«Ο Μπόρχες καθόταν στον καναπέ και περίμενε όσο εγώ να πάρω τη θέση μου σε μια πολυθρόνα και με μια ελαφρά ασθματική φωνή πρότεινε το ανάγνωσμα της βραδιάς. ‘‘Να διαβάσουμε Κίπλινγκ απόψε; Ε;’’ Φυσικά δεν περίμενε στ’αλήθεια απάντηση». (Fabrizio Cassetta, «Borges 4»).

[…] Ένα απόγευμα ήρθε στο βιβλιοπωλείο* ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες συνοδευόμενος από την ογδονταοκτάχρονη μητέρα του. Ήταν διάσημος, αλλά εγώ είχα διαβάσει μόνο λίγα από τα ποιήματα και τις ιστορίες του και δεν ήμουν εντυπωσιασμένος από το έργο του. Ήταν σχεδόν εντελώς τυφλός κι όμως αρνιόταν να κρατήσει μπαστούνι· έψαυε τα βιβλία πάνω στα ράφια σαν να μπορούσαν τα δάχτυλά του να δουν τους τίτλους. Είχε έρθει για βιβλία που θα τον βοηθούσαν να μάθει αγγλοσαξονικά, το πιο πρόσφατο πάθος του, κι εμείς του είχαμε παραγγείλει το λεξικό του Σκιτ και μια υπομνηματισμένη διασκευή της Μάχης του Μάλντον. Η μητέρα του Μπόρχες έχασε την υπομονή της: «Βρε Χορχίτο», είπε. «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί χάνεις το χρόνο σου με τα αγγλοσαξονικά αντί να μελετάς κάτι χρήσιμο, όπως λατινικά ή ελληνικά για παράδειγμα!» Στο τέλος ο Μπόρχες γύρισε προς το μέρος μου και μου ζήτησε κάμποσα βιβλία. Βρήκα μερικά, κράτησα σημειώσεις για τα υπόλοιπα, και μετά, την ώρα που ήταν έτοιμος να φύγει, με ρώτησε αν είχα δουλειά τα βράδια, γιατί χρειαζόταν (το είπε αυτό με πολύ απολογητικό τόνο) κάποιον να του διαβάζει, αφού η μητέρα του κουραζόταν πολύ εύκολα πλέον. Είπα ότι θα ερχόμουν.

«Ήταν σχεδόν εντελώς τυφλός κι όμως αρνιόταν να κρατήσει μπαστούνι· έψαυε τα βιβλία πάνω στα ράφια σαν να μπορούσαν τα δάχτυλά του να δουν τους τίτλους».

Για τα επόμενα δύο χρόνια διάβαζα στον Μπόρχες, όπως και πολλοί άλλοι τυχεροί περιστασιακοί γνώριμοι, είτε τα βράδια είτε, όταν μου το επέτρεπε το σχολείο, τα πρωινά. Το τελετουργικό ήταν σχεδόν πάντα απαράλλαχτο. Αγνοώντας τον ανελκυστήρα ανέβαινα τις σκάλες ως το διαμέρισμά του (σκάλες παρόμοιες με αυτές που κάποτε ανέβηκε ο Μπόρχες κουβαλώντας ένα νεαποκτηθέν αντίτυπο των Αραβικών νυχτών, μόνο που δεν πρόσεξε ένα ανοιχτό παράθυρο και κόπηκε άσχημα· η πληγή μολύνθηκε και του προκάλεσε παραλήρημα με αποτέλεσμα να πιστέψει πως έχανε τα λογικά του)· χτυπούσα το κουδούνι· η υπηρέτρια με οδηγούσε περνώντας πίσω από τις κουρτίνες της εισόδου σ’ ένα μικρό καθιστικό όπου ερχόταν να με βρει ο Μπόρχες με το μαλακό του χέρι προτεταμένο. Δεν υπήρχαν προοίμια: καθόταν στον καναπέ και περίμενε όσο εγώ να πάρω τη θέση μου σε μια πολυθρόνα και με μια ελαφρά ασθματική φωνή πρότεινε το ανάγνωσμα της βραδιάς. «Να διαβάσουμε Κίπλινγκ απόψε; Ε;» Φυσικά δεν περίμενε στ’ αλήθεια απάντηση.

«Το να διαβάζω μεγαλόφωνα στον τυφλό άντρα ήταν παράξενη εμπειρία γιατί, παρόλο που πίστευα, καταβάλλοντας μεγάλες προσπάθειες, ότι είχα τον έλεγχο του τόνου και του ρυθμού της ανάγνωσης, ήταν ανελλιπώς ο Μπόρχες, ο ακροατής, που γινόταν κύριος του κειμένου», γράφει ο Αλμπέρτο Μανγκέλ. (Φωτογραφία: Simo Neri, 1995).

Σ’ εκείνο το καθιστικό, κάτω από ένα χαρακτικό του Πιρανέζι που απεικόνιζε κυκλικά ρωμαϊκά ερείπια, διάβαζα Κίπλινγκ, Στίβενσον, Χένρι Τζέιμς, κάμποσα λήμματα της γερμανικής εγκυκλοπαίδειας Μπρόκχαους, ποίηση του Μαρίνο, του Ενρίκε Μπαντς, του Χάινε (αυτούς τους τελευταίους όμως τους ήξερε απέξω κι έτσι προτού καλά καλά αρχίσω να διαβάζω άρχιζε να απαγγέλει από μνήμης με τη διστακτική φωνή του· η διστακτικότητα περιοριζόταν μόνο στον κυματισμό της φωνής, όχι στις ίδιες τις λέξεις, τις οποίες θυμόταν με απόλυτη ακρίβεια). Δεν είχα διαβάσει ποτέ πριν τους περισσότερους από αυτούς τους συγγραφείς κι έτσι η τελετουργία ήταν κάπως παράξενη. Ανακάλυπτα το κείμενο διαβάζοντάς το μεγαλόφωνα, ενώ ο Μπόρχες χρησιμοποιούσε τ’ αφτιά του όπως άλλοι αναγνώστες χρησιμοποιούν τα μάτια τους, για να χτενίσουν τη σελίδα για μια λέξη, μια πρόταση, μια παράγραφο που θα επιβεβαίωνε κάποια ανάμνηση. Καθώς διάβαζα με διέκοπτε κι έκανε σχόλια πάνω στο κείμενο με σκοπό (νομίζω) να κάνει μια νοητική σημείωση. […]

«Ο Μπόρχες χρησιμοποιούσε τ’ αφτιά του όπως άλλοι αναγνώστες χρησιμοποιούν τα μάτια τους, για να χτενίσουν τη σελίδα για μια λέξη, μια πρόταση, μια παράγραφο».

Προτού γνωρίσω τον Μπόρχες, είτε διάβαζα σιωπηλά μόνος μου είτε μου διάβαζε κάποιος άλλος μεγαλόφωνα ένα βιβλίο της επιλογής μου. Το να διαβάζω μεγαλόφωνα στον τυφλό άντρα ήταν παράξενη εμπειρία γιατί, παρόλο που πίστευα, καταβάλλοντας μεγάλες προσπάθειες, ότι είχα τον έλεγχο του τόνου και του ρυθμού της ανάγνωσης, ήταν ανελλιπώς ο Μπόρχες, ο ακροατής, που γινόταν κύριος τού κειμένου. Εγώ ήμουν ο οδηγός, αλλά το τοπίο που ανοιγόταν μπροστά μας ανήκε σ’ εκείνον που οδηγούσα, ο οποίος δεν είχε καμιά άλλη ευθύνη παρά να αντιλαμβάνεται την εξοχή που απλωνόταν έξω από τα παράθυρα. Ο Μπόρχες διάλεγε το βιβλίο, ο Μπόρχες με σταματούσε ή μου ζητούσε να συνεχίσω, ο Μπόρχες με διέκοπτε για να κάνει κάποιο σχόλιο, ο Μπόρχες επέτρεπε στις λέξεις να έρθουν κοντά του. Εγώ ήμουν αόρατος. […]

 

* «Ήθελα να ζήσω ανάμεσα στα βιβλία. Όταν ήμουν δεκάξι χρονών, το 1964, βρήκα δουλειά, μετά το σχολείο, στον Πυγμαλίωνα, ένα από τα τρία αγγλογερμανικά βιβλιοπωλεία του Μπουένος Άιρες», γράφει σε ένα άλλο σημείο του βιβλίου ο Αλμπέρτο Μανγκέλ.

 

// Από το βιβλίο του Alberto Manguel «Η ιστορία της ανάγνωσης» (αποσπάσματα από το κεφάλαιο «Η τελευταία σελίδα). Μετάφραση από τα αγγλικά: Λύο Καλοβυρνάς. Εκδόσεις Νέα Σύνορα – Α. Α. Λιβάνη, 1997.

 

Διαβάστε ακόμα: Οι ποιητές μας για τον Μπόρχες.

 

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top