«Η Ελλάδα έχει πάρα πολλές επιρροές από διάφορους λαούς από τους οποίους είχε κατακτηθεί για εκατοντάδες χρόνια -και όχι μόνο τα 400 χρόνια της Τουρκοκρατίας. Μιλάμε για πάνω από μια χιλιετία κατάκτησης» (φωτογραφία: Μόνικα Κρητικού για το Andro).

Ο Χρύσανθος του Island, ο Χρύσανθος του Athénée, του όρου Athens Riviera και του λευκώματος Greek Islands, της πριβέ λέσχης Salon de Bricolage, του θρυλικού κλαμπ Dragoste και ακόμη περισσότερων.

Ο πανέξυπνος επιχειρηματίας που μαζί με τον αδελφό του Σπύρο, έχουν δημιουργήσει χώρους – ορόσημα στην Αθήνα, έχει αλλάξει τον χάρτη της ψυχαγωγίας και στο κέντρο και στην παραλιακή, έχει εκδώσει σπάνιας αισθητικής λευκώματα και έχει γίνει ένας ιδιότυπος πρεσβευτής της χώρας μας προς τα έξω, τουλάχιστον όσον αφορά στον χώρο της φιλοξενίας. Διασημότητες, φίλοι του και γνωστοί, επισκέπτονται συχνά την Ελλάδα ενώ ο ίδιος αποτελεί πόλο έλξης: τον εμπιστεύονται και τον ακολουθούν σε κάθε του βήμα.

Γνωρίζω τον Χρύσανθο πολλά χρόνια, έχω παρακολουθήσει τις μεταβάσεις του, έχω ζήσει μαζί του νύχτες χαράς – όπως και πολύς κόσμος, έχουμε κάνει συζητήσεις πολλές για τέχνη, διασκέδαση, για την πόλη, για τις λάθος εκάστοτε επιλογές πολιτικών και άλλων.

Αγαπημένη μου και η Ελενα Σύρακα, μητέρα του παιδιού του και αληθινή οικογένειά του – ανεξαρτήτως του αν η παρούσα στιγμή τους βρίσκει τυπικό ζευγάρι ή όχι. Τον συναντώ ξανά για μια life story συζήτηση. Εντυπωσιάζομαι για μια ακόμα φορά από τα έργα τέχνης που έχει στον χώρο του. Η συλλογή του έχει εμπλουτιστεί αλλά το πιο σημαντικό είναι ο πλουραλισμός της, ένδειξη του ανοιχτού πνεύματος του Χρύσανθου. Η αφήγησή του, ξεκινά από τις προηγούμενες γενιές της οικογένειας, επιβεβαιώνοντας ότι το «σπίτι» σου αφήνει γερές παρακαταθήκες.

«Η αισθητική χάθηκε γιατί δεν διδαχθήκαμε την Ιστορία με τον σωστό τρόπο».

Με την εκθαμβωτική Μόνικα Μπελούτσι.

– Ας ξεκινήσουμε από την αισθητική κουλτούρα. Εμείς οι Ελληνες πότε και πώς πιστεύεις ότι χάσαμε την αισθητική μας;

Η αισθητική χάθηκε γιατί δεν διδαχθήκαμε την Ιστορία με τον σωστό τρόπο. Αν ρωτήσεις ένα παιδί της εποχής μας, τον γιο μου για παράδειγμα, θα δεις ότι οι πληροφορίες για τις ιστορικές περιόδους στην Ελλάδα είναι συγκεχυμένες στο μυαλό του. Μπορεί να νομίζει ότι η Ελλάδα ήταν η Ελλάδα που ξέρουμε μέχρι να μπουν οι Τούρκοι -ενώ δεν ήταν έτσι. Από τους ελληνιστικούς χρόνους μπήκαμε στη Ρωμαϊκή, μετά στη Βυζαντινή περίοδο, έπειτα στην Τουρκοκρατία. Οπότε η Ελλάδα έχει πάρα πολλές επιρροές από διάφορους λαούς από τους οποίους είχε κατακτηθεί για εκατοντάδες χρόνια -και όχι μόνο τα 400 χρόνια της Τουρκοκρατίας. Μιλάμε για πάνω από μια χιλιετία κατάκτησης της Ελλάδας από άλλους λαούς. Οπότε, δεν ακολουθήθηκε μία σειρά για να κρατηθεί η φυσιογνωμία των Ελλήνων.

Με τον Valentino και τον Giancarlo Giammetti.

«Η φύση βάζει τα ίδια είδη μαζί. Σε ένα πευκοδάσος, δεν θα δεις μέσα και έναν φοίνικα. Αντίστοιχα, αν βάλεις παρόμοιας αρχιτεκτονικής κτίρια το ένα δίπλα στο άλλο, θα έχεις ένα όμορφο αποτέλεσμα».

– Τι άλλο μπορεί να έπαιξε ρόλο; 

Σίγουρα έπαιξε ρόλο και η θρησκεία που άλλαξε και ακολουθήσαμε έναν πιο ευρωπαϊκό τρόπο προσέγγισης των πραγμάτων. Αλλά και πάλι, όχι με απόλυτο τρόπο. Γιατί, για παράδειγμα, ενώ στη Γαλλία υπήρχε Διαφωτισμός ή Βιομηχανική Επανάσταση, εμείς ήμασταν υπόδουλοι. Δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε γιατί τα κτίρια των Γάλλων ήταν ίδια ή γιατί διατήρησαν στα χωριά έξω από το Παρίσι την ίδια αρχιτεκτονική. Εκεί είχαν καταλήξει ότι η επανάληψη και η ομοιομορφία δημιουργεί ομορφιά. Αν το αναλύσουμε και πιο απλά ακόμα, ας δούμε τη φύση. Η φύση βάζει τα ίδια είδη μαζί. Αν υπάρχει ένα πευκοδάσος, δεν θα δεις μέσα και έναν φοίνικα. Αν βάλεις παρόμοιας αρχιτεκτονικής κτίρια το ένα δίπλα στο άλλο, θα έχεις ένα όμορφο αισθητικά αποτέλεσμα. Εδώ δεν συμβαίνει αυτό. Μπορεί να δεις δίπλα στο νεοκλασικό κτίριο ένα άλλο εξαιρετικά μοντέρνο, με καμία δόση ομοιομορφίας.

Mε την Κάρλα Μπρούνι.

– Η δική σου οικογένεια όμως αναπτύχθηκε μέσα στην τέχνη και συνεπώς στην καλαισθησία.

Πίσω μου βλέπεις τη γιαγιά μου τη Μαριάνθη Δ. Πανά το 1927, ζωγραφιά της ίδιας και την προγιαγιά μου, Ζαΐρα Πανά. Δίπλα μία ακαδημαϊκού επιπέδου προσωπογραφία, το πορτρέτο του Λιστ. Η γιαγιά μου ήταν αυτού του επιπέδου ζωγράφος. Ολη η οικογένεια αγαπούσε και κάποια μορφή τέχνης. Μάλιστα, η πρώτη ξαδέρφη του παππού μου ήταν η Ήβη Πανά, η δασκάλα της Μαρίας Κάλλας στο πιάνο.

– Η γιαγιά και ο παππούς πού έμεναν;

Έμεναν στον Πειραιά, στην Καστέλα. Ο παππούς ήταν έμπορος, ένας από τους πρώτους στην Ελλάδα που είχε κάνει εισαγωγή σε καφέδες αλλά και από τους πρώτους που έφτιαξαν κινηματογραφικό στούντιο στη Λεωφόρο Γαλατσίου. Εκεί γυρίστηκε μία από τις πρώτες ταινίες του Κωνσταντάρα. Το κτίριο αυτό παραχωρήθηκε στον Δήμο Γαλατσίου και θα υπάρχει μέσα και θερινό σινεμά, που θα ονομάζεται Ζαΐρα Πανά.

Με την Λιζ Χάρλεϊ και τον Valentino.

«Ονομάσαμε το πρώτο μας μαγαζί Island γιατί θέλαμε να μεταφέρουμε εκεί την ενέργεια των νησιών -σαν να πήγαινε κάποιος στη Μύκονο, την αληθινή, την μποέμ».

– Οι γονείς σου;

Οι γονείς δεν εργάζονταν. Μόνο ο μεγάλος αδερφός του πατέρα μου είχε ένα αρχαιοπωλείο, όπου πωλούσε διάφορες αρχαιότητες. Είχε βαθιά γνώση της ελληνικής ιστορίας και κυρίως της παράδοσης και της τέχνης γύρω από την Επανάσταση. Ήταν επτά αδέρφια και το ένα από αυτά υιοθετημένο. Εμείς μεγαλώσαμε στη Βουλιαγμένη. Ο αδερφός μου κι εγώ, γύρω στα 20, λίγο πριν «φύγει» ο μπαμπάς μας, του προτείναμε να κάνουμε το μπαρ στον Όμιλο της Βουλιαγμένης. Έδωσε τη συγκατάθεσή του και έγινε μια μεγάλη επιτυχία. Αυτό έγινε το καλοκαίρι του ’90. Ονομάστηκε Island, γιατί θέλαμε να μεταφέρουμε εκεί την ενέργεια των νησιών -σαν να πήγαινε κάποιος στη Μύκονο δηλαδή. Αλλά σε μια Μύκονο που ήταν αληθινά bohemian, σαν παράδεισος. Η Μύκονος τότε δεν σήμαινε χλιδή αλλά μποέμ διακοπές -καμία σχέση με αυτό που είναι σήμερα. Οι δε άνθρωποι που εργαζόμασταν στο μπαρ ήμασταν φίλοι και αυτό πιστεύω συνέβαλε στην τεράστια επιτυχία του.

Με την πριγκίπισσα Σαρλίν του Μονακό.

– Τι συνέβη μετά; 

Δύο χρόνια μετά έφυγε από τη ζωή ο μπαμπάς μου και εκεί ήταν που εγώ έπρεπε να αποφασίσω αν θα ασχοληθώ σοβαρά με τη ναυτιλία, καθώς είχα ήδη ξεκινήσει να εργάζομαι σε μια ναυτιλιακή εταιρεία. Αποφασίσαμε με τον αδερφό μου, λοιπόν, να συνεχίσουμε τη δουλειά των μαγαζιών, αλλά να την κάνουμε κάπου που δεν θα ενοχλούμε, να μην έχει σπίτια κοντά γιατί θέλαμε να παίζουμε δυνατά μουσική. Οπότε πήγαμε στο σημείο που είναι σήμερα το Island. Τότε εκεί ήταν ένα camping και μια σχολή ιππασίας. Αναδιαμορφώσαμε τον χώρο -σκεφτήκαμε μάλιστα να βάλουμε μέχρι και βιολογικό καθαρισμό. Κάναμε μία σοβαρή επένδυση σε 40 στρέμματα. Όταν ξεκινήσαμε, όλοι έλεγαν ότι θα χάναμε τα λεφτά μας και θα καταστρεφόμασταν, γιατί ήταν πολύ μακριά από το κέντρο. Τώρα, βέβαια λένε ότι είναι το καλύτερο σημείο της Αθηναϊκής Ριβιέρας.

«Τώρα σχεδιάζουμε 25 bungalows για να γίνουμε το πρώτο entertainment resort στην Ελλάδα».

– Εσύ επέμεινες από τότε… 

Εμείς επιμείναμε, δίνοντας πολύ μεγάλη σημασία στην ομορφιά του τοπίου. Αναπτύξαμε πιο πολύ το πράσινο παρά τα κτίσματα. Θέλαμε να κρατήσουμε την ομορφιά της περιοχής. Είχα πει ότι θέλω να γίνει το spot of the world. Έφτασε να έρθει μέχρι και η Meryl Streep να κάνει το πάρτι της, ο Valentino κάθε χρόνο… -όλα αυτά δεν γίνονται τυχαία. Έψαξα, βρήκα τους κατάλληλους ανθρώπους που θα με έφερναν σε επαφή ώστε να γνωρίσω εκείνους τους ανθρώπους που θα επισκέπτονταν το Island. Χρειάζεται πολύ κυνήγι αλλά και σεβασμό προς τον άλλον. Θέλαμε να βοηθήσουμε να «ανέβει» όλη η περιοχή, όχι μόνο να βγάλουμε εμείς χρήματα. Να τη δούμε να ακμάζει σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα και όπως της αξίζει. Τώρα είμαστε σε μια φάση δημιουργίας καθώς σχεδιάζουμε να κάνουμε 25 bungalows και να γίνουμε το πρώτο entertainment resort στην Ελλάδα.

Mε τις Christy Turlington και Grace Burns.

«Το Central έκανε χρόνια πριν μόδα το σούσι στην Ελλάδα που μέχρι τότε έβρισκες μόνο στο KIKU».

– Πώς ήρθατε στο κέντρο της Αθήνας;

Έχοντας δραστηριοποιηθεί και στο Κολωνάκι για κάποια χρόνια με το Central, που σημειωτέον έκανε μόδα το σούσι στην Ελλάδα που μέχρι τότε έβρισκες μόνο στο KIKU-, μετά φτιάξαμε το θρυλικό Dragoste, το Pomodoro και την ιδιωτική λέσχη Salon de Bricolage. Έτσι είδα το Κολωνάκι να αλλάζει φυσιογνωμία. Οπότε μετά ήρθε το Zonar’s, ένας ιστορικός χώρος. Όταν ήρθε η διοίκηση της Τράπεζας Πειραιώς, μας κάλεσε να αναβιώσουμε μαζί, συνεταιρικά, το Ζοnar’s, όμως δεν είχαμε πρόσβαση σε κάποια πολύ σοβαρή πληροφορία. Μετά, όταν η τράπεζα άλλαξε χέρια και αποφασίσαμε να το αναλάβουμε μόνοι μας, ως Χρύσανθος και Σπύρος Πανάς, μας είπαν για πρώτη φορά ότι το όνομα Ζοnar’s είναι επίδικο. Ψάχναμε λοιπόν να βρούμε ένα όνομα που θα μείνει, να ανήκει στην Αθήνα και στους Αθηναίους και, το σπουδαιότερο, να μην είναι κατοχυρωμένο. Και έτσι καταλήξαμε στο Athénée και μεταφέραμε το Κολωνάκι προς τα κάτω εκεί που πλέον ανοίγουν όλα τα σπουδαία της πόλης.

Σε νεαρή ηλικία στη Βουλιαγμένη.

«Όταν κάναμε το Zonar’s, Athénée, μεταφέραμε το Κολωνάκι προς τα κάτω, εκεί που πλέον ανοίγουν όλα τα σπουδαία της πόλης».

– Τι πιστεύεις ότι χρειάζεται ο δήμος της Αθήνας για να ομορφύνει συνολικά;

Πρώτα απ’ όλα χρειάζεται να πάρουν όλες τις κεραίες από τα κτίρια, γιατί πλέον το σήμα είναι ψηφιακό. Να υπαγορεύσουν επίσης πώς θα μπαίνουν οι ηλιακοί θερμοσίφωνες και τα κουτιά των air conditions. Ας μη μιλήσουμε για τις πινακίδες νέον ή άλλες κακόγουστες που νύχτα κατεβαίνουν και πρωί ξανανεβαίνουν! Αν εφαρμοστούν αυτά και άλλα πολλά αντίστοιχα, σίγουρα, θα αλλάξει όψη η Αθήνα. Πρέπει να υπάρχει μία συμμόρφωση με τους νόμους για όλους, από τον μικρό μέχρι τον μεγάλο πωλητή. Ο εκάστοτε δήμαρχος χρειάζεται να καταλάβει την ιστορία αυτής της πόλης, να έχει κοντά του ανθρώπους που γνωρίζουν για την αρχιτεκτονική των κτιρίων. Το κράτος χρειάζεται να προστατεύει τη φυσιογνωμία της κάθε γειτονιάς και τον κάθε κάτοικο. Για μένα, η πόλη πρέπει να γίνει πιο πράσινη και πιο φιλική. Να μπει πολύ πράσινο, να υπάρχει χώρος για τον πεζό και να υπάρχει ενιαία μελετημένη αισθητική. Νομίζω ότι στην Αθήνα και γενικά σε όλη την Ελλάδα θα μπορούσαμε να τα είχαμε πάει καλύτερα -σε όλους τους τομείς.

Με τον Μίκι Ρουρκ.

«Για να αλλάξει η Αθήνα χρειάζεται να πάρουν όλες τις κεραίες από τα κτίρια. Να υπαγορεύσουν επίσης πώς θα μπαίνουν οι ηλιακοί θερμοσίφωνες και τα κουτιά των airconditions».

– Με τον αδερφό σου, που δουλεύετε μαζί, έχετε διαφορές στον χαρακτήρα;

Εγώ είμαι πολύ κοινωνικός και εκείνος πιο κλειστός, αλλά θέλουμε παρόμοια πράγματα και έχουμε την ίδια αισθητική. Έχουμε τους ίδιους κώδικες.

– Πώς καταφέρατε να δουλεύετε τη νύχτα αλλά ουσιαστικά να μην είστε άνθρωπος της νύχτας;

Ήταν απόφασή μας να διατηρήσουμε την υπόσταση των επενδύσεων αυτή που ήταν, ξενοδοχειακή και νόμιμη. Μετά πρέπει κάποιος να συνειδητοποιεί ότι η δουλειά που επιλέγει να κάνει, είναι μεν μια δουλειά που θα του προσφέρει χρήματα αλλά δεν θα βγάλει δα και τα χρήματα ενός εφοπλιστή. Υπάρχει συγκεκριμένο όριο κερδών. Είναι μια δουλειά κυρίως δημιουργική η διασκέδαση και πιστεύω κομμάτι του πολιτισμού, γιατί εμπεριέχει την ψυχαγωγία. Αν λοιπόν συνδυαστούν αυτά σωστά, γίνεται αυτό που πετύχαμε εμείς.

Με τον σχεδιαστή μόδας Φίλιπ Πλέιν.

«Η τέχνη είναι επανάσταση, η τέχνη είναι πολιτική. Δεν πρέπει κανένα πολιτικό σύστημα να εμποδίζει την τέχνη».

– Τι είναι για σένα η τέχνη;

Την τέχνη την είχα μέσα στο σπίτι μου, μεγάλωσα με αυτήν. Η μακρινή καταγωγή της οικογένειας Πανά είναι από την Ισπανία, με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Από 18 χρονών αγοράζω έργα τέχνης. Με το πρώτο μου χαρτζιλίκι πήρα έναν πίνακα. Ένας καθηγητής μου, της αστρονομίας μάλιστα, ο Γιάννης Καββαδίας, υπήρξε και μέντοράς μου, καθώς ήταν και ζωγράφος. Μέντοράς μου υπήρξε και ο βραβευμένος με Oscar Βασίλης Φωτόπουλος. Πάντα ήμουν κοντά στην τέχνη και την παρακολουθούσα. Έχω και συλλογή με έργα ιστορικής σημασίας, την οποία μπορείτε να δείτε στο relatedart.com. Μ’ αρέσει να μπερδεύω το σύγχρονο με το παλιό. Πρέπει γενικά στα πράγματα να εμβαθύνουμε, να καταλάβουμε πως η τέχνη επηρεάζεται από την πρωτοπορία, πως η τέχνη είναι επανάσταση, πως η τέχνη είναι πολιτική. Δεν πρέπει κανένα πολιτικό σύστημα να εμποδίζει την τέχνη. Πιστεύω ότι η Αθήνα μπορεί να γίνει και εικαστικός προορισμός, με ένα δυνατό φεστιβάλ τέχνης.

Tα δύο λευκώματα του Χρύσανθου Πανά κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Assouline.

Tα λευκώματα

Ο Χρύσανθος Πανάς έχει εκδώσει δύο πολυτελή λευκώματα, που αποτυπώνουν το όραμά του για την οικιστική και πολιτισμική ανάπτυξη της χώρας μας. Το πρώτο, με τίτλο «Athens Riviera», υπηρετούσε αυτόν ακριβώς τον σκοπό: να καθιερωθεί ο όρος Αθηναϊκή Ριβιέρα, δηλαδή η νότια ακτογραμμή από τον Πειραιά ως το Σούνιο, ως κομμάτι της Αθήνας, περιλαμβάνοντας δραστηριότητες υψηλού επιπέδου, που αναβαθμίζουν την έννοια της ψυχαγωγίας.

Το 2018, καλεσμένος του Columbia University, έδωσε διάλεξη στους φοιτητές, γύρω από τον ορισμό της Αθηναϊκής Ριβιέρας ενώ το 2019 παραχώρησε συνέντευξη στους New York Times σχετικά με τις δυνατότητες ανάπτυξης της.

«Στο πρώτο λεύκωμα ήθελα οι ξένοι να καταλάβουν πως η Αθήνα δεν είναι μια “στάση” για τα νησιά, αλλά ένας προορισμός για διακοπές από μόνος του».

«Hρθα, μέσω του Valentino και του Giancarlo Giammetti, οι οποίοι είναι σαν μέντορές μου, σε επαφή με τους Assouline, τον πιο high end εκδοτικό οίκο στον κόσμο αυτή τη στιγμή. Τους εξήγησα ότι μέσω ενός βιβλίου θέλω να καταλάβουν οι ξένοι ότι η Αθήνα δεν είναι μια “στάση” στο ταξίδι των επισκεπτών μας στα νησιά, αλλά ένας προορισμός για διακοπές από μόνος του».  Σε αυτό το λεύκωμα ο Χρύσανθος έγραψε έναν εκτενή πρόλογο, ενώ με την εικαστική της ματιά το επιμελήθηκε ιδιαιτέρως η Martine Assouline.

Το 2018, καλεσμένος του Columbia University, έδωσε διάλεξη στους φοιτητές, γύρω από τον ορισμό της Αθηναϊκής Ριβιέρας (φωτογραφία: Μόνικα Κρητικού για το Andro).

Το δεύτερο λεύκωμα, με τίτλο «Greek Islands» και υπότιτλο «Gems of The Aegean», έχει ως θέμα του τα μικρά και μεγάλα νησιά -τα διαμάντια- του Αιγαίου, και κυκλοφόρησε φέτος. Εν μέσω Covid, ο Χρύσανθος προσκάλεσε στην Αθήνα το ζεύγος Assouline,  για να τους ξεναγήσει στην πρωτεύουσα και να τους αναλύσει τις σκέψεις του για τη νέα έκδοση, μετά τη μεγάλη επιτυχία της πρώτης.

«Tους εξήγησα πως σε αυτή τη χώρα, με ένα απλό φουσκωτό μπορεί κάποιος να βρεθεί από την πόλη στην Αίγινα, στην Τζια, στην Ύδρα, σε ελάχιστο χρόνο». Ήθελε να μπει με τους συνεργάτες του σε ένα ελληνικό παραδοσιακό σκαρί και να κάνουν το ταξίδι στα νησιά του Αιγαίου -εκείνος να γράψει το κείμενο και η φίλη του Κατερίνα Κατώπη-Λυκιαρδοπούλου να φωτογραφίζει.

«H Ελλάδα δίδαξε το μέτρο, κάτι που φαίνεται σε όλες τις εκφάνσεις της ελληνικής κουλτούρας και φιλοσοφίας αλλά και της αισθητικής».

Επίσης χρησιμοποίησε και φωτογραφίες αρχείου, για να συνδέσει την ιστορία με τη σύγχρονη εποχή, σε μια μινιμαλιστική πρόταση. «H Ελλάδα δίδαξε το μέτρο, κάτι που φαίνεται σε όλες τις εκφάνσεις της ελληνικής κουλτούρας και φιλοσοφίας αλλά και της αισθητικής, ξεκινώντας από τον μινιμαλισμό που υπήρξε στις Κυκλάδες και στο Αιγαίο».

Το ταξίδι κράτησε δύο εβδομάδες, επισκέφτηκαν 16 νησιά και το αποτέλεσμα… «Τέτοιες εικόνες από νησιά πραγματικά τις βλέπεις μόνο στην Ελλάδα -είναι σαν σκηνοθετημένες». Το βιβλίο είναι υπό την αιγίδα της Unesco, περιέχει πολλά ιστορικά στοιχεία, με την ενέργεια αυτού του τόπου σε πρώτο πλάνο.

 

Διαβάστε ακόμα: Στηβ Κρικρής, ο έλληνας σκηνοθέτης που πέρασε την πόρτα του Netflix.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top