Το άγαλμα του δάσκαλου του τσαγιού Sen-no-Rikyu μπροστά στο Μουσείο της πόλης Σακάι, στην Ιαπωνία.

[…] Μόνον όποιος έχει ζήσει με το Ωραίο μπορεί να πεθάνει ωραία. Οι τελευταίες στιγμές των δασκάλων του τσαγιού ήσαν γεμάτες από την εξαίσια λεπτότητα που διέκρινε ολόκληρη τη ζωή τους. Ζητώντας πάντοτε να βρίσκονται σε αρμονία με τον βαθύτερο ρυθμό του σύμπαντος, ήσαν ανά πάσα στιγμή προετοιμασμένοι να εισδύσουν στο άγνωστο. Το «Στερνό Τσάι του Ρύκιου» θα προβάλλει πάντα ως έξοχο σύμβολο του τραγικού τους μεγαλείου.

Μακρόχρονη ήταν η φιλία ανάμεσα στον Ρύκιου και τον Τάικο Χιντεγιόσι,  και σε μεγάλη εκτίμηση είχε ο τρανός πολεμιστής το δάσκαλο του τσαγιού. Μα η φιλία ενός δυνάστη είναι επικίνδυνη τιμή. Ήταν μια εποχή γεμάτη δόλο· οι άνθρωποι δεν εμπιστεύονταν ούτε τους πιο στενούς τους συγγενείς. Ο Ρύκιου δεν ήταν δουλοπρεπής, ούτε αυλοκόλακας και είχε τολμήσει πολλές φορές να διαφωνήσει με τον βίαιο προστάτη του. Εκμεταλλευόμενοι την ψυχρότητα που είχε επικρατήσει για ένα διάστημα μεταξύ του Τάικο και του Ρύκιου, οι εχθροί του τελευταίου τον κατηγόρησαν ότι ήταν αναμεμιγμένος σε μια συνωμοσία που σαν στόχο είχε να δηλητηριάσει το δυνάστη. Έφτασαν στ’ αυτιά του Χιντεγιόσι ψίθυροι ότι το μοιραίο φίλτρο θα του χορηγούνταν μέσα σ’ ένα φλιτζάνι του πράσινου αφεψήματος που ετοίμασε ο δάσκαλος του τσαγιού. Για τον Χιντεγιόσι η υποψία και μόνον ήταν επαρκής λόγος για να διατάξει την άμεση εκτέλεση του δασκάλου και δεν υπήρχε περίπτωση να ζητήσει κανείς χάρη από τον οργισμένο άρχοντα. Ένα προνόμιο μόνο παραχωρούνταν στον καταδικασμένο – η τιμή να πεθάνει από το ίδιο του το χέρι.

«Οι δάσκαλοι του τσαγιού ήσαν ανά πάσα στιγμή προετοιμασμένοι να εισδύσουν στο άγνωστο».

Την ημέρα που είχε οριστεί για τον αυτοχειριασμό του, ο Ρύκιου κάλεσε τους πιο αγαπημένους μαθητές του σε μια στερνή τελετή τσαγιού. Με ύφος πένθιμο συναντήθηκαν οι καλεσμένοι, την προσυμφωνημένη ώρα, στο ματσιάι. Γυρίζουν να κοιτάξουν το μονοπάτι του κήπου και τα δέντρα αναρριγούν· στο θρόισμα των φύλλων τους ακούγονται ψίθυροι περιπλανώμενων φαντασμάτων. Σαν βλοσυροί φρουροί μπροστά στις πύλες του Άδη ορθώνονται τα γκρίζα, πέτρινα φανάρια.

 Από την αίθουσα του τσαγιού το αεράκι φέρνει ένα κύμα σπάνιου θυμιάματος· είναι το πρόσταγμα να μπουν οι καλεσμένοι. Ένας ένας προχωρούν και κάθονται στις θέσεις τους. Στην Τοκονόμα κρέμεται ένα κακέμονο – ένα υπέροχο κείμενο ενός αρχαίου μοναχού γύρω από τον εφήμερο χαρακτήρα των εγκόσμιων. Η τσαγιέρα που βράζει πάνω στο μαγκάλι ακούγεται σαν τζιτζίκι που αφήνει να ξεχυθεί το λυπημένο του τραγούδι για το καλοκαίρι που χάνεται.

«Οι καλεσμένοι γυρίζουν να κοιτάξουν το μονοπάτι του κήπου και τα δέντρα αναρριγούν• στο θρόισμα των φύλλων τους ακούγονται ψίθυροι περιπλανώμενων φαντασμάτων». (Adachi Ginko, «Tea Master», 1885).

Ο οικοδεσπότης δεν αργεί να μπει στην αίθουσα. Ο καθένας με τη σειρά του στραγγίζει την κούπα του· ο οικοδεσπότης τελευταίος απ’ όλους. Σύμφωνα με το καθιερωμένο τυπικό, ο κορυφαίος των καλεσμένων ζητά τώρα την άδεια να εξετάσει τα σκεύη του τσαγιού. Ο Ρύκιου αραδιάζει μπροστά του τα διάφορα αντικείμενα, μαζί με το κακέμονο. Αφού εκφράσουν όλοι το θαυμασμό τους για την ομορφιά των σκευών, ο Ρύκιου δωρίζει από ένα, ως ενθύμιο, σε κάθε παρευρισκόμενο. Κρατά μόνο την κούπα του. «Από την κούπα αυτή, που βεβηλώθηκε από τα χείλη της δυστυχίας, ποτέ πια άνθρωπος δεν θα πιει», λέει και θραύει το δοχείο σε κομμάτια.

«Η τσαγιέρα που βράζει πάνω στο μαγκάλι ακούγεται σαν τζιτζίκι που αφήνει να ξεχυθεί το λυπημένο του τραγούδι για το καλοκαίρι που χάνεται».

Η τελετή τελειώνει· οι καλεσμένοι, συγκρατώντας με κόπο τα δάκρυά τους, αποχαιρετούν για πάντα το δάσκαλο και φεύγουν από την αίθουσα. Ένας μόνο, ο πιο κοντινός και αγαπημένος, καλείται να μείνει και να παρακολουθήσει το τέλος. Ο Ρύκιου βγάζει τη ρόμπα του τσαγιού και την διπλώνει προσεχτικά πάνω στην ψάθα, αποκαλύπτοντας το άσπιλο λευκό ένδυμα του θανάτου, που έκρυβε ώς εκείνη τη στιγμή. Κοιτάζει τρυφερά την αστραφτερή λάμα του μοιραίου ξίφους και με εξαίσιους στίχους την προσφωνεί:

«Σε καλοδέχομαι,
Σπαθί της αιωνιότητας!
Μέσ’ απ’ τον Βούδα
Και τον Ντάρμα πορεύτηκες»

Μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη, ο Ρύκιου περνά στο άγνωστο.

 

// Απόσπασμα από «Το βιβλίο του τσαγιού» του Οκάκουρα Κακούζο (σελ. 144-146). Μετάφραση: Αλίνα Πασχαλίδου. Εκδόσεις Ερατώ, 2007.

 

Διαβάστε ακόμα: Έτσι έκανε ο χαρακίρι ο Γιούκιο Μισίμα.

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top