνια με την οικογένειά του, που γι’ αυτόν το Χόλιγουντ ακούγεται ως μακρινό αστείο.

Χάρη στην επιτυχία του «The Wire», δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από τον Στίβεν Σίλμπεργκ και έγινε συμπαραγωγός και συγγραφέας του «The Pacific», μιας νέας τηλεοπτικής σειράς με θέμα τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την οποία είχαν αναλάβει να γυρίσουν ο Σπίλμπεργκ με τον Τομ Χανκς. Όπως παρατηρεί ένας φίλος του, «ο Τζορτζ έγινε πια αυτό που λέμε big shot, αλλά, αν δεν τον έχεις διαβάσει, ούτε θα στο πει ο ίδιος ούτε θα το καταλάβεις από τον τρόπο ζωής του. Ζει με τις ίδιες απλές χαρές και αγωνίες που είχε προτού γίνει πατέρας και διάσημος συγγραφέας. Δεν αλλάζει συνήθειες και φίλους. Είναι ένας γνήσιος τύπος που στ’ αλήθεια αγαπάει αυτό που κάνει, όπως το κάνει».

Αυτός είναι ο λόγος που όσοι τον ξέρουν καλά δεν εκπλήσσονται που δεν πρόκειται να αφήσει ποτέ την πόλη του, για να μετακομίσει στην κοιλάδα με τις κούκλες. Τα συμβόλαιά του με τον Σπίλμπεργκ και το HBO συμπεριλάμβαναν και όμορφο σπίτι στον ωκεανό, πλάι στο Μαλιμπού ή στους λόφους του Χόλιγουντ γι’ αυτόν και την οικογένειά του, όπου ο Τζορτζ το πρωί θα δούλευε και τα βράδια θα συνέτρωγε με άλλα big shots στο μπιστρό του Sunset Tower. Γιατί όμως να πάει να γίνει ένας ακόμα σεναριογράφος στο Χόλιγουντ, όταν μπορεί να πρωτοστατεί ως «Ζολά της Ουάσινγκτον»;

Ο Τζορτζ Πελεκάνος είναι τόσο at home στην προαστιακή Ουάσινγκτον, όπου ζει εδώ και πολλά χρόνια με την οικογένειά του, που γι’ αυτόν το Χόλιγουντ ακούγεται ως μακρινό αστείο. Η Ουάσινγκτον παραμένει το γούρι του και η αγάπη του. Πουθενά αλλού δεν θα μπορέσει να βρει αυτό που του έδωσε με το παραπάνω η πόλη του: ωμή αλήθεια και αληθινό συναίσθημα. Είναι αδύνατον να σου ξεφύγει η αυτοβιογραφική αναφορά που αναδύεται από τις σελίδες του ελληνοαμερικανού Ζολά σαν άρωμα γιασεμιού. Δεν χρειάζεται καν να το πει ο ίδιος. Αν διαβάσεις τη σκέψη του ήρωά του, Ντέρεκ Στρέιντζ, το έχεις πιάσει απ’ την αρχή:

«Ο Ντέρεκ κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο του περιπολικού και είδε κάποιον να πλένει την Cadillac του στην άκρη του δρόμου. Απ’ το ραδιόφωνό του ακούστηκε μια στροφή απ’ το “Cold Sweat”. Δυο πιτσιρίκια χόρευαν στο πεζοδρόμιο και το ένα προσπαθούσε να παραστήσει τον James Brown δίπλα στο αμάξι του τύπου… Λίγο πιο κάτω, μια γυναίκα βάδιζε μόνη, με ντύσιμο που μαρτυρούσε ότι επέστρεφε από την εκκλησία, κουνώντας την τσάντα της, και σείοντας πέρα-δώθε τα πισινά της κάτω απ’ την κοντή της φούστα… “Αγαπώ αυτή την πόλη”, (σκέφτηκε) ο Στρέιντζ…»

(NYT46) WASHINGTON -- July 25, 2006 -- PELECANOS-CRIME-NOVEL -- George Pelecanos, whose new novel is "The Night Gardener," near a community garden in Washington on Tuesday, July 18, 2006. Pelecanos, 49, is part of a fraternity of writers, including Dennis Lehane and Richard Price, who push the boundaries of crime writing into literary territory, exploring character more deeply than many crime novelists dare, introducing challenging social themes and bucking expectations that everything will come out all right in the end. (Andrew Councill/The New York Times)

Τζορτζ Πελεκάνος, ετών 58, ο Ελληνοαμερικανός Ζολά με το άρωμα γιασεμιού. (photo credit:Andrew Councill/The New York Times)

Διαβάστε ακόμα: Ιωάννης Πάππος. Το πρώτο του βιβλίο, το «Hotel Living», έγινε εκδοτική επιτυχία στις ΗΠΑ. Αποκλειστική συνέντευξη

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top