Αριστερά: «Κάτω απ’ το λαμπρό φως του Δεκέμβρη, όπως συμβαίνει μια δυο φορές μονάχα στη ζωή, που ύστερα απ’ αυτό μπορεί να θεωρηθεί πλήρης, βρήκα αυτό ακριβώς που αναζητούσα». (Fabrizio Cassetta, «Alber Camus»). Δεξιά: «Λαχταρούσα να ξαναδώ το Σενουά, τούτο το επιβλητικό κι ατράνταχτο βουνό, σαν μονόλιθο, που περνάει δίπλα στον κόλπο της Τιπαζά στα δυτικά, πριν χαμηλώσει για να βουτήξει στη θάλασσα» (folio).

[…] Πήρα και πάλι το δρόμο για την Τιπαζά. Δεν υπάρχει ούτε ένα απ’ αυτά τα εξήντα εννιά χιλιόμετρα που να μην είναι για μένα σπαρμένο με μνήμες κι αισθήσεις. Η βίαιη παιδική ηλικία, οι εφηβικές ονειροπολήσεις μέσα στο γουργούρισμα του λεωφορείου, τα πρωινά, τα δροσερά κορίτσια, οι ακρογιαλιές, τα νεαρά μούσκουλα πάντα τεταμένα στην προσπάθεια, η ελαφριά αγωνία που φέρνει η νύχτα σε μια δεκαεξάχρονη καρδιά, ο πόθος για ζωή, η δόξα και πάντα ο ίδιος ουρανός όλα τούτα τα χρόνια, αστείρευτος από δύναμη και φως, αχόρταγος να καταπίνει για μήνες ένα ένα τα θύματα σαν να ’ταν σταυρωμένα στην αμμουδιά, την πένθιμη ώρα του μεσημεριού. Κι η ίδια θάλασσα πάντα, σχεδόν εξαϋλωμένη το χάραμα, που ξαναβρήκα στην άκρη του ορίζοντα μόλις ο δρόμος, αφήνοντας το Σάχελ και τους λόφους του με τ’ αμπέλια στο χρώμα του μπρούντζου, κατηφόρισε προς την ακτή.

«Τα πρωινά, τα δροσερά κορίτσια, οι ακρογιαλιές, η ελαφριά αγωνία που φέρνει η νύχτα σε μια δεκαεξάχρονη καρδιά, ο πόθος για ζωή…»

Δε σταμάτησα όμως να την κοιτάξω. Λαχταρούσα να ξαναδώ το Σενουά, τούτο το επιβλητικό κι ατράνταχτο βουνό, σαν μονόλιθο, που περνάει δίπλα στον κόλπο της Τιπαζά στα δυτικά, πριν χαμηλώσει για να βουτήξει στη θάλασσα. Το διακρίνεις από μακριά, πολύ πριν πλησιάσεις, ατμό γαλαζωπό κι ελαφρύ που σμίγει πάντα και γίνεται ένα με τον ουρανό. Μα συμπυκνώνεται σιγά σιγά όσο το σιμώνεις, μέχρι που παίρνει το χρώμα των νερών που το περιβρέχουν, μεγάλο κύμα ασάλευτο που η θαυμάσια ορμή του ξάφνου πέτρωσε, θαρρείς, πάνω απ’ την απότομα γαληνεμένη θάλασσα. Ακόμα πιο κοντά, στις πύλες σχεδόν της Τιπαζά, ιδού ο συνοφρυωμένος καστανοπράσινος όγκος του, γέροντας θεός γεμάτος μούσκλια που τίποτα δε θα τον σαλέψει, καταφύγιο και λιμάνι για τα παιδιά του, για έναν απ’ τους γιους του σαν κι εμένα.

«Από τα ερείπια ως εκεί που μπορούσε να φτάσει το μάτι δεν έβλεπες παρά χαλαζόπληκτες πέτρες και άψινθους, δέντρα και τέλειους κίονες μέσα στη διαφάνεια της κρυστάλλινης ατμόσφαιρας. Θαρρούσες πως το πρωινό είχε μαρμαρώσει, πως ο ήλιος είχε σταματήσει για μια ανυπολόγιστη στιγμή» (historygreatest.com).

Πέρασα το συρματόπλεγμα κοιτάζοντάς τον για να βρεθώ και πάλι ανάμεσα στα ερείπια. Και κάτω απ’ το λαμπρό φως του Δεκέμβρη, όπως συμβαίνει μια δυο φορές μονάχα στη ζωή, που ύστερα απ’ αυτό μπορεί να θεωρηθεί πλήρης, βρήκα αυτό ακριβώς που αναζητούσα και που, πέρα απ’ το χρόνο και τον κόσμο, μου προσφέρθηκε, σ’ εμένα μονάχα, μέσα σ’ αυτή την έρημη φύση. Από την αρχαία αγορά, γεμάτη ελαιόδεντρα, διέκρινες πιο κάτω το χωριό. Κανένας θόρυβος δεν ερχόταν από εκεί. Ανάλαφροι καπνοί ανέβαιναν μέσα στην ολοκάθαρη ατμόσφαιρα. Σώπαινε κι η θάλασσα, λες και πνιγόταν μέσα σ’ έναν αδιάκοπο καταρράκτη από σπινθηροβόλο κρύο φως. Ένα μακρινό τραγούδι κόκορα που ερχόταν από το Σενουά υμνούσε μονάχο του την εύθραυστη δόξα της μέρας. Από τα ερείπια ως εκεί που μπορούσε να φτάσει το μάτι δεν έβλεπες παρά χαλαζόπληκτες πέτρες και άψινθους, δέντρα και τέλειους κίονες μέσα στη διαφάνεια της κρυστάλλινης ατμόσφαιρας. Θαρρούσες πως το πρωινό είχε μαρμαρώσει, πως ο ήλιος είχε σταματήσει για μια ανυπολόγιστη στιγμή.

««Το να μη σ’ αγαπούν είναι μονάχα μια κακοτυχία, αλλά αν δεν αγαπάς εσύ είναι συμφορά».»

Μέσα σ’ αυτό το φως και στη σιωπή, χρόνια οργής και σκοτεινιάς διαλύονταν αργά αργά. Άκουγα μέσα μου ένα θόρυβο σχεδόν λησμονημένο, λες και η καρδιά μου, σταματημένη εδώ και πολύ καιρό, ξανάρχιζε σιγά σιγά να χτυπάει. Και ξύπνιος τώρα, αναγνώριζα έναν έναν τους ανεπαίσθητους ήχους που ’χαν συνθέσει τη σιωπή: το μακρόσυρτο μπάσο γουργούρισμα των πουλιών, τους ανάλαφρους και σύντομους στεναγμούς της θάλασσας στα ριζά των βράχων, το θρόισμα των δέντρων, το κρυφό τραγούδι των κιόνων, τ’ ανατριχιάσματα των άψινθων, το φευγαλέο πέρασμα της σαύρας. Τ’ άκουγα όλα, άκουγα και τα χαρούμενα κύματα που ανέβαιναν μέσα μου. Μου φαινόταν πως επιτέλους ξαναγύριζα στο λιμάνι, για μια στιγμή τουλάχιστον, μια στιγμή που δε θα τελείωνε ποτέ πια.

Λίγο αργότερα όμως ο ήλιος ανέβηκε αισθητά ένα σκαλί στον ουρανό. Ένα κοτσύφι άρχισε το σύντομο πρελούντιό του, κι αμέσως, απ’ όλες τις μεριές, μια δυνατή έκρηξη από τραγούδια πουλιών, μια αγαλλίαση, μια χαρούμενη παραφωνία, μια ατέλειωτη μαγεία. Η μέρα ξανάρχισε την πορεία της. Θα με κρατούσε στην αγκαλιά της μέχρι το βράδυ.

«Ο κόσμος ξανάρχιζε κάθε μέρα στην Τιπαζά μέσα σ’ ένα φως καινούργιο πάντα. Ω φως, κραυγή όλων των ηρώων στο αρχαίο δράμα μπροστά στο πεπρωμένο τους!» (noesmihistoria.com).

Το μεσημέρι, πάνω στις πλαγιές τις μισοσκεπασμένες από άμμο και ηλιοτρόπια σαν τον αφρό που θαρρείς τον είχαν αποθέσει τα μανιασμένα κύματα των τελευταίων ημερών, κοιτούσα τη θάλασσα καθώς την ώρα εκείνη φούσκωνε μόλις με μια κίνηση εξάντλησης και χόρταινα τις δυο δίψες μου, αυτές που δεν μπορείς να ξεγελάσεις για πολύ χωρίς να μαράνεις το είναι σου: δίψα για αγάπη και θαυμασμό. Γιατί το να μη σ’ αγαπούν είναι μονάχα μια κακοτυχία, αλλά αν δεν αγαπάς εσύ είναι συμφορά.

 Πεθαίνουμε απ’ αυτή τη συμφορά όλοι μας σήμερα. Το αίμα, το μίσος αποσαρκώνουν ακόμα και την καρδιά. Η ατέλειωτη διεκδίκηση της δικαιοσύνης εξαντλεί την αγάπη που ωστόσο της έδωσε ζωή. Μες στην οχλοβοή που ζούμε, η αγάπη είναι αδύνατη, η δικαιοσύνη δεν αρκεί. Να γιατί η Ευρώπη μισεί το φως της μέρας και δεν μπορεί παρά να αντιτάσσει την αδικία στον ίδιο της τον εαυτό. Αλλά για να εμποδίσω τη δικαιοσύνη να σκληρύνει, να γίνει όμορφος πορτοκαλής καρπός που κλείνει μέσα του μονάχα μια στεγνή και πικρή σάρκα, ανακάλυπτα για δεύτερη φορά στην Τιπαζά πως έπρεπε να φυλάξω ανέγγιχτες μέσα μου μια δροσιά, μια πηγή χαράς, ν’ αγαπώ τη μέρα που γλιτώνει απ’ την αδικία και να επιστρέφω στη μάχη μ’ αυτό το φως που κατέκτησα.

«Ήξερα πάντα πως τα ερείπια της Τιπαζά ήταν πιο νέα από τα γιαπιά και τα χαλάσματά μας», γράφει ο Καμύ. Δεξιά: «Στην καρδιά του χειμώνα, ανακάλυπτα επιτέλους πως φύλαγα μέσα μου ένα αήττητο καλοκαίρι».

Ξανάβρισκα εδώ την αρχαία ομορφιά, έναν εφηβικό ουρανό, και αναλογιζόμουν την τύχη μου, κατανοώντας επιτέλους πως στα πιο μαύρα χρόνια της παραφροσύνης μας η ανάμνηση τούτου τ’ ουρανού δε με είχε εγκαταλείψει ποτέ. Χάρη στη βοήθειά του τελικά κράτησα την ελπίδα. Ήξερα πάντα πως τα ερείπια της Τιπαζά ήταν πιο νέα από τα γιαπιά και τα χαλάσματά μας. Ο κόσμος ξανάρχιζε κάθε μέρα στην Τιπαζά μέσα σ’ ένα φως καινούργιο πάντα. Ω φως, κραυγή όλων των ηρώων στο αρχαίο δράμα μπροστά στο πεπρωμένο τους! Το τελευταίο τούτο καταφύγιο ήταν και δικό μας και τώρα το ’ξερα. Στην καρδιά του χειμώνα, ανακάλυπτα επιτέλους πως φύλαγα μέσα μου ένα αήττητο καλοκαίρι. […]

 

// Το απόσπασμα από το δοκίμιο «Επιστροφή στην Τιπαζά», που φιλοξενεί η στήλη, περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Αλμπέρ Καμύ «Το καλοκαίρι». Μετάφραση Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ, Μαρία Κασαμπαλόγλου-Ρομπλέν. Εκδόσεις Πατάκη, 1996. Πρώτη έκδοση στη γαλλική γλώσσα: «L’été», Εκδόσεις Gallimard, Παρίσι 1954.

 

Διαβάστε ακόμα: Αλμπέρ Καμύ – Η ομιλία του στην απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας, στην Στοκχόλμη.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top